Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025

Διακόπηκε για τις 30 Σεπτεμβρίου η δίκη των δύο ψαράδων για τη δολοφονία του Σήφη Βαληράκη



Διακόπηκε για τις 30 Σεπτεμβρίου στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας η δίκη των δύο ψαράδων, που κατηγορούνται για τη δολοφονία του Σήφη Βαλυράκη,  στη θαλάσσια περιοχή της Ερέτριας στις 24 Ιανουαρίου 2021.

Με την έναρξη της διαδικασίας οι δύο κατηγορούμενοι δήλωσαν αθώοι. «Είμαστε αθώοι μας κατηγορούν άδικα, δεν ήμασταν εκεί. Ήμασταν δεμένοι στο λιμάνι και τρώγαμε στο σπίτι μας», ανέφερε ο πρώτος κατηγορούμενος ενώ και ο δεύτερος κατηγορούμενος όταν ρωτήθηκε από τον πρόεδρο αν αποδέχεται την κατηγορία είπε: «Δηλώνω αθώος, δεν ήμασταν εκεί, ήμασταν στο σπίτι μας».

Οι δυο ψαράδες κατηγορούνται ανθρωποκτονία από πρόθεση από κοινού σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, εκείνη την ημέρα υπήρξε λογομαχία ανάμεσα στο θύμα που είχε βγει με το φουσκωτό σκάφος του, για ψαροντούφεκο και τους δύο κατηγορούμενους, που ήταν στο αλιευτικό τους. Οι ψαράδες φέρονται να έκαναν ελιγμούς γύρω από το φουσκωτό, να χτύπησαν με ξύλινο κοντάρι τον Σήφη Βαλυράκη,ο οποίος στη συνέχεια έπεσε στη θάλασσα.

Μέχρι τώρα η υπόθεση έχει αναβληθεί τρεις φορές.  Η τελευταία αναβολή είχε δοθεί από το δικαστήριο  στις 20 Ιανουαρίου 2025, λόγω κωλύματος στο πρόσωπο του αείμνηστου Αλέξη Κούγια, συνηγόρου του δύο κατηγορούμενων. Οι προηγούμενες αναβολές είχαν δοθεί καθώς ο προσδιορισμός της δίκης συνέπεσε με αποχή των δικηγόρων.

Πέραν των αναβολών, η υπόθεση πέρασε από σαράντα κύματα μέχρι να παραπεμφθούν σε δίκη οι δύο ψαράδες που κατηγορούνται για ανθρωποκτονία του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ από πρόθεση και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.

Σημειώνεται ότι, η υπόθεση μπήκε στο αρχείο όταν η Εισαγγελία Χαλκίδας αποφάνθηκε ότι έπρεπε να απορριφθεί ως «ουσία αβάσιμη» η μήνυση της οικογένειας Βαλυράκη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Για την οικογένεια είχε μείνει μια τελευταία ελπίδα: να προσφύγει στην Εισαγγελία Εφετών κατά της διάταξης αρχειοθέτησης.

Η εμπεριστατωμένη προσφυγή των δικηγόρων της οικογένειας Βαλυράκη έγινε δεκτή, με αποτέλεσμα η δικογραφία να διαβιβαστεί ξανά στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Χαλκίδας και στη συνέχεια να χρεωθεί σε τακτικό ανακριτή, ο οποίος μελέτησε το υλικό και κάλεσε τους κατηγορούμενους σε απολογία. Έτσι η δικογραφία έφτασε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, που παρέπεμψε τους δύο κατηγορούμενους σε δίκη.

Σύμφωνα με τους συνηγόρους της οικογένειας του θύματος (Ζωή Κωνσταντοπούλου, Νίκος Κωνσταντόπουλος, Βασίλης Λεμπέσης, Κώστας Παπαδάκης και Μανώλης Φωτάκης) «διά του παραπεμπτικού βουλεύματος επισφραγίζεται ότι από πλήθος ευρημάτων, αποδείξεων και στοιχείων της δικογραφίας, τα οποία τεκμηριωμένα εκθέταμε και αξιολογούσαμε εδώ και δύο χρόνια, στοιχειοθετείται ότι ο θάνατος του αείμνηστου Σήφη Βαλυράκη δεν οφείλεται σε “ατύχημα”, όπως κάποιοι καλοθελητές επιχείρησαν να εμφανίσουν, αλλά σε δολοφονία, με δράστες-φυσικούς αυτουργούς τους δύο κατηγορούμενους, οι οποίοι έδρασαν από κοινού, σε πλήρη συνεννόηση, ενώ εκ των υστέρων επίσης από κοινού προσπαθούν να αποσείσουν τις ευθύνες τους».
Υπόθεση Βαλυράκη: Το χρονικό της δολοφονίας

