Γιά πρώτη φορά η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων παίρνει θέση, για την υπόθεση των Τεμπών, με μιά συγκλονιστική ανακοίνωση, αψηφώντας τον κίνδυνο, που όπως αναφέρει "ελλοχεύει", ώστε "η προσπάθειά μας για ενημέρωση να παρερμηνευτεί εύκολα και να μην τύχει θετικής ανταπόκρισης".

Η μεγαλύτερη δικαστική ένωση της χώρας κινείται, όπως αναφέρει "στο όνομα των αδικοχαμένων επιβατών της αμαξοστοιχίας, του ελληνικού λαού, που διψάει για την αποκάλυψη της αλήθειας, των δημοκρατικών θεσμών, που αμφισβητούνται έντονα από την κοινωνία ως προς την αποτελεσματικότητά τους, της Δικαιοσύνης, που υποστασιοποιείται με το κύρος των αποφάσεών της, αισθανόμαστε βαρύ το χρέος που πέφτει στους ώμους μας".
Σε μιά αποστροφή της ανακοίνωσης τους οι δικαστές τονίζουν ότι "Η απαίτηση για απονομή Δικαιοσύνης που για εκατομμύρια πολίτες είναι αίτημα, για εμάς είναι καθήκον. Το ανθρώπινο ποτάμι που κατέκλεισε τους δρόμους όλων των ελληνικών πόλεων πριν λίγες ημέρες ζητώντας την αποκάλυψη της αλήθειας, εκφράζει ενεργά ένα σταθερό κοινωνικό διακύβευμα να κάνουμε ελεύθερα και ανεξάρτητα το λειτούργημά μας χωρίς φόβο και αυτό για τη Δικαιοσύνη είναι δύναμη".
Ενώ σε άλλο σημείο απευθύνουν "ηχηρό... ράπισμα" στον Πρωθυπουργό, γιά τις υποδείξεις του προς τους δικαστικούς λειτουργούς, αναφερόμενοι όπως τονίζουν, "στην επιστολή του Πρωθυπουργού προς τον τότε Εισαγγελέα του ΑΠ, που περιλάμβανε δημόσιες υποδείξεις σχετικά με τη διερεύνηση του δυστυχήματος των Τεμπών, εκτιμώντας ότι συνιστούσε «ευθεία παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και έμμεση υπονόμευση του κύρους της Δικαιοσύνης».
Συνειδητά επιλέξαμε όλο το προηγούμενο διάστημα να μην
εμπλακούμε στη δημόσια συζήτηση γύρω από τη δικαστική διερεύνηση
της υπόθεσης του δυστυχήματος των Τεμπών. Μέσα στον χείμαρρο
πληροφοριών που διοχετεύονται καθημερινά από τα ΜΜΕ, στο
ομιχλώδες τοπίο των αποκαλύψεων και των ντοκουμέντων, στην
κοινωνική ένταση που συνοδεύει το τραγικότερο δυστύχημα των
τελευταίων ετών και αποτελεί πλέον βασικό πεδίο πολιτικής
αντιπαράθεσης, με την δικαστική έρευνα να βρίσκεται σε εξέλιξη,
ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος η προσπάθειά μας για ενημέρωση να
παρερμηνευτεί εύκολα και να μην τύχει θετικής ανταπόκρισης.
Αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο αυτό, κρίνουμε ωστόσο αναγκαία μια
τοποθέτηση, έστω στη μορφή της γενικότητάς της, αφού ούτε
δικαιούμαστε να γνωρίζουμε στοιχεία της δικογραφίας, ούτε επιθυμούμε
να επηρεάσουμε την πορεία της υπόθεσης.
Στο όνομα των αδικοχαμένων επιβατών της αμαξοστοιχίας, του
ελληνικού λαού, που διψάει για την αποκάλυψη της αλήθειας, των
δημοκρατικών θεσμών, που αμφισβητούνται έντονα από την κοινωνία ως
προς την αποτελεσματικότητά τους, της Δικαιοσύνης, που
υποστασιοποιείται με το κύρος των αποφάσεών της, αισθανόμαστε βαρύ
το χρέος που πέφτει στους ώμους μας. Η απαίτηση για απονομή
Δικαιοσύνης που για εκατομμύρια πολίτες είναι αίτημα, για εμάς είναι
καθήκον. Το ανθρώπινο ποτάμι που κατέκλεισε τους δρόμους όλων των
ελληνικών πόλεων πριν λίγες ημέρες ζητώντας την αποκάλυψη της
αλήθειας, εκφράζει ενεργά ένα σταθερό κοινωνικό διακύβευμα να
κάνουμε ελεύθερα και ανεξάρτητα το λειτούργημά μας χωρίς φόβο και
αυτό για τη Δικαιοσύνη είναι δύναμη.
Οι δικαστές και εισαγγελείς είμαστε οι πρώτοι που σε κάθε
ευκαιρία αναδείξαμε τις διαχρονικές παθογένειες τις κρατικής
οργάνωσης, τις ελλείψεις σε υποδομές και εκπαιδευμένο επιστημονικό
δυναμικό που πρέπει να επικουρεί μόνιμα και αξιόπιστα τις δικαστικές
αρχές. Επιδιώξαμε την λειτουργία της δικαστικής αστυνομίας όχι για να
δημιουργηθεί ένα επιπλέον ένστολο προσωπικό αστυνομικών
καθηκόντων, όπως έγινε, αλλά για να στελεχωθεί με προσωπικό
πραγματογνωμόνων διαφόρων επιστημονικών πεδίων, που θα
προσεγγίζει τουλάχιστον τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε ταχύτητα, σε
ευελιξία και σε επάρκεια. Με τις παθογένειες αυτές είμαστε καθημερινά
αντιμέτωποι και αυτές καλούνται να αντιμετωπίσουν σε υπερθετικό
βαθμό οι δικαστές που ερευνούν την υπόθεση, όπως και στη συνέχεια και
αυτοί που θα κληθούν να τη δικάσουν.
Παράλληλα, έχουμε αποδείξει ότι πρώτοι εμείς επιδιώκουμε
σταθερά την θωράκιση της ανεξαρτησίας μας και την αποσύνδεση από
οποιαδήποτε συσχέτιση με την εκτελεστική εξουσία, ζητώντας τόσο
απαγόρευση κατάληψης δημοσίων θέσεων από δικαστικούς λειτουργούς
που αφυπηρετούν από το Σώμα, όσο και την αλλαγή του τρόπου επιλογής
της ηγεσίας με συνταγματική αναθεώρηση.
Οι πολίτες μπορούν να είναι βέβαιοι λοιπόν ότι η Δικαιοσύνη θα
ανταποκριθεί στο δίκαιο κοινωνικό αίτημα για αποκάλυψη της αλήθειας,
όχι γιατί ζει σε έναν ουτοπικό κόσμο που δεν υπάρχουν ισχυρά
συμφέροντα, όχι επειδή δεν υπάρχουν πολιτικές επιδιώξεις, όχι επειδή
αυτή η υπόθεση δεν αντανακλά χρόνιες παθογένειες του
πολιτικοοικονομικού μας συστήματος, αλλά ακριβώς γιατί θεσπίστηκε
για να υπάρχει και να λειτουργεί πέρα από όλα αυτά".
Αναφέρουν χαρακτηριστικά:
"Επανειλημμένα δε, αποκρούσαμε κάθε είδους υποδείξεις προς τους δικαστικούς λειτουργούς,
ανεξαρτήτως προέλευσης ή ισχύος, ενώ στο παρελθόν, αντιλαμβανόμενοι την σημασία που θα έχει η περιφρούρηση της δικαστικής μας ανεξαρτησίας για την ουσία και τη εικόνα της Δικαιοσύνης, δεν
διστάσαμε να εκφράσουμε δημόσια τη διαμαρτυρία μας για την με αριθμό πρωτ. 1204/06.03.2023 επιστολή του Πρωθυπουργού προς τον τότε Εισαγγελέα του ΑΠ, που περιλάμβανε δημόσιες υποδείξεις σχετικά με τη διερεύνηση του δυστυχήματος των Τεμπών, εκτιμώντας ότι, συνιστούσε «ευθεία παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και έμμεση υπονόμευση του κύρους της Δικαιοσύνης».
