Ο γνωστός ποινικολόγος και αντιπρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Πονικολόγων Γιάννης Ηρειώτης αναλύει τις ποινικές συνέπειες, από τη μη τήρηση των μέτρων του κορωνοϊού.
"Το τελευταίο χρονικό διάστημα, λόγω της πανδημίας, έχουν θεσμοθετηθεί από την κυβέρνηση πλείονα μέτρα για την αντιμετώπιση της διάδοσης του κορωνοϊού, είτε με τη μορφή Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) είτε με τη μορφή Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων (ΚΥΑ). Η θέση σε ισχύ των μέτρων αυτών, λόγω των εξαιρετικών συνθηκών που δημιουργήθηκαν από τη διάδοση της COVID-19, αναβίωσε την αναγκαιότητα εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 285 του Ποινικού Κώδικα περί παραβίασης των μέτρων για την πρόληψη ασθενειών, μιας ποινικής διατάξεως εν πολλοίς ανενεργούς, καθώς οι περιπτώσεις, οι οποίες έχρηζαν μέχρι σήμερα ποινικής καταστολής, λόγω των σχετικών παραβιάσεων, ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Τελευταία φορά, που έτυχε εφαρμογής η συγκεκριμένη ποινική διάταξη σχετιζόταν με τη διάδοση του ιού HIV.
Από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κ. Πλιώτα επεσημάνθη, μάλιστα, με την υπ’ αριθμ. 4/2020 εγκύκλιό του προς τους κ.κ. Εισαγγελείς Εφετών της χώρας και δι’ αυτών στους κ.κ. Εισαγγελείς Πρωτοδικών της Περιφέρειάς τους, η πρωταρχική σημασία της εφαρμογής του άρθρου 285 Π.Κ., λόγω της εκδόσεως διατάξεων από τις αρμόδιες αρχές για λήψη μέτρων προς πρόληψη, υγειονομική παρακολούθηση και περιορισμό της διάδοσης της νόσου του κορωνοϊού, ανεξαρτήτως των επιφυλασσομένων στις διατάξεις αυτές ιδίων ποινικών κυρώσεων.
Η επιλογή της κυβερνήσεως για προστασία της δημόσιας υγείας και για τιμωρία των παραβατών των τεθειμένων μέτρων προστασίας αυτής εκφράσθηκε το πρώτον με την από 25.02.2020 ΠΝΠ (ΦΕΚ Α΄ 42/25-02-2020 – Κατεπείγοντα μέτρα αποφυγής και περιορισμού της διάδοσης κορωνοϊού) στην παράγραφο 6 άρθρο 1 της οποίας προβλέφθηκε ότι όποιος παραβιάζει τις σχετικές διατάξεις της ΠΝΠ περί αποφυγής και περιορισμού της διάδοσης του κορωνοϊού τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) ετών, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. Κατισχύει, λοιπόν, η εφαρμογή του άρθρου 285 Π.Κ.
Το αδίκημα της παραβίασης μέτρων για πρόληψη ασθενειών εντάσσεται στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, ήτοι στα εγκλήματα ιδιάζον γνώρισμα των οποίων είναι ο ιδιαιτέρως επικίνδυνος χαρακτήρας τους, ο οποίος εκδηλώνεται κυρίως λόγω του ότι από την τέλεση αυτών μπορεί να προκύψει κίνδυνος για ευρύ κύκλο εννόμων αγαθών, ζωής ή περιουσίας, πλειόνων προσώπων μη προκαθορισμένων εκ των προτέρων. Εχουν εκφρασθεί, μάλιστα, απόψεις ότι ο άδικος χαρακτήρας τους δεν προκύπτει από μόνη την προσβολή του πληττόμενου εννόμου αγαθού, αλλά απ’ αυτήν καθεαυτήν την αντικοινωνική φύση των συγκεκριμένων πράξεων και την εχθρική στάση ή αδιαφορία του δράστη απέναντι στο κοινωνικό σύνολο.
Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος στο άρθρο 285 Π.Κ. στοιχειοθετείται με την παραβίαση μέτρων που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας. Πρόκειται για έναν λευκό ποινικό νόμο, στον οποίο δεν περιγράφεται η αξιόποινη συμπεριφορά καθεαυτήν. Η ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά περιγράφεται και εξειδικεύεται στις προσφάτως εκδοθείσες διατάξεις περί μέτρων πρόληψης, υγειονομικής παρακολούθησης και περιορισμού της διάδοσης της νόσου και περί κανόνων κοινωνικής αποστασιοποίησης σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, δημόσιες υπηρεσίες και σε άλλους χώρους συνάθροισης κοινού, καθώς και σε λοιπές διατάξεις – ΚΥΑ για την αποφυγή διάδοσης της νόσου και για τα αναγκαία μέτρα που πρέπει να τηρούνται από τους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων και τους πολίτες.
Επισημαίνεται δε ότι η παραβίαση των θεσπισμένων μέτρων για την αποφυγή της διάδοσης του κορωνοϊού θα πρέπει να μπορεί να οδηγήσει αιτιακά στη διάδοση της νόσου, ήτοι η πράξη ή η παράλειψη του δράστη να μπορεί αυτοδύναμα να προκαλέσει τη μετάδοση αυτής. Ολες οι συμπεριφορές – παραβιάσεις, ως εκ τούτου, δεν ενεργοποιούν την ποινική διάταξη και δεν εξομοιώνονται από άποψης ποινικής μεταχειρίσεως.
Το αδίκημα τελείται εκ δόλου που συνίσταται στη γνώση της απαγορευτικής διατάξεως της αρχής και στη θέληση για διάδοση της μολυσματικής νόσου σε αόριστο αριθμό ανθρώπων. Αρκεί για τον δράστη του εγκλήματος που ενεργεί με πρόθεση να αποδέχεται ως ενδεχόμενο τουλάχιστον ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά του θα προκαλέσει κίνδυνο μετάδοσης του ιού. Η επιδίωξη κέρδους από τη λειτουργία μιας επιχειρήσεως, με την εν γνώσει παραβίαση των θεσπισμένων κανόνων για την αποφυγή διάδοσης της νόσου και την αποδοχή της πιθανότητας διάδοσης, αποτελεί χαρακτηριστικό κριτήριο της διαπίστωσης του ενδεχόμενου δόλου στο πρόσωπο του δράστη. Στις περιπτώσεις εκ δόλου τελέσεως του αδικήματος, αν προέκυψε μόνο κίνδυνος μετάδοσης της νόσου, προβλέπεται ποινή φυλακίσεως μέχρι πέντε (5) έτη και χρηματική ποινή. Αν, όμως, μεταδοθεί ο ιός σε άνθρωπο επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, στη δε περίπτωση που επέλθει ο θάνατος ανθρώπου επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών, ενώ αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων μπορεί να επιβληθεί ισόβια κάθειρξη.
Επίσης, το αδίκημα τελείται εξ αμελείας, όταν ο δράστης δεν καταβάλει την απαιτούμενη προσοχή που οφείλει να καταβάλει ο μέσος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος για την τήρηση των προβλεπόμενων, από τις σχετικές διατάξεις, μέτρων. Η εξ αμελείας τέλεση της πράξης τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή.
Hδη, στις εισαγγελίες της χώρας έχουν σχηματισθεί πλείονες δικογραφίες κυρίως πλημμεληματικού, αλλά και κακουργηματικού χαρακτήρα για παραβίαση του άρθρου 285 Π.Κ.
Στους δύσκολους, όμως, αυτούς καιρούς, με έντονο το αίσθημα προσωπικής ευθύνης και κοινωνικής αλληλεγγύης, πρέπει να καταστεί κατανοητό από όλους ότι η τήρηση των μέτρων για την αποφυγή διάδοσης ενός τόσο επικίνδυνου και ευχερώς μεταδιδόμενου ιού αποτελεί αυτονόητη επιλογή προς διαφύλαξη του υπέρτατου εννόμου αγαθού της ζωής, χωρίς να είναι αναγκαία η επιβολή τους μέσω της ποινικής καταστολής.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Καθημερινή" στις 14.5.2020