Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

"Οχι" στα στρατόπεδα προσφύγων από τους Δικηγορικούς Συλλόγους των νησιών του Αιγαίου

Στο Συμβούλιο της Επικρατείας εκδικάστηκε η αίτηση των Δικηγορικών Συλλόγων Χίου, Μυτιλήνης ,Ρόδου ,Κώ και Σάμου, που ζητάνε να ακυρωθεί η απόφαση του Υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής και της Διευθύντριας Υπηρεσιας Ασύλου, γιά  την υποχρεωτική παραμονή  των προσφύγων.στα νησιά άφιξης τους.
Σε συνέντευξη τύπου, που διοργανωσαν στο ΔΣΑ οι προσφεύγοντες Δικηγορικοί Σύλλογοι, με πρωτοβουλία της προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Χίου Ανθίππης Ζανάρα, αναφέρθηκαν στην πρωτοβουλία των Δικηγορικών Συλλόγων των νησιών του Αιγαίου.
Διαβάστε ολόκληρη την αίτηση:

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ
1)     Του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΧΙΟΥ», που εδρεύει στην πόλη της Χίου οδός Ροδοκανάκη και Ομήρου και εκπροσωπείται νόμιμα από την Πρόεδρο αυτού Ανθίππη Ζαννάρα του Μιλτιάδη, με ΑΦΜ 045292964.
2)     Του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΡΟΔΟΥ», που εδρεύει στη πόλη της Ρόδου στην οδό 25ης Μαρτίου αρ. 9  και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρο αυτού Κωνσταντίνο Σαρρή , με ΑΦΜ 099471228.
3)     Του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ », που εδρεύει στη πόλη της Μυτιλήνης Λέσβου στην οδό Μικράς Ασίας αρ. 5 και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρο αυτού Δημήτριο Καλλία , με ΑΦΜ 090039726.
4)     Του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΩ », που εδρεύει στη πόλη της Κω στην Πλατεία Πλατάνου             και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρο αυτού Παναγιώτη Αβρίθη , με ΑΦΜ 099270222.
5)     Του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΣΑΜΟΥ », που εδρεύει στη πόλη Βαθύ στην οδό Θεμιστοκλή Σοφούλη ( Δικαστικό Μέγαρο )  και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρο αυτού Γεώργιο Κολλάρο, με ΑΦΜ …………..
ΚΑΤΑ
1)     Του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου
2)     Του Υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτική, ο οποίος εδρεύει στην Αθήνα, όπως νομίμως εκπροσωπείται, και
ΚΑΤΑ
1.     Της από 31/5/2017 και με αριθ. πρωτ. : οικ. 10464/31-5-2017 Απόφασης «περί περιορισμού κυκλοφορίας των αιτούντων διεθνή προστασία» της Διευθύντριας της Υπηρεσίας Ασύλου, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τ. Β 1977/7-6-2017.
2.     Κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης ρητής ή σιωπηρής πορογενέστερης ή μεταγενέστερης και κάθε άλλης πράξης της Διοίκησης , που εδράζεται στην παρούσα απόφαση.

******
ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Στις 7-6-2017 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η από 31/5/2017 και με αριθ. πρωτ. οικ. 10464/31-5-2017 απόφαση της Διευθύντριας της Υπηρεσίας Ασύλου περί « περιορισμού κυκλοφορίας των αιτούντων διεθνή προστασία» σε εφαρμογή των παρ. 3 του άρθ. 1 σε συνδυασμό με το στοιχείο δ (γγ) της παρ. 1 του άρθ. 41 του ν. 4375/20169 ( ΦΕΚ Α΄ 51 ), με την οποία επιβάλλεται περιορισμός κυκλοφορίας των αιτούντων διεθνή προστασία, που εισήλθαν στην ελληνική επικράτεια μετά τις 20/3/2016 στα νησιά Λέσβο, Ρόδο, Σάμο, Κω, Λέρο και Χίο. Ο περιορισμός κυκλοφορίας θα αναφέρεται στα δελτία, τα οποία τους χορηγούνται από τις Περιφερειακές Υπηρεσίες Ασύλου των νήσων Λέσβου, Ρόδου, Σάμου, Κω, Λέρου και Χίου και ο ανωτέρω περιορισμός δεν επιβάλλεται ή αίρεται όταν η υπόθεση παραπεμφθεί προς εξέταση σε περιφερειακή υπηρεσία της Υπηρεσίας Ασύλου της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Επίσης σύμφωνα με την ως άνω απόφαση «καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις της παρούσας ή ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που αποτελούν αντικείμενό της.
      
Ι. Έννομο συμφέρον των Δικηγορικών Συλλόγου  για την άσκηση της παρούσας.

Επειδή στο άρθρο 47 παρ. 1 π.δ. 18/1989 ορίζεται ότι: «1. Αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο, τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων έννομα συμφέροντα, έστω και μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν». Εξάλλου σύμφωνα με το αρθ. 90 περ. ζ του νέου Κώδικα Δικηγόρων ( ν. 4190/2014 προβλέπεται ρητά και χωρίς καμία περαιτέρω προϋπόθεση, η δυνατότητα να ασκεί ( και ) αίτηση ακυρώσεως ο κάθε δικηγορικός σύλλογο. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι (κατ’ άρθ. 90 περ. ζ )  υπάγεται στην αρμοδιότητα των Δικηγορικών Συλλόγων : …»ζ) Η άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον των δικαστηρίων και κάθε αρχής ( στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι ανεξάρτητες αρχές ) για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτιστικού, οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα γενικότερα, καθώς και για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος. Για την υλοποίηση της επίτευξης αυτού του σκοπού οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν να υποβάλλουν αγωγή, κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, αναφορά, μήνυση, δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, αίτηση ακύρωσης, ουσιαστική προσφυγή και γενικά οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα και μέσο οποιασδήποτε φύσης κατηγορίας ενώπιον κάθε δικαστηρίου ποινικού, πολιτικού διοικητικού ουσίας ή ακυρωτικού ή Ελεγκτικού οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και σε οποιοδήποτε διεθνές δικαστήριο. Επίσης για τα πιο πάνω ζητήματα μπορούν να παρεμβαίνουν με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, σε κάθε αρμόδια αρχή στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και σε οποιανδήποτε άλλη αρχή ή αρχή διεθνούς δικαίου». Επειδή οι αιτούντες Δικηγορικοί Σύλλογοι  νομιμοποιούνται ρητά από το προαναφερθέν άρθρο ( σε αντίθεση με τον προϊσχύων άρθ. 199 του προηγούμενου Κώδικα περί δικηγόρων ) να ασκεί αίτηση ακύρωσης για κάθε θέμα εθνικού, κοινωνικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος. Το δικαίωμα, μάλιστα, αυτό παρέχεται σε κάθε περίπτωση που υφίσταται τέτοιο ζήτημα χωρίς ειδικώτερη ανάγκη επίκλησης και αποδείξεως έννομου συμφέροντος του Δικηγορικού Συλλόγου, αφού η αίτηση ακύρωσης στην περίπτωση αυτή θεωρείται από το νόμο ως υπαγόμενη στην αρμοδιότητα του Δικηγορικού Συλλόγου ως Ν.Π.Δ.Δ. Διαφορετικά η συγκεκριμένη διάταξη δεν θα είχε κάποιο νόημα, αφού θα είλκετο σε εφαρμογή η γενική διάταξη του άρθ. 47 π.δ. 18/1981.
Επειδή το προσφυγικό – μεταναστευτικό ζήτημα στην Ελλάδα και η παραμονή μεγάλου μεταναστευτικού πληθυσμού σε παραμεθόριες περιοχές με μικρό αριθμό κατοίκων, εφόσον δεν υπερβαίνουν τις 50.000 στις πλείστες των περιπτώσεων, αποτελεί θέμα τόσο εθνικό, όσο και κοινωνικό και οικονομικό.
Και αυτό για το λόγο ότι ο χαρακτήρας των νησιών Χίου, Λέσβου, Ρόδου, Σάμου, Κως και Λέρου, , ως παραμεθόριων περιοχών, που κατοικούνται  σχεδόν στο σύνολό τους από ελληνορθόδοξους πληθυσμούς, αλλά παράλληλα αντιμετωπίζουν σοβαρά δημογραφικά προβλήματα, λόγω της μετανάστευσης των νεωτέρων σε ηλικία κατοίκων προς εξεύρεση καλύτερων συνθηκών εργασίας ή καλύτερης ποιότητας ζωής και ταυτόχρονα η ιδιαίτερα ευαίσθητη γεωπολιτικά θέση τους, αφού  βρίσκονται στον χώρο αλληλεπίδρασης και διέλευσης των περιοχών των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής σε συνδυασμό με τα προβλήματα που δημιουργεί η νησιωτικότητα στον κοινωνικό και οικονομικό τομέα, δεδομένου ότι αποτελεί έναν ανασταλτικό παράγοντα ανάπτυξης, που οφείλεται στη γεωγραφική ασυνέχεια του χώρου και εντείνεται όσο η απόσταση από την ηπειρωτική χώρα αυξάνεται και όσο το μέγεθος του νησιού μειώνεται, καθιστούν το πρόβλημα του εγκλωβισμού μεγάλου αριθμού  προσφύγων και μεταναστών από διάφορες περιοχές της Μέσης Ανατολής, της Ασίας και της Αφρικής σ΄ αυτά, ζήτημα γενικότερου εθνικού, κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος και ασφάλειας, που επηρεάζει άμεσα την τοπική κοινωνία και την ποιότητα ζωής των κατοίκων  και των ίδιων των προσφύγων – μεταναστών, αλλά, λόγω της σε παγκόσμιο επίπεδο  αύξησης του κινδύνου από την τρομοκρατία, δημιουργεί εμμέσως πλην σαφώς και θέματα εθνικής ασφάλειας, εξ ου και ο Δικηγορικός Σύλλογος Χίου νομιμοποιείται στην άσκηση της παρούσας αίτησης ακύρωσης  ( πρβλ. ΣτΕ Ολ. 2527/2013, 1283/2012 κ.α. ) μια και το θέμα αφορά σήμερα και το νησί της Χίου. Για τους ίδιους λόγους κατ αναλογία και με τις επιμέρους διαφοροποιήσεις των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των νησιών τους , νομιμοποιούνται οι Δικηγορικοί Σύλλογοι της Ρόδου για την Ρόδο, της  Μυτιλήνης για τη νήσο Λέσβο που επαρκώς έχουν ήδη αναδειχθεί ειδησεογραφικώς εξ αφορμής της παραμονής μεγάλου αριθμού προσφύγων –μεταναστών στο νησί ,τα προβλήματα και ο αντίκτυπος στη ροή της καθημερινότητας της τοπικής κοινωνίας, της Σάμου και της Κώ ,νησιών με πληθυσμό κάτω των 40.000 κατοίκων για καθένα εξ αυτών αλλά και για το νησί της Λέρου εκπροσωπουμένου  από τον Δ.Σ. της τελευταίας ανήκουσας διοικητικά στα Δωδεκάνησα, έχουσας πληθυσμό περίπου 7.500 χιλιάδων κατοίκων και που επίσης έχουν εναργώς αποτυπωθεί οι δυσλειτουργίες που προκαλεί η επί μακρόν «υποχρεωτικότητα» παραμονής του μεγάλου για την αναλογία του τοπικού πληθυσμού αριθμού των αιτούντων διεθνή προστασία και ομού αιτούνται μετά του Δικηγορικού Συλλόγου Χίου και διώκουν με την παρούσα αίτηση την ακύρωση της από  31/5/2017 και με αριθ. πρωτ. : οικ. 10464/31-5-2017 Απόφασης «περί περιορισμού κυκλοφορίας των αιτούντων διεθνή προστασία» της Διευθύντριας της Υπηρεσίας Ασύλου, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τ. Β 1977/7-6-2017 καθώς και κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης ρητής ή σιωπηρής προγενέστερης ή μεταγενέστερης και κάθε άλλης πράξης της Διοίκησης»

ΙΙ. ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΗΣΗ
Με την παρούσα αιτούμαστε την ακύρωση της από 31/5/2017 και με αριθ. πρωτ. : οικ. 10464/31-5-2017 Απόφασης «περί περιορισμού κυκλοφορίας των αιτούντων διεθνή προστασία» της Διευθύντριας της Υπηρεσίας Ασύλου, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τ. Β 1977/7-6-2017 καθώς και κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης ρητής ή σιωπηρής πορογενέστερης ή μεταγενέστερης και κάθε άλλης πράξης της Διοίκησης , που εδράζεται στην παρούσα απόφαση, για τους ακόλουθους νόμιμους, βάσιμους και αληθείς λόγους :

1ος λόγος ακύρωσης – Αναρμοδιότητα του Οργάνου που εξέδωσε την πράξη.
Αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου είναι η προβλεπόμενη από τους κανόνες δικαίου της έννομης τάξης ικανότητα του εν λόγω οργάνου είτε να θεσπίζει με πράξεις του μονομερώς κανόνες δικαίου (έκδοση κανονιστικών πράξεων) ή ατομικές ρυθμίσεις (έκδοση ατομικών πράξεων) είτε να συνάπτει συμβάσεις είτε να προβαίνει σε υλικές ενέργειες.
Η αρμοδιότητα είναι άμεση απόρροια της αρχής της νομιμότητας.
Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, όσες φορές ο νόμος αναθέτει την αποφασιστική αρμοδιότητα σε ορισμένη υπηρεσία, ως αρμόδιο για την έκδοση των σχετικών προς την αρμοδιότητα αυτή πράξεων νοεί τον επικεφαλής της υπηρεσίας και όχι οποιονδήποτε άλλο υπάλληλο της υπηρεσίας αυτής, επί Υπουργείου δε, νοείται ο Υπουργός αυτού, αρμόδιος καταρχήν για την έκδοση των πράξεων των σχετικών με την άσκηση των αρμοδιοτήτων που αναθέτει ο νόμος στο Υπουργείο στο οποίο προΐσταται (ΣτΕ 1419/1961207/19965838/19963659/1997815/20061359/2007, 1885/2012). Καθ’ ύλην αρμοδιότητα, η οποία συνίσταται στον καθορισμό του αντικειμένου της δραστηριότητας του διοικητικού οργάνου, δηλαδή των θεμάτων που μπορεί να ρυθμίσει με τις πράξεις του. Στην περίπτωση των διοικητικών οργάνων του Δημοσίου, η καθ’ύλην αρμοδιότητα νοείται μέσα στο ευρύ πλαίσιο ενός ολόκληρου τομέα της κρατικής δραστηριότητας που ασκείται από μια ευρεία οργανωτική ενότητα, συνήθως ένα υπουργείο. Με την έννοια αυτή, η καθ’ύλην αρμοδιότητα καλείται κατά κλάδον αρμοδιότητα. Παράβαση της κατά κλάδον αρμοδιότητας (πχ διορισμός του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης από τον Υπουργό Παιδείας) έχει ως συνέπεια το ανυπόστατο της πράξης, καθόσον πρόκειται για πρόδηλη πλημμέλεια της πράξης, που μπορεί να εντοπιστεί από τον μέσο, συνετό διοικούμενο. Η αρμοδιότητα που έχει ανατεθεί σε ορισμένο όργανο δεν μπορεί να ασκηθεί νόμιμα από άλλο όργανο, ακόμη και ανώτερο του αρμοδίου, εκτός εάν υπάρχει ρητή αντίθετη ρύθμιση.
Το αρμόδιο διοικητικό όργανο μπορεί να μεταβιβάσει την αρμοδιότητά του με κανονιστική πράξη του (η οποία δημοσιεύεται νομίμως) εάν αυτό προβλέπεται από τις σχετικές με το οικείο όργανο διατάξεις (άρθρο 9 παρ. 2 του ΚωδΔΔιαδ).
Στην περίπτωση αυτή, η αρμοδιότητα ασκείται αποκλειστικά από το όργανο στο οποίο μεταβιβάστηκε, εκτός εάν οι σχετικές διατάξεις ορίζουν ότι, παράλληλα, μπορεί να ασκείται και από το όργανο που τη μεταβίβασε. Η μεταβίβαση συνεπάγεται συρρίκνωση της αρμοδιότητας του μεταβιβάζοντος και διεύρυνση της αρμοδιότητας του προς ο η μεταβίβαση οργάνου.
          Επειδή στο άρθρο 8 του π.δ. 104/2012 για την «οργάνωση – λειτουργία Υπηρεσίας Ασύλου στο Υπ. Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη», όπως αυτό τροποποιήθηκε από τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθ. 20 ν. 4375/2016,  καθορίζονται με σαφήνεια οι αρμοδιότητες του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου και συγκεκριμένα αναφέρεται :
« Ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Ασύλου διευθύνει την Υπηρεσία και ιδίως:  α. εποπτεύει, συντονίζει και ελέγχει το έργο των υπηρεσιών που τη συγκροτούν, για την εκπλήρωση της αποστολής της,  β. παρέχει κατευθύνσεις στις ως άνω υπηρεσίες και θέτει επιμέρους στόχους προς υλοποίηση,  γ. παρακολουθεί την εφαρμογή από τις ως άνω υπηρεσίες των μέτρων, μεθόδων και διαδικασιών που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις και τις διαταγές της Υπηρεσίας,  δ. αξιολογεί τα αποτελέσματα της δράσης των ως άνω υπηρεσιών και την επίτευξη των στόχων,  ε. παρακολουθεί την πορεία της μεταναστευτικής ροής σε ό,τι αφορά στην αποστολή της Υπηρεσίας Ασύλου και λαμβάνει ή προτείνει τα αναγκαία μέτρα,  στ. παρακολουθεί την επαγγελματική επάρκεια, τα προσόντα και την απόδοση του προσωπικού της Κεντρικής και των περιφερειακών υπηρεσιών,  ζ. συνεργάζεται με τις λοιπές υπηρεσίες του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη καθώς και με τις δικαστικές, στρατιωτικές και άλλες δημόσιες αρχές, φορείς και υπηρεσίες μέσα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του,  η. αναθέτει επιμέρους αρμοδιότητες περιφερειακού γραφείου ασύλου σε φορείς της κοινωνίας των πολιτών, ύστερα από πρόταση του προϊσταμένου του περιφερειακού γραφείου ασύλου σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 3907/2011,  θ. εκτελεί κάθε άλλη αρμοδιότητα που ανατίθεται σε αυτόν από τις διατάξεις που αφορούν την λειτουργία και την αποστολή της Υπηρεσίας.  «ι. εκτελεί και διαχειρίζεται τον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας Ασύλου,    ια. υπογράφει κάθε  απόφαση, ανακοίνωση και σύμβαση, η οποία αφορά την πρόσληψη προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή μίσθωσης έργου, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, πλην αυτές που αφορούν την πρόσληψη προσωπικού με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή μίσθωσης έργου για τις ανάγκες υλοποίησης των Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων Ταμείων Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης, καθώς και του Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας ή των Προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκούς ή διεθνείς πόρους ή ιδιωτικά κονδύλια τις οποίες υπογράφει ο Προϊστάμενος του Τμήματος Ανθρώπινου Δυναμικού,    ιβ. υπογράφει για λογαριασμό της Υπηρεσίας Ασύλου συμβάσεις χρησιδανείου που αφορούν ακίνητα για τη στέγαση των υπηρεσιών της ή αφορούν κινητό εξοπλισμό που διατίθεται για την κάλυψη των αναγκών της Υπηρεσίας Ασύλου και   ιγ. εξουσιοδοτεί ιεραρχικά υφιστάμενό του όργανο να υπογράφει, με εντολή του, πράξεις ή άλλα έγγραφα της αρμοδιότητάς του, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.».
Από την ως άνω διάταξη καθίσταται σαφές ότι στις αρμοδιότητες που χορηγεί ο νόμος στον Διευθυντή της Υπηρεσίες Ασύλου δεν περιλαμβάνονται νομοθετικές αρμοδιότητες ικανές να τροποποιήσουν ψηφισμένη από την Βουλή των Ελλήνων νομοθετική διάταξη, αλλά ούτε και η δυνατότητα έκδοση κανονιστικής διοικητικής πράξης, που να επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των αιτούντων διεθνή προστασία, που κατοχυρώνεται τόσο από τα προστατευόμενα από το Σύνταγμα της Ελλάδος ατομικά δικαιώματα, όσο και από διεθνείς συμβάσεις, Ευρωπαϊκές Οδηγίες και νόμους του Ελληνικού Κράτους, στα οποία με σαφήνεια θα αναφερθούμε παρακάτω.
          Επειδή στο άρθ. 6 του π.δ. 220/2007 με το οποίο ενσωματώνεται στην ελληνική νομοθεσία το άρθρο 7 της Οδηγίας 2003/9/ΕΚ περί Διαμονής και ελεύθερης κυκλοφορίας των αιτούντων άσυλο προβλέπεται ότι «οι αιτούντες μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στην επικράτεια ή στην περιοχή που τους ορίζει η Κεντρική Αρχή και να επιλέγουν τον τόπο διαμονής τους. Σύμφωνα δε με το άρ. 1 περ. ιγ του ίδιου ως άνω αναφερομένου π.δ., ως «Κεντρική Αρχή» νοείται η Διεύθυνση Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας και σε καμία περίπτωση ο Διευθυντής της υπηρεσίας ασύλου. Περαιτέρω, ως μοναδική δυνατότητα παρέλκυσης από την ως άνω διάταξη προβλέπεται στην παρ. 5 της ίδιας νομοθετικής διάταξης η δυνατότητα με κοινή απόφαση της Κεντρικής Αρχής ( δηλαδή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας) και της Αρμόδιας διεύθυνσης του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης  να περιορισθεί η διαμονή των αιτούντων άσυλο σε συγκεκριμένο τόπο, με την ρητή προϋπόθεση ότι πρέπει να συντρέχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος ή δημόσιας τάξης ή όταν αυτό είναι αναγκαίο για την ταχεία και αποτελεσματική διεκπεραίωση της αιτήσεως τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση και όσον αφορά την προβλεπόμενη αρμοδιότητα τέτοια μεταβίβαση δεν έχει γίνει ποτέ και ουδέποτε έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα τη Κυβέρνησης τέτοιου είδους απόφαση, με αποτέλεσμα ουδέποτε να έχει μεταβιβασθεί η σχετική αρμοδιότητα περιορισμού της κυκλοφορίας των αιτούντων άσυλο στο Διευθυντή της υπηρεσίας ασύλου. Άλλωστε αν υπήρχε τέτοιου είδους μεταβίβαση αρμοδιότητας αυτή θα έπρεπε να αναφερόταν ρητά στην ως άνω απόφαση πράγμα που δεν συμβαίνει. Αντίθετα στην προσβαλλόμενη αναφέρονται οι διατάξεις των άρθ. 41 και 54 του π.δ. 63/2005, που αφορούν στις αρμοδιότητες υπουργών κλ. Μελών της κυβέρνησης, καθώς και στη δυνατότητα μεταβίβασής τους, αλλά η συγκεκριμένα αρμοδιότητα, κατά τα προαναφερθέντα δεν είναι αρμοδιότητα υπουργική, αλλά της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, που μάλιστα ανήκε σε άλλο καθ’ ύλη κλάδο και συγκεκριμένα αυτόν του Υπουργείου Δημόσιας τάξης. Με άλλα λόγια και αν ακόμη υφίστατο τέτοια μεταβίβαση θα ήταν ανυπόστατη. Τέλος, πουθενά δεν αναφέρεται τυχόν απόφαση Υπουργού καθώς και το ΦΕΚ της δημοσίευσής της. Και είναι προφανές ότι σε καμία περίπτωση τέτοια αρμοδιότητα δεν μπορεί να στηριχθεί στη διάταξη της περίπτωσης γγ του εδαφίου δ. της παραγρ. 1 του άρθ. 41 ν. 4375/2016, όπου αναφέρεται ότι « στο δελτίο ( του αιτούντος ασύλου ) μπορεί να αναφέρεται περιορισμός της κυκλοφορίας των αιτούντων σε τμήμα της Ελληνικής Επικράτειας, μετά από απόφαση του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου». Και αυτό διότι από τη γραμματική και μόνο διατύπωση της συγκεκριμένης νομοθετική διάταξης και συγκεκριμένα από τη χρησιμοποίηση ενικού αριθμού στη λέξη «δελτίο» καθώς και από το ρήμα «μπορεί» καθίσταται σαφές και κατανοητό ότι η συγκεκριμένη δυνατότητα παρέχεται ως εξαιρετική για μεμονωμένες περιπτώσει με την έκδοση ατομικών διοικητικών πράξεων, όπως είναι το δελτίο αιτούντος διεθνή προστασία και όχι με την έκδοση γενικών κανονιστικών πράξεων ρυθμιστικού περιεχομένου και μάλιστα με ισχύ νόμου, όπως εμφανίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία μάλιστα «καταργεί κάθε γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις της παρούσας ή ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που αποτελούν αντικείμενό της». Δηλαδή η Διευθύντρια της Υπηρεσίας Ασύλου ασκεί στη συγκεκριμένη περίπτωση νομοθετική εξουσία !!! Φυσικά παρακάμπτοντας κάθε θεμελιώδη συνταγματική διάταξη και κυρίως αυτή του άρθ. 26 του Ελληνικού Συντάγματος, που προβλέπει ότι «η νομοθετική λειτουργία ασκείται από την Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας». Δυστυχώς τέτοιου είδους αποφάσεις και με τέτοιο περιεχόμενο παραπέμπουν σε άλλες εποχές. Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι ο νόμος ρητά ορίζει πότε και από ποιον μπορεί να επιβληθεί τέτοιου είδους περιορισμός στα δικαιώματα των αιτούντων άσυλο με γενική κανονιστική πράξη και μόνο εξαιρετικά και για μεμονωμένες περιπτώσεις σε ατομική διοικητική πράξη, που περιέχεται στο δελτίο του αιτούντος ασύλου, παρέχει τέτοιο δικαίωμα στον Διευθυντή ασύλο. Στην περίπτωση μάλιστα αυτή, η σχετική ατομική διοικητική πράξη θα πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη, σύμφωνα με το άρθ. 17 του ν. 2690/1999, αιτιολόγηση, που όπως θα αναφέρουμε και πιο κάτω ελλείπει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Συνεπεία των ως άνω η προσβαλλόμενη απόφαση, ως εκδοθείσα από αναρμόδιο όργανο, θα πρέπει να ακυρωθεί από το Δικαστήριό Σας.

2ος λόγος ακύρωσης – Παράβαση συνταγματικής διάταξης για προστασία της προσωπικής ελευθερίας. Παράβαση Αρχής Αναλογικότητας
Η προσωπική ελευθερία είναι το πρωταρχικό και θεμελιωδέστερο ατομικό δικαίωμα, που σημαίνει αδέσμευτη φυσική υπόσταση, δηλαδή έλλειψη περιορισμών σε ότι αφορά τη φυσική ύπαρξη και δράση του ανθρώπου. Καθιερώνεται, έτσι, η φυσική, σωματική ελευθερία ενέργειας και κίνησης στο χώρο, που αποτελεί την κυριότερη έκφραση της σωματικής ελευθερίας, καθώς ελεύθερος άνθρωπος είναι εκείνος που μπορεί χωρίς να εμποδίζεται από άλλους να μεταβεί όπου επιθυμεί. Το ισχύον Σύνταγμα (άρθρο 5 παρ. 1 και 3) κατοχυρώνει την προσωπική ελευθερία ως δυνατότητα αυτοκαθορισμού και αυτοδιάθεσης, με δύο μορφές μία θετική, με την οποία καθιερώνεται το δικαίωμα για «ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας» και μία αρνητική, που θεσπίζει την κυρίως προσωπική ελευθερία. Η προστασία της κυρίως προσωπικής ελευθερίας από το Σύνταγμα εμφανίζεται με «αρνητική» μορφή: διασφαλίζεται στον καθένα η δυνατότητα να κινείται (κυκλοφορεί) και να δρα χωρίς να περιορίζεται με οποιοδήποτε τρόπο, παρά μόνον όταν και όπως ο νόμος ορίζει. Η προσωπική ελευθερία, ως ατομικό δικαίωμα, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την άσκηση όλων των άλλων δικαιωμάτων, τόσο των δημοσίων (ατομικών, πολιτικών, κοινωνικών) όσο και των ιδιωτικών. Το Σύνταγμα (άρθρο 5 παρ. 3) ορίζει ότι « η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη.» Σε τι έγκειται το «απαραβίαστο» καθορίζεται αμέσως στη συνέχεια «Κανένας δεν καταδιώκεται, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ο νόμος ορίζει». Η προσωπική ελευθερία, κατά τον Αριστόβουλο Μάνεση, την συνταγματική θεωρία και την νομολογία, προστατεύεται από το Σύνταγμα τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους αλλοδαπούς. Η προστασία της προσωπικής ελευθερίας θεσπίζεται έναντι επεμβάσεων και προσβολών των οργάνων της κρατικής εξουσίας και όχι έναντι ιδιωτών. Δεν αποκλείονται οποιοιδήποτε περιορισμοί (επεμβάσεις και προσβολές ) της προσωπικής ελευθερίας, αλλά μόνο οι αυθαίρετοι και σε κάθε περίπτωση δεν αρκεί να προβλέπονται από νόμο οι περιορισμοί , για να μην είναι αυθαίρετοι. Με άλλες λέξεις, ο νόμος δεν μπορεί να ορίζει «όταν και όπως» θέλει οποιουσδήποτε και οσουσδήποτε περιορισμούς. Οι περιορισμοί πρέπει να μην αναιρούν την ουσία του συγκεκριμένου δικαιώματος και να μη δυσκολεύουν υπέρμετρα την άσκησή του, ώστε να μην αίρεται η αρχή της αναλογικότητα που προβλέπεται ρητά από το  άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, όπου ορίζεται ότι `` οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας``. ``. Με τη νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αλλά και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Ήτοι κάθε περιοριστικό δικαιώματος μέτρο, το οποίο επιβάλλεται, κρίνεται εν πρώτης κατάλληλο, όταν, κατ’ είδος  και έκταση αποτελεί το προσφορότερο μέσο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Περαιτέρω αναγκαίο είναι το επιβαλλόμενο μέτρο, όταν αποκλείεται η επιλογή άλλου εξίσου αποτελεσματικού μέτρου, το οποίο, όμως, θα περιόριζε σε λιγότερο βαθμό ή και καθόλου την άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων. Τέλος, υπό στενή έννοια ανάλογος κρίνεται κάποιος περιορισμός, όταν ο σκοπός που επιδιώκεται με την λήψη του μέτρου αυτού τελεί σε εύλογη σχέση με την ένταση της προσβολής των ατομικών συνταγματικών εγγυήσεων.-

Το περιεχόμενο της παρ. 3 του αρθρ. 5 του Συντάγματος, κατά τον Αριστόβουλο Μάνεση, μπορεί να ταξινομηθεί σε δύο μέρη: 8 α) Το ένα μέρος της προσωπική ελευθερίας περιλαμβάνει το «κανείς δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται» β) Το άλλο μέρος έγκειται στο «άλλως πως περιορίζεται». Επειδή συμβαίνει να γίνεται μερικές φορές σύγχυση ανάμεσα στην προσωπική ελευθερία και στην προσωπική ασφάλεια, θα μπορούσαμε να ονομάσουμε το απαραβίαστο που αναφέρεται στο «κανείς δεν καταδιώκεται, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται» ως «προσωπική ασφάλεια» (βλ. και άρθρο 6 του Συντάγματος), κρατώντας τον όρο «προσωπική ελευθερία» μόνο για το ατομικό δικαίωμα που αναφέρεται σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ενδεχόμενων περιορισμών «με οποιονδήποτε άλλο τρόπο», δηλαδή εκτός από τις περιπτώσεις καταδίωξης, σύλληψης, φυλάκισης. Ως προς την εν γένει «προσωπική ασφάλεια» πρέπει να σημειωθεί ότι με τη διάταξη «κανείς δεν καταδιώκεται, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται… παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος» (άρθρ. 5 παρ. 3 ) το Σύνταγμα δεν εννοεί μόνο την ποινική δίωξη – απέναντι στην οποία το άτομο προστατεύεται ειδικότερα με τις διατάξεις του επόμενου άρθρου 6- αλλά κάθε είδους ενδεχόμενη καταδίωξη, σύλληψη ή φυλάκιση για οποιουσδήποτε άλλους λόγους, δηλαδή μη ποινικούς αλλά π.χ. απλώς δημόσιας τάξης ή ασφάλειας ή υγείας ή γενικότερου συμφέροντος. Το άρθρο 5 παρ. 3 επιτρέπει (όταν και όπως ορίζει ο νόμος) μόνο τον περιορισμό, όχι όμως και τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας. Η διαφορά των όρων είναι βασικά ποσοτική πέρα από ένα σημείο μεταβάλλεται σε ποιοτική. Περιορισμός σημαίνει ότι η προσωπική ελευθερία βασικά διατηρείται, μόνο δε κατ’ εξαίρεση δεσμεύεται και μάλιστα μόνον αρνητικά. Περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας είναι π.χ. η παρεμπόδιση κυκλοφορίας ή διαμονής σε ορισμένο τόπο – ενώ για όλους τους άλλους τόπους υπάρχει ελευθερία κυκλοφορίας ή διαμονής- όπως συμβαίνει π.χ. με την απαγόρευση διαμονής (άρθρο 73 ΠΚ) ή την υποχρέωση μη παραμονής σε ορισμένα μέρη. Αντίστροφη ακριβώς είναι η έννοια της στέρησης της προσωπικής ελευθερίας: παρεμποδίζεται σε όλους τους άλλους τόπους η ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής και επιτρέπεται σε ένα μόνο, στον οποίο επιβάλλεται αποκλειστική διαμονή. Όσο περισσότερο περιορισμένος και στενά οριοθετημένος είναι ο τόπος αυτός, τόσο πιο έντονη είναι η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας π.χ. η σύλληψη, η προσωρινή κράτηση εν γένει, καθώς και εξ ορισμού οι στερητικές της προσωπικής ελευθερίας ποινές και τα μέτρα ασφαλείας (εκτός από το του άρθρου 73 ΠΚ) αποτελούν στέρηση και όχι περιορισμό. Το ίδιο ισχύει και όταν το άτομο δεν μπορεί να εγκαταλείψει ένα στενά οριοθετημένο και περιορισμένο χώρο, πχ ένα νησί, ακόμη δε περισσότερο εάν είναι υποχρεωμένος να παραμένει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης υπό πειθαρχημένη διαβίωση. Τέλος το δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας με τη στενή έννοια – δηλαδή «κανένας δεν περιορίζεται, με οποιονδήποτε άλλο τρόπο» ασκείται υπό διάφορες μορφές και ιδίως: α) ως ελευθερία διακίνησης και κυκλοφορίας και β) ως ελευθερία διαμονής και εγκατάστασης ( Αριστόβουλος Μάνεσης. Συνταγματικά Δικαιώματα α’ ατομικές ελευθερίες, πανεπιστημιακές παραδόσεις, δ’ έκδοση, (φωτοτυπική ανατύπωση), Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, σελ 114 επ. ). Κατά την ορθότερη γνώμη η παρ. 2 του άρθρου 5 εφαρμόζεται κυρίως στους αλλοδαπούς, διότι τα υπ’ αυτής προστατευόμενα έννομα αγαθά καλύπτονται πλήρως, ως προς του Έλληνες, από τις παρ. 1 και 3 του άρθρου 5, αποδοκιμάζει δε η διάταξη αυτή ευθέως την πολιτική του apartheid. Γίνεται δεκτό ότι ως προς τη ζωή, την τιμή και την ελευθερία των αλλοδαπών, που βρίσκονται εντός της ελληνικής επικρατείας δεν επιτρέπεται να τους παρέχεται προστασία μειωμένη έναντι εκείνης που απολαμβάνουν οι ημεδαποί (Πέτρος Παραράς Σύνταγμα και Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2001 σελ. 42 επ., Χρ. Σγουρίτσα, Συντ. Δικ., τομ. Β’ τευχ. β’, 1966, σελ 23 και 161). Ως προς τη διερεύνηση του ποιος είναι φορέας του ατομικού αυτού δικαιώματος, λαμβάνεται υπ’ όψιν ότι ένα πρόσωπο είναι πρόσφυγας, σύμφωνα με την άνω Σύμβαση και το πρωτόκολλο του 1967, από την στιγμή που συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του σχετικού ορισμού και συνεπώς η αναγνώρισή του έχει δηλωτικό και όχι δημιουργικό χαρακτήρα. Δεν γίνεται δηλαδή κανείς πρόσφυγας εξαιτίας της αναγνώρισης, αλλά αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας επειδή είναι (βλ. "Εγχειρίδιο για τις διαδικασίες καθορισμού του Ύπατου Αρμοστή Η.Ε. για τους πρόσφυγες, 1989, σελ. 11) . Στο πλαίσιο αυτό το δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης και ελεύθερης επιλογής κατοικίας στο έδαφος του κράτους, αφορά οποιονδήποτε βρίσκεται νόμιμα σε αυτό. Η διάταξη αυτή αφορά τόσο τους ημεδαπούς όσο και στους αλλοδαπούς, εφόσον βρίσκονται νόμιμα στην επικράτεια (ΔΣΑΠ άρθρο 12). Οι περιορισμοί κρίνονται αναγκαίοι και πρόσφοροι μόνο όταν καθίστανται απαραίτητοι για την προστασία της εθνικής ασφάλειας δημόσιας υγείας δημόσιας τάξης κλπ. Κατά τα ανωτέρω, η επιβολή της στέρησης της προσωπικής ελευθερίας συγκεκριμένου ατόμου, πέρα από το ότι οφείλει να βρίσκει έρεισμα σε διάταξη (ουσιαστικού) νόμου, κατά κανόνα, δεν μπορεί να είναι (παραβ. και άρθρο 6 παρ. 1 Συντ.) αντικείμενο διοικητικής ενέργειας, αλλά πρέπει να διατάσσεται από δικαστική αρχή, έστω και αν δεν πρόκειται για ποινική κύρωση αλλά π.χ. για μέτρο διοικητικής εκτέλεσης και υλοποιείται μόνο ύστερα από ad hoc δικαστική απόφαση. Η δικαστική κρίση μάλιστα δεν αρκεί να αφορά τη νομιμότητα της υποκείμενης αιτίας, αλλά πρέπει να αφορά γενικά τη νομιμότητα λήψης του μέτρου, προκειμένου να διασφαλίζεται η αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. (Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Αθήνα – Κομοτηνή, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 1998).
Η καθιέρωση του διοικητικού μέτρου του «γεωγραφικού περιορισμού» ή «περιορισμού κυκλοφορίας» στους αιτούντες άσυλο, προσιδιάζει στον θεσμό της εκτοπίσεως, όπως λειτούργησε στη χώρα μας σε ανώμαλες συνταγματικά περιόδους. Συγκεκριμένα: 1. Αποτελεί ένα διοικητικό μέτρο, υπό την έννοια ότι αρμόδιο όργανο για τη λήψη του είναι το προβλεπόμενο από τον νόμο διοικητικό όργανο. 2. Επιβάλλεται προληπτικά, με κύριο αίτιο τη χώρα προέλευσης του αιτούντος και την πιθανολόγηση ευδοκίμησης της αιτήσεως ασύλου του. 3. Συνεπάγεται όχι απλά περιορισμό αλλά στέρηση προσωπικής ελευθερίας, χωρίς δικαστική απόφαση, ορίζοντας συγκεκριμένο νησί για την αποκλειστική διαμονή του αιτούντος. Τούτο όμως είναι συνταγματικώς ανεπίτρεπτο, ως αντικείμενο στα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 3 του Συντάγματος. Και τούτο, διότι πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας είναι, κατά τα ανωτέρω άρθρα, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου, πυρήνας της οποίας είναι η προσωπική ελευθερία. Και ναι μεν το Σύνταγμα ανέχεται τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, υπό την προϋπόθεση ότι η στέρηση αυτή είναι λογικώς αναγκαία για την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, χάριν του οποίου επιβάλλεται, όπως η επιβολή των στερητικών της ελευθερίας ποινών που προβλέπονται από το ποινικό δίκαιο, είναι, όμως, όλως διάφορο το θέμα της στερήσεως της προσωπικής ελευθερίας, δια του διοικητικού μέτρου του περιορισμού κυκλοφορίας σε συγκεκριμένο τμήμα της ελληνικής επικράτειας και δη στα νησιά, όχι ως ποινής για αποδοκιμαστέα κοινωνική συμπεριφορά, αλλά ως διοικητικού μέτρου που αποβλέπει, κατά τα δημοσίως λεχθέντα, στον συνωστισμό προσφύγων και μεταναστών, υπό συνθήκες, μη συμβατές με το άρθρο 2 παρ. 1 και 25 παρ. 2, σε περιορισμένες γεωγραφικά περιοχές, όπως είναι τα νησιά, προκειμένου να αποτραπούν άλλοι πρόσφυγες ή μετανάστες να εισέλθουν στην ελληνική επικράτεια. Υπό το πρίσμα τούτο, είναι αμφίβολο αν υφίσταται και θέμα εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1), διότι αυτή προϋποθέτει ότι τόσο ο σκοπός όσο και τα χρησιμοποιούμενα προς επίτευξη αυτού μέσα είναι κατ' αρχήν θεμιτά, οπότε και ερευνάται περαιτέρω η μεταξύ τους σχέση σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Ωστόσο εν προκειμένω τίθεται υπό αμφισβήτηση ακόμη και αν, όχι μόνο τα μέσα, αλλά και ο ίδιος ο σκοπός είναι θεμιτός.
Εκ των ανωτέρω εκτεθέντων συνάγεται ότι ο “περιορισμός κυκλοφορίας” των αιτούντων άσυλο με κανονιστική πράξη, στο νησί στο οποίο υποβάλλει την αίτησή του, επ’ αόριστον, συνιστά στέρηση της προσωπικής ελευθερίας του και αντίκειται στις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος της Ελλάδας (άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1,2,3, 6 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 2).

3ος λόγος ακύρωσης – Παράβαση ουσιαστικού νόμου
Επειδή η νομική αιτιολογία για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης του υποχρεωτικού περιορισμού της κυκλοφορίας στα συγκεκριμένα Ελληνικά νησιά,  από πλευράς ελληνικής νομοθεσίας φαίνεται να στηρίζεται εν πολλοίς κυρίως στο άρθρο 41 παρ.1 περ. γγ του Ν.4375/2016 σύμφωνα με το οποίο «Στο δελτίο μπορεί να αναφέρεται περιορισμός της κυκλοφορίας των αιτούντων σε τμήμα της Ελληνικής Επικράτειας, μετά από απόφαση του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου», σε συνδυασμό με το άρθρο 60 παρ.4 περ.στ του 4 ν.4375/2016 που αναφέρει ότι οι ευάλωτες ομάδες εξαιρούνται από τις ταχύρρυθμες διαδικασίες. Όμως, παραβιάζει ευθέως τα προβλεπόμενα τόσο από την συνθήκη του 1951 (της Γενεύης), όσο και από την οδηγία 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Ιανουαρίου 2003 «σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη», η οποία κατέστη νόμος του Ελληνικού Κράτους με το Π.Δ.220/2007 περί «προσαρμογής της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της οδηγίας 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Ιανουαρίου 2003 «σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη» (ΦΕΚ 251/2003 τ. Α΄). Να σημειωθεί ότι η Συνθήκη της Γενεύης του 1951 αποτελεί το νομικό κείμενο που ρυθμίζει ειδικώς (lex specialis) το θέμα του ασύλου και η υπεροχή του ως το βασικό διεθνές όργανο για την προστασία εκείνων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του είναι αναμφισβήτητη (Council of Europe, 2010:10). Είναι ευρέως αποδεκτή καθώς έχει υπογραφεί μέχρι τώρα από 144 χώρες ενώ έχει αποδειχθεί ευπροσάρμοστη στο διαρκές μεταβαλλόμενο πρόβλημα των προσφύγων (UNHCR, FAQs:2014).
Επειδή, η από 28.7.1951 Διεθνής Σύμβαση της Γενεύης «περί της νομικής καταστάσεως των προσφύγων», η οποία κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν.δ. 3989/1959, (Α΄201), ορίζει στο άρθρο 1 παρ. Α. περ. 2, [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του από 31.1.1967 Πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης, κυρωθέντος με το άρθρο μόνο του α.ν. 389/1968 (Α΄125)], ότι ως πρόσφυγας νοείται, μεταξύ άλλων, κάθε πρόσωπο το οποίο «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης». Η αυτή Διεθνής Σύμβαση ορίζει στο άρθρο 26 ότι «πάσα συμβαλλομένη Χώρα θα επιφυλάσση εις τους νομίμως διαμένοντας επί του εδάφους αυτής πρόσφυγας, το δικαίωμα …εκλογής του τόπου διαμονής αυτών…, υπό την επιφύλαξιν τυχόν υπάρξεως κανόνων εφαρμοζομένων, υπό τας ιδίας συνθήκας, εις αλλοδαπούς εν γένει», και στο, τιτλοφορούμενο «Πρόσφυγες παρανόμως διαμένοντες επί του εδάφους της χώρας της εισδοχής», άρθρο 31 ότι «1. Αι Συμβαλλόμεναι Χώραι δεν θα επιβάλλουν ποινικάς κυρώσεις εις πρόσφυγας λόγω παρανόμου εισόδου ή διαμονής, εάν ούτοι, προερχόμενοι απ’ ευθείας εκ χώρας ένθα η ζωή ή η ελευθερία αυτών ηπειλείτο, εν τη εννοία του άρθρου 1, εισέρχωνται ή ευρίσκωνται ήδη επί του εδάφους αυτών άνευ αδείας, υπό την επιφύλαξιν, πάντως, ότι ούτοι αφ’ ενός μεν θα παρουσιασθούν αμελλητί εις τας αρχάς, αφ’ ετέρου δε θα δώσουν επαρκείς εξηγήσεις περί της παρανόμου αυτών εισόδου ή διαμονής. 2. Αι Συμβαλλόμεναι Χώραι θα εφαρμόζουν επί των κινήσεων των προσφύγων τούτων μόνον τα απαραίτητα περιοριστικά μέτρα. Τα περιοριστικά μέτρα θα εφαρμόζωνται μόνον μέχρις ότου ρυθμισθή το καθεστώς των επί του εδάφους της χώρας της εισδοχής ευρισκομένων προσφύγων».
Επειδή περαιτέρω στο άρθρο 6 παρ. 1 του π.δ. 220/2007 ( αντίστοιχο το άρθρο 7 οδηγία 2003/9/ΕΚ ) προβλέπεται ότι με την επιφύλαξη της παραγράφου 5, οι αιτούντες μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στην επικράτεια, ή στην περιοχή που τους ορίζει η Κεντρική Αρχή, και να επιλέγουν τον τόπο διαμονής τους. Η οριζόμενη περιοχή δεν μπορεί να θίγει την ιδιωτική ζωή των αιτούντων και πρέπει να παρέχει σε αυτούς τη δυνατότητα άσκησης όλων των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο παρόν διάταγμα. Σε κάθε περίπτωση, οι αιτούντες οφείλουν να ενημερώνουν αμέσως τις αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης για κάθε αλλαγή της διεύθυνσης διαμονής τους. Δεν απαιτείται προηγούμενη έγκριση για την αλλαγή του τόπου διαμονής. Επίσης στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι η Κεντρική Αρχή σε συνεργασία με την αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης αποφασίζει για τη διαμονή των αιτούντων σε συγκεκριμένο τόπο, όταν συντρέχουν προς τούτο λόγοι δημόσιου συμφέροντος ή δημόσιας τάξης ή όταν αυτό είναι αναγκαίο για την ταχεία και αποτελεσματική διεκπεραίωση της αίτησης τους.
Επειδή στο άρθ. 1 περ. ιγ του π.δ. 220/2007 προβλέπεται ότι για την εφαρμογή του συγκεκριμένου προεδρικού διατάγματος «Κεντρική αρχή είναι η Διεύθυνση Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας»
Επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία περιέχει διατάξεις κανονιστικού χαρακτήρα, αφού πρωτογενώς και πρωτοτύπως επιδιώκει να ρυθμίσει έννομες σχέσεις  και να εισάγει ρυθμίσεις που έρχονται σε ευθεία αντίθεση προς τις προαναφερθείσες διατάξεις, φτάνοντας μάλιστα να «καταργεί κάθε αντίθετη γενική ή ειδική διάταξη, που αντίκειται σ’ αυτή ή ρυθμίζει διαφορετικά θέματα, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα προβλεπόμενα στις προαναφερθείσες διατάξεις, αφού αναρμοδίως επιχειρεί να περιορίσει το δικαίωμα της ελεύθερης διαμονής και κυκλοφορίας των αιτούντων άσυλο  και μάλιστα κατά τρόπο γενικό και αδικαιολόγητο χωρίς την επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας τάξης, αλλά και χωρίς να αποδεικνύει ή επικαλείται ότι με τον επιβαλλόμενο περιορισμό θα είναι δυνατή η ταχύτερη και πιο αποτελεσματική διεκπεραίωση του αιτήματος ασύλου. Και πώς άλλως θα μπορούσε να επικαλεσθεί κάτι ανάλογο όταν προβλέπει ότι ο τυχόν περιορισμός δεν αίρεται ακόμη και όταν η εξέταση του αιτήματος ασύλου παραπεμφθεί σε περιφερειακή υπηρεσία της Υπηρεσίας Ασύλου στην ηπειρωτική Ελλάδα! Ουδόλως αιτιολογεί προκειμένου να αποδείξει πώς μπορεί το συγκεκριμένο μέτρο του περιορισμού της κυκλοφορίας σε έναν τόπο μακριά από τον τόπο εξέτασης της υπόθεσή του αιτούντος ασύλου να διευκολύνει αυτήν. Κατά τον ίδιο τρόπο ( αντίθετη με τις προαναφερθείσες διατάξεις ) είναι μη νόμιμη η έκδοση της σχετικής απόφασης από τον Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου στον οποίο δεν παρέχεται από καμία διάταξη η δυνατότητα έκδοσης τέτοιων κανονιστικών πράξεων, αφού πέρα από τις γενικές διατάξεις περί αρμοδιοτήτων του Διευθυντής Υπηρεσίας Ασύλου, που αναφέρθηκαν διεξοδικά στο 1ο λόγο της αιτήσεως μας, και οι σχετικές διατάξεις ( άρθ. 1 περ. ιγ και αρθ. 6 παρ. 5 π.δ. 220/2007 )  επιφυλάσσουν το σχετικό δικαίωμα, με σαφείς πάντοτε περιορισμούς, μόνο στο Διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας. Πάντοτε βέβαια ότι η  άσκηση της συγκεκριμένης δυνατότητας τελεί υπό προϋποθέσεις έτσι ώστε να μην ακυρώνονται δικαιώματα που προκύπτουν από διεθνείς συμβάσει για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το Σύνταγμα.

Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι η έκδοση της προσβαλλομένης απόφαση και η αρμοδιότητα προς τούτο του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου δεν βρίσκουν έρεισμα στη διάταξη του στοιχείου δ (γγ ) της παρ. 1 του άρθ. 41του ν. 4375/2016, την οποία επικαλείται ως νομική βάση η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού η συγκεκριμένη διάταξη τίθεται ως εξαιρετική και για μεμονωμένες περιπτώσεις αιτούντων άσυλο, προβλέποντας την έκδοση ατομικής διοικητικής πράξης, που να ρυθμίζει το καθεστώς συγκεκριμένων ατόμων και όχι ως διάταξη γενικής εφαρμογής με κανονιστικό χαρακτήρα, που να εισάγει ρυθμίσεις αντίθετες με τις ισχύουσες διατάξεις του νόμου. Γίνεται δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση καταχρηστική χρήση μιας ευχέρειας, που παρέχει ο νόμος στο Διευθυντή της Υπηρεσίας ασύλου, η οποία θα πρέπει να ασκείται στα πλαίσια  της αρχής της νομιμότητας και της αναλογικότητας με φειδώ, και οδηγεί ( η καταχρηστική άσκηση ) τελικά σε καταστρατήγηση του νόμου. Τα ως άνω προκύπτουν τόσο από τη γραμματική ερμηνεία του νόμου, με τη χρήση του ρήματος «μπορεί» ( διακριτική ευχέρεια και όχι κανόνας ) και του ενικού αριθμού στη λέξη «δελτίο», υπονοώντας συγκεκριμένη περίπτωση αιτούντος διεθνούς προστασίας, η χορήγηση του οποίου άλλωστε αποτελεί μια ατομική διοικητική πράξη, αλλά και από την  αρχή της νομιμότητας που διέπει τη δράση της Δημόσιας Διοίκησης, σύμφωνα με την οποία η τελευταία δεσμεύεται από τους κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν την οργάνωση και τη λειτουργία της, δηλαδή μπορεί να προβεί μόνο στις ενέργειες που προβλέπουν οι ως άνω κανόνες και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αυτοί τάσσουν. Έτσι στη συγκεκριμένη περίπτωση η δυνατότητα, που παρέχει το άρθ. 41 του ν. 4375/2016 στον Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου είναι εξαιρετική και όχι γενική  δεν μπορεί να οδηγεί στον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπονται και προασπίζονται από το Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις.

4ος λόγος ακύρωσης – Έλλειψη αιτιολογίας

Επειδή με το προεκτεθέν περιεχόμενο η ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφαση, εκδοθείσα, ως εικάζεται εκ των σε αυτή αναφερομένων διατάξεων,  κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 41 παρ. 1 στοιχ. δ (γγ) του ν. 4357/2016, έχει κανονιστικό χαρακτήρα, διότι θέτει, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, γενικούς και αφηρημένους κανόνες που διέπουν την διαμονή και φιλοξενία υπηκόων τρίτων χωρών που εισέρχονται παρανόμως στη Χώρα και αιτούνται διεθνούς προστασία, επιδιώκοντας να ρυθμίσει πρωτογενώς και πρωτοτύπως έννομες σχέσεις εισάγοντας ρυθμίσεις που έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τις προαναφερθείσες διατάξεις νόμου.

Σε αντίθεση με την αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων η οποία καθιερώνεται ρητώς από το Σύνταγμα, ο συντακτικός νομοθέτης δεν έχει περιλάβει ρητή διάταξη για την υποχρέωση αιτιολόγησης των διοικητικών πράξεων. Κατά την ορθότερη εκδοχή η υποχρέωση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει τη συνταγματική της θεμελίωση στην αρχή του κράτους δικαίου σε συνδυασμό με το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας. Και τούτο διότι η αιτιολογία της διοικητικής πράξης διασφαλίζει εν πρώτοις διαφάνεια στη διοικητική δράση επιτρέποντας στον διοικούμενο να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους η Διοίκηση προβαίνει στη συγκεκριμένη ρύθμιση και με τον τρόπο αυτό αποτρέπεται η αυθαιρεσία. Περαιτέρω καθιστά ευχερέστερο το δικαστικό έλεγχο σε περίπτωση που ο διοικούμενος προσφύγει στα δικαστήρια προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση μιας δυσμενούς για αυτόν ρύθμισης. Η αιτιολογία μπορεί να περιέχεται στο σώμα της πράξης αλλά μπορεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου. Όταν το επιβάλλει ο νόμος η αιτιολογία πρέπει να υφίσταται στο σώμα της πράξης. Αιτιολόγηση πρέπει να υφίσταται τόσο στην περίπτωση των πράξεων που εκδίδονται κατά δέσμια αρμοδιότητα όσο και στην περίπτωση των πράξεων που εκδίