Τετάρτη 5 Ιουνίου 2019

Κοτσαλής: "Οχι στο νέο ποινικό κώδικα"!


 Αντίθετος με το νέο Ποινικό Κώδικα και ο καθηγητής Ποινικού Δικαίου Λεωνίδας Κοτσαλής.
Διαβάστε την τοποθέτηση του για το Σχέδιο Ποινικού Κώδικα:

1) Πριν από λίγες εβδομάδες το Υπουργείο Δικαιοσύνης διά του Υπουργού κ. Μιχ. Καλογήρου ανακοίνωσε ότι το τελικό σχέδιο του Π.Κ. είναι έτοιμο και θα δοθεί προς διαβούλευση με προθεσμία αυτή η διαδικασία διαβούλευσης να έχει ολοκληρωθεί περί τα μέσα Απριλίου 2019. Δεν έχει δοθεί, τουλάχιστον απ’ όσο γνωρίζω, η επίσημη Εισηγητική Έκθεση. Το χρονοδιάγραμμα αυτό κατά βάση τηρήθηκε, έτσι ώστε ο δρόμος για τη Βουλή να έχει ανοίξει. Σύμφωνα με τον κ. Μ. Καλογήρου το σχέδιο Π.Κ. βρίσκεται ήδη στη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης για νομοτεχνική επεξεργασία, σύντομα δε, θα προωθηθεί στη Βουλή για ψήφιση, φυσικά με τη διαδικασία των Κωδίκων.
2) Στο διάστημα της διαβούλευσης του νέου Σχεδίου Π.Κ. έγιναν και εκδηλώσεις για τη συζήτησή του, αναπτύχθηκε αρθρογραφία, διατυπώθηκαν δημόσια απόψεις σχετικά με επιμέρους ζητήματα και ρυθμίσεις του. Έλαβα μέρος, κατόπιν σχετικής προσκλήσεως, σε δύο εκδηλώσεις: Στις 11.4.2019 στην Εταιρεία Δικαστικών Μελετών και στις 17.5.2019 στην Ένωση Ελλήνων Νομικών e-ΘΕΜΙΣ. Και στις δύο ως άνω εκδηλώσεις θέλησα να αναδείξω τρία θέματα: α. την προετοιμασία της μεταρρύθμισης του Π.Ν. και το πέρασμα στον Π.Κ. (έναρξη ισχύος: 1.1.1951)· β. τις επιφυλάξεις μου για ρυθμίσεις του Σχεδίου στο τμήμα άρθρ. 1-49, στο τμήμα άρθρ. 50-133 και στο τμήμα άρθρ. 134-τέλος· γ. τις δικαιοπολιτικές επιπτώσεις σε περίπτωση ψήφισης του Σχεδίου, ιδιαίτερα την πλήρη αποδυνάμωση της αντεγκληματικής πολιτικής.
3) Η προσπάθεια μεταρρύθμισης του Π.Ν. άρχισε το 1911 επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου με τη συγκρότηση από το Υπουργείο Δικαιοσύνης ειδικής νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, αποτελούμενης από τον Τιμ. Ηλιόπουλο, Καθηγητή Παν/μίου Αθηνών, Ανδρ. Μιχαλακόπουλο, έγκριτο νομικό και βουλευτή και Π. Γιωτόπουλο, Καθηγητή Παν/μίου Αθηνών. Η προσπάθεια αυτή συνεχίσθηκε επί 40 περίπου χρόνια με διαδοχικές επιτροπές, αναμορφούμενες κατά διαστήματα και εκπόνηση τριών κατά βάση Σχεδίων: του 1924, του 1933/35 και του 1937. Οι αντίστοιχες εισηγητικές - αιτιολογικές εκθέσεις και τα σχετικά πρακτικά αποτελούν και σήμερα πολύτιμο οδηγό για τον μελετητή και τον εφαρμοστή του Π.Κ. και γενικότερα του Π.Δ. Το Α΄ μέρος των εργασιών των ως άνω επιτροπών τελούσε υπό την επιστημονική εποπτεία και καθοδήγηση του Τιμολέοντος Ηλιόπουλου, ενώ στο Β΄ μέρος, ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (τελική φάση της μεταρρύθμισης) την εποπτεία είχε αναλάβει ο Νικόλαος Χωραφάς. Η προσπάθεια μεταρρύθμισης του Π.Κ. άρχισε τον χειμώνα 2004-2005, όταν ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης Αναστάσιος Παπαληγούρας συγκρότησε ειδική νομοπαρασκευαστική Επιτροπή υπό τον Καθηγητή Ν. Ανδρουλάκη για εκπόνηση του νέου Σχεδίου Π.Κ. Η εν λόγω επιτροπή με μεταβαλλόμενη κατά διαστήματα σύνθεση κατέληξε σε ένα πρώτο Σχέδιο το 2012 (πρόεδρος: ο Αντιεισαγγελέας Αρείου Πάγου ε.τ. Βασίλειος Μαρκής) και σε ένα δεύτερο και τελικό (το υπό συζήτηση και αξιολόγηση σήμερα πλέον) Σχέδιο το 2018-2019 (Πρόεδρος: ο Δικηγόρος Χριστόφορος Αργυρόπουλος, επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων).
4) Σχετικά με την ενότητα άρθρ. 1-49, τη δογματική καρδιά του Ποινικού μας Δικαίου, θεωρώ θετικό ότι οι επεμβάσεις ήταν περιορισμένες, έτσι ώστε η βασική δομή να παραμείνει. Τα τέσσερα θεμελιώδη άρθρα του ισχύοντος Π.Κ., άρθρ. 1, 14, 20, 79 έχουν την καίρια θέση τους και στο Σχέδιο. Το άρθρ. 79 (επιμέτρηση της ποινής) εν μέρει αναδιατυπώνεται και συμπληρώνεται. Θεωρώ ότι το άρθρ. 79 (Σχέδιο) θα είναι πρακτικά δύσχρηστο ενόψει και των σχοινοτενών διατυπώσεών του. Χρήσιμη είναι η ειδική αναφορά στην § 7 της ανάγκης αιτιολόγησης της επιμέτρησης, που αποτελεί πάγιο, αιτιολογημένο και δίκαιο αίτημα της θεωρίας.
Επαναθεώρησης, θεωρώ, ότι πρέπει να τύχουν οι διατάξεις σχετικά με την πλάνη και τις μορφές της, την απόπειρα (εξάλειψη της απρόσφορης απόπειρας), τη συμμετοχή (εξάλειψη της διάκρισης αμέσου και απλής συνέργειας), η ρύθμιση της σύγκρουσης καθηκόντων ως λόγου αποκλεισμού του καταλογισμού (ενοχής), της άμυνας και της κατάστασης ανάγκης ως λόγων άρσης του άδικου χαρακτήρα των εκ του αποτελέσματος διακρινομένων εγκλημάτων. Διευκρινίζω ότι οι αναφορές δεν είναι εξαντλητικές, αλλά περιορίζονται σε καίρια σημεία με συνοπτική μορφή.
5) Σχετικά με την ενότητα άρθρ. 50-133 (κυρώσεις) υπάρχει σειρά επιφυλάξεων για επιμέρους ρυθμίσεις τόσο για το ύψος της κάθειρξης όσο και για τις ευεργετικές διατάξεις. Η κατάργηση της μετατροπής δεν με βρίσκει σύμφωνο, η εισαγωγή σε σωφρονιστικό κατάστημα για πλημμελήματα με ποινή 3-5 χρόνια είναι λανθασμένη, η μείωση της ποινής (μέχρι 6 χρόνια) σε πολυπρόσωπες ανθρωποκτονίες από αμέλεια είναι επίσης λάθος, όπως περαιτέρω η διάπλαση των λεγομένων ευεργετικών διατάξεων, όταν μάλιστα η κατάσταση ανάμεσα σε επιβαλλόμενες ποινές και σε εκτιόμενες διευρύνεται. Είναι σαφές ότι υπό τέτοιες συνθήκες δεν μπορεί να ασκηθεί και να έχει αποτελέσματα μια έλλογη, σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική. (Δεν αναφέρομαι εδώ στο θέμα των σωφρονιστικών καταστημάτων της χώρας που έχει προσλάβει δραματικές διαστάσεις και φυσικά συνέχεται με την προαναφερθείσα άσκηση αποτελεσματικής αντεγκληματικής πολιτικής.) Υπάρχει η παλαιά ρήση των εκπροσώπων του φιλελεύθερου Ποινικού Δικαίου (Jürgen Baumann, Theodor Lenckner) ότι όσο λιγότερο Ποινικό Δίκαιο τόσο το καλύτερο, υπό μία αδήριτη προϋπόθεση, ότι δηλαδή η έκτιση της ποινής θα πρέπει να είναι απολύτως συνεπής, χωρίς παρεκκλίσεις ή εκπτώσεις. Στο ποινικό φαινόμενο διακρίνουμε τρεις φάσεις: απειλή ποινής (γενική πρόληψη), κατάγνωση ποινής (ισορροπία γενικής και ειδικής πρόληψης), έκτιση ποινής (ειδική πρόληψη). Η διείσδυση των σκοπών της ποινής σε κάθε μία φάση είναι αναντίρρητη και γι’ αυτό θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή από την πλευρά του νομοθέτη στη διάπλαση των επιμέρους συναφών διατάξεων.
Εξάλλου, θεωρώ τελείως εξωπραγματική –κάτω από τις συνθήκες της χώρας μας– την εισαγωγή ως ποινής της παροχής κοινωνικής εργασίας (ισότιμη της στερητικής), όταν δεν υπάρχουν –όπως τεκμηριωμένα κατατίθεται– οι στοιχειώδεις υποδομές.
6) Η τρίτη και τελευταία ενότητα, άρθρ. 134-τέλος, αναφέρεται στο Ειδικό Μέρος, στα επιμέρους εγκλήματα. Εδώ υπάρχουν ισχυρές επιφυλάξεις σχετικά με διάφορα ζητήματα. Σταχυολογώντας, αναφέρομαι στο αυτεπάγγελτο ή μη στα οικονομικά εγκλήματα, όπως και στην «πλημμεληματοποίηση» αρκετών εξ αυτών, στην εντελή αποκατάσταση σε περίπτωση κλοπής κ.λπ. και έτσι στην παύση της ποινικής δίωξης, στην υποδόρια ανάπτυξη τρίτης μορφής ανθρωποκτονίας και μάλιστα χωρίς κριτήρια, στην κατάργηση ορισμένων διατάξεων ως δήθεν αναχρονιστικών, στην αντιμετώπιση της εγκληματικής οργάνωσης, της κατοχής εκρηκτικών υλών κ.λπ. και μάλιστα σε χώρα της Ε.Ε. και γενικότερα της Ευρώπης με δράση ακόμη και σήμερα τρομοκρατικών ομάδων, στην κατάτμηση του Ν 1608/1950 σε διάφορα οικονομικά εγκλήματα (με παράλληλη βέβαια κατάργηση του εν λόγω νόμου στη γνωστή μέχρι σήμερα μορφή του), στη σμίκρυνση του πεδίου εφαρμογής των υπηρεσιακών εγκλημάτων (κατάργηση του άρθρ. 263Α Π.Κ.). Όλα τα ανωτέρω, αναφερόμενα εδώ με γενικό τρόπο και όχι σε λεπτομέρεια (έχουν αναφερθεί σε διάφορες δημοσιεύσεις) δείχνουν μία νομοθετική «αταξία» που πρέπει οπωσδήποτε να γίνει αντικείμενο αναστοχασμού και τακτοποίησης.
7)  Ο νέος Ποινικός Κώδικας πρέπει να τύχει της ευρύτερης δυνατής συναίνεσης μέσα στην Εθνική μας Αντιπροσωπεία, αλλά και μέσα στην κοινωνία. Αποτυπώνοντας αρχές και κανόνες της κοινωνικής ηθικής, θα έχει τότε αποδοχή, σεβασμό, συμμόρφωση, όταν η ψήφισή του και η λειτουργία του γίνουν με όρους νηφαλιότητας και αυτοσυγκράτησης. Σε αυτό θα συμβάλει και η υποβολή της ελλείπουσας Εισηγητικής Εκθέσεως. Δεν νομίζω ότι η προεκλογική περίοδος, και μάλιστα η καρδιά της, είναι η κατάλληλη περίοδος για να περάσει το συγκεκριμένο νομοθέτημα (σκληρός πυρήνας του Κράτους Δικαίου) τις διαδικασίες της Βουλής και να καταστεί νόμος του Κράτους. Η απόσυρση, έστω και αυτή τη στιγμή, η τελική θεώρησή του από ολιγομελή Επιτροπή, συνολικά και όχι αποσπασματικά, με σύγχρονη αξιολόγηση των παρατηρήσεων που έχουν γίνει κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης, με συγκεκριμένο χρονοδιάστημα (3-6 μηνών) περάτωσης των εργασιών της θα ήταν αναμφίβολα πράξη σύνεσης, που θα εξασφάλιζε όρους συναίνεσης και αποδοχής, που θα προσέδιδε και στο νέο νομοθέτημα έναν  σαφή δικαιοκρατικό, φιλελεύθερο, δημοκρατικό, ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα. Είναι ακριβώς τα στοιχεία που συνθέτουν το προφίλ του ισχύοντος Π.Κ. και που εύχομαι να έχει και νέος, ο επερχόμενος Ποινικός Κώδικας. (Υπενθυμίζω ότι και το 1929, με πρωτοβουλία του Υπουργού Δικαιοσύνης, το σχέδιο Π.Κ. που είχε ήδη κατατεθεί στη Βουλή, απεσύρθη εκ της Βουλής και υπεβλήθη σε νέα επεξεργασία, συνολικά από Επιτροπή που συγκροτήθηκε γι’ αυτόν τον σκοπό.) Η επιτυχής άσκηση της αντεγκληματικής πολιτικής σήμερα –ενόψει της σύνθετης, πολύμορφης εγκληματικότητας με διεθνείς διαστάσεις και διακλαδώσεις– απαιτεί μεταξύ άλλων Π.Κ. με σαφές περίγραμμα, με σαφείς διατάξεις, με συνεπή τήρηση των αρχών της αναλογικότητας, της νομιμότητας, των αρχών του Κράτους Δικαίου. Θεωρώ ότι η θετική γενική πρόληψη έχει προέχουσα σημασία στην αποτρεπτική δύναμη και λειτουργία του Ποινικού Δικαίου. Και σε αυτό συμβάλει –κατά τη γνώμη μου– και η ορθολογική κατάστρωση των κυρώσεων σε ανταπόκριση με το επικρατούν αξιακό σύστημα και τις πραγματικές δυνατότητες του σωφρονιστικού μας συστήματος. Η αντεγκληματική πολιτική αποδυναμώνεται τότε, όταν η συνδυαστική και «έντεχνη» προσέγγιση των ευεργετικών διατάξεων οδηγεί σε υπερφαλάγγιση των απειλούμενων και επιβαλλόμενων κυρώσεων. Επίσης, η μη επιβολή κυρώσεων σε επαναλαμβανόμενες μορφές εκνόμου συμπεριφοράς, η απάθεια (ή και η ανοχή) της Πολιτείας, προλειαίνει το έδαφος για το καθεστώς της ανομίας και τις καταστρεπτικές, διαλυτικές επιπτώσεις της. Και τότε η άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής καθίσταται βέβαια θέμα κενό περιεχομένου.