Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

Απολογία μητέρας 12χρονης: "Ένα μήνα κρατιέμαι να μην πάω να τον σκοτώσω"


Αρνήθηκε με σφοδρότητα η μητέρα της 12χρονης ότι, γνώριζε οτιδήποτε, για την κόλαση, που ζούσε η ανήλικη κόρη της, στα χέρια του Ηλία Μίχου και των βιαστών, στους οποίους την εξέδιδε!

Απολογούμενη χτες στην ανακρίτρια και πριν οδηγηθεί στη φυλακή, η 37χρονη, απαντώντας σε ερωτήσεις της ανακρίτριας κ. Υφαντή, επικαλέστηκε την μεγάλη εμπιστοσύνη, που της είχε προκαλέσει ο Ηλίας Μίχος, εστιάζοντας την, όπως χαρακτηριστικά είπε, στο ότι, "έβλεπε αστυνομικούς να συχνάζουν στο μαγαζί του και ήξερε ότι έχει πολλούς γνωστούς, ακόμη και ανθρώπους από τον χώρο του πολιτισμού και της πολιτικής".

Με δάκρυα και λυγμούς, υποστήριξε ότι, "δεν υπάρχει περίπτωση να το ήξερα εγώ αυτό και να μην του είχα βγάλει τα μάτια», ενώ πρόσθεσε ότι, από τη στιγμή που έμαθε τα όσα συνέβαιναν με την κόρη της «ένα μήνα κρατιέμαι να μην πάω να τον σκοτώσω».

Θέλοντας μάλιστα να δείξει, πόσο συστηματικά λειτουργούσε ο Μίχος, ώστε όπως είπε, "να της ρίχνει στάχτη στα μάτια", τόνισε:

"Το μαγαζί είναι σε κεντρικό σημείο της γειτονιάς, ήταν άνθρωπος της εκκλησίας, είχε πολλούς γνωστούς στην γειτονιά, ηθοποιούς, πολιτικούς, του είχα εμπιστοσύνη. Όταν καμιά φορά πήγαινε το παιδί με σορτσάκι ή κολάν στο μαγαζί, μου το έστελνε στο σπίτι για να αλλάξει για να μην το βλέπει έτσι ο κόσμος. Μου έριχνε στάχτη στα μάτια. Επίσης του είχα εμπιστοσύνη γιατί έβλεπα αστυνομικούς εν ενεργεία και μη να συχνάζουν στο μαγαζί του.…

Σε ερωτήσεις της ανακρίτριας για την επικοινωνία που είχε με την πρώην σύζυγο του Ηλία Μίχου, απάντησε:
«Μου είπε να πάμε σ’ ένα δικηγόρο να υπογράψουμε ένα χαρτί ότι δεν θα το καταγγείλω και εκείνη θα με βοηθούσε οικονομικά με το παιδί, για παράδειγμα για ψυχολόγο και για να μην καταστραφούν οικογένειές μας», επισήμανε η μητέρα του κοριτσιού.

Σε ερωτήσεις της ανακρίτριας, για τις επισκέψεις του παιδιού στο μαγαζί του 53χρονου, η 37χρονη μητέρα είπε:

«Η κόρη μου πήγαινε στο σχολείο κανονικά και το μεσημέρι την έπαιρνα εγώ από το σχολείο μαζί με τα αδέρφια της ή όταν δούλευα εγώ πήγαινε ο πατέρας της. Η κόρη μου πήγαινε στο μαγαζί του Μίχου όταν την φώναζε μετά το ολοήμερο σχολείο, μπορεί να ήταν και τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα. Εγώ είχα πάντα επικοινωνία με το παιδί όσο ήταν στο μαγαζί του. Δεν το είχα ανεξέλεγκτο το παιδί… Δεν υπάρχει περίπτωση να το ήξερα εγώ αυτό και να μην του είχα βγάλει τα μάτια. Του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη. Το μαγαζί είναι σε κεντρικό σημείο της γειτονιάς, ήταν άνθρωπος της εκκλησίας, είχε πολλούς γνωστούς στην γειτονιά, ηθοποιούς, πολιτικούς, του είχα εμπιστοσύνη. Όταν καμιά φορά πήγαινε το παιδί με σορτσάκι ή κολάν στο μαγαζί, μου το έστελνε στο σπίτι για να αλλάξει για να μην το βλέπει έτσι ο κόσμος. Μου έριχνε στάχτη στα μάτια. Επίσης του είχα εμπιστοσύνη γιατί έβλεπα αστυνομικούς εν ενεργεία και μη να συχνάζουν στο μαγαζί του.…».

