Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2025

“Somebody loves me, somebody cares for me”...

Προς φίλους

Αγαπητοί μου φίλοι,

 

Παραμονή Πρωτοχρονιάς, σήμερα. Μέχρι αυτή τη στιγμή, 9 η ώρα το πρωί, δε χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού μου για να ακούσω το «να τα πούμε;». Και την παραμονή των Χριστουγέννων, πάλι τίποτε. Θυμάμαι, όταν ήμασταν παιδιά, ξεκινούσαμε νωρίς νωρίς για να προλάβουμε να πούμε τα κάλαντα πρώτοι και να βρούμε τους νοικοκυραίους στα γύρω σπίτια χαλαρούς και ορεξάτους να μας δώσουν πιο απλόχερα το «μπαχτσίσι» μας από το πουγγί με τα «ψιλά» που αποβραδίς είχαν ετοιμάσει για τους «καλαντάρηδες». Πόσα άλλαξαν από τότε στη ζωή μας…

Πολύ συχνά, ανατρέχω στο αρχείο μου για να θυμηθώ ένα κείμενο από βιβλίο, εφημερίδα, περιοδικό, αλληλογραφία κλπ. Έτσι και τώρα, ανέσυρα δυο μικρά πρωτοχρονιάτικα διηγηματάκια.

Α. Το πρώτο είναι του «κοσμοκαλόγερου» Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και είχε πρωτοδημοσιευτεί στην εφημερίδα «Αλήθεια», στις 1 Ιανουαρίου του 1907. Ιδού:

«Ξένος του κόσμου και της σαρκός κατήλθε την παραμονήν από τα ύψη συστείλας τας πτερύγας, όπως τας κρύπτει θείος άγγελος. Έφερε δώρα από τα άνω βασίλεια, δια να φιλεύση τους κατοίκους της πρωτευούσης. Ήταν ο καλός άγγελος της πόλεως. 

Εκράτει εις την χείρα του εν άστρον και επί του στέρνου του έπαλλε ζωή και δύναμις και από το στόμα του εξήρχετο πνοή θείας γαλήνης. Τα τρία ταύτα δώρα ήθελε να μεταδώση εις όλους όσοι προθύμως τα δέχονται.

Εισήλθεν εν πρώτοις εις εν αρχοντικόν μέγαρον. Είδεν εκεί το ψεύδος και την σεμνοτυφίαν, την ανίαν και το ανωφελές της ζωής, ζωγραφισμένα εις τα πρόσωπα του ανδρός και της γυναικός και ήκουε τα δύο τέκνα να ψελλίζωσι λέξεις εις άγνωστον γλώσσαν. Ο Άγγελος επήρε τα τρία ουράνια δώρα του και έφυγε τρέχων εκείθεν.

Επήγεν εις την καλύβαν πτωχού ανθρώπου. Ο ανήρ έλειπεν όλην την ημέραν εις την ταβέρναν. Η γυνή επροσεπάθει ν΄ αποκοιμήση με ολίγον ξηρόν άρτον τα πέντα τέκνα, βλασφημούσα άμα την ώραν που είχεν υπανδρευθή.

Τα μεσάνυχτα επέστρεψεν ο σύζυγός της, αυτή τον ύβρισε νευρική, με φωνήν οξείαν, εκείνος την έδειρε με την ράβδον την οζώδη και μετ΄ ολίγον οι δύο επλάγιασαν, χωρίς να κάμουν την προσευχήν των και ήρχισαν να ροχαλίζουν με βαρείς τόνους.

Ανέβη εις μέγα κτήριον, πλουσίως φωτισμένον. Ήσαν εκεί πολλά δωμάτια με τραπέζας, κι΄ επάνω των έκυπτον άνθρωποι, μετρούντες αδιακόπως χρήματα, παίζοντες με χαρτιά. Ωχροί και δυστυχείς, όλη η ψυχή των ήτο συγκεντρωμένη εις την ασχολίαν ταύτην. Ο Άγγελος εκάλυψε το πρόσωπον με τας πτέρυγάς του, δια να μη βλέπη, κι΄ έφυγε δρομαίος.

Εις τον δρόμον συνήντησε πολλούς ανθρώπους, άλλους εξερχομένους από τα καπηλεία, οινοβαρείς και άλλους κατερχομένους από τα χαρτοπαίγνια, μεθύοντας χειροτέραν μέθην. Τινάς είδεν ν΄ ασχημονούν και τινάς ήκουε να βλασφημούν τον Αη-Βασίλην ως πταίστην. Ο Άγγελος εκάλυψε με τας πτέρυγάς του τα ώτα, δια να μη ακούη, και αντιπαρήλθεν.

