Με ένα δοκίμιο του Ουρουγουανού συγγραφέα Εδουάρδο Γκαλεάνο, από το βιβλίο του «Καθρέφτες, οι "Δικογραφίες" αποχαιρετούν τον Ντιέγκο Μαραντόνα.
Εγραψε:
«Κανένας καταξιωμένος ποδοσφαιριστής δεν είχε μιλήσει ανοιχτά εναντίον των αφεντικών του εμπορικού ποδοσφαίρου. Το έκανε ο πιο διάσημος και δημοφιλής όλων των εποχών, υπερασπιζόμενος τους λιγότερο διάσημους και λιγότερο δημοφιλείς παίκτες. Ένας γενναιόδωρος και αλληλέγγυος άνθρωπος, ένα είδωλο, που μέσα σε πέντε λεπτά είχε σουτάρει τα δυο πιο αντιφατικά γκολ ολόκληρης της ιστορίας του ποδοσφαίρου. Οι οπαδοί του τον λάτρευαν και για τα δυο: δεν θαύμαζαν μόνο το γκολ του καλλιτέχνη, εκείνο που έβαλε με τα διαβολικά του πόδια, αλλά και το γκολ του κλέφτη –ίσως μάλιστα περισσότερο αυτό–, εκείνο που το χέρι του έκλεψε. Τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα τον λάτρευαν όχι μόνο για τα υπέροχα ακροβατικά του, αλλά και γιατί ήταν ένας τρωτός θεός, αμαρτωλός, ο πιο ανθρώπινος των θεών. Μπορούσες εύκολα να αναγνωρίσεις στο πρόσωπό του όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες συρρικνωμένες, ή τουλάχιστον τις αρσενικές αδυναμίες: ήταν γυναικάς, κοιλιόδουλος, πότης, απατεώνας, ψεύτης, φανφαρόνος, ανεύθυνος. Όμως οι θεοί, όσο ανθρώπινοι κι αν είναι, δεν βγαίνουν ποτέ στη σύνταξη. Ο ίδιος δεν μπόρεσε να επιστρέψει στο ανώνυμο πλήθος απ’ όπου είχε βγει. Η δόξα, που τον είχε βγάλει από τη φτώχεια, τον κρατούσε φυλακισμένο. Ο Μαραντόνα ήταν καταδικασμένος να παριστάνει τον Μαραντόνα, ήταν υποχρεωμένος να είναι το αστέρι σε κάθε γιορτή, το μωρό σε κάθε βάφτιση και ο νεκρός σε κάθε κηδεία. Η δόξα είναι ένα ναρκωτικό που προκαλεί μεγαλύτερη καταστροφή απ’ ό,τι η κοκαΐνη. Στις αναλύσεις αίματος και ούρων δεν ανιχνεύεται».