Και συμπλήρωσε:
«Όλες αυτές τις ημέρες μιλάω κάθε ημέρα με τα παιδιά μου και τα παιδιά μου κλαίνε και με ζητάνε. Δε φταίω σε τίποτα, θα αυτοκτονήσω χωρίς τα παιδιά μου. Κοιμόμουν αγκαλιά με τα παιδιά μου. Όλα τα παιδιά μου τα αγαπάω και με αγαπάνε κι αυτά… Να το ήξερα ότι βιάζουν το παιδί μου και να καθόμουν με σταυρωμένα τα χέρια; Ένα μήνα κρατιέμαι να μην πάω να τον σκοτώσω».

Eνώ σε άλλο σημείο της απολογίας της ανέφερε, πόσο συγκρατήθηκε, μετά την καταγγελία, για να μην φωνάξει μέσα στην εκκλησία το Μίχο, "Βιαστή"!

Είπε: «Από το τμήμα ανηλίκων μου είχαν πει να μην κάνω τίποτα για να μην καταλάβει κάτι κανένας ότι έκανα καταγγελία για να τον παρακολουθούν. Τον είδα την ημέρα του Σταυρού που ήταν στην λιτανεία της εικόνας και ήθελα να φωνάξω είναι βιαστής πιάστε τον. Πίστευε ότι δεν θα του έκανα τίποτα….», ανέφερε η μητέρα στην απολογία της.

Σχετικά με τις επικοινωνίες που είχε με την πρώην σύζυγο του Μίχου, η μητέρα της 12χρονης είπε τα εξής: «Την πρώτη μέρα που το έμαθα πήρα τηλέφωνο τη σύζυγό του Μίχου, ενώ είχα ήδη κάνει καταγγελία, η οποία δε με πίστευε στην αρχή και της έστειλα ένα από τα μηνύματα που είχε ανταλλάξει η κόρη μου με το Μίχο. Κλείσαμε ένα ραντεβού με τη σύζυγό του να μιλήσουμε κι αυτή τότε έβγαλε μόνη της 100 ευρώ και μου τα έδωσε για να με βοηθήσει οικονομικά. Μετά από τέσσερις με πέντε ημέρες την πήρα τηλέφωνο και της ζήτησα 100 ευρώ γιατί τα χρειαζόμουν για τα παιδιά αλλά αυτή δεν ήξερε ότι είχα κάνει καταγγελία. Μου είπε ότι σε ό,τι χρειαζόμουν θα ήταν δίπλα μου σε ψυχολόγους και ότι άλλο κι αν θέλω να την ζητήσω άλλα χρήματα για να με βοηθήσει να μην διστάσω. Μου είπε να πάμε σ’ ένα δικηγόρο να υπογράψουμε ένα χαρτί ότι δεν θα το καταγγείλω και εκείνη θα με βοηθούσε οικονομικά με το παιδί, για παράδειγμα για ψυχολόγο και για να μην καταστραφούν οικογένειές μας…».

Σε ερωτήσεις της ανακρίτριας, για το πως ήταν η συμπεριφορά της 12χρονης και ένα είχε αλλάξει κάτι πάνω της, η κατηγορούμενη απάντησε:

«Tον τελευταίο καιρό η κόρη μου απομακρυνόταν και τσακωνόμασταν λίγο. Πάντα ήταν ένα παιδί που δεν έδειχνε τα συναισθήματά της. Ήταν πάντα χαρούμενη και πολύ καλή μαθήτρια. Της έκανα παρατήρηση όταν έκανε επικίνδυνα πράγματα με το ποδήλατο, τα παιδιά πήγαιναν στο κατηχητικό και πάντα τα συμβουλεύαμε. Και στο κατηχητικό έχουν πολύ καλή γνώμη για εμένα….».

Ενώ σε ερωτήσεις, για τα υπόλοιπα παιδιά της, αρνήθηκε ότι, συνέβη πότε κάτι αντίστοιχο:

«Τα παιδιά μου δεν είναι κακοποιημένα. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τα παιδιά μου, μου λείπουν πάρα πολύ και όταν μιλάω μαζί τους και κλαίνε αυτά εγώ βασανίζομαι… Εγώ δεν γνώριζα τι γινόταν στο παιδί μου. Πάντα προστάτευα τα παιδιά μου όποιος κι αν τα πείραζε».