Για την ιστορία:

Ήταν απόγευμα της 24ης Ιανουαρίου 2021, όταν η Μίνα Παπαθεοδώρου-Βαλυράκη επικοινώνησε με το Λιμεναρχείο Ερέτριας δηλώνοντας ότι ο σύζυγός της είχε φύγει στις 2 το μεσημέρι με το φουσκωτό και δεν είχε επιστρέψει. Το σκάφος (με το όνομα «Μίνα») εντοπίστηκε προσαραγμένο στο Ασπρονήσι με τη μηχανή να δουλεύει και με δύο ψαροντούφεκα στο εσωτερικό του. Αργότερα ο πρώην υπουργός βρέθηκε νεκρός στη θαλάσσια περιοχή Πεζονήσι.

Δύο άτομα μπήκαν από την αρχή στο κάδρο των ευθυνών καθώς ο βασικός μάρτυρας της υπόθεσης (επίσης ψαράς) περιέγραψε σε τηλεοπτική εκπομπή («Φως στο τούνελ», Alpha) ότι τους είδε να λογομαχούν με τον Σ. Βαλυράκη και ο ένας από τους δύο να τον χτυπάει.

Ο αυτόπτης μάρτυρας υποστήριξε ότι, βρισκόταν στο Πεζονήσι της Ερέτριας σε απόσταση 150 μέτρων από το σημείο που βρισκόταν ο πρώην υπουργός με το φουσκωτό του, είδε το καΐκι να πλησιάζει το φουσκωτό και υπέθεσε ότι οι ψαράδες θα έκαναν στον ιδιοκτήτη του σύσταση να μην κάνει ψαροντούφεκο στην περιοχή που εκείνοι ρίχνουν τα δίχτυα τους.

«Ουρλιάζανε “φύγε ρε, τι δουλειά έχεις εδώ πέρα;”», είπε και περιέγραψε ότι έκαναν μανούβρες με φουλ τις μηχανές γύρω από το φουσκωτό και «ο ένας με φόρμα χακί πήρε το κοντάρι και τον χτύπησε δυο-τρεις φορές. Ο πιο ψηλός από τους δύο τον χτύπησε. Την ώρα που έπεσε στη θάλασσα, κάνανε ανάποδα και φύγανε. Το σκάφος του Βαλυράκη κινούνταν, όχι σε μεγάλη ταχύτητα, ελαφρώς».

Από την πρώτη στιγμή ο μάρτυρας έκανε λόγο για «δολοφονία», ισχυριζόταν ότι γνωρίζει τους δράστες («είχαν χτυπήσει στο παρελθόν κι έναν άλλο ψαρά με ξύλινο τελάρο στο κεφάλι γιατί είχε βάλει παραγάδια») και ότι δεν είδε μόνο αυτός το περιστατικό: «Και η γυναίκα που ήταν στην ξαπλώστρα πρέπει να το είδε. Και ο άνθρωπος αυτός που τον είχανε τσιλιαδόρο για να βγάζουνε θαλασσινά το είδε. Δεν ήμουν μόνο εγώ, αλλά δεν μιλάνε οι άλλοι». Τη σιωπή των υπολοίπων την απέδιδε σε απειλές και εκφοβισμούς που, όπως είπε, δέχτηκε και ο ίδιος για να μη μιλήσει. Εξαιτίας αυτών των απειλών φαίνεται ότι αρνήθηκε να καταθέσει στη Λιμενική Αρχή Χαλκίδας που τον κάλεσε, μία μέρα μετά την προβολή της εκπομπής «Φως στο τούνελ», να κατονομάσει τους δύο ψαράδες. Ο μάρτυρας ζήτησε να καταθέσει στο Τμήμα Δίωξης Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής, όπως και έγινε.

Ωστόσο, σύμφωνα με τη δικογραφία  την ημέρα που η Λιμενική Αρχή Χαλκίδας κάλεσε τον μάρτυρα να κατονομάσει τους ψαράδες και εκείνος αρνήθηκε, οι λιμενικές αρχές κάλεσαν εννέα μέλη των οικογενειών τους, οι οποίοι με τις καταθέσεις τους τούς έδιναν άλλοθι υποστηρίζοντας ότι βρίσκονταν μακριά από το σημείο του εγκλήματος το επίμαχο χρονικό διάστημα. Έτσι, παρότι οι δύο ύποπτοι κλήθηκαν να δώσουν εξηγήσεις, η υπόθεση τέθηκε αρχικώς στο αρχείο.