Ο δικηγόρος και πρώην αθλητικός δικαστής Χάρης Γρηγορίου, στη διάρκεια της σημερινής συνεδρίασης της Επιτροπής Δεοντολογίας της ΕΠΟ, γιά τις εκλογές των ΕΠΣ, διέγνωσε τετραπλή δικονομική ακυρότητα!
O κ. Γρηγορίου, γιά λογαριασμό του εντολέα του Άγγελου Δανιήλ, Πρόεδρου της Ε.Π.Σ. Αχαΐας και Τακτικού μέλους της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΠΟ, στη διάρκεια της ανάπτυξης των ενστάσεων του, μίλησε γιά "μη δίκαιη δίκη", η οποία συνίσταται και στο γεγονός ότι, μία υπόθεση, που εκκρεμεί επί ένα έτος, δεν τη γνωρίζει ο κατηγορούμενος και την γνωρίζει ο συνάδελφος του Αλέξης Κούγιας.
"Η τηλεοπτική εκπομπή "Δίκη της Δευτέρας", κατέδειξε δύο φορές ότι, το περιεχόμενο της δικογραφίας το γνώριζε ο κ. Κούγιας, πριν καν φτάσει στον εισηγητή", ανέφερε ο κ. Γρηγορίου και πρόσθεσε, απευθυνόμενος στους δικαστές:
"Εχετε ευθύνη, γιατί αφήσατε τον κ. Κούγια, να αλωνίζει"...
Στην αγόρευση του ο κ. Γρηγορίου, ανέφερε χαρακτηριστικά:
"Yπάρχει ένσταση απαραδέκτου της Πειθαρχικής Δίωξης, απόλυτη δικονομική ακυρότητα, λόγω μη τήρησης της προβλεπόμενης διαδικασίας, κατ΄άρθρο 68 Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΟ και κατάλυση θεμελιωδών δικαιωμάτων του απολογούμενου".
Και συμπλήρωσε:
"Σύμφωνα με το Άρθρο 68 του Κώδικα Δεοντολογίας της ΕΠΟ με τίτλο Εκκίνηση των διερευνητικών διαδικασιών 1. Εφόσον από τα έγγραφα που υποβλήθηκαν μαζί με την καταγγελία ή την πειθαρχική δίωξη προκύπτει ότι εκ πρώτης όψεως υφίσταται πειθαρχικό αδίκημα το μέλος του ερευνητικού τμήματος εκκινεί διαδικασία διερεύνησης. Η διαδικασία διερεύνησης μπορεί να παραληφθε εφόσον τα στοιχεία κρίνονται επαρκήΣε περίπτωση μιας τέτοιας ουσιώδους παράβασης καταλύονται τα βασικά δικονομικά δικαιώματα του κατηγορούμενου, ήτοι το δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, να λαμβάνει γνώση των εγγράφων της δικογραφίας, να αιτείται και να λαμβάνει προθεσμία για την απολογία του, να ζητά την διεξαγωγή αποδείξεων, να εισφέρει νέα στοιχεία, προς υπεράσπιση των ισχυρισμών, με σκοπό το σχηματισμ πλήρους και ορθής δικανικής πεποίθησης, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόαση καθώς επίσης και μεταξύ άλλων η θεμελιώδης αρχή της ισότητας των όπλων τωn διαδίκων που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δίκαιης δίκης".
"Στο άρθρο 20 παρ.2 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το σημαντικότερo δικαίωμα κάθε πολίτη, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης το οποίο, στο πλαίσιο αρκετά ευρείας διατύπωσης, προβλέπει ότι «το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του». Πρόκειται για ένα ατομικό διαδικαστικό δικαίωμα, αντικείμενο του οποίου είναι η αποχή του κράτους από κάθε μέτρο, οποιασδήποτε φύσης, σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του διοικουμένου, πριν ο τελευταίος εκφράσει τις απόψεις του συναφώς. Η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος είναι άμεσης εφαρμογής, πράγμα που σημαίνει ότι δεν χρειάζεται η νομοθετική διαμεσολάβηση για την άσκηση του οικείου δικαιώματος, ενώ στις περιπτώσεις που αυτό δεν προβλέπεται νομοθετικά ή που ο νομοθέτης αποκλείει την άσκησή του, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ήδη, η συνταγματική διάταξη επιβάλλει την τήρησή του από τη Διοίκηση.
Παράλληλα το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης και οι όροι άσκησής του, εξειδικεύονται στο άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η παρ. 1 του οποίου ορίζει ότι «οι διοικητικές αρχές, πριν από κάθε ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου, οφείλουν να καλούν τονενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του, εγγράφως ή προφορικώς, ως προς τα σχετικά ζητήματα».
Η ρητή αναγνώριση οιονεί υπερνομοθετικής ισχύος στο δικαίωμαπροηγούμενης ακρόασης έγινε με τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 1811-1831/1969 της Ολομέλειας, με βάση τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι «το δικαίωμα ακροάσεων παντός κρινομένου προσώπου αποτελεί γενικωτέραν και θεμελιώδη αρχήν του δικαίου, διασφαλίζουσαν το στοιχειώδες δικαίωμα υπερασπίσεως, και εφαρμοστέαν κατ’ αρχή εν πάση ευνομουμένη Πολιτεία». Οι υποθέσεις αυτές αποτέλεσαν την κύρια αιτία, για την ευθεία κατοχύρωση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης στο Σύνταγμα του 1975.
Όπως προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 20 παρ. 2 Σ και του άρθρου 6 ΚΔΔιαδ, η φύση της προηγούμενης ακρόασης είναι διττή, δηλαδή αυτή κατοχυρώνεται τόσο ως ατομικό διαδικαστικό δικαίωμα(ΣτΕ 921/2012, 1191/2016, 2703/2017, 555/2019) όσο και ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας (ΣτΕ 433/1999, 3745/2007, 1877/2016, 869/2018). Mε τις διατάξεις τουάρθρου 6 του ΚΔΔιαδ θεσπίζονται ειδικότερες ρυθμίσεις για την άσκηση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου, ώστε να εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις αποτελεσματικής εφαρμογής της σχετικής διάταξης του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, χωρίς, όμως, να αποσκοπείται η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της διάταξης αυτής. Η προηγούμενη ακρόαση αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στον διοικούμενο, τον οποίο αφορά η δυσμενής διοικητική πράξη που πρόκειται να εκδοθεί, να προβάλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώπιον του αρμόδιου διοικητικούοργάνου, ούτως ώστε να επηρεάσει τη λήψη από το όργανο αυτό της σχετικής απόφασης ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού (ΣτΕ 926/2015, 1183/2017).
Στο ενωσιακό επίπεδο, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, ως ένα εκ των λεγόμενων δικαιωμάτων άμυνας, συνιστούσε, κατά πάγια νομολογία των Δικαστηρίων της Ένωσης, θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης (βλ. ενδεικτικά ΔΕΚ της 9 ης Νοεμβρίου 1983, 322/81, Nederlandsche Banden-Industrie-Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 7 : ο σεβασμός των δικαιωμάτων του αμυνομένου συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, την οποία πρέπει να τηρεί η Επιτροπή στις διοικητικές της διαδικασίες, που μπορούν να καταλήξουν σε επιβολή ποινών κατ’ εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της συνθήκης. Ο σεβασμός αυτός επιβάλλει, μεταξύ άλλων, να είναι σε θέση η ενδιαφερόμενη επιχείρηση να γνωρίσει κατά πρόσφορο τρόπο την άποψη της σχετικά με τα έγγραφα που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή, για να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι υπάρχει παράβαση). Πλέον, έχει κατοχυρωθεί ρητώς στο άρθρο 41 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ως έκφανση του δικαιώματος χρηστής διοίκησης. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 41 παρ. 2 περ. α΄, το δικαίωμα χρηστής διοίκησης περιλαμβάνει «το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του». Το εν λόγω δικαίωμα είναι γενικής εφαρμογής, πράγμα που σημαίνει ότι η τήρησή του επιβάλλεται σε κάθε διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής πράξης, ακόμη και αν η εφαρμοστέα στη συγκεκριμένη περίπτωση ενωσιακή νομοθεσία δεν προβλέπει ρητώς μια τέτοια διοικητική διατύπωση.
Στις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης του δικαιώματος της προηγουμένης ακρόασης, μεταξύ άλλων συμπεριλαμβάνεται, η πρόκληση θετικής βλάβης στα υπάρχοντα συμφέροντα ή δικαιώματα, υπό την έννοια ότι η προηγούμενη ακρόαση επιβάλλεται πριν από τη λήψη δυσμενούς μέτρου ή ενέργειας, δηλαδή πράξης ευθέως βλαπτικής των συμφερόντων ή δικαιωμάτων του αποδέκτη της.
Ως προς το περιεχόμενο του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης μπορεί να αναλυθεί στις εξής αξιώσεις του διοικουμένου προς τη διοίκηση: 1) την αξίωση του ενδιαφερομένου για έγγραφη κλήση, 2) την αξίωση ενημέρωσης του ενδιαφερομένου από το αρμόδιο όργανο σχετικά με την επίμαχη υπόθεση, η οποία μπορεί να οδηγήσει στη λήψη δυσμενούς μέτρου σε βάρος του, 3) την αξίωση του ενδιαφερομένου για λυσιτελή και αποτελεσματική διατύπωση των απόψεών του, 4) την αξίωση του ενδιαφερομένου να ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που διατύπωσε και 5) την αξίωση μεσολάβησης εύλογου χρόνου μεταξύ της ακρόασης και της λήψης του δυσμενούς μέτρου. Εάν δεν ικανοποιηθεί έστω και μία από τις ανωτέρω αξιώσεις ή εφόσον δεν εκπληρωθεί γενικά η υποχρέωση της διοίκησης για προηγούμενη ακρόαση, η τελικώς εκδοθείσα πράξη πάσχει από ακυρότητα, ως παράβαση ουσιώδους τύπου που έχει ταχθεί για την ενέργεια της πράξης και εξ αυτού του λόγου θεμελιώνει βάσιμο λόγο ακύρωσης.
Iδιαίτερης μνείας χρήζει η κρατούσα άποψη στη νομολογία (ΣτΕ 1183/2017), η οποία έκρινε ότι το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, με την έννοια που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και ρυθμίζεται ειδικότερα, υπό την αυτή έννοια, με τις διατάξεις του ΚΔΔιαδ, συνίσταται στην δυνατότητα εκείνου για τον οποίον η Διοίκηση άγεται, μεταξύ άλλων, στην έκδοση πράξης βλαπτική, για τα συμφέροντά του, να εκθέσει σχετικά τις απόψεις του στην διοικητική αρχή έτσι ώστε να επηρεάσει την διαμόρφωση της κρίσης της ήδη στο στάδιο πριν από τον σχηματισμό της και την έκδοση της πράξης. Συνέπεια της φύσης αυτής και του σκοπού του δικαιώματος είναι, ότι η παραβίασή του δεν θεραπεύεται με την εκ των υστέρων παροχή στον ενδιαφερόμενο της δυνατότητας να ζητήσει την ακύρωση ή την τροποποίηση της πράξης.
Σε άλλο σημείο ο κ. Γρηγορίου μίλησε για "ευθεία παράβαση της Αρχής Ισότητας των Οπλων των Διαδίκων και μη εξασφάλιση δίκαιης δίκης".
Και τόνισε:
"Η αρχή της ισότητας των όπλων αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δίκαιης δίκης και κατά τη διεξαγωγή μιας ποινικής δίκης θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι αυτή η ισότητα των όπλων ενυπάρχει. Η ισότητα των όπλων ως αρχή, έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί και άπτεται της παρεχόμενης δυνατότητας κάθε πλευράς ναπαρουσιάσει με την καλύτερη δυνατή και επιτρεπτή μαρτυρία την υπόθεσή της (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1718 και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 746). Πρωταρχικός σκοπός του άρθρου 6(3)(β) της ΕΣΔΑ είναι η επίτευξη της ισότητας όπλων ανάμεσα στην Κατηγορούσα Αρχή και την υπεράσπιση. Στην υπόθεση Α.Α ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 140, γίνεται μια ανάλυση της αρχής της ισότητας των όπλων: «Η αρχή της ισότητας των όπλων βασίζεται στην εξισορρόπηση. Η διαδικασία εξετάζεται στο σύνολό της και συγκεκριμένος περιορισμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν ήταν αρκετός για να θεωρηθεί ολόκληρη η διαδικασία άδικη.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε περίπτωση παραβίασης εξετάζει κατά πόσο έχουν δοθεί στον κατηγορούμενο οποιεσδήποτε άλλες ευκαιρίες, για να διορθωθεί η κατάσταση ή για να εξισωθούν τα πράγματα. Κατά πόσο η κατ’ισχυρισμόν παραβίαση της αρχής της ισότητας είχε επίδραση επί του αποτελέσματος της δίκης είναι παράγων ο οποίος, γενικά, δεν είναι ή δεν πρέπει να θεωρείται σχετικός (Artico v. Italy, May 13, 1980, Series A, No. 37). Το ερώτημα κατά πόσο δίκη είναι δίκαιη ή όχι θα πρέπει να απαντάται με βάση την αξιολόγησή της στο σύνολό της Η τήρηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το Άρθρο 6(3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης γιατί μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη.
Η αρχή της δίκαιης δίκης, κλάδος της οποίας είναι και το αξίωμα της ισότητας των όπλων, περιέχει το δικαίωμα κάθε διάδικου να γνωρίζει όλη τη μαρτυρία που θα προσκομιστεί και το δικαίωμα να την σχολιάσει (Niderost-Huber v. Switzerland [1998] 25 E.H.RR. 709 και Steck-Risch and Others v. Liechtenstein, Application No. 63151/00, ημερ. 19 Μαΐου, 2005. Βλέπε ακόμα Karen Reid, A Practitioner’s Guide to the European Convention on Human Rights, 2η Έκδοση, παραγρ. 11Α003, σελ. 59).
Η ισότητα των όπλων επιβάλλει ότι κάθε διάδικος πρέπει να έχει εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του, περιλαμβανομένης και μαρτυρίας, κάτω από συνθήκες οι οποίες δεν τον θέτουν υπό ουσιαστικό μειονέκτημα έναντι του διαδίκου του (Dombo Beheer BV v. Netherlands, October 27, 1993, Series A, No. 274. para. 33 και Nikoghosyan and Melkonyan v. Armenia, Application Nos. 11724/04 και 13350/04, ημερ. 6 Δεκεμβρίου, 2007). Κάθε κατηγορούμενος, αλλά και κάθε διάδικος σε οποιαδήποτε διαδικασία, θα πρέπει να μπορεί να συμμετέχει ουσιαστικά στη διαδικασία
Επιπλέον, ο ισχυρισμός περί μη δίκαιης δίκης δεν αποφασίζεται κατά τρόπο αφηρημένο, αλλά πάντοτε σε συνάρτηση με όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης. Είναι επίσης απόλυτα ορθή η παρατήρηση ότι για να στοιχειοθετηθεί ο ισχυρισμός για μη διεξαγωγή δίκαιης δίκης θα πρέπει να αποδειχθεί ότι πράγματι ο κατηγορούμενος είχε επηρεαστεί δυσμενώς.
Πτυχή της αρχής της δίκαιης δίκης είναι και το αξίωμα της ισότητας των όπλων, το δικαίωμα κάθε διαδίκου να γνωρίζει όλη τη μαρτυρία που θα προσκομισθεί και η ευκαιρία που πρέπει να έχει να την σχολιάσει.
Η ισότητα των όπλων επιβάλλει επίσης ότι κάθε διάδικος πρέπει να έχει εύλογη ευκαιρία παρουσίασης της υπόθεσής του, υπό συνθήκες οι οποίες δεν τον θέτουν σε μειονεκτική θέση έναντι της άλλης πλευράς.
Εν προκειμένω, έχω κληθεί ενώπιον της Επιτροπής Σας, δυνάμει της από 30-03-2021 κλήσης σας, να υποβάλω έγγραφο υπόμνημα με το οποίο να προβάλω τους υπερασπιστικούς μου ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά μου στοιχεία, αναφορικά με τις αποδιδόμενες εις εμέ κατηγορίες δυνάμει της από 23-03-2021 τελικής έκθεσης-εισήγησης του ερευνητή της Επιτροπή Σας, κατόπιν της υπ’αρ. πρωτ. ΕΠΟ 12609/01- 07-2020 αίτησης καταγγελίας Πολιτών Φιλάθλων Καρδίτσας, για δήθεν κατ’ εξακολούθηση παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1,2,13,23 του Κώδικα Δεοντολογίας της ΕΠΟ.
Ωστόσο, και παρά το γεγονός, ότι αφετηρία της έναρξης της διαδικασίας διερεύνησης της εν λόγω υπόθεσης αποτέλεσε η από 01-06-2020 ανωτέρω αίτηση- καταγγελία Πολιτών Φιλάθλων Καρδίτσας, η οποία όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της τελικής έκθεσης του Ερευνητικού Σας Τμήματος, πρωτοκολλήθηκε στην ΕΠΟ, την 01-07-2020 συνάγεται αβίαστα ότι στο πλαίσιο της ανωτέρω διαδικασίας και μέχρι την περάτωση αυτής, που είχε ως αποτέλεσμα την παραπομπή μου, στο Δικαστικό Τμήμα της Επιτροπής Σας, μεσολάβησαν περί τους εννέα μήνες, κατά δε, το ανωτέρω χρονικό διάστημα, προσήχθησαν έγγραφα, μαρτυρικές καταθέσεις σχετικά αποδεικτικά μέσα, για τα οποία προσφάτως έλαβα γνώση, ότε και κλήθηκα κατόπιν κλήσεως της Επιτροπής Σας, να απολογηθώ με τασσόμενη αρχικά από Εσάς προθεσμία την 20-04-2021, ΧΩΡΙΣ ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΚΑΙ ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ ΠΑΡΑ ΤΟ ΝΟΜΟ να μου γνωστοποιήσετε εμπρόθεσμα όπως ρητά προβλέπεται κατ’αρθρο 68 παρ.2 την έναρξη των διερευνητικών διαδικασιών .
Τουναντίον και προφανώς για να αρθεί η κατάφωρη καταστρατήγηση θεμελιωδών δικονομικών μου δικαιωμάτων, με σκοπό να καλύψετε την ανυπέρβλητη πλημμέλεια της μη νομότυπης κοινοποίησης της έναρξης των διερευνητικών διαδικασιών σε εμέ, καθώς προφανώς διέλαθε της προσοχής σας, μου κοινοποιήσατε ψευδώς με μία ώρα διαφορά περίπου και την ίδια ήμερα, ήτοι την 23-03-2021 την έναρξη της ερευνητικής διαδικασίας, η οποία είχε ξεκινήσει προ εννιά μηνών, ήτοι από την κατάθεση της αίτησης- καταγγελίας ενώπιον της ΕΠΟ και αμέσως μετά, και την ίδια ημέρα, το πέρας της διαδικασίας.
Η ανωτέρω παράσταση ψευδών γεγονότων, ως αληθών από την Επιτροπή Σας συνιστά εξαπάτηση μου, γεγονός το οποίο επουδενί αρμόζει να συμβαίνει από θεσμοθετημένα όργανα και αρχές της ΕΠΟ, που αποτελούνται από τακτικούς δικαστές, ενώ η ανωτέρω ενέργεια από πλευράς Σας, αντιβαίνει και προσκρούει στα θεμελιωτικά κριτήρια σύστασης της Επιτροπής Σας.
Άλλωστε, και σύμφωνα με το άρθρο 35 του Κώδικα Δεοντολογίας της ΕΠΟ, 1. το ερευνητικό τμήμα θα διερευνά πιθανές παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Κώδικα είτε κατόπιν ασκήσεως πειθαρχικής δίωξης από το αρμόδιο όργανο της ΕΠΟ, είτε με δική του πρωτοβουλία και αυτεπάγγελτα κατά την πλήρη και ανεξάρτητη διακριτική του ευχέρεια είτε κατόπιν αναφοράς από τον Πρόεδρο ή την Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΠΟ, είτε κατόπιν υποβολής καταγγελίας του άρθρου 62 του παρόντος.
Εφόσον το ερευνητικό τμήμα θεωρεί ότι εκ πρώτης όψεως δεν υφίσταται παράβαση, μπορεί να κλείσει μία υπόθεση και να την θέσει στο αρχείο χωρίς να την παραπέμψει στο δικαστικό τμήμα. 3. Εφόσον εκ πρώτης όψεως υφίσταται παράβαση, το ερευνητικό τμήμα εκκινεί τη διαδικασία διερεύνησης και θα διεξάγει τις κατάλληλες έρευνες. Το τμήμα εξετάζει εξίσου την ύπαρξη επιβαρυντικών και απαλλακτικών περιστάσεων. Η διαδικασία διερεύνησης μπορεί να παραλειφθεί όταν τα στοιχεία της υπόθεσης θεωρούνται πλήρη, και η υπόθεση παραπέμπεται στο δικαστικό τμήμα.
Συμπερασματικά, από όλα τα ανωτέρω προκύπτει εξόφθαλμη καταστρατήγηση καιευθεία παράβαση ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΜΟΥ, ειδικότερα:
* το δικαίωμα παράστασης μου με συνήγορο,
* λήψη γνώση των εγγράφων της δικογραφίας,
* διεξαγωγής αποδείξεων,
* το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης
Η θεμελιώδης αρχή της ισότητας των όπλων των διαδίκων που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δίκαιη δίκης, όπως διεξοδικά ως άνω αναπτυχθήκαν, έχοντας ως αποτέλεσμα να υποστώ δυσεπανόρθωτη δικονομική βλάβη, καθώς αποστερήθηκα του δικαιώματος να εισφέρω αποδεικτικά στοιχεία που θα είχαν καταλυτική επίδραση στην εξέλιξη και την έκβαση της ερευνητικής διαδικασίας, καθώς μεταξύ άλλων θα ήταν και χρονικά πλησιεστέρα στην ημερομηνία της καταγγελίας , και τα οποία μετά βεβαιότητας θα είχαν ως αποτέλεσμα να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο, ή ακόμη και σε περίπτωση παραπομπής μου, στο Δικαστικό Τμήμα, θα οδηγούσαν την πλήρη απαλλαγή μου.
Ως εκ τούτου, υφίσταται απόλυτη δικονομική ακυρότητα της προδικασίας με αποτέλεσμα η παραπομπή μου ενώπιον Σας, να έχει συντελεστεί παρά το νόμο και εξ αυτού του λόγου καθίσταται απαράδεκτη".