Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

Κλιμακώνεται ο "πόλεμος" δικαστών και δικηγόρων - Αύριο ξεκινούν στάσεις εργασίας


Κορυφώνεται ο "πόλεμος" δικαστών και δικηγόρων, μετά την απόφαση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, να προχωρήσει σε σειρά «μέτρων αντίδρασης», κατά του δικηγορικού σώματος, που από αύριο ξεκινάει δίωρες στάσεις εργασίας, αντιδρώντας στις δηλώσεις του Προέδρου της ΕνΔε Χριστόφορου Σεβαστίδη.

Οι αποφάσεις του ΔΣ της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων προκάλεσαν όξυνση και στο εσωτερικό της ΕνΔΕ, καθώς επτά από τα δεκαπέντε μέλη του Δ.Σ. εξέφρασαν την αντίθεσή τους στη λήψη μέτρων κατά των δικηγόρων.

Σε ανακοίνωση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων αναφέρεται:

"Σε συνέχεια της αντιπαράθεσης της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων με το δικηγορικό σώμα, συνήλθε το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης την Παρασκευή, 21/11.

Κατά τη συνεδρίασή του αποφασίστηκαν τα εξής:

“Το Δ.Σ. της Ένωσης συνήλθε σήμερα σε έκτακτη συνεδρίαση προκειμένου να λάβει αποφάσεις σχετικά με τις απαράδεκτες ανακοινώσεις και δημόσιες τοποθετήσεις του Προέδρου του ΔΣΑ, Δ. Βερβεσού καθώς και συντονιστικού οργάνου των δικηγορικών συλλόγων.

Καταδικάζουμε την οποιαδήποτε προσπάθεια δικαιολόγησης χυδαίων και συκοφαντικών δηλώσεων δικηγόρων με το πρόσχημα της δήθεν άσκησης κριτικής.

Δεν είμαστε πλέον διατεθειμένοι να μένουμε απαθείς σε τέτοιες αήθεις συμπεριφορές που προσβάλουν την προσωπικότητα και το θεσμικό κύρος των δικαστικών λειτουργών.

Αποφασίζουμε σε πρώτο επίπεδο αντίδρασης:Ενημέρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών για την κατάσταση με την οποία βρισκόμαστε αντιμέτωποι και έκδοση σχετικού Ψηφίσματος
Ενημέρωση των πολιτικών κομμάτων
Ενημέρωση της Προέδρου του Αρείου Πάγου
Αίτημα αλλαγής του νομοθετικού πλαισίου που διέπει τον πειθαρχικό έλεγχο ακραίων συμπεριφορών δικηγόρων στα πρότυπα των υπολοίπων ευρωπαϊκών κρατών
Μη πρόσκληση των Δικηγορικών Συλλόγων στην ετήσια Γενική Συνέλευση της Ένωσης και αναστολή κάθε κοινής δράσης.

Tα μέλη Μαργαρίτα Στενιώτη, Κώστας Βουλγαρίδης, Ευπραξία Κυριλή, Δημήτρης Στασινούλας, Αργύρης Μπιχάκης, Ευστάθιος Βεργώνης, Νικήτας Βελίας, παραστάθηκαν μόνο για την επίτευξη απαρτίας. Στη συνέχεια αποχώρησαν δηλώνοντας ότι δεν συμφωνούν με την λήψη μέτρων”.

Σε αντίθετη κατεύθυνση η πρώην Πρόεδρος της ΕνΔΕ Μαργαρίτα Στενιώτη, Πρόεδρος Εφετών, πρώην Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και επικεφαλής της μειοψηφίας, εξέδοσε ανακοίνωση, στην οποία υποστηριζει ότι, η αρμονική συνύπαρξη Δικαστικών Λειτουργών και Δικηγόρων αποτελεί προϋπόθεση για την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης.
 Η ανακοίνωση της κας Μ. Στενιώτη:

ΣΧΕΣΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ – ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ: ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ – ΟΧΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΕΣΕΙΣ

“Η αρμονική συνύπαρξη Δικαστικών Λειτουργών και Δικηγόρων αποτελεί προϋπόθεση για την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης. Αν και από διαφορετική θεσμική θέση, ο καθένας, ο στόχος μας είναι κοινός. Η προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών. Προς επίτευξη του κοινού σκοπού οι λειτουργοί και συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης οφείλουμε να αναδεικνύουμε αυτά που μας ενώνουν και να επιλύουμε, με διάλογο, όσα «θεωρούμε» ότι μας χωρίζουν, γιατί, πραγματικά, δεν μας χωρίζει τίποτε. Δεν είμαστε εμείς και εσείς, είμαστε όλοι μαζί. Είμαστε θεματοφύλακες της Δικαιοσύνης και του Κράτους Δικαίου και οφείλουμε να αχθούμε υπεράνω των φθοροποιών τριβών της καθημερινότητας, που, σίγουρα, θα υπάρχουν, να υπερβούμε συντεχνιακές αγκυλώσεις και να κάνουμε πράξη τη θεσμική συνεργασία και το διάλογο. Έναν διαρκή, καλόπιστο και ισότιμο θεσμικό διάλογο, χωρίς προκαταλήψεις και αλαζονεία από καμία πλευρά. Η ανάγκη αυτή καθίσταται ακόμη ισχυρότερη, καθότι γίνονται μεγάλες μεταρρυθμίσεις του δικαιοδοτικού συστήματος στην χώρα μας, που, μάλιστα, έχουν αναγορευθεί σε σπουδαία διαρθρωτική συνιστώσα της οικονομικής στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μεταρρυθμίσεις που, υπό τον μανδύα του εκσυγχρονισμού της Δικαιοσύνης, πολλές φορές, περιορίζουν δικαιώματα των πολιτών.

Ο καθηγητής Ι. Μανωλεδάκης γράφει (για τον ποινικό Δικαστή, ισχύει, όμως, για όλους τους Δικαστές): «ο Δικαστής είναι εγγυητής της ελευθερίας και των δικαιωμάτων κάθε πολίτη και αποτελεί, πέρα από φορέα της κρατικής εξουσίας, και θεμελιώδη θεσμό του Κράτους Δικαίου. Ο Συνήγορος, ως φορέας του Αντίλογου και της Αμφισβήτησης, συνιστά θεμελιώδη θεσμό της Δημοκρατίας. Γι’ αυτό, τα ολοκληρωτικά και καταπιεστικά καθεστώτα απεχθάνονται το ρόλο του Συνηγόρου και δεν αποδέχονται την εγγυητική λειτουργία του Δικαστή». Από την παραπάνω αναφορά προκύπτει ότι η πολιτεία έχει εμπιστευθεί υψηλή αποστολή σε Δικαστές και Δικηγόρους και γι’ αυτό το λειτούργημα του Δικαστικού Λειτουργού όπως και του Δικηγόρου έχει διεθνώς περιβληθεί με αυξημένο κύρος. Τη σπουδαιότητα της αποστολής τους οφείλουν να γνωρίζουν τα πρόσωπα που υπηρετούν τη Δικαιοσύνη, τα οποία πρέπει να έχουν και συναίσθηση της ευθύνης τους. Ο Δικαστής οφείλει να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα, να είναι αμερόληπτος, να εγγυάται ότι η συμπεριφορά του, μέσα και έξω από το Δικαστήριο, ενισχύει την εμπιστοσύνη στην κρίση του και τονώνει το αίσθημα ασφάλειας δικαίου του πολίτη.

Αυτό συνιστά την σημαντική προσφορά αλλά και ευθύνη των Δικαστών έναντι της Δημοκρατίας, οι οποίοι με ψυχραιμία και αυτοκυριαρχία, ήθος και αξιοπρέπεια και τιμώντας τη «δικαστική παράδοση, που αποτελεί το εσωτερικό ηθικό αντίδοτο της υγιούς συλλογικής συμπεριφοράς των Δικαστών και αναβαθμίζει την ατομική συμπεριφορά του Δικαστή» απονέμουν Δίκαιο. Από την άλλη πλευρά, η συμπεριφορά εντός του Δικαστηρίου αλλά και εκτός των Δικηγόρων, είναι αυτή που δίνει αληθινό νόημα και περιεχόμενο στην έννοια του συλλειτουργού. Η αλληλοεκτίμηση, ο αλληλοσεβασμός και η αλληλοκατανόηση θα οδηγήσει σε μία Δικαιοσύνη ποιοτική και αποτελεσματική, δημοκρατικό προαπαιτούμενο κάθε Κράτους Δικαίου. Η θεσμική αποστολή του Δικηγόρου και η θεσμική παρουσία του στην απονομή της δικαιοσύνης, ερείδεται σε νομικά κείμενα, διεθνή, με αυξημένη τυπική ισχύ, και εθνικά. Πλήθος νομικών κειμένων θωρακίζουν τον θεσμικό ρόλο των λειτουργών και συλλειτουργών της Δικαιοσύνης, ώστε η σύνταξη ενός κοινού Κώδικα Δεοντολογία, που συζητείται ιδιαίτερα τελευταία, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα επιπλέον κείμενο, που η αποτελεσματικότητά του θα εξαρτάται απόλυτα από τον ανθρώπινο παράγοντα. Είναι ζήτημα ανθρώπων και όχι νομικών διατάξεων.

Ο Δικηγόρος οφείλει να «απονέμει τον προσήκοντα σεβασμό προς τις δικαστικές Αρχές, παρά των οποίων επίσης δικαιούται να απολαμβάνει του αυτού σεβασμού». Όλοι οφείλουμε να προασπίζουμε την τιμή και την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός μας. Οι Δικαστές να δεχόμαστε την κριτική των αποφάσεων μας, αρκεί να λαμβάνει χώρα με κριτήρια επιστημονικά και οι Δικηγόροι να φροντίζουν όχι μόνο για τα συμφέροντα των εντολέων τους αλλά και του δικαιϊκού συστήματος ως συνόλου.

Οι εκτροπές προς ανάρμοστες συμπεριφορές και οι παρεκκλίσεις από την επιβαλλόμενη ευπρέπεια, από οποιονδήποτε παράγοντα της απονομής της Δικαιοσύνης και εάν προέρχεται, πρέπει να αντιμετωπίζονται με τους προβλεπόμενους από νομοθετικά κείμενα τρόπους και όχι με δημόσιες αντιπαραθέσεις. Η δημόσια αντιπαράθεση πλήττει το Κύρος της Δικαιοσύνης και αποτέλεσμα έχει το ήδη μειωμένο ποσοστό εμπιστοσύνης των πολιτών προς το θεσμό (20%, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα) να μειώνεται ακόμη περισσότερο. Η παρεκτροπή και η απώλεια ελέγχου δεν αρμόζει σε λειτουργούς και συλλειτουργούς της Δικαιοσύνης. Με νηφαλιότητα και συναίσθηση της ευθύνης μας οφείλουμε να εμπνεύσουμε προς όλους το σεβασμό στη Δικαιοσύνη. Μ’ αυτόν το στόχο αξίζει να αναμετρηθούμε”.