Σημαντική ρωγμή στο θεσμό του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων θεωρεί η πρόεδρος Πρωτοδικών Ιωάννα Ξυλιά, την απόφαση της κυβέρνησης για την παράταση του δικαστικού έτους από 1η μέχρι 15η Ιουλίου και απο 1η μέχρι 15η Σεπτεμβρίου, ενόψει των ειδικών αναγκών, που προέκυψαν απο την αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων, λόγω κορωνοιού.
Σε άρθρο της, που δημοσιεύτηκε στο site της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, η δικαστής εκφράζει φόβους, επειδή "η απόφαση ελήφθη παρακάμπτοντας την προβλεπόμενη από το νόμο δημοκρατική διαδικασία ρύθμισης ενός από τα πιο σημαντικά θέματα που έχουν ανατεθεί στην ολομέλεια, χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο και χωρίς να διερευνηθεί η δυνατότητα επίλυσης των προβλημάτων που έχουν ανακύψει και ενδεχομένως και αυτών που θα ανακύψουν στο μέλλον με ήδη προβλεπόμενες από το νόμο διαδικασίες".
Και ως εναλλακτική προτείνει:
"Στα πλαίσια αυτά οι δικαστές έχουν τη δυνατότητα και την πρόθεση, όπως κατ’ επανάληψη έχουν αποδείξει, ανταποκρινόμενοι επαρκώς στα καθήκοντά τους ακόμα και μετά από τη συσσώρευση πολύ μεγαλύτερου όγκου υποθέσεων στο παρελθόν, εκτιμώντας συνολικά την καθυστέρηση που έχει προκύψει συνεπεία των διαδοχικών από 13-03-20 αναστολών, να συμβάλουν αποφασιστικά στην προσπάθεια αναπλήρωσης του χαμένου χρόνου, ορίζοντας δικασίμους και μεγαλύτερο αριθμό υποθέσεων, στο τέλος του τρέχοντος, αλλά και μέσα στο επόμενο δικαστικό έτος".
Διαβάστε το άρθρο:
Από τις συνταγματικές διατάξεις του άρθρου 26 που καθιερώνει την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, του άρθρου 87§1 που ορίζει ότι η δικαιοσύνη απονέμεται από τα δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, του άρθρου 90§1 που ορίζει ότι οι προαγωγές, τοποθετήσεις και μεταθέσεις των δικαστικών λειτουργών ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από απόφαση ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου και του άρθρου 93§§1,4 που ορίζει, ότι τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά, τα οποία οργανώνονται με ειδικούς νόμους προκύπτει, ότι ο συνταγματικός νομοθέτης ανέθεσε μεν στον κοινό νομοθέτη τη σύσταση και οργάνωση των διοικητικών, πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και τη θέσπιση των αναγκαίων δικονομικών κανόνων για την αποτελεσματική επίλυση των δικαζομένων διαφορών, πλην όμως η νομοθετική αυτή ρύθμιση δεν εκτείνεται σε σημείο που να πλήττεται το αυτοδιοίκητο των δικαστηρίων, θεσμός που είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την αυτοτέλεια και τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών (ΟλΑΠ [ποιν.] 1/1996). Βασική πηγή οργανώσεως των δικαστηρίων, πέραν των συνταγματικών διατάξεων, αποτελεί ο Ν. 1756/1988 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών», στο άρθρο 15 του οποίου ορίζονται ειδικότερα τα όργανα διεύθυνσης κάθε δικαστηρίου, με την ειδική πρόβλεψη ότι στα πολιτικά και διοικητικά Εφετεία και Πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά και τα Ειρηνοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης διευθύνονται από τριμελές συμβούλιο, που εκλέγεται από την Ολομέλεια αυτών, στη δε §7 ορίζονται ειδικά οι αρμοδιότητες, τόσο του συμβουλίου, όσο και του προέδρου αυτού, που αποτελούν και αρμοδιότητες του διευθύνοντος το κάθε δικαστήριο δικαστή όταν δεν συντρέχει περίπτωση διεύθυνσης από συμβούλιο. Σ’ αυτές δεν περιλαμβάνονται ωστόσο οι αρμοδιότητες που κρίθηκε ότι πρέπει να ανήκουν στην Ολομέλεια των δικαστών που υπηρετούν σε κάθε δικαστήριο, η οποία έχει και το τεκμήριο αρμοδιότητας, όπως της κατάρτισης, συμπλήρωσης, τροποποίησης, αντικατάστασης ή κατάργησης διατάξεων του κανονισμού του δικαστηρίου, αφού οι ίδιοι οι Δικαστές είναι σε θέση να γνωρίζουν τις ανάγκες και τα προβλήματα του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετούν, τα οποία πρέπει να λύνουν με άμεσο τρόπο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 14§§1,7α, 17§§1,2α, 5 του ΚΟΔ& ΚΔΛ. Κατά τις διατάξεις αυτές η ολομέλεια κάθε δικαστηρίου καταρτίζει, συμπληρώνει κ.λπ. τον κανονισμό, με την διαγραφόμενη στις διατάξεις των §§6,7 του ίδιου άρθρου διαδικασία, στο ρυθμιστικό πεδίο του οποίου υπάγεται ο καθορισμός των τμημάτων των δικαστηρίων, ο τρόπος συγκρότησής τους, ο αριθμός των δικασίμων και των υποθέσεων καθεμιάς δικασίμου, η κατανομή των υποθέσεων στα τμήματα, το χρονικό διάστημα που θα υπηρετούν οι δικαστές στα τμήματα, καθώς και οποιοδήποτε ζήτημα ανάγεται στην εσωτερική οργάνωση των υπηρεσιών και στην εύρυθμη διεξαγωγή των εργασιών τους.
Οδεύοντας, όπως όλα δείχνουν, προς το τέλος της αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των προθεσμιών, που ξεκίνησε από 13-03-20, ως μέτρο αντιμετώπισης των αρνητικών συνεπειών της εμφάνισης του κορωνοϊού COVID-19 και της ανάγκης περιορισμού της διάδοσής του, μετά τον περιορισμό των δικαστικών διακοπών για τα χρονικά διαστήματα από 01 έως 15-07-20 και από 01 έως 15-09-20 με το άρθρο 18 του Ν 4684/2020 (ΦΕΚ Α΄86/25-04-20), προκειμένου να είναι εφικτός, κυρίως από άποψη χρόνου, ο ορισμός δικασίμων και ο προσδιορισμός υποθέσεων κατά το χρονικό αυτό διάστημα, με το 34ο άρθρο της από 01-01-2020 ΠΝΠ (ΦΕΚ Α΄90/01-05-20) ορίστηκε ότι «Για τα χρονικά διαστήματα από την 1η έως και τις 15 Ιουλίου 2020 και από την 1η έως και τις 15 Σεπτεμβρίου 2020, κατά παρέκκλιση από των οριζομένων στις παρ. 1, 5, 6 και 7 του άρθρου 17 και των παρ. 1 και 7α του άρθρου 14 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, τα τμήματα εκάστου δικαστηρίου και ο τρόπος συγκρότησής τους, ο αριθμός των δικασίμων και των υποθέσεων κάθε μίας δικασίμου, καθώς και η κατανομή των υποθέσεων στα τμήματα ορίζονται με πράξη του οργάνου διοίκησης εκάστου δικαστηρίου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των οριζομένων για τα θέματα αυτά στον Κανονισμό του». Η ανωτέρω διάταξη, καταργώντας – έστω εν μέρει – την αρμοδιότητα της ολομέλειας εκάστου δικαστηρίου για ρύθμιση των ανωτέρω θεμάτων, ανεξάρτητα από το σύμφωνο ή μη με τις διατάξεις του Συντάγματος περιεχόμενό της, αποτελεί σημαντική ρωγμή στο θεσμό του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων, παρακάμπτοντας την προβλεπόμενη από το νόμο δημοκρατική διαδικασία ρύθμισης ενός από τα πιο σημαντικά θέματα που έχουν ανατεθεί στην ολομέλεια, χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο και χωρίς να διερευνηθεί η δυνατότητα επίλυσης των προβλημάτων που έχουν ανακύψει και ενδεχομένως και αυτών που θα ανακύψουν στο μέλλον με ήδη προβλεπόμενες από το νόμο διαδικασίες. Η προσθήκη δε της φράσης «κατ’ ανάλογη εφαρμογή των οριζομένων για τα θέματα αυτά στον Κανονισμό του» (ο οποίος συνήθως δεν ακολουθεί ενιαία ρύθμιση για όλους τους μήνες), δεν αίρει τα προβλήματα που αναφύονται, αφού αφενός οι ρυθμίσεις αυτές πρέπει να λαμβάνουν χώρα όχι κατά την εικαζόμενη αλλά κατά την εκπεφρασμένη βούληση της ολομέλειας κάθε δικαστηρίου, αφετέρου αυτή δεν είναι βέβαιο ότι θα ταυτιζόταν με αυτήν του νομοθέτη (λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών, λόγω θέρους, χωρίς τη λειτουργία κλιματισμού, υπό τον φόβο μετάδοσης του ιού) χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα αντιμετώπιζε (η ολομέλεια) με τη δέουσα υπευθυνότητα τα σχετικά θέματα. Για την εξυπηρέτηση της ανάγκης λειτουργίας με πιο εντατικούς ρυθμούς των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, με σκοπό την αναπλήρωση της χαμένης δραστηριότητας και τη στήριξη της οικονομίας θα έπρεπε να εκτιμηθεί η δυνατότητα προσφυγής στις ήδη προβλεπόμενες από το νόμο διαδικασίες, από τα αρμόδια προς τούτο όργανα, ήτοι τις ολομέλειες των δικαστηρίων, επιδεικνύοντας τον δέοντα σεβασμό στους θεσμούς αυτούς. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14§7 περ. γ΄ σε συνδ. με τη διάταξη του άρθρου 27 του ΚΟΔ & ΚΔΛ, η ολομέλεια κάθε δικαστηρίου υποχρεωτικά θα συνεδριάσει ως τις 20 Μαΐου, για τη ρύθμιση των τμημάτων των δικαστικών διακοπών. Στα πλαίσια αυτά θα μπορούσε να προσδιοριστεί μεγαλύτερος αριθμός υποθέσεων (από τις προβλεπόμενες για το διάστημα αυτό), αλλά και άλλες που ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να χαρακτηρίσει ως κατεπείγουσες, χωρίς να είναι αναγκαία, λαμβανομένου υπόψη συνολικά του χρονικού διαστήματος της αναστολής, η κατάργηση του τμήματος διακοπών για το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου και η συνεπεία αυτής εισαγωγή της ανωτέρω ρύθμισης. Προτιμότερη δε από την κατάργηση της αρμοδιότητας της ολομέλειας, ακόμα και για τον προσδιορισμό υποθέσεων όλων των διαδικασιών στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου, θα ήταν η (κατ’ εξαίρεση) σύντμηση των προθεσμιών κλήτευσης των προβλεπόμενων στη διάταξη του άρθρου 17§6 προσώπων. Στα πλαίσια αυτά οι δικαστές έχουν τη δυνατότητα και την πρόθεση, όπως κατ’ επανάληψη έχουν αποδείξει, ανταποκρινόμενοι επαρκώς στα καθήκοντά τους ακόμα και μετά από τη συσσώρευση πολύ μεγαλύτερου όγκου υποθέσεων στο παρελθόν, εκτιμώντας συνολικά την καθυστέρηση που έχει προκύψει συνεπεία των διαδοχικών από 13-03-20 αναστολών, να συμβάλουν αποφασιστικά στην προσπάθεια αναπλήρωσης του χαμένου χρόνου, ορίζοντας δικασίμους και μεγαλύτερο αριθμό υποθέσεων, στο τέλος του τρέχοντος, αλλά και μέσα στο επόμενο δικαστικό έτος. Εξάλλου η διασφάλιση της υγείας των μελών της ολομέλειας κάθε δικαστηρίου θα μπορούσε να επιτευχθεί με την πραγματοποίηση της συνεδρίασης σε κατάλληλες αίθουσες, με παράλληλη διερεύνηση της δυνατότητας προσφυγής σε σύγχρονα μέσα τηλεδιασκέψεων, με τη χρήση βέβαια υποδομών που ειδικά προορίζονται για το σκοπό αυτό και είναι βέβαιο ότι διασφαλίζουν την ασφάλεια των συνεδριάσεων.
Η ανάγκη λήψης μέτρων στήριξης της οικονομίας, που αποτελεί την αιτιολογία έκδοσης της από 01-05-20 ΠΝΠ, δεν πρέπει να αποτελεί αίτιο ή αφορμή κατάργησης των δημοκρατικών θεσμών, συμπεριλαμβανομένων αυτών που διασφαλίζουν την προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών, τα δε μέτρα που λαμβάνονται πρέπει να καλλιεργούν το κλίμα εμπιστοσύνης των πολιτών προς αυτούς.