Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

Το κατεπείγον της διαδικασίας στο CAS

Γιά τον κατεπείγοντα χαρακτήρα της προσφυγής στο CAS του ΠΑΟΚ, γράφει η δικηγόρος Σοφία Κ. Σπανίδου, στη "Δίκη" του Κυριάκου Θωμαίδη:

"Καθώς η προθεσμία για προσφυγή στο CAS  εκπνέει για τον ΠΑΟΚ και με τις φήμες να θέλουν την ομάδα να ζητάει εκδίκαση της υπόθεσης με την διαδικασία του κατεπείγοντος, είναι χρήσιμο να δούμε τι διαδικασίες προβλέπονται από το Διεθνές Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο για την επίλυση επειγουσών διαφορών και γιατί ο ΠΑΟΚ θα πρέπει να προτιμήσει την επίλυση του συνόλου της υπόθεσης κατά τη διαδικασία του κατεπείγοντος.
Η σημασία του CAS, του Διεθνούς Αθλητικού Διαιτητικού Δικαστηρίου, για τον Αθλητισμό είναι αδιαμφισβήτητη. Παρόλο που έχει δεχτεί κατά καιρούς έντονη κριτική σχετικά με την ανεξαρτησία του και την αντικειμενικότητα του, το Διεθνές Αθλητικό Δικαστήριο παραμένει η ανώτερη πηγή διαιτητικής δικαιοδοσίας παγκοσμίως. Για κάθε υπόθεση, που έρχεται σε αυτό προς συζήτηση, το Διεθνές Αθλητικό Δικαστήριο συνθέτει  επιτροπές με κύριο καθήκον τους την επίλυση αθλητικών διαιτητικών διαφορών σύμφωνα με τους Κανονισμούς του. Αναγνωρίζεται ως ένα ανεξάρτητο διαιτητικό Δικαστήριο, του οποίου οι αποφάσεις είναι τελικές, δεσμευτικές και άμεσα εκτελεστές σύμφωνα με την Συνθήκη της Νέας Υόρκης του 1958, η οποία έχει υπογραφεί από 125 χώρες.
            Η απονομή δικαιοσύνης στο CAS οργανώνεται με βάση τρείς κύριες διαδικασίες: την Κανονική Διαιτητική Διαδικασία, την Διαιτητική Διαδικασία για υποθέσεις που σχετίζονται με παραβίαση κανονισμών κατά του Ντόπινγκ και την Διαδικασία Προσφυγών κατά αποφάσεων Ομοσπονδιών και Αθλητικών Οργάνων και Οργανισμών, με την προϋπόθεση ότι προβλέπεται από τους Κανονισμούς τους η προσφυγή στο CAS. Σε περίπτωση που, κάποιο μέρος θέλει να απευθυνθεί στο CAS προς επίλυση της διαφοράς του, καταθέτει είτε αίτηση για διαιτησία είτε δήλωση προσφυγής. Στην δεύτερη περίπτωση, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχουν εξαντληθεί όλες οι εσωτερικές διαδικασίες, που αφορούν το αθλητικό όργανο, κατά της απόφασης του οποίου στρέφεται.
Η απόφαση επί της διαφοράς δεν έρχεται άμεσα. Στις διαφορές που ανατίθενται στην κανονική Διαιτητική Διαδικασία η έκδοση απόφασης μπορεί να χρειαστεί από έξι (6) έως δώδεκα (12) μήνες. Στις υποθέσεις που συζητούνται κατά την Διαδικασία των Προσφυγών, το χρονικό διάστημα είναι πιο μικρό και συνήθως εκδίδονται εντός τριών (3) μηνών από την ανάθεση της υπόθεσης και την αποστολή του φακέλου στην Επιτροπή. Σε περιπτώσεις, όμως, επείγουσας ανάγκης, το Αθλητικό Δικαστήριο δύναται να διατάξει προσωρινά μέτρα ή την αναστολή εκτέλεσης της ποινής κατά της οποίας προσφεύγει το αιτούν μέρος. Πρόκειται για μια διαδικασία, που δεν είναι τόσο γνωστή και δεν χαίρει της ίδιας προτίμησης, έχει όμως ιδιαίτερη σημασία, αν αναλογιστεί κανείς τις επείγουσες καταστάσεις που δημιουργούνται στον αθλητισμό. Η διαδικασία αυτή, είναι η διαδικασία των προσωρινών μέτρων και σχετίζεται αποκλειστικά με υποθέσεις, που έχουν χαρακτήρα κατεπείγοντος.
