Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γιώργος Φλωρίδης, φιλοξενήθηκε στη «Δίκη στον ΣΚΑΪ» και αναφέρθηκε στα περιστατικά αθλητικής βίας, αλλά και στο νέο Ποινικό Κώδικα, που πλέον δεν χαρίζεται, όπως δήλωσε με σαφήνεια ο υπουργός Δικαιοσύνης, ενώ μίλησε για την ελληνική διαιτησία, την ανάπτυξη του ελληνικού ποδοσφαίρου, το κύκλωμα του παράνομου στοιχηματισμού και την τραγωδία των Τεμπών.
Μεταξύ άλλων είπε:
«Αποδείχτηκε ότι όλες οι οργανωμένες ομάδες που δημιουργήσαν προβλήματα στα γήπεδα ήταν εγκληματικές οργανώσεις και οι ομάδες και τα γήπεδα ήταν η κάλυψη τους και χτυπήθηκε στη ρίζα. Τα μεμονωμένα περιστατικά βίας δεν είχαν και δεν έχουν καμία σχέση με τις εγκληματικές οργανώσεις. Πλέον, οι εγκληματικές οργανώσεις είναι στο στόχαστρο και αν κουνηθούν θα τους βουτήξουν αμέσως και γι' αυτό έχουν αποτραβηχτεί. Με 250 κάμερες ασφαλείας στα γήπεδα ξέρουν πως ό,τι και να κάνουν δεν θα γλιτώσουν. Αποδείχτηκε ότι αυτοί που "απελευθερώθηκαν" ήταν οι παράγοντες των ομάδων. Πλέον, ο νέος Ποινικός Κώδικας δεν χαρίζεται στα νέα περιστατικά βίας. Το ποινικό σύστημα είναι πετυχημένο, όταν καταλαβαίνουν όλοι ότι η περίοδος ατιμωρησίας έχει τελειώσει. Αυστηροποιείται ο Ποινικός Κώδικας και στους ανήλικους, αλλά και πως θα ενταχθούν αυτά τα παιδιά ξανά στην κοινωνία. Θέλουμε πολλή δουλειά παντού και το πλέγμα που έχουμε δημιουργήσει καλυτερεύει την εικόνα. Ωστόσο, η υπόθεση πολλές φορές έχει χαθεί από το σπίτι ή από το σχολείο, αλλά αρκετά πράγματα τα έχουμε βελτιώσει».
Για την ελληνική διαιτησία: «Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό που συμβαίνει με τους Έλληνες διαιτητές και το γεγονός ότι δεν υφίσταται ελληνική διαιτησία και ότι δεν υπάρχει μέλλον. Η τοξικότητα, που υπήρξε σε ένα μεγάλο βαθμό, έχει εκτονωθεί με τους ξένους διαιτητές και τον ξένο αρχιδιαιτητή, αλλά η ελληνική διαιτησία έπρεπε να αναπτύσσεται παράλληλα».
Για το ελληνικό ποδόσφαιρο: «Αν κάνουμε έναν απολογισμό στο ποδόσφαιρο και έχουν επιστρέψει οι οικογένειες στα γήπεδα, έχει εξαφανιστεί η καχυποψία και πλέον δεν υπάρχει η σιγουριά ότι οι μεγάλοι θα νικήσουν τους μικρούς. Πλέον, το ελληνικό ποδόσφαιρο βρίσκεται σε άλλο επίπεδο».
Για το κύκλωμα του παράνομου στοιχηματισμού:
«Αυτό το κυνήγι της παρανομίας είναι μόνιμος και παγκοσμίως. Είδατε τι έγινε στο NBA. Ποιος το περίμενε; Δεν μπορώ να ξέρω τι υπάρχει στη δικογραφία για το κύκλωμα του παράνομου στοιχηματισμού. Αυτό που λέμε έχουν γνώση οι φύλακες, αν υπάρχουν υποψίες ότι υπάρχει κάτι ύποπτο, τότε το σίγουρο είναι θα γίνει δουλειά και θα υπάρχουν συνέπειες. Στο υπουργικό συμβούλιο που θα γίνει την ερχόμενη Τρίτη θα παρουσιάσουμε ένα πλήρως νομοσχέδιο πλατφόρμας παρακολούθησης όλων των υποθέσεων διαφθοράς. Θα αφορά φυσικά και το παράνομο στοίχημα και ότι έχει να κάνει με υπόθεση διαφθοράς. Το πολιτικό σύστημα δεν γίνεται να φορτώνει με παθογένειες την ελληνική δικαιοσύνη».
Για την τραγωδία των Τεμπών: «Εμφανίστηκε ότι υπήρχε συγκαλυπτόμενο έγκλημα από την κυβέρνηση με τη μεταφορά δήθεν παράνομου φορτίου, όλη αυτή ήταν μια απάτη από έξω… Αυτό ήταν συνωμοσία κανονικά απέναντι στη χώρα. Και επιχειρήθηκε να εμφανιστεί ότι η Δικαιοσύνη βάζει πλάτη. Ο ελληνικός λαός όμως το κατάλαβε, αλλά έχουν μείνει τα απόνερα. Έγινε ένας τεράστιος αγώνας για να μην κλείσει η δικογραφία και να μην ξεκινήσει η δίκη. Αυτή η διαρκής πολιτική εκμετάλλευση της τραγωδίας μέσα από την ποινική εξέλιξη δημιουργούσε φόβο σε αυτούς τους συνωμότες ότι όλα θα βγουν στο φως με τη δημόσια διαδικασία.
Η κριτική στις δικαστικές αποφάσεις είναι θεμιτή και συνταγματικά κατοχυρωμένη. Άλλο όμως η κριτική και άλλο η συνολική απαξίωση του θεσμού. Υπήρξε προσπάθεια κάποιων να πλήξουν τον θεσμό της Δικαιοσύνης. Αν πληγεί αυτός ο πυλώνας, πλήττεται ο πυρήνας της ίδιας της δημοκρατίας. Είχαμε δυνάμεις εντός και εκτός, που επιθυμούσαν την αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης. Είχαν ενεργοποιηθεί στο διαδίκτυο 50.000 ψεύτικοι λογαριασμοί από χώρα του εξωτερικού που ενημέρωναν για τα Τέμπη. Η κριτική στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης είναι επιβεβλημένη και από το Σύνταγμα. Αλλά άλλο να επιχειρείται να πληγεί η Δικαιοσύνη, όπως έγινε στην υπόθεση των Τεμπών. Όλοι οφείλουμε να αφήσουμε τη Δικαιοσύνη έξω από τους πολιτικούς ανταγωνισμούς. Κριτική μπορούμε να ασκούμε, όχι όμως συνολική απαξίωση της Δικαιοσύνης