Υπέφωσκεν ήδη η πρωία της πρωτοχρονιάς και ο Άγγελος, δια να παρηγορηθή, εισήλθεν εις την εκκλησίαν. Αμέσως πλησίον εις τας θύρας είδεν ανθρώπους να μετρούν νομίσματα, μόνον που δεν είχον παιγνιόχαρτα εις τας  χείρας και εις το βάθος αντίκρυσεν έναν άνθρωπον χρυσοστόλιστον και μιτροφορούντα ως Μήδον σατράπην της εποχής του Δαρείου, ποιούντα διαφόρους ακκισμούς και επιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιά και αριστερά, άλλοι μερικοί έψαλλον με πεπλασμένας φωνάς: Τον Δεσπότην και Αρχιερέαν!

Ο Άγγελος δεν εύρε παρηγορίαν. Επήρε τα πτερόεντα δώρα του, το άστρον το προωρισμένον να λάμπη εις τα συνειδήσεις, την αύραν, την ικανήν να δροσίζη τας ψυχάς, την πλασμένην δια να πάλλη εις τα καρδίας, ετάνυσε τας πτέρυγας και επανήλθεν εις τας ουρανίας αψίδας.

Β. Το δεύτερο είναι του καλού μου φίλου Γιάννη Βούρου, αρχιτέκτονα, ζωγράφου και λογοτέχνη. Μου άφησε την ίδια επίγευση τρυφερότητας που θυμάμαι από την πρώτη ανάγνωση. Nα το,

To δώρο του Άι-Βασίλη

Περιφέρει ολομόναχος την αξιοπρέπειά του στον σχεδόν άδειο από κόσμο παγωμένο δρόμο, λίγο πριν τον ερχομό της καινούργιας χρονιάς. Στο χέρι του, το απούλητο ματσάκι με τα αστρολούλουδα. Καναδυό διαβάτες τον προσπερνούν με φούρια. Βιάζονται. Έχουν κιόλας αργήσει στο πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν.

Δανείζεται για λίγο την κιθάρα του Β.Β.Κing και με φωνή βραχνή τραγουδάει το Nobody loves me, nobody cares for me”.

«Όχι, βρε χαζέ, έχεις εμάς», του λένε τ’ αστρολούλουδα και πασπαλίζουν με λαμπερή αστερόσκονη την άσπρη του γενειάδα. Δάκρυα απελπισίας πλημμυρίζουν το πρόσωπό του. Σταλαγματιές, που αμέσως γίνονται παγωμένες νιφάδες χιονιού.

Τα κουρασμένα του βήματα τον φέρνουν στο ταπεινό γιατάκι* του. Δηλαδή, ο Θεός να το κάνει γιατάκι. Χάρτινο κιβώτιο και για στρώμα μια τριμμένη καρό κουβέρτα που μάζεψε απ’ τα ανακυκλώσιμα.

Κι εκεί, πάνω στην κουβέρτα, τι να δεί! Το δώρο του Άι-Βασίλη, ένα κουταβάκι, σχεδόν λεχούδι. Ένα πλασματάκι τόσο δα! Τι μπιρμπιλωτά ματάκια, τι σκερτζόζικη μουσούδα. Σκέτη τρέλα!

Το σφίγγει στην αγκαλιά του, τόσο που νιώθει τους χτύπους της καρδούλας του. Το μισόλιτρο γαλατάκι που φύλαγε για βραδινό, το προσφέρει dinner στο νεαρό του μουσαφίρη.

Φιλάει το χορτασμένο ζωντανό στη μουσούδα. «Κρύο, καιρός για δύο, φιλαράκο. Το πιο ζεστό καλοριφέρ είν’ η αγκαλιά». Κι έτσι αποκοιμιούνται. Ο ένας ζεσταίνεται με το χνώτο του άλλου. Όσο για τον B.B.King, έχει αλλάξει τώρα το άσμα, έγινε Somebody loves me, somebody cares for me”. Μια καινούργια χρονιά ανατέλλει για τα δυο φιλαράκια...

*  γιατάκι (τουρκ. yatak) =  κατάλυμα, κρεβάτι

«Πασπαλίζω» κι εγώ το διηγηματάκι με Β.Β.Κing , Nobody loves me…”. Aκούστε το,                          

 


       
https://youtu.be/OIW4ARVbhrw?si=eXNjCkSzxjhqqU3M

Αγαπητοί μου φίλοι,

Σας εύχομαι από την καρδιά μου «Καλή Πρωτοχρονιά. Καλή καρδιά. Καλοσημαδιά.» (ευχή του Κωστή Παλαμά, στο ποίημά του «Ο χορός της Πρωτοχρονιάς»).

Έρρωσθε και ευδαιμονείτε

Λύσανδρος Γεωργιάδης