            Σύμφωνα με το άρθρο R37 του Κώδικα Αθλητικής Διαιτησίας του CAS, δίνεται η δυνατότητα στο CAS να προσφέρει στα διάδικα μέρη συγκεκριμένα μέτρα προστασίας εντός πολύ σύντομου χρονικού διαστήματος. Το άρθρο αυτό παραχωρεί στον Πρόεδρο του σχετικού Τμήματος ή στον Πρόεδρο της Επιτροπής τη δυνατότητα να εγκρίνει προσωρινά μέτρα, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους. Απαραίτητη προϋπόθεση και περιορισμός για την κίνηση αυτής της διαδικασίας είναι η εξάντληση όλων των εσωτερικών διαδικασιών του αθλητικού οργάνου, που αναμείχθηκε στην υπόθεση ή εξέδωσε απόφαση, πριν το μέρος αιτηθεί διαιτησία ή την προσβολή της απόφασης αυτής, και κυρίως πριν αιτηθεί την έκδοση ασφαλιστικών μέτρων. Στις έγγραφες καταθέσεις του ο αιτών θα πρέπει να αποδείξει στον Πρόεδρο του αρμόδιου Τμήματος (ή στο Πρόεδρο της Επιτροπής), ότι η απαλλαγή από την ποινή, που έχει επιβληθεί, είναι απαραίτητη για να τον προστατεύσει από ανεπανόρθωτη βλάβη, ότι πράγματι υπάρχει πιθανότητα ευδοκίμησης των αιτημάτων του και των επιχειρημάτων του και, ότι υπάρχει μια «ισορροπία συμφερόντων», προκειμένου το CAS να κρίνει, εάν τα συμφέροντα του αιτούντα  υπερέχουν αυτών του αντίπαλου μέρους.
            Πως, όμως, ερμηνεύονται οι έννοιες των παραπάνω προϋποθέσεων και τι πράγματι είναι η ανεπανόρθωτη βλάβη, οι πιθανότητες ευδοκίμησης και η ισορροπία συμφερόντων; Σε προηγούμενη απόφασή του το CAS έκρινε ότι για την υποστήριξη πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης, το αιτούν μέρος πρέπει να αποδείξει, ότι τα ασφαλιστικά μέτρα ζητούνται ως μόνος τρόπος, για να διασφαλιστεί η μη πρόκληση περαιτέρω ζημίας, η οποία θα είναι αδύνατο να ανατραπεί ή να διορθωθεί σε κάποιο επόμενο στάδιο. ( CAS 2008/Α/1370). Με άλλα λόγια πρέπει να αποδείξει, ότι σε περίπτωση, που δεν ακολουθηθεί η διαδικασία των προσωρινών μέτρων σε ένα τόσο επείγον θέμα, υπάρχουν ελάχιστες ή και καθόλου πιθανότητες να βρεθεί μελλοντικά κάποια άλλη λύση.  Έχοντας αποδείξει την ανεπανόρθωτη βλάβη, ο αιτών καλείται να πείσει το CAS, ότι οι πιθανότητες επιτυχίας των αιτημάτων του είναι εκ πρώτης όψεως πιθανές και σίγουρα δεν πρέπει να παραβλεφθούν. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι, ο αιτών πρέπει να πείσει τον Πρόεδρο του αρμόδιου Τμήματος ή το Πρόεδρο της Επιτροπής ότι  το CAS πρέπει να αναγνωρίσει τους λόγους πιθανοτήτων της αίτησης. ( CAS 2008/Α/1453). Το τελικό στοιχείο, που πρέπει να αποδειχθεί, είναι η ισορροπία συμφερόντων. Το CAS έχει κρίνει ότι αυτό το στοιχείο ερμηνεύεται ως η σύγκριση των αρνητικών συνεπειών, που θα έχει η άμεση εκτέλεση μιας απόφασης στον αιτούντα σε σχέση με τις αρνητικές συνέπειες που θα έχει η μη εκτέλεση της απόφασης αυτής στο αντίπαλο μέρος. ( CAS 2008/Α/1453)
            Δεν είναι ξεκάθαρο, εάν τα παραπάνω τρία στοιχεία πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά ή αρκεί η απόδειξη έστω ενός, καθώς ο Κώδικας Αθλητικής Διαιτησίας του CAS  δεν περιλαμβάνει καμία σχετική πρόβλεψη. Στην πράξη, όμως, οι Διαιτητές του CAS έχουν ευρεία δύναμη και διακριτική ευχέρεια κατά την κρίση της υπόθεσης και είναι δυνατό, ακόμα και αν το αιτούν μέρος έχει καταφέρει να αποδείξει την ύπαρξη και των τριών στοιχείων, ένα μόνο από αυτά να ληφθεί υπόψη κατά την κρίση.