ανεξαρτήτως προέλευσης ή ισχύος, ενώ στο παρελθόν, αντιλαμβανόμενοι την σημασία που θα έχει η περιφρούρηση της δικαστικής μας ανεξαρτησίας για την ουσία και τη εικόνα της Δικαιοσύνης, δεν
διστάσαμε να εκφράσουμε δημόσια τη διαμαρτυρία μας για την με αριθμό πρωτ. 1204/06.03.2023 επιστολή του Πρωθυπουργού προς τον τότε Εισαγγελέα του ΑΠ, που περιλάμβανε δημόσιες υποδείξεις σχετικά με τη διερεύνηση του δυστυχήματος των Τεμπών, εκτιμώντας ότι, συνιστούσε «ευθεία παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και έμμεση υπονόμευση του κύρους της Δικαιοσύνης».
Διαβάστε την ανακοίνωση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων:
"Για την δικαστική διερεύνηση του δυστυχήματος των Τεμπών
Συνειδητά επιλέξαμε όλο το προηγούμενο διάστημα να μην
εμπλακούμε στη δημόσια συζήτηση γύρω από τη δικαστική διερεύνηση
της υπόθεσης του δυστυχήματος των Τεμπών. Μέσα στον χείμαρρο
πληροφοριών που διοχετεύονται καθημερινά από τα ΜΜΕ, στο
ομιχλώδες τοπίο των αποκαλύψεων και των ντοκουμέντων, στην
κοινωνική ένταση που συνοδεύει το τραγικότερο δυστύχημα των
τελευταίων ετών και αποτελεί πλέον βασικό πεδίο πολιτικής
αντιπαράθεσης, με την δικαστική έρευνα να βρίσκεται σε εξέλιξη,
ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος η προσπάθειά μας για ενημέρωση να
παρερμηνευτεί εύκολα και να μην τύχει θετικής ανταπόκρισης.
Αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο αυτό, κρίνουμε ωστόσο αναγκαία μια
τοποθέτηση, έστω στη μορφή της γενικότητάς της, αφού ούτε
δικαιούμαστε να γνωρίζουμε στοιχεία της δικογραφίας, ούτε επιθυμούμε
να επηρεάσουμε την πορεία της υπόθεσης.
Στο όνομα των αδικοχαμένων επιβατών της αμαξοστοιχίας, του
ελληνικού λαού, που διψάει για την αποκάλυψη της αλήθειας, των
δημοκρατικών θεσμών, που αμφισβητούνται έντονα από την κοινωνία ως
προς την αποτελεσματικότητά τους, της Δικαιοσύνης, που
υποστασιοποιείται με το κύρος των αποφάσεών της, αισθανόμαστε βαρύ
το χρέος που πέφτει στους ώμους μας. Η απαίτηση για απονομή
Δικαιοσύνης που για εκατομμύρια πολίτες είναι αίτημα, για εμάς είναι
καθήκον. Το ανθρώπινο ποτάμι που κατέκλεισε τους δρόμους όλων των
ελληνικών πόλεων πριν λίγες ημέρες ζητώντας την αποκάλυψη της
αλήθειας, εκφράζει ενεργά ένα σταθερό κοινωνικό διακύβευμα να
κάνουμε ελεύθερα και ανεξάρτητα το λειτούργημά μας χωρίς φόβο και
αυτό για τη Δικαιοσύνη είναι δύναμη.
Οι δικαστές και εισαγγελείς είμαστε οι πρώτοι που σε κάθε
ευκαιρία αναδείξαμε τις διαχρονικές παθογένειες τις κρατικής
οργάνωσης, τις ελλείψεις σε υποδομές και εκπαιδευμένο επιστημονικό
δυναμικό που πρέπει να επικουρεί μόνιμα και αξιόπιστα τις δικαστικές
αρχές. Επιδιώξαμε την λειτουργία της δικαστικής αστυνομίας όχι για να
δημιουργηθεί ένα επιπλέον ένστολο προσωπικό αστυνομικών
καθηκόντων, όπως έγινε, αλλά για να στελεχωθεί με προσωπικό
πραγματογνωμόνων διαφόρων επιστημονικών πεδίων, που θα
προσεγγίζει τουλάχιστον τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε ταχύτητα, σε
ευελιξία και σε επάρκεια. Με τις παθογένειες αυτές είμαστε καθημερινά
αντιμέτωποι και αυτές καλούνται να αντιμετωπίσουν σε υπερθετικό
βαθμό οι δικαστές που ερευνούν την υπόθεση, όπως και στη συνέχεια και
αυτοί που θα κληθούν να τη δικάσουν.
Παράλληλα, έχουμε αποδείξει ότι πρώτοι εμείς επιδιώκουμε
σταθερά την θωράκιση της ανεξαρτησίας μας και την αποσύνδεση από
οποιαδήποτε συσχέτιση με την εκτελεστική εξουσία, ζητώντας τόσο
απαγόρευση κατάληψης δημοσίων θέσεων από δικαστικούς λειτουργούς
που αφυπηρετούν από το Σώμα, όσο και την αλλαγή του τρόπου επιλογής
της ηγεσίας με συνταγματική αναθεώρηση.
Οι πολίτες μπορούν να είναι βέβαιοι λοιπόν ότι η Δικαιοσύνη θα
ανταποκριθεί στο δίκαιο κοινωνικό αίτημα για αποκάλυψη της αλήθειας,
όχι γιατί ζει σε έναν ουτοπικό κόσμο που δεν υπάρχουν ισχυρά
συμφέροντα, όχι επειδή δεν υπάρχουν πολιτικές επιδιώξεις, όχι επειδή
αυτή η υπόθεση δεν αντανακλά χρόνιες παθογένειες του
πολιτικοοικονομικού μας συστήματος, αλλά ακριβώς γιατί θεσπίστηκε
για να υπάρχει και να λειτουργεί πέρα από όλα αυτά".
Και για την ιστορία, η τότε ανακοίνωση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων:
7 Μαρτίου, 2023
Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης,
Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,
Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης
Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης,
Μέλη του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
Αθήνα, 7 Μαρτίου 2023
Με μεγάλη έκπληξη διαβάσαμε χθες την με Α.Π. 1204/06.03.2023 επιστολή του Πρωθυπουργού προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Με την επιστολή αυτή ο Πρωθυπουργός απευθυνόμενος στον Ανώτατο Εισαγγελέα: α) του υποδεικνύει την ανάγκη για άμεση διαλεύκανση «όλων των ποινικών υποθέσεων που σχετίζονται με το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη» και την προτεραιοποίησή τους, β) ζητά την ανάθεση των υποθέσεων «στο υψηλότερο δυνατό ανακριτικό επίπεδο» και γ) τον ενημερώνει ότι το πόρισμα της επιτροπής εμπειρογνωμόνων που έχει οριστεί θα κοινοποιηθεί στις εισαγγελικές αρχές «για να καταστεί μέρος της δικογραφίας».
Θεωρούμε ότι η ως άνω επιστολή του Πρωθυπουργού συνιστά ευθεία παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και έμμεση υπονόμευση του κύρους της Δικαιοσύνης καθώς: α) η αναφορά του πρωθυπουργού σε πλήθος ποινικών υποθέσεων, εύλογα δημιουργεί την εντύπωση, ότι αποτελεί έμμεση πρόταση προς τον Εισαγγελέα του ΑΠ να διατάξει το χωρισμό της υπόθεσης του σιδηροδρομικού δυστυχήματος σε επιμέρους περισσότερες, β) το αίτημα για ανάθεση των υποθέσεων στο υψηλότερο ανακριτικό επίπεδο, συνιστά έμμεσο αίτημα διορισμού ειδικού εφέτη ανακριτή από τον Εισαγγελέα του ΑΠ, αρμοδιότητα η οποία ανήκει όμως στην ολομέλεια του αρμόδιου Εφετείου κατ΄ άρθρο 28 ΚΠΔ, γ) η υπόμνηση ότι το πόρισμα της επιτροπής εμπειρογνωμόνων θα πρέπει να αποτελέσει μέρος της ποινικής δικογραφίας, συνιστά προκαταβολική παρέμβαση στο έργο και την ταχύτητα διενέργειας της εκκρεμούς κύριας ανάκρισης.
Αξίζει να επισημάνουμε ότι η άλλοτε ισχύσασα αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης (ποτέ όμως του Πρωθυπουργού) να μπορεί “να ζητήσει από τον Εισαγγελέα του ΑΠ να παραγγείλει τη διενέργεια ανάκρισης και την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο κατ` απόλυτη προτεραιότητα” (άρθρο 30παρ.3 παλαιού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), έχει καταργηθεί. Ως εκ τούτου, τα όσα αναφέρονται από τον επικεφαλής της Εκτελεστικής Εξουσίας στην ως άνω επιστολή, που δεν ενεργεί με την ιδιότητα του πολίτη, στερούνται νομιμοποιητικής βάσης, ταυτόχρονα δε πλήττουν την εικόνα και το κύρος της Δικαιοσύνης, που φέρεται ως να δέχεται ευθείες παραγγελίες από τον Πρωθυπουργό!
Το προεδρείο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, που ασκείται για άλλη μια φορά στην τέχνη της επιλεκτικής σιωπής, οφείλει να αντιδράσει άμεσα -όπως πράτταμε κι εμείς ως προεδρείο, όποτε πρωθυπουργοί ή υπουργοί κυβερνήσεων υπερέβαιναν τα εσκαμμένα – και αφενός να επισημάνει στον Πρωθυπουργό, αφετέρου να ενημερώσει τους πολίτες της χώρας μας, ότι η Δικαιοσύνη ούτε χρειάζεται, ούτε καλοδέχεται τις υποδείξεις.
Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,
Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης
Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης,
Μέλη του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
Αθήνα, 7 Μαρτίου 2023
Με μεγάλη έκπληξη διαβάσαμε χθες την με Α.Π. 1204/06.03.2023 επιστολή του Πρωθυπουργού προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Με την επιστολή αυτή ο Πρωθυπουργός απευθυνόμενος στον Ανώτατο Εισαγγελέα: α) του υποδεικνύει την ανάγκη για άμεση διαλεύκανση «όλων των ποινικών υποθέσεων που σχετίζονται με το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη» και την προτεραιοποίησή τους, β) ζητά την ανάθεση των υποθέσεων «στο υψηλότερο δυνατό ανακριτικό επίπεδο» και γ) τον ενημερώνει ότι το πόρισμα της επιτροπής εμπειρογνωμόνων που έχει οριστεί θα κοινοποιηθεί στις εισαγγελικές αρχές «για να καταστεί μέρος της δικογραφίας».
Θεωρούμε ότι η ως άνω επιστολή του Πρωθυπουργού συνιστά ευθεία παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και έμμεση υπονόμευση του κύρους της Δικαιοσύνης καθώς: α) η αναφορά του πρωθυπουργού σε πλήθος ποινικών υποθέσεων, εύλογα δημιουργεί την εντύπωση, ότι αποτελεί έμμεση πρόταση προς τον Εισαγγελέα του ΑΠ να διατάξει το χωρισμό της υπόθεσης του σιδηροδρομικού δυστυχήματος σε επιμέρους περισσότερες, β) το αίτημα για ανάθεση των υποθέσεων στο υψηλότερο ανακριτικό επίπεδο, συνιστά έμμεσο αίτημα διορισμού ειδικού εφέτη ανακριτή από τον Εισαγγελέα του ΑΠ, αρμοδιότητα η οποία ανήκει όμως στην ολομέλεια του αρμόδιου Εφετείου κατ΄ άρθρο 28 ΚΠΔ, γ) η υπόμνηση ότι το πόρισμα της επιτροπής εμπειρογνωμόνων θα πρέπει να αποτελέσει μέρος της ποινικής δικογραφίας, συνιστά προκαταβολική παρέμβαση στο έργο και την ταχύτητα διενέργειας της εκκρεμούς κύριας ανάκρισης.
Αξίζει να επισημάνουμε ότι η άλλοτε ισχύσασα αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης (ποτέ όμως του Πρωθυπουργού) να μπορεί “να ζητήσει από τον Εισαγγελέα του ΑΠ να παραγγείλει τη διενέργεια ανάκρισης και την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο κατ` απόλυτη προτεραιότητα” (άρθρο 30παρ.3 παλαιού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), έχει καταργηθεί. Ως εκ τούτου, τα όσα αναφέρονται από τον επικεφαλής της Εκτελεστικής Εξουσίας στην ως άνω επιστολή, που δεν ενεργεί με την ιδιότητα του πολίτη, στερούνται νομιμοποιητικής βάσης, ταυτόχρονα δε πλήττουν την εικόνα και το κύρος της Δικαιοσύνης, που φέρεται ως να δέχεται ευθείες παραγγελίες από τον Πρωθυπουργό!
Το προεδρείο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, που ασκείται για άλλη μια φορά στην τέχνη της επιλεκτικής σιωπής, οφείλει να αντιδράσει άμεσα -όπως πράτταμε κι εμείς ως προεδρείο, όποτε πρωθυπουργοί ή υπουργοί κυβερνήσεων υπερέβαιναν τα εσκαμμένα – και αφενός να επισημάνει στον Πρωθυπουργό, αφετέρου να ενημερώσει τους πολίτες της χώρας μας, ότι η Δικαιοσύνη ούτε χρειάζεται, ούτε καλοδέχεται τις υποδείξεις.
ΔΥΣΤΥΧΩΣ είμαστε υποχρεωμένοι να αποκαθιστούμε, κάθε φορά, την αλήθεια απέναντι στην παραπληροφόρηση και την ψευδολογία.
Συγκεκριμένα: 1. 2. Η εταιρεία ΙΝΤΕΡΣΤAΡ υπέγραψε το έτος 2017 με την «ΟΣΕ ΑΕ», την υπ' αριθ. 7277/08-05-2017 σύμβαση για «παροχή υπηρεσιών φύλαξης εγκαταστάσεων του ΟΣΕ διά τεχνικών μέσων και εγκατάσταση συστημάτων ασφαλείας».
Με την ίδια σύμβαση, μεταξύ άλλων, εγκαταστάθηκε και κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης – CCTV με αναλογικές κάμερες τόσο στη Σήραγγα των Τεμπών όσο και στη Σήραγγα Πλαταμώνα.
Δυνάμει της ανωτέρω σύμβασης, η οποία ισχύει από το 2017
α) Τοποθετήθηκε καταγραφικό, στο οποίο συνδέθηκε η κάμερα 5, στην τοποθεσία ΚΕΚ Ραψάνης (στον τοίχο του αντλιοστασίου του ΟΣΕ, εξωτερικώς του Βορείου Μετώπου – Εισόδου της Σήραγγας των Τεμπών), με καθαρό πλάνο προς την σιδηροδρομική γραμμή.
β) Τοποθετήθηκε καταγραφικό, στο οποίο συνδέθηκε η κάμερα 4, στην σήραγγα του Πλαταμώνα – Νότιο Μέτωπο, με καθαρό πλάνο προς τη σιδηροδρομική γραμμή.
Άπασες οι ανωτέρω ενέργειες έλαβαν χώρα το έτος 2017.
Την 02-10-2023 υπεγράφη σύμβαση επαύξησης – τροποποίησης της υπ' αριθ. 7910/03-02-2021 σύμβασης, βάσει της οποίας πραγματοποιήθηκε η τοποθέτηση περισσοτέρων καμερών σε ολόκληρο το μήκος των σηράγγων Πλαταμώνα και Τεμπών.
Πέραν τούτου, πραγματοποιήθηκε, πλέον της εγκατάστασης νέων καμερών, η αντικατάσταση των προηγούμενων δύο, ως άνω, καμερών, αφού οι νέες κάμερες είναι τελευταίας τεχνολογίας και υψηλής ευκρίνειας.
Επιπλέον δε, εγκαταστάθηκαν θερμικές κάμερες και μεγαφωνικές εγκαταστάσεις.
Κατόπιν των ανωτέρω, προκύπτει ότι ΠΑΝΤΟΤΕ υπήρχαν κάμερες στα προαναφερόμενα σημεία.
Κάθε αντίθετος, αυθαίρετος και αναπόδεικτος ισχυρισμός τυγχάνει ψευδής και στοχεύει, κακοβούλως, στην δημιουργία ψευδεντυπώσεων εναντίον της εταιρείας, ΙΝΤΕΡΣΤΑΡ.
Αθήνα, 12/2/2025 πληρεξούσιος δικηγόρος Βασίλειος Καπερνάρος