Φυλάκιση 5 ετών επιβλήθηκε στην τέως εισαγγελέα Πρωτοδικών Κέρκυρας, η οποία κατηγορείται για περίπου 1.000 εξαφανισμένες δικογραφίες, οι οποίες φέρονται να είχαν βρεθεί το 2020, στην αποθήκη κοντινού προσώπου της στον Γαρούνα Κέρκυρας, ενώ άλλες στην οικία της ίδιας.
Παράλληλα, ακόμα και σήμερα αγνοείται η τύχη 156 δικογραφιών, που ποτέ δεν βρέθηκαν, ενώ πολλά αδικήματα οδηγήθηκαν σε παραγραφή!
Το περίεργο επίσης είναι ότι, δεν κλήθηκαν ποτέ για εξέταση από τον τότε Ειδικό Εφέτη Ανακριτή Κέρκυρας, που είχε αναλλαβει την έρευνα και δεν θα κληθούν ούτε στο δικαστήριο, οι παθόντες (μηνυτές ή πολιτικώς ενάγοντες) στις παραπάνω υποθέσεις που παραγράφηκαν.
Η εισαγγελέας κρίθηκε ένοχη για κακουργηματική κατάχρηση εξουσίας κατ’ αληθή πραγματική συρροή και για υπεξαγωγή δημοσίων εγγράφων κατά συρροή, ενω αθώα κρίθηκε η τέως αναπληρώτρια προϊσταμένη Διεύθυνσης Γραμματείας της Εισαγγελίας, που κατηγορείτο για συνέργεια.
Η τέως εισαγγελέας Πρωτοδικών Κέρκυρας άσκησε έφεση στην απόφαση και αφέθηκε ελεύθερη.
Η υπόθεση, με τις εξαφανισμένες δικογραφίες καταγγέλθηκε εξ αρχής ότι προσομοιάζει με δράση “παραδικαστικού κυκλώματος” στην Κέρκυρα και οδήγησε εκτός δικαστικού σώματος την κατηγορούμενη εισαγγελέα και πρώην προϊσταμένη της Εισαγγελίας Κέρκυρας, με απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και χωρίς δικαίωμα να εργαστεί στο δημόσιο.
Μάλιστα ο τότε Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλης Πλιώτας, τόνισε ότι η συμπεριφορά της εισαγγελέως Πρωτοδικών έχει μοναδικότητα και αποτελεί μια θλιβερή κατάσταση που έθιξε το κύρος της Δικαιοσύνης. Παράλληλα, εξέφρασε τα ερωτήματα πώς είναι δυνατόν να παρέμεινε στην Κέρκυρα επί 18 ολόκληρα χρόνια (2002 έως 2020), αλλά και γιατί δεν γινόταν ενημέρωση των βιβλίων της γραμματείας για τις καταθέσεις μηνύσεων και άλλων ένδικων μέσων, όπως και την πορεία των υποθέσεων.
Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι, η υπόθεση χωρίστηκε σε τρεις δικογραφίες και εκδικάζεται σε τρία διαφορετικά δικαστήρια. Η δεύτερη δικογραφία αφορά αδικήματα, όπως “έκδοση ψευδούς βεβαίωσης κατ’ εξακολούθηση” και “συνέργεια σε έκδοση ψευδούς βεβαίωσης κατ’ εξακολούθηση” με κατηγορούμενη την τέως εισαγγελέα και την γραμματέα της, καθώς φέρονται να βεβαίωσαν ψευδώς πως συγκεκριμένη δικογραφία που παρέμενε στα… συρτάρια, είχε ανατεθεί προς έρευνα στην αστυνομία.
Η τρίτη δικογραφία αφορά έκδοση ψευδούς βεβαίωσης, ηθική αυτουργία και νόθευση εγγράφου και σχετίζεται με στα βιβλία της αστυνομίας με κατηγορούμενη πάλι την πρώην εισαγγελέα και 4 αστυνομικούς, που φέρονται ότι, προσπάθησαν να την καλύψουν, πως δεν καθυστερούσε στη χρέωση διεκπεραίωσης των ποινικών υποθέσεων.
Από την πλευρά των καταγγελλόντων, προεξάρχοντος του πρώην Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Κέρκυρας, Γιώργου Καλούδη, έχουν διατυπωθεί ενστάσεις και καταγγελίες, πως ενώ θα έπρεπε, δεν έγινε συνένωση των 3 δικογραφιών για να γίνει διερεύνηση σε βάθος για αδικήματα “συμμορίας-εγκληματικής οργάνωσης”.