            Για να μπορέσει, όμως, να κινηθεί αυτή η διαδικασία και να κριθεί η υπόθεση με την διαδικασία αυτή, ακόμα μια σημαντική προϋπόθεση είναι η τήρηση των χρονικών προθεσμιών. Συγκεκριμένα, από την στιγμή της αίτησης λήψης προσωρινών μέτρων ο Πρόεδρος του αρμοδίου Τμήματος ή ο Πρόεδρος της Επιτροπής διατάσσει το αντίπαλο μέρος να εκθέσει τις απόψεις του εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών ή και λιγότερο, εάν απαιτείται από τις περιστάσεις. Παράλληλα, ακόμα και εάν το CAS κρίνει ότι έχει δικαιοδοσία να συζητήσει την υπόθεση, και εν τέλει κάνει δεκτή την αίτηση για προσωρινά μέτρα για τον αιτούντα, η απόφαση αυτή ακυρώνεται, εάν αυτός στο μεταξύ δεν καταθέσει εντός δέκα (10) ημερών από την κατάθεση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, αίτηση διαιτησίας για το σύνολο της υπόθεσης στο Τμήμα Κανονικής Διαιτησίας.  Στις περιπτώσεις προσφυγής κατά απόφασης αθλητικού οργάνου, η προθεσμία αυτή είναι είκοσι μία (21) ημέρες από την έκδοση της απόφασης, κατά της οποίας προσφεύγει στο CAS και στην αθλητική διαιτησία. Πιθανόν, τα πολύ αυστηρά αυτά χρονικά περιθώρια, εντός των οποίων τα μέρη θα πρέπει να τρέχουν δύο διαφορετικές διαδικασίες παράλληλα, αλλά και το οικονομικό κόστος, που αυτό ενδέχεται να έχει, να είναι ένας από τους λόγους που η διαδικασία των προσωρινών μέτρων χρησιμοποιείται με φειδώ από τον κόσμο του αθλητισμού.
             Παράλληλα, πέραν των χρονικών προθεσμιών που πρέπει να τηρηθούν από τα μέρη, ο αιτών πρέπει να τηρήσει ακόμα μια προϋπόθεση. Αυτή της παραίτησης από του από το δικαίωμα να αιτηθεί ασφαλιστικά μέτρα στα εθνικά δικαστήρια. Την ίδια στιγμή, η κρίση για τα προσωρινά μέτρα δεν θα πρέπει να αφορά το σύνολο της υπόθεσης, ούτε να ξεπερνά  το πραγματικό αντικείμενο της διαφοράς. Αυτό σημαίνει ότι, τα προσωρινά μέτρα δεν μπορούν να επεκταθούν σε κάποιον τρίτο, που δεν είναι μέρος της διαφοράς, ακόμα και εάν έχει άμεση ή έμμεση σχέση με αυτή, αλλά ούτε και σε κάποιο μέρος, που δεν δεσμεύεται από την συμφωνία για επίλυση με διαιτησία. Με άλλα λόγια, τα προσωρινά μέτρα που πιθανόν να εκδοθούν θα αφορούν μόνο τα αρχικά μέρη της διαφοράς και όχι τυχόν τρίτο, που σχετίζεται με αυτήν.
            Φαίνεται, λοιπόν, ότι η διαδικασία των προσωρινών μέτρων ενώπιον του CAS δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη πολυπλοκότητα, αλλά σίγουρα αποτελεί μια διαδικασία με σημαντικούς χρονικούς και πρακτικούς περιορισμούς. Πρακτικά, δεν προτιμάται από τα μέρη και θέλει ιδιαίτερα καλή νομική υποστήριξη ή σοβαρούς πραγματικούς λόγους για να χορηγηθούν τα μέτρα αυτά. Εξάλλου, ακόμα και εάν το CAS κάνει δεκτή την αίτηση για προσωρινά μετρά, ζήτημα γεννάται ως προς την τελική επιβολή των μέτρων αυτών. Δεδομένου ότι δεν αποτελούν τελική και οριστική κρίση της υπόθεσης από το CAS, τα μέτρα αυτά πάσχουν νομικής επιβολής, οπότε και η συμμόρφωση των μερών επαφίεται σε μεγάλο βαθμό στην καλή τους διάθεση, στην εθνική νομοθεσία και στην ηθική επιβολή του CAS έναντι των αθλητικών οργάνων σε ότι σχετίζεται με την αθλητική δικαιοσύνη.
            Η δυσκολία έγκρισης προσωρινών μέτρων, οι γρήγορες διαδικασίες και οι αυστηρές προθεσμίες καθώς και η απουσία επιβολής της προσωρινής απόφασης συχνά οδηγούν τα μέρη στην ταχεία επίλυση των αθλητικών διαφορών με τις εναλλακτικές διαδικασίες, που παρέχει το CAS. Η πιο γνωστή και συχνή είναι η διαδικασία του κατεπείγοντος, όπως αυτή προβλέπεται από τα άρθρα R44.4 και 52 του Κώδικα Αθλητικής Διαιτησίας. Η διαδικασία αυτή παρουσιάζει δυο σημαντικές διαφορές σε σχέση με την διαδικασία αίτησης και λήψης προσωρινών μέτρων. Αρχικά, η διαδικασία του κατεπείγοντος εντάσσεται στα πλαίσια της κύριας δίκης και δεν αποτελεί προηγούμενη ξεχωριστή διαδικασία. Δηλαδή, αντί να εκδοθεί απόφαση σε τρείς (για τις περιπτώσεις προσφυγής κατά αποφάσεων) ή έξι (για τις περιπτώσεις που αφορούν την κανονική διαδικασία) μήνες, τα μέρη ζητούν την άμεση επίλυση της διαφοράς και την έκδοση απόφασης μέσα σε λίγες εβδομάδες ή και ημέρες. Η δεύτερη σημαντική διαφορά αφορά την συναίνεση των μερών. Σε αντίθεση με την διαδικασία των προσωρινών μέτρων, όπου απαιτείται μόνο η κίνηση της διαδικασίας από τον αιτούντα χωρίς την συναίνεση του αντίπαλου μέρους, στη διαδικασία του κατεπείγοντος απαιτείται η συναίνεση και των δυο διάδικων μερών αρχικά για την παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία και στη συνέχεια για την επείγουσα επίλυση αυτής.
            Σε κάποιες περιπτώσεις, δε, τα αθλητικά όργανα ή οι Ομοσπονδίες προβλέπουν την επίλυση των διαφορών που αφορούν προσφυγή κατά αποφάσεών τους σύμφωνα με την διαδικασία του κατεπείγοντος του CAS. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι οι Κανονισμοί του UEFA Champions League, όπου και προβλέπεται ότι οποιαδήποτε προσφυγή κατά απόφασης των δικαιοδοτικών οργάνων του θα παραπέμπεται στο CAS εντός δέκα (10) ημερών από την γνωστοποίηση και θα επιλύνεται σύμφωνα με την διαδικασία του κατεπείγοντος. Έτσι λοιπόν, αντί αίτησης για αναστολή της εκτέλεσης μιας απόφασης, συχνά επιλέγεται από τα μέρη η κατεπείγουσα επίλυση της διαφοράς και η οριστική και δεσμευτική λύση της. Πάντα, όμως, υπό την προϋπόθεση της συμφωνίας των μερών, που εν προκειμένω είναι και το δύσκολο κομμάτι αυτής της διαδικασίας.