Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024

Αποχή των δικηγόρων στις 13 και 14 Ιανουαρίου και στην πρώτη συνεδρίαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου


Με διήμερη προειδοποιητική αποχή των δικηγόρων της Αθήνας από τις πολιτικές δίκες στον Αρειο Πάγο θα μπει ο νέος χρόνος.

Με απόφαση του ΔΣΑ οι δικηγόροι της Αθήνας θα απέχουν από τις δίκες στον Αρειο Πάγο στις 13 και 14 Ιανουαρίου 2025, καθώς και από την πρώτη συνεδρίαση του έτους της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η αιτία του πολέμου των δικηγόρων με το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας είναι η απόφαση του Αρείου Πάγου, να μπει πλαφόν στις σελίδες των δικογράφων των αναιρέσεων των αστικών υποθέσεων, που κατατίθενται από την 15 η Σεπτεμβρίου 2025 και που σύμφωνα με την απόφαση της  Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου
Πάγου δεν πρέπει να υπερβαίνουν  τις τριάντα (30) σελίδες, στις υποθέσεις των προσθέτων αυτών λόγων τις είκοσι (20) σελίδες και των προτάσεων και των υπομνημάτων στις δέκα (10) σελίδες, όσον αφορά δε τις αιτήσεις αναστολής, κατ’ άρθρο 565 ΚΠολΔ, τις πέντε (5) σελίδες.

Σε ανακοίνωση του ΔΣΑ, όπου αναφέρονται στοιχεία, για τις μεγάλες καθυστερήσεις της Δικαιοσύνης στην έκδοση αποφάσεων, επισημαίνεται ότι:

"Ο Άρειος Πάγος, δυστυχώς, ως φαίνεται, ακολουθεί πιστά τα βήματα του Συμβουλίου της Επικρατείας υιοθετώντας και επεκτείνοντας περιορισμούς στα δικαιώματα των διαδίκων και στην προφορικότητα της διαδικασίας και παραβλέποντας το δικαίωμα απρόσκοπτης πρόσβασης των πολιτών στη δικαιοσύνη. Τελικά, κάποιοι θέλουν να μας πείσουν ότι το πρόβλημα των καθυστερήσεων έγκειται στον καθορισμό των σελίδων των δικογράφων και
του χρόνου αγόρευσης των πληρεξουσίων των διαδίκων. Ωσάν οι 2.373 ημέρες
που χρειάστηκαν για την έκδοση αποφάσεως μόνο στην αναιρετική διαδικασία
στο Α1 Τμήμα του Άρειου Πάγου (επί αστικής υποθέσεως οφειλής από
τιμολόγια: «Ε. ανώνυμη εταιρεία» Vs Χ.Κ.), τη στιγμή που ο μέσος όρος
καθυστέρησης στη χώρα είναι 1.711 ημέρες σύμφωνα με τα στοιχεία της
Παγκόσμιας Τράπεζας για όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, οφείλονταν στην
αδυναμία ανάγνωσης των σελίδων του δικογράφου ή στην αδυναμία ταχείας
αφομοίωσης της μακράς αγόρευσης του συναδέλφου!".

Διαβάστε την ανακοίνωση του ΔΣΑ:

ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΔΙΚΕΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ
ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤΙΣ 13 & 14 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2025 ΚΑΙ ΑΠΟ
ΤΗΝ 1 Η ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 2025 ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ
ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ – Ο ΑΚΡΑΤΟΣ
ΦΟΡΜΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΒΛΑΠΤΕΙ ΣΟΒΑΡΑ ΤΗΝ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
-----------------------------------------------------------------------------------------------
Στη σημερινή συνεδρίαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου
Πάγου έγινε δεκτή η εισήγηση της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου
(επισυνάπτεται) σύμφωνα με την οποία «ο αριθμός των σελίδων των
εισαγωγικών δικογράφων (αιτήσεις αναιρέσεως κλπ), επί των αστικών
υποθέσεων που κατατίθενται από την 15 η Σεπτεμβρίου 2025, δεν πρέπει να
υπερβαίνει τις τριάντα (30) σελίδες, των προσθέτων αυτών λόγων τις είκοσι
(20) σελίδες, των προτάσεων και των υπομνημάτων τις δέκα (10) σελίδες,
όσον αφορά δε τις αιτήσεις αναστολής, κατ’ άρθρο 565 ΚΠολΔ, τις πέντε (5)
σελίδες. Ειδικά ως προς τις αιτήσεις αναστολής δεν πρέπει να ενσωματώνεται
στο δικόγραφό τους, η αίτηση αναιρέσεως και η προσβαλλόμενη με αυτήν
απόφαση, που πρέπει να προσκομίζονται αυτοτελώς […] Τα δικόγραφα
συντάσσονται σε χαρτί Α4, με περιθώριο σελίδας 2 εκ. , είδος
γραμματοσειράς “Arial”, μέγεθος 12, κανονική γραφή, με διάστιχο 1,5. […]
καθιέρωση χρονικού ορίου στις αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων
μερών, το οποίο δεν μπορεί να ξεπερνά τα έξι (6) λεπτά ανά διάδικο μέρος.»
Κατά τη σημερινή του συνεδρίαση το Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. έλαβε ομόφωνα
την εξής απόφαση:
Η προάσπιση του δικαιώματος προστασίας των πολιτών, σύμφωνα με
τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αποτελεί
θεμελιώδη υποχρέωση της Πολιτείας και πρόταγμα για το δικηγορικό σώμα.
Το δικαίωμα αυτό, συνίσταται τόσο στην δυνατότητα ακώλυτης
πρόσβασης των πολιτών σε δικαστήριο όσο και στην απαίτηση για ταχεία και
ορθή απονομή της Δικαιοσύνης, για δίκαιη δίκη.
Δυστυχώς, η χώρα μας κατέχει πανευρωπαϊκή πρωτιά στις
καθυστερήσεις απονομής της Δικαιοσύνης, τη στιγμή μάλιστα που η αναλογία
δικαστών/πληθυσμού είναι η 3 η υψηλότερη στην Ευρώπη και υπερβαίνει κατά
πολύ τη διάμεση τιμή των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης (37,3 στην
Ελλάδα έναντι 17,6 για το έτος 2022, 23,3 έναντι 17,7 για το έτος 2012, ανά
100.000 κατοίκους).
Οι καθυστερήσεις είναι ο «μεγάλος ασθενής» του δικαστικού
συστήματος, που φτάνουν στο όριο της αρνησιδικίας, όπως έχει αποφανθεί
κατ’ επανάληψη το ΕΔΔΑ.
Υπενθυμίζεται, άλλωστε, ότι το ΕΔΔΑ με πιλοτικές αποφάσεις του
έκρινε ότι οι μεγάλες καθυστερήσεις στις διαδικασίες ενώπιον των πολιτικών
δικαστηρίων [απόφαση Γλύκαντζη της 30.10.2012] και των ποινικών
δικαστηρίων [απόφαση Μιχελιουδάκη της 3.4.2012] δεν αποτελούν απλώς
παράβαση των άρθρων 6 § 1 και 13 της ΕΣΔΑ, δηλαδή του δικαιώματος για
δίκαιη δίκη μέσα σε εύλογη προθεσμία και του δικαιώματος για ουσιαστική
επανόρθωση, αλλά αποκαλύπτουν παράλληλα την ύπαρξη σοβαρού
προβλήματος συστημικού χαρακτήρα.
Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, από 969 καταδικαστικές σε βάρος της
Ελλάδας αποφάσεις (επί συνόλου 1.082 αποφάσεων ελληνικού ενδιαφέροντος)
η μεγάλη πλειοψηφία αφορά την υπέρβαση του εύλογου χρόνου της δίκης.
Σήμερα, πάνω από 10 χρόνια μετά τις πιλοτικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ,
δεν έχει βελτιωθεί η κατάσταση.
Η σύγκριση του χρόνου διεκπεραίωσης των αστικών και ποινικών
υποθέσεων στη χώρα μας σε σχέση με τη διάμεση τιμή του Συμβουλίου της
Ευρώπης είναι πλήρως απογοητευτική. Παρατίθενται ορισμένα στατιστικά
στοιχεία της Έκθεσης Αξιολόγησης (2024) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την
Αποδοτικότητα της Δικαιοσύνης (CEPEJ) για τα Δικαστικά Συστήματα των
χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης, διότι οι αριθμοί δεν επιδέχονται
αμφισβητήσεις:

Στις Αστικές υποθέσεις:
Στον 1ο βαθμό: 746 ημέρες διεκπεραίωσης με διάμεση τιμή Συμβουλίου της
Ευρώπης τις 239 ημέρες
Στον 2ο βαθμό: 422 ημέρες διεκπεραίωσης με διάμεση τιμή Συμβουλίου της
Ευρώπης τις 200 ημέρες
Δεν διατέθηκαν σχετικά στοιχεία στην ΕΕ από το Ανώτατο Δικαστήριο
(πράγμα που δεν περιποιεί τιμή σε αυτό), με διάμεση τιμή Συμβουλίου της
Ευρώπης τις 152 ημέρες.
Στις Ποινικές υποθέσεις:
Στον 1ο βαθμό: 223 ημέρες διεκπεραίωσης με διάμεση τιμή Συμβουλίου της
Ευρώπης τις 133 ημέρες
Στον 2ο βαθμό: 294 ημέρες διεκπεραίωσης με διάμεση τιμή Συμβουλίου της
Ευρώπης τις 110 ημέρες.
Στο Ανώτατο Δικαστήριο: 304 ημέρες διεκπεραίωσης με διάμεση τιμή
Συμβουλίου της Ευρώπης τις 101 ημέρες
Και τούτο, τη στιγμή που οι υποθέσεις που εισέρχονται στο δικαστικό
σύστημα διαρκώς μειώνονται.
Βάσει των στοιχείων της CEPEJ, από τη σύγκριση των αριθμητικών
στοιχείων, με έτος αναφοράς το 2012 και το 2022, προκύπτει ότι: 
-   Από 5,83 εισερχόμενες πολιτικές υποθέσεις 1 ου  βαθμού ανά 100
κατοίκους το 2012, οι νέες υποθέσεις ανέρχονται πλέον σε μόλις 1,31 ανά 100
κατοίκους. 
-   Από 4,36 εισερχόμενες ποινικές υποθέσεις 1 ου  βαθμού ανά 100
κατοίκους το 2018, οι νέες υποθέσεις ανέρχονται πλέον σε μόλις 2,48 ανά 100
κατοίκους. 
Τα στοιχεία αυτά επιρρωνύονται από τα στοιχεία του Πρωτοδικείου
Αθηνών, του μεγαλύτερου Πρωτοδικείου της Χώρας: Το 2010 εισήλθαν στο
δικαστικό σύστημα του Πρωτοδικείου Αθηνών 224.391 υποθέσεις, ενώ το
2023 102.285 υποθέσεις, ήτοι μείωση του αριθμού εισερχομένων κατά 54,5%.
Το έτος 2010 εκδόθηκαν 142.075 αποφάσεις, ενώ το έτος 2023 εκδόθηκαν
76.769 αποφάσεις.
Κρίσιμο μέγεθος αποτελεί, επίσης, η αναλογία του αριθμού
δικαζομένων υποθέσεων ανά δικαστή. Σύμφωνα με τα τελευταία
δημοσιευθέντα το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2022 στοιχεία του Υπουργείου
Δικαιοσύνης για τον πρώτο βαθμό ανέρχεται σε 13,85 υποθέσεις ανά μήνα για
τους Πρωτοδίκες, 14,47 ανά μήνα για τους Ειρηνοδίκες, 3,36 ανά μήνα για
τους Εφέτες και 3,34 ανά μήνα για τους Αρεοπαγίτες.
Σε σχέση με το θέμα της ακραίας τυπολατρίας, που φαίνεται ότι
διαχρονικά υιοθετεί ο Άρειος Πάγος με την επίκληση της ανάγκης μείωσης του
χρόνου απονομής της δικαιοσύνης, κατά πλήρη παραγνώριση των επιταγών
της ΕΣΔΑ για το δικαίωμα δίκαιης δίκης και πλήρους ακώλυτης και
αποτελεσματικής πρόσβασης σε δικαστήριο, δια νομικού παραστάτη.
Το ΕΔΔΑ καταδικάζει με συνέπεια την δυσανάλογη αυστηρότητα των
ανώτατων δικαστηρίων της χώρας, και ιδιαίτερα του Αρείου Πάγου,
υποδεικνύοντας την ασυμβατότητα πρακτικών που ισοδυναμούν με
αρνησιδικία με την ανάγκη πραγματικής διασφάλισης του δικαιώματος
προσφυγής στη δικαιοσύνη. Με τις αποφάσεις του  Αλβανός της
20.3.2008, Perlala της 22.2.2007 και Καραβελατζής της 16.4.2009 (που
αφορούσαν τον Άρειο Πάγο) το ΕΔΔΑ έψεξε τον Άρειο Πάγο για την
αδικαιολόγητα φορμαλιστική ερμηνεία διατάξεων εθνικού δικαίου σχετικά
με το παραδεκτό ενδίκων μέσων και των επιμέρους λόγων που προέβαλαν
οι διάδικοι.  Το ΕΔΔΑ δεν διστάζει μάλιστα να χρησιμοποιήσει ολοένα και
πιο αυστηρή γλώσσα και να θυμίσει ότι «το άρθρο 6 § 1 δεν επιτρέπει τη
χρήση τεχνασμάτων, τα οποία στοχεύουν στην αποφυγή εξέτασης της ουσίας
της διαφοράς» (Γιαννούσης και Κλιάφας κατά Ελλάδας της 14.12.2006, §§ 26-
27).  Το μήνυμα κάθε καταδικαστικής απόφασής του είναι το ίδιο : η
προτεραιότητα πρέπει να δίδεται στην προστασία των ουσιαστικών
δικαιωμάτων και όχι των τύπων. 
Σκληρό ράπισμα άλλωστε στην Ελληνική Δικαιοσύνη αποτέλεσαν οι
αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις
υποθέσεις Τσιώλη, Ζουμπουλίδη και Γεωργίου, δια των οποίων κρίθηκε ότι
τα Ανώτατα Δικαστήρια της χώρας παραβιάζουν την ΕΣΔΑ ως προς τη δίκαιη
δίκη. Το ηχηρό μήνυμα του Δικαστηρίου του Στρασβούργου έχει αποδέκτες
όλα τα εθνικά Ανώτατα Δικαστήρια, τα οποία οφείλουν να διασφαλίσουν το
δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο και σε δίκαιη δίκη, σύμφωνα με το άρθρο
6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.
Δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι ο Άρειος Πάγος, στον απόηχο των
παλαιότερων αποφάσεων του ΕΔΔΑ, έκρινε ότι δεν πρέπει να απαιτείται η
παράθεση στο αναιρετήριο των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης,
ενόψει του ότι η τελευταία αποτελεί στοιχείο του φακέλου (Διοικητική
Ολομέλεια του Αρείου 4/2010), δυστυχώς η προσέγγιση αυτή δεν είχε
συνέχεια: κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και δη με συνεχείς
αποφάσεις της Ολομελείας τόσο για την περίπτωση 1, όσο και αυτής της 19
των λόγων αναίρεσης του άρθρου 559 ΚΠολΔ, απαιτείται η παράθεση όλων
των σχετικών παραδοχών της απόφασης (βλ. ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013,
ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 19/2020, ΑΠ 1013/2023, ΑΠ 616/2024, 1137/2022)
Αυτή η νομολογία, που δεν δέχεται ούτε την παραπομπή ούτε την
αποσπασματική παράθεση έχει οδηγήσει για λόγους ασφαλείας της
υποστήριξης των εντολέων μας -καθώς ποιος θα κρίνει την πληρότητα πέραν
του Δικαστηρίου Σας- σε πολλές περιπτώσεις να παρατίθεται σχεδόν ολόκληρη
η αναιρεσιβαλλομένη. Δεν μπορούμε να συζητάμε λοιπόν για ποσοτικό
περιορισμό του περιεχομένου των αναιρέσεων, όταν επικρέμαται ως
δαμόκλειος σπάθη στο ορισμένο αυτών η εν λόγω νομολογία.
Προκειμένου να πείσει για την αναγκαιότητα υιοθέτησης των
προτεινόμενων μέτρων, ο Άρειος Πάγος προσπαθεί να εμφανίσει ως υπαίτιους
για τις παθογένειες της ελληνικής δικαιοσύνης τους δικηγόρους, υπονοώντας
ότι επιδιώκουν παρέλκυση της δίκης και στρεψοδικία και ανάγοντας τη
σύνταξη τυχόν πολυσέλιδων δικογράφων σε τροχοπέδη της εξέλιξης των δικών
και κατάχρηση των δικονομικών δυνατοτήτων.
Ο Άρειος Πάγος, δυστυχώς, ως φαίνεται, ακολουθεί πιστά τα βήματα
του Συμβουλίου της Επικρατείας υιοθετώντας και επεκτείνοντας περιορισμούς
στα δικαιώματα των διαδίκων και στην προφορικότητα της διαδικασίας και
παραβλέποντας το δικαίωμα απρόσκοπτης πρόσβασης των πολιτών στη
δικαιοσύνη. Τελικά, κάποιοι θέλουν να μας πείσουν ότι το πρόβλημα των
καθυστερήσεων έγκειται στον καθορισμό των σελίδων των δικογράφων και
του χρόνου αγόρευσης των πληρεξουσίων των διαδίκων. Ωσάν οι 2.373 ημέρες
που χρειάστηκαν για την έκδοση αποφάσεως μόνο στην αναιρετική διαδικασία
στο Α1 Τμήμα του Άρειου Πάγου (επί αστικής υποθέσεως οφειλής από
τιμολόγια: «Ε. ανώνυμη εταιρεία» Vs Χ.Κ.), τη στιγμή που ο μέσος όρος
καθυστέρησης στη χώρα είναι 1.711 ημέρες σύμφωνα με τα στοιχεία της
Παγκόσμιας Τράπεζας για όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, οφείλονταν στην
αδυναμία ανάγνωσης των σελίδων του δικογράφου ή στην αδυναμία ταχείας
αφομοίωσης της μακράς αγόρευσης του συναδέλφου!
Επιτάχυνση όμως δεν διαπιστώθηκε ούτε στο Συμβούλιο της
Επικρατείας, το οποίο υιοθέτησε αντίστοιχα μέτρα και το οποίο παραμένει σε
περίοπτη θέση πανευρωπαϊκά ως προς τους χρόνους απονομής της
Δικαιοσύνης, με 1.239 ημέρες καθυστέρησης, καθιστάμενο μάλλον το
βραδύτερο διοικητικό δικαστήριο της Ευρώπης.
Από το ΣτΕ εκδίδονται σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στην ιστοσελίδα
του δικαστηρίου στοιχεία 6.857 αποφάσεις το έτος 2010 (προ της ισχύος του
Ν. 3900/2010), ενώ τα έτη 2023 και 2024 εκδόθηκαν 3.386 αποφάσεις και
2.604 αποφάσεις αντιστοίχως. Δηλαδή υπό συνθήκες μείωσης του όγκου των
δικογράφων, χρήσης συγκεκριμένης γραμματοσειράς, περιορισμού του χρόνου
αγόρευσης κλπ στο ΣτΕ αντί να βελτιωθεί ο ρυθμός έκδοσης αποφάσεων,
εκδίδονται πλέον διαρκώς σημαντικά λιγότερες (!!!)
Το ζήτημα της ορθής και ταχείας απονομής της Δικαιοσύνης είναι
πρωτίστως ζήτημα Δημοκρατίας και όχι ζήτημα επικοινωνιακής
διαχείρισης των κακώς κειμένων της Ελληνικής Δικαιοσύνης με
προσπάθεια μετακύλησης ευθυνών για άλλη μια φορά στους δικηγόρους.
Με βάση όλα τα ανωτέρω, το Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. αποφάσισε την
προειδοποιητική αποχή των δικηγόρων - μελών του από την εκδίκαση των
υποθέσεων ενώπιον των Πολιτικών Τμημάτων του Αρείου Πάγου στις 13
και 14 Ιανουαρίου 2024, καθώς και από την 1 η συνεδρίαση της Ολομέλειας
του Αρείου Πάγου για την εκδίκαση των πολιτικών υποθέσεων σε
αναιρετική διαδικασία. -

Aκολουθεί η εισήγηση του Αρείου Πάγου, για την τροποποίηση- συμπλήρωση του
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ,
συνιστάμενη στον καθορισμό χρόνου αγορεύσεων των
πληρεξουσίων των διαδίκων και καθορισμού ανώτατου
ορίου σελίδων δικογράφων

1. Στο άρθρο 15 παρ. 6 του νέου Κώδικα Οργανισμού
Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν.
4938/2022ως ισχύει σήμερα), ορίζεται ότι «Στην
αρμοδιότητα της Ολομέλειας υπάγονται: α) η κατάρτιση,
συμπλήρωση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή κατάργηση
διατάξεων του κανονισμού του δικαστηρίου, β)…..» , ενώ
στο άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα, υπό τον Τίτλο
«Κανονισμοί εσωτερικής υπηρεσίας» ορίζεται ότι: «1. Με
την επιφύλαξη του άρθρου 27 κάθε δικαστήριο ή
εισαγγελία καταρτίζει κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, ο
οποίος συμπληρώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται,
όταν επιβάλλεται από υπηρεσιακές ανάγκες. 2. Ο
κανονισμός καταρτίζεται, συμπληρώνεται, τροποποιείται
ή αντικαθίσταται ως εξής: α) των δικαστηρίων, καθώς και
των εισαγγελιών στις οποίες υπηρετούν πέντε (5)
τουλάχιστον εισαγγελικοί λειτουργοί, από τις ολομέλειες
αυτών, β).... 3... 4.. 5. α) Ο κανονισμός ορίζει ιδίως: αα)
τα τμήματα των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, τον
τρόπο συγκρότησής τους, το χρονικό διάστημα

2

παραμονής των δικαστικών λειτουργών σε κάθε τμήμα
και την κατανομή των υποθέσεων σε αυτά, αβ) τον
αριθμό των δικασίμων και των υποθέσεων ανά δικάσιμο,
αγ) ζητήματα που αφορούν στη χρέωση των υποθέσεων
ανά δικαστικό λειτουργό από τον πρόεδρο του οικείου
τμήματος και αδ) οποιοδήποτε ζήτημα ανάγεται στην
εσωτερική οργάνωση των υπηρεσιών των δικαστηρίων
και των εισαγγελιών και στην εύρυθμη διεξαγωγή των
εργασιών τους, β) Οι ρυθμίσεις του κανονισμού ως προς
τον τρόπο χρέωσης των υποθέσεων διασφαλίζουν την
ποιοτική και αποδοτική άσκηση του δικαιοδοτικού έργου,
λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών κάθε
δικαστηρίου και εισαγγελίας και της στελέχωσης αυτών....
6... 7. Οι κανονισμοί ισχύουν μόνο μετά την τελική
έγκρισή τους από τις ολομέλειες των ανώτατων
δικαστηρίων και, αφού διαβιβαστούν στον Υπουργό
Δικαιοσύνης, δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως».
2. Εξάλλου, στο Κεφάλαιο E' του παραπάνω Κώδικα, που
αφορά στον Άρειο Πάνο, και στο άρθρο 27 υπό τον τίτλο
«Ολομέλεια-Τμήματα ορίζονται τα εξής: «1 .Το Δικαστήριο
του Αρείου Πάγου δικάζει σε τμήματα και σε Ολομέλεια.
Κάθε τμήμα συγκροτείται από τον πρόεδρό του και
τέσσερις (4) αρεοπαγίτες. Η Ολομέλεια συγκροτείται από
τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή τον νόμιμο
αναπληρωτή του και από το ήμισυ τουλάχιστον των
λοιπών μελών του Αρείου Πάγου (πλήρης
Ολομέλεια)…..2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται

3

με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης ,ύστερα από
σύμφωνη γνώμη της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου,
ορίζονται τα πολιτικά και ποινικά τμήματα, η συγκρότησή
τους, οι αρμοδιότητες κάθε τμήματος και ρυθμίζονται η
εσωτερική οργάνωση, ο τρόπος διεξαγωγής των
εργασιών και κάθε άλλο σχετικό θέμα που αφορά στην
εύρυθμη λειτουργία του Αρείου Πάνου και της
Εισαγγελίας του....». Από την αμέσως παραπάνω διάταξη
προκύπτει ότι, προκειμένου περί του Αρείου Πάνου, ο
Κανονισμός εσωτερικής υπηρεσίας του (άρθρο 19
ΚΟΔΚΔΛ) καταρτίζεται βάσει αυτής και μόνο της
διάταξης, όπως άλλωστε συνάγεται και από τη ρητή
επιφύλαξη του ανωτέρω άρθρου 27 που διαλαμβάνεται
στο άρθρο 19 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Οι προϋποθέσεις,
οι διατυπώσεις και η διαδικασία του άρθρου 19
εφαρμόζονται και προκειμένου περί του Αρείου Πάγου,
εφόσον δεν αποκλείεται η εφαρμογή τους από τις
διατάξεις του άρθρου 27. Ειδικότερα η παρ. 7 του άρθρου
19, αναφορικά με την έναρξη ισχύος των κανονισμών,
έχει ανάλογη εφαρμογή και νια την κατάρτιση του
Κανονισμού του Αρείου Πάγου. Ήδη, για τη λειτουργία
του παρόντος δικαστηρίου ισχύει ο Κανονισμός, όπως
τροποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε σε ενιαίο κείμενο με
την υπ’ αρ. 6/2023 Απόφαση- Πρακτικά της Ολομέλειας
του Αρείου Πάγου (σε συμβούλιο), η οποία διαβιβάσθηκε
στον Υπουργό Δικαιοσύνης, εκδόθηκε το ΠΔ 63/17-5-
2023 και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης
(ΦΕΚ Α 115/18-5-2023), σύμφωνα με τη διάταξη του

4

άρθρου 17 παρ. 7 του Κώδικα (ν. 4938/2022). Επομένως,
αρμοδίως και παραδεκτώς επιλαμβάνεται η Ολομέλεια,
κατόπιν της ΑΟ 87/18 Νοεμβρίου 2024 προσκλήσεως της
Προέδρου του Αρείου Πάγου (άρθρο 15 παρ. 2
ΚΟΔΚΔΛ), για να αποφασίσει επί της τροποποίησης του
ως άνω Κανονισμού.

3. Τμήμα Α΄
Όπως είναι γνωστό, η δίκη ενώπιον του Αρείου Πάγου
διεξάγεται προς όφελος των διαδίκων, με την έρευνα της
νομικής ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης,
αλλά παράλληλα αποσκοπεί και στο δημόσιο συμφέρον
με τη διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής και
ερμηνείας του δικαίου και της ενότητας της νομολογίας.
Επομένως, πρόκειται για μία δύσκολη δικονομική
διαδικασία, λαμβανομένου υπόψη ότι ο Άρειος Πάγος
δικάζει, ως επί το πλείστον, σοβαρές υποθέσεις με
δυσχερή νομικά ζητήματα, η επίλυση των οποίων απαιτεί
κατά κανόνα χρόνο και κόπο. Ωστόσο, η ποιότητα και το
κύρος ενός ανώτατου δικαστηρίου εξαρτάται και από το
φόρτο εργασίας. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια,
ενόψει και των συνθηκών της πανδημίας, σωρεύτηκε στα
πολιτικά και ποινικά τμήματα του Αρείου Πάγου ένας
μεγάλος όγκος υποθέσεων. Συγκεκριμένα: Α) Για τα
πολιτικά τμήματα το έτος 2019 εισήχθησαν 2.344
πολιτικές υποθέσεις και δημοσιεύτηκαν 1.488 αποφάσεις,
β) το έτος 2020 εισήχθησαν 1.899 πολιτικές υποθέσεις
και δημοσιεύτηκαν 1.335 αποφάσεις, γ) το έτος 2021

5

εισήχθησαν 2.644 πολιτικές υποθέσεις και
δημοσιεύτηκαν 1.591 αποφάσεις, δ) το έτος 2022
εισήχθησαν 2.504 πολιτικές υποθέσεις και
δημοσιεύθηκαν 2.117 αποφάσεις, ε) το έτος 2023
εισήχθησαν 2.405 πολιτικές υποθέσεις και
δημοσιεύθηκαν 1.910 αποφάσεις. Ήδη, στο τρέχον έτος
μέχρι 11/12/2024 έχουν εισαχθεί 2.427 πολιτικές
υποθέσεις και έχουν δημοσιευθεί 1.882 αποφάσεις. Β) Για
τα ποινικά τμήματα α) το έτος 2019 προσδιορίστηκαν
2.036 ποινικές υποθέσεις και δημοσιεύτηκαν 2.075
αποφάσεις, β) το έτος 2020 προσδιορίστηκαν 1.833
ποινικές υποθέσεις και δημοσιεύτηκαν 1.419 αποφάσεις,
γ) το έτος 2021 προσδιορίστηκαν 2.012 ποινικές
υποθέσεις και δημοσιεύτηκαν 1.184 αποφάσεις, δ) το
έτος 2022 προσδιορίστηκαν 1.795 ποινικές υποθέσεις και
δημοσιεύθηκαν 1.710 αποφάσεις, ε) το έτος 2023
προσδιορίστηκαν 1.501 ποινικές υποθέσεις και
δημοσιεύθηκαν 1.613 αποφάσεις. Ήδη, στο τρέχον έτος
μέχρι 11/12/2024 έχουν προσδιοριστεί 1.733 ποινικές
υποθέσεις και έχουν δημοσιευθεί 1.481 αποφάσεις.
4. Είναι βέβαιο ότι στην Ολομέλεια και σε όλα τα Τμήματα
εισάγονται και εκδικάζονται σοβαρές υποθέσεις, υψηλού
βαθμού δυσκολίας στην επεξεργασία τους και στην
αντιμετώπιση των τιθέμενων με τα εισαγωγικά δικόγραφα
νομικών ζητημάτων, συχνά ιδιαίτερης πολυπλοκότητας,
που σε συνδυασμό με την ευθύνη της διαμόρφωσης μιας
σύγχρονης νομολογίας, έχουν ως συνέπεια την
υποχρέωση των Δικαστών για πλήρη και

6

εμπεριστατωμένη αιτιολογία, που αποτελεί ένα εξαιρετικά
επίπονο και δύσκολο πνευματικό έργο.
5. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του
Συντάγματος που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το
δικαίωμα δικαστικής προστασίας, ορίζεται ότι καθένας
έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα
δικαστήρια και μπορεί ν' αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις
του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος
ορίζει. Εξ άλλου, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου
Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), έχει κριθεί ότι η αρχή της
αποτελεσματικής ένδικης προστασίας αποτελεί γενική
αρχή του κοινοτικού δικαίου και απορρέει από τις κοινές
συνταγματικές παραδόσεις των Κρατών Μελών, που έχει
καθιερωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ και που έχει
επιβεβαιωθεί με το άρθρο 47 του Χάρτη του Θεμελιωδών
Δικαιωμάτων της ΕΕ (ΕΕ 2000, C 364, σ. 1), υπό τις
αυτές ως άνω αρχές και προϋποθέσεις. Ειδικότερα, με το
άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της
Ευρωπαϊκής Ένωσης (2000/C 364/01), σε αρμονία με το
άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, που, επίσης, κατοχυρώνει το
δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, υπό την
διατύπωση του κανόνα της «δίκαιης δίκης», θεσπίσθηκε
το δικαίωμα «αποτελεσματικής προσφυγής και
αμερόληπτου δικαστηρίου», σύμφωνα με το οποίο κάθε
πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του
δίκαια, δημόσια, εντός εύλογης προθεσμίας από
ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει
προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Εξ άλλου, με τις

7

διατάξεις των άρθρων 110, 111, 115 και 116 ΚΠολΔ,
θεσπίζονται οι αρχές της ισότητας των διαδίκων και της
εκατέρωθεν ακροάσεως, της τηρήσεως της προδικασίας,
της έγγραφης διεξαγωγής της δίκης και της καλόπιστης
διεξαγωγής της καθώς και το καθήκον αληθείας,
κατοχυρώνοντας, παράλληλα με το δικαίωμα δικαστικής
προστασίας, όπως ορίζεται κατά τα ανωτέρω από το
Σύνταγμα και τους υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες, τα
ατομικά δικονομικά δικαιώματα στο πεδίο της εσωτερικής
έννομης τάξης. Επίσης, σύμφωνα με τον από 4-1-1980
Κώδικα Δεοντολογίας των Δικηγόρων και ειδικότερα από
το προοίμιό του, που συμπυκνώνει το σκοπό της
θέσπισής του, αλλά και από τα άρθρα 1, 2 και 3 αυτού,
προκύπτει ότι ο δικηγόρος ως άμισθος δημόσιος
λειτουργός, χαρακτηριζόμενος ως «συμπράττων
λειτουργός της δικαιοσύνης», βαρύνεται με το καθήκον
της υπεράσπισης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών
του πολίτη και οφείλει να συμβάλει με τη συμμετοχή του
στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και με την
άσκηση του λειτουργήματός του στην ορθή απονομή του
Δικαίου. Η εκπλήρωση των ως άνω καθηκόντων αποτελεί
νομικό και ηθικό χρέος, που σαφώς οριοθετείται από το
σύνολο των διατάξεων του εν λόγω κώδικα, ώστε να
είναι χρήσιμος στα άτομα αλλά και στο Κοινωνικό
Σύνολο. Έτσι, κατά τα άρθρα 7 περ.δ και ε, 36 περ.2 και
37α του ίδιου ως άνω Κώδικα, ο δικηγόρος πρέπει κατά
την άσκηση του λειτουργήματός του, μεταξύ άλλων, να
μην παρελκύει τις δίκες, να αποφεύγει κάθε στρεψοδικία,

8

να μην καθυστερεί την εντολή που του δόθηκε, αλλά να
την εκτελεί με ευσυνειδησία και επιμέλεια και να καταβάλει
προσπάθειες για την καλύτερη και ταχύτερη
διεκπεραίωση της υποθέσεως που του ανατίθεται. Από
το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι
θεμελιώδες καθήκον τόσο των δικαστικών λειτουργών ως
θεματοφυλάκων της ορθής εφαρμογής του νόμου, όσο
και των δικηγόρων ως συλλειτουργών της δικαιοσύνης
είναι η διασφάλιση του δικαιώματος των πολιτών να
απολαμβάνουν απρόσκοπτης πρόσβασης στον
δικαιοδοτικό μηχανισμό και επίτευξης του αναλόγου
εννόμου αποτελέσματος σε εύλογο χρόνο. Στα πλαίσια
αυτά, γεννάται και η αντίστοιχη υποχρέωση λήψεως όλων
των αναγκαίων μέτρων για την αντιμετώπιση
παραγόντων και παθογενειών που αποτελούν τροχοπέδη
της εξέλιξης των δικών και εν τέλει της εύρυθμης
λειτουργίας της δικαιοσύνης με δυσμενές αντίκτυπο στα
ως άνω θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών. Από τους
σημαντικότερους παράγοντες, που προκαλούν ιδιαίτερη
δυσλειτουργία ειδικότερα στην ενώπιον του Αρείου Πάγου
διαδικασία, είναι η υποβολή πολυσέλιδων δικογράφων
(αιτήσεων αναιρέσεως, προσθέτων λόγων, προτάσεων,
υπομνημάτων κλπ), με σχοινοτενείς νομικούς και
πραγματικούς ισχυρισμούς που (συχνά) άπτονται της
ουσίας της υποθέσεως, η οποία εν προκειμένω τυγχάνει
αναιρετικά ανέλεγκτη, παρά το γεγονός ότι οι αναιρετικοί
λόγοι αποτελούν κλειστό σύστημα δικονομικών κανόνων
(numerus clausus), δηλαδή το αντικείμενο της δίκης είναι

9

αυστηρά οριοθετημένο στο πλαίσιο των διατάξεων του
άρθρου 559 αρ.1 έως 20 του ΚΠολΔ. Με την εσφαλμένη
αυτή τακτική, που ακολουθείται διαχρονικά, επί ενάμιση
σχεδόν αιώνα, όπως προκύπτει και από τους
προβληματισμούς συγγραφέων συναφών έργων
(ενδεικτικά, Κωνσταντίνος Σκόκος, 1854-1929, νομικός,
πεζογράφος και δημοσιογράφος, Ημερολόγιον-
γνωμικολογικόν, 1894, « Ουδέν ομοιάζει τόσον προς την
αδικίαν, όσον η βραδέως αποδιδομένη δικαιοσύνη»,
Στ.Παπαφράγκος πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου
Αθηνών (1926-1928), πρόεδρος του Συμβουλίου της
Επικρατείας (1936-1941), Ο ΑΣΑΛΕΥΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, εκδ.1897, Μιχαήλ Στασινόπουλος,
«Εισαγωγή» σε Πορίσματα Νομολογίας του ΣτΕ 1929-
1959, Εθνικό Τυπογραφείο 1961), το κατ’ εξοχήν
αναγκαίο για τη διεξαγωγή «δίκαιης δίκης» στοιχείο της
ταχείας εκδίκασης των υποθέσεων, ώστε αυτές να
επιλύονται σε εύλογο χρόνο και να δημιουργείται στους
πολίτες και στο κοινωνικό σύνολο εν γένει, ασφάλεια
δικαίου, κατέστη σχεδόν ανεφάρμοστο, αφού οδηγεί,
προδήλως, τους μεν νομικούς παραστάτες, που
αναλώνονται στη συγγραφή τέτοιων δικογράφων, είτε ως
επιτιθέμενοι (αναιρεσείοντες) είτε ως αμυνόμενοι
(αναιρεσίβλητοι), στην απώλεια πολύτιμων ωρών
εργασίας, τους δε δικαστές του Ανωτάτου Ακυρωτικού
Δικαστηρίου σε άνευ σπουδαίου λόγου καθυστέρηση
στην μελέτη και την επεξεργασία ολόκληρων «τόμων»
δικογράφων, με πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς

10

που δεν ασκούν έννομη επιρροή, μεταξύ των οποίων
αναζητούν, πολλάκις, ματαίως, να ανασύρουν και να
ερευνήσουν τους ισχυρισμούς, που θεμελιώνουν
παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως. Η ως άνω
ακολουθούμενη πρακτική, που έχει συμβάλει, ώστε να
καταστεί η Ελλάδα, μεταξύ των 27 κρατών- μελών της
ΕΕ, το κράτος με την πιο αργή απονομή δικαιοσύνης,
αφού ο χρόνος αμετάκλητης επίλυσης μιας διαφοράς, (εν
όψει και του υπερβολικά μεγάλου αριθμού των
υποθέσεων που φέρονται ενώπιον του Ανωτάτου
Ακυρωτικού Δικαστηρίου) υπερβαίνει τα 4,5 έτη (στοιχεία
2020), συνιστά κατάχρηση των δικονομικών
δυνατοτήτων, αποτελεί πράξη που τείνει σε παρέλκυση
της δίκης και προκαλεί δυσαναλογία μέσου και σκοπού.
Και τούτο, καθόσον το δικονομικό δικαίωμα της σύνταξης
των οικείων δικογράφων, κατά τις επιταγές των άρθρων
118 παρ.4 και 566 ΚΠολΔ, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο
και ευσύνοπτο και με παράθεση των λόγων αναίρεσης, οι
οποίοι πρέπει να είναι σαφείς, ορισμένοι και όχι
αντιφατικοί, ώστε να μπορεί να συναχθεί από τον Άρειο
Πάγο σε ποια συγκεκριμένη περίπτωση του άρθρου 559
ΚΠολΔ υπάγονται, χρησιμοποιείται για σκοπούς
αντίθετους από εκείνους, για τους οποίους θεσπίστηκε.
Συνεπώς, προσβάλλονται ευθέως, πέραν των
προμνημονευθεισών διατάξεων, προεχόντως, η κατά το
άρθρο 116 ΚΠολΔ αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της
δίκης, αλλά και το καθήκον αληθείας, λόγω της
παραβίασης της υποχρέωσης των διαδίκων μερών να

11

εκθέτουν τα περιστατικά, που συγκροτούν τους λόγους
αναίρεσης (αναψηλάφησης κλπ) με ακρίβεια και
πληρότητα. Σημειώνεται ότι αντίστοιχη πρόνοια έχει ήδη
ληφθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά
τροποποίηση του Κανονισμού του, με αντικατάσταση του
άρθρου 17 του π.δ 18/1989, δυνάμει της 9/2021
απόφασης της Ολομέλειάς του, ως συνέπεια των
προβλέψεων του άρθρου 24 του ν. 4786/2021. Ο
προτεινόμενος, εξάλλου, καθορισμός συγκεκριμένου
αριθμού σελίδων στα εν λόγω δικόγραφα επιβάλλεται και
εκ των αρχών της δικηγορικής δεοντολογίας, καθόσον οι
δικηγόροι, ως νομικοί παραστάτες των πολιτών, οφείλουν
κατ’ εξοχήν να μεριμνούν για την τήρηση των αρχών που
συγκροτούν τους προμνημονευθέντες κανόνες δικαίου,
στο πλαίσιο της υποστήριξης των εννόμων συμφερόντων
των εντολέων τους, ουδόλως δε περιορίζει τα ως άνω
περιγραφέντα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Αντίθετα, η
σκοπούμενη ρύθμιση τίθεται ως μια ασφαλιστική δικλείδα
εφαρμογής του άρθρου 20 του Συντάγματος, των
άρθρων 6 και 13 της ΕΣΔΑ και 47 του Χάρτη του
Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ, περί της παροχής
αποτελεσματικής έννομης προστασίας, εντός εύλογου
χρόνου, συντελώντας στον περιορισμό της διαιώνισης
και παρέλκυσης των δικών, με την ουσιαστική και ταχεία
προαγωγή τους, όπως οι πολίτες παγίως και διαχρονικώς
ζητούν και το κράτος δικαίου επιτάσσει.

12

6. Κατόπιν αυτών, εισηγούμαι την τροποποίηση του
Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Αρείου Πάγου
και συγκεκριμένα:
Στο άρθρο 5 του Κανονισμού του Αρείου Πάγου
προστίθεται στον τίτλο η φράση: «καθορισμός αριθμού
σελίδων δικογράφων» και μετά την παράγραφο με αριθμό
5 προστίθενται νέες παράγραφοι που λαμβάνουν τον
αριθμό 6 και 7 οι οποίες έχουν ως εξής :
«6. Ο αριθμός των σελίδων των εισαγωγικών δικογράφων
(αιτήσεις αναιρέσεως κλπ), επί των αστικών υποθέσεων
που κατατίθενται από την 15 η Σεπτεμβρίου 2025, δεν
πρέπει να υπερβαίνει τις τριάντα (30) σελίδες, των
προσθέτων αυτών λόγων τις είκοσι (20) σελίδες, των
προτάσεων και των υπομνημάτων τις δέκα (10) σελίδες,
όσον αφορά δε τις αιτήσεις αναστολής, κατ’ άρθρο 565
ΚΠολΔ, τις πέντε (5) σελίδες. Ειδικά ως προς τις αιτήσεις
αναστολής δεν πρέπει να ενσωματώνεται στο δικόγραφό
τους, η αίτηση αναιρέσεως και η προσβαλλόμενη με
αυτήν απόφαση, που πρέπει να προσκομίζονται
αυτοτελώς. Τα δικόγραφα συντάσσονται σε χαρτί Α4, με
περιθώριο σελίδας 2 εκ. , είδος γραμματοσειράς “Arial”,
μέγεθος 12, κανονική γραφή, με διάστιχο 1,5. Στο όριο
των προσδιοριζόμενων για τα ως άνω εισαγωγικά
δικόγραφα (της αιτήσεως αναιρέσεως κλπ) σελίδων δεν
περιλαμβάνονται τα ονόματα των διαδίκων μερών, η
διαδικαστική διαδρομή της υπόθεσης και οι παραδοχές
της προσβαλλόμενης απόφασης (εφόσον, κατά την κρίση
των διαδίκων και των συνηγόρων τους επιθυμούν να

13

παραθέσουν), τα οποία πρέπει να παρατίθενται σε
αυτοτελές (ξεχωριστό) τμήμα του δικογράφου και προ της
παράθεσης - ανάπτυξης των προβλεπόμενων λόγων
(αναίρεσης, αναψηλάφησης κλπ). Σε περίπτωση
ουσιώδους υπερβάσεως του ως άνω ορίου σελίδων
εκάστου δικογράφου, ο Γραμματέας του εκδόσαντος την
προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, κατά την
κατάθεση (άσκησή) του, πληροφορεί σχετικά τον
καταθέσαντα Δικηγόρο. Ο οικείος Γραμματέας του Αρείου
Πάγου, μετά την παραλαβή του δικογράφου, ενημερώνει
τον Πρόεδρο του αρμοδίου Τμήματος ή της Ολομέλειας
για την υπέρβαση. Ακολούθως, ο Πρόεδρος του αρμόδιου
Τμήματος ή της Ολομέλειας με Πράξη του, που εκδίδεται
αμέσως μετά την κατάθεση και τον προσδιορισμό της
δικασίμου του δικογράφου αυτού, ενημερώνει σχετικώς
τον καταθέσαντα και τον υπογράφοντα δικηγόρο και ζητεί
να προσαρμοσθεί η έκταση του δικογράφου στο
προβλεπόμενο όριο, εντός της προθεσμίας που τάσσει. Η
Πράξη αποστέλλεται από το Γραμματέα στην διεύθυνση
ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του καταθέσαντος και
υπογράφοντος δικηγόρου, που αυτοί έχουν δηλώσει,
οπότε ξεκινάει η προθεσμία της. Η ως άνω προθεσμία
δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα (1) μήνα από την
έκδοση της Πράξης. Στην περίπτωση μη προσαρμογής
του οικείου δικογράφου στο προβλεπόμενο, ως ανωτέρω,
όριο σελίδων, δεν θα λαμβάνονται υπόψιν λόγοι ή
ισχυρισμοί, που περιλαμβάνονται στις πλεονάζουσες
σελίδες αυτού».

14

«7. Το βελτιωμένο δικόγραφο λαμβάνει τον ίδιο αριθμό
καταθέσεως με το αρχικό και φέρει στην προμετωπίδα
του την ένδειξη «προσαρμοσμένο δικόγραφο δυνάμει
της…. πράξης του….». Σε αυτή την περίπτωση γίνεται
σχετική μνεία στην απόφαση».

Τμήμα Β΄
7. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα όσα αναπτύχθηκαν στην
ανωτέρω υπό στοιχείο 5 σκέψη και την κοινή διαπίστωση
του σύνθετου και της πολυπλοκότητας των κοινωνικών
και οικονομικών σχέσεων που επηρεάζουν την
πρόσβαση στην Δικαιοσύνη στο χώρο της αναιρετικής
δίκης, η συνέπεια είναι να δημιουργείται στους μεν
αναιρεσείοντες η ανάγκη υποβολής περισσοτέρων και
ιδιαίτερα σύνθετων λόγων αναιρέσεως, στους δε
αναιρεσίβλητους υποχρέωση αντίστοιχου σχολιασμού του
αναιρετικού δικογράφου. Έχει παρατηρηθεί, κατά τις
συνεδριάσεις των Πολιτικών και Ποινικών Τμημάτων
καθώς και της Πολιτικής και Ποινικής Ολομέλειας του
Αρείου Πάγου ότι τα διάδικα μέρη επιθυμούν να
υποστηρίζουν με προφορική ανάπτυξη την νομική και
ουσιαστική βασιμότητα των ισχυρισμών τους, δια των
πληρεξούσιων δικηγόρων τους, γεγονός που οδηγεί σε
μακροσκελείς και λεπτομερείς αγορεύσεις επ’ αυτών, οι
οποίες συχνά περιλαμβάνουν την παράθεση νομικών
διατάξεων γνωστών στο Δικαστήριο, καθώς και την
ανάλυση θεμάτων που έχουν επιλυθεί παγίως από την

15

νομολογία. Η πρακτική αυτή προκαλεί μεγάλες
καθυστερήσεις στη διαδικασία, με συνέπεια να
επιμηκύνεται ο χρόνος των συνεδριάσεων. Το γεγονός
αυτό επιβαρύνει το κατά κανόνα βεβαρυμμένο
πρόγραμμα των πληρεξούσιων δικηγόρων, με δυσμενείς
συνήθως συνέπειες στη λειτουργία άλλων δικαστηρίων,
όπου η εκδίκαση υποθέσεων καθυστερεί, λόγω της
απασχόλησής τους στον Άρειο Πάγο. Επιπλέον,
επηρεάζεται και η λειτουργία του Αρείου Πάγου,
δεδομένου ότι η καθυστέρηση επιδρά στη συζήτηση
αιτήσεων αναστολών εκτελέσεως, εκδόσεων,
συνεδριάσεων εν συμβουλίω, επιτροπών, στην εκτέλεση
των καθηκόντων του Προέδρου Υπηρεσίας, αλλά και στις
διασκέψεις των Τμημάτων, οι οποίες, κατά κανόνα,
ξεκινούν την ημέρα της δικασίμου και διαρκούν πολλές
ώρες. Επιπλέον, οι μακροσκελείς και λεπτομερείς
αγορεύσεις δεν προσφέρουν στη διαμόρφωση της
δικανικής κρίσης, καθόσον δεν είναι δυνατόν να
παραμείνουν στη μνήμη των δικαστών μέχρι τη σε
υστερότερο χρόνο επεξεργασία του φακέλου και τη
διάσκεψη, που λαμβάνουν χώρα επί τη βάσει του
περιεχομένου των δικογράφων και προτάσεων ή
σημειωμάτων ή υπομνημάτων και μόνο.
8. Ενόψει αυτών, καθίσταται αναγκαία η διατήρηση του
χρόνου διάρκειας εκδίκασης των υποθέσεων στο
επίπεδο, που εξυπηρετεί συνολικά τη λειτουργία του
Δικαστηρίου, δεν επηρεάζει τη συζήτηση υποθέσεων
ενώπιον άλλων δικαστηρίων και βοηθάει το δικηγόρο

16

στον καλύτερο προγραμματισμό της εργασίας του. Η
ανάγκη αυτή εξυπηρετείται με την καθιέρωση χρονικού
ορίου στις αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων
μερών, το οποίο δεν μπορεί να ξεπερνά τα έξι (6) λεπτά
ανά διάδικο μέρος. Ο χρόνος αυτός κρίνεται απολύτως
επαρκής για την περιληπτική ανάπτυξη των νομικών
θέσεων των διαδίκων, σύμφωνα με τα ανωτέρω και δεν
αποτελεί περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης στην
Δικαιοσύνη, δεδομένου ότι η εκτενής έκθεση των
ισχυρισμών γίνεται εγγράφως. Στην ως άνω ρύθμιση
υπάγεται και ο χρόνος αγόρευσης του Εισαγγελέως, για
την οικονομία της δίκης και προκειμένου να μην
δημιουργούνται υπόνοιες διασάλευσης της αρχής της
δίκαιης δίκης με την περιέλευση των διαδίκων μερών σε
δυσμενή θέση. Ο χρόνος ξεκινάει από τη στιγμή που ο
Πρόεδρος δίνει το λόγο στο κάθε διάδικο μέρος, σύμφωνα
με την ισχύουσα δικονομική σειρά, παρακολουθείται δε,
από ψηφιακό χρονόμετρο που βρίσκεται στην αίθουσα,
ελέγχεται από τον Πρόεδρο και είναι ορατό από όλους
τους παρευρισκόμενους ή με άλλο πρόσφορο μέσο.

Κατόπιν αυτών, εισηγούμαι την τροποποίηση του
Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Αρείου Πάγου και
συγκεκριμένα:

17

Ο τίτλος και το περιεχόμενο του άρθρου 6 του Κανονισμού
Λειτουργίας του Αρείου Πάγου τροποποιούνται ως
ακολούθως :

«Άρθρο 6 Έναρξη συνεδριάσεων- Συζήτηση στο ακροατήριο
1. Οι δημόσιες συνεδριάσεις της Ολομέλειας και των
Τμημάτων αρχίζουν την 9.30 πρωινή ώρα.
2. Στις δημόσιες συνεδριάσεις της Ολομέλειας και των
Τμημάτων ο Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη της
διαδικασίας και εκφωνεί τις υποθέσεις με την σειρά
που έχουν εγγραφεί στο πινάκιο. Μετά την εκφώνηση
των ονομάτων των διαδίκων και τη νομιμοποίηση των
πληρεξουσίων δικηγόρων τους, ο Πρόεδρος δίνει
πρώτα το λόγο στον Εισαγγελέα, εφόσον, κατά τις
κείμενες διατάξεις μετέχει της συζήτησης, προκειμένου
να αναπτύξει συνοπτικά την πρόταση του και στη
συνέχεια στα διάδικα μέρη, εφόσον το ζητήσουν,
προκειμένου να επισημάνουν τα κύρια σημεία των
ισχυρισμών τους, οι οποίοι αναλυτικά εκτίθενται στις
προτάσεις ή στο υπόμνημα που καταθέτουν. Ο χρόνος
αγορεύσεων του προηγούμενου εδαφίου δεν μπορεί
να υπερβαίνει τα έξι (6) λεπτά για τον Εισαγγελέα και
κάθε διάδικο μέρος, ανεξάρτητα από τον αριθμό των
πληρεξουσίων δικηγόρων που το εκπροσωπούν. Όταν
παρέλθει ο ανωτέρω χρόνος η αγόρευση θεωρείται
ολοκληρωμένη και ο Πρόεδρος δίνει το λόγο σε
επόμενο διάδικο, ή κηρύσσει το πέρας της
συζητήσεως της υπόθεσης. Ο Εισαγγελέας του Αρείου

18

Πάγου, όταν παρίσταται στις πολιτικές υποθέσεις,
αγορεύει τελευταίος, εκτός αν είναι διάδικος ή
εκπροσωπεί αναιρεσείοντα εισαγγελέα. Ο χρόνος
αγορεύσεων καταγράφεται σε ψηφιακό χρονόμετρο
που είναι εγκατεστημένο στην αίθουσα συνεδρίασης
και είναι ορατό από όλους τους ευρισκόμενους σε
αυτή, ή από άλλο πρόσφορο μέσο».

9. Για την πληρέστερη εφαρμογή των ανωτέρω
τροποποιήσεων / προσθηκών του Κανονισμού
Λειτουργίας του Αρείου Πάγου να τροποποιηθεί το άρθρο
8 ως εξής :

Στο άρθρο 8 του Κανονισμού του Αρείου Πάγου
προστίθεται στον τίτλο η φράση : «και άλλες διατάξεις»
και μετά την ισχύουσα διάταξη που αριθμείται ως
παράγραφος 1 προστίθεται νέα παράγραφος που
λαμβάνειτον αριθμό 2 και έχει ως εξής:
«2. Μετά την δημοσίευση των τροποποιήσεων του
άρθρου 5 του παρόντος Κανονισμού στο ΦΕΚ,
ενημερώνονται οι Γραμματείες όλων των Πρωτοδικείων
και Εφετείων της Χώρας για το περιεχόμενο των
τροποποιηθεισών διατάξεων με την αποστολή εγγράφου,
στο οποίο θα αναφέρεται και η υποχρέωση ανάρτησής
του στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου (εφόσον υπάρχει),
στον πίνακα ανακοινώσεων του Δικαστηρίου και στην
Γραμματεία κατάθεσης ενδίκων μέσων. Οι Δικηγόροι
ενημερώνονται με ανακοίνωση, η οποία αναρτάται στην

19

ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, στο Ολοκληρωμένο
Σύστημα Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων Πολιτικής
και Ποινικής Δικαιοσύνης και στον πίνακα ανακοινώσεων
της Γραμματείας και αποστέλλεται με ηλεκτρονικό
ταχυδρομείο στους Προέδρους των Δικηγορικών
Συλλόγων».

Τέλος εισηγούμαι την εκ νέου Κωδικοποίηση του
Κανονισμού.

Η Εισηγήτρια
Ελένη Κατσούλη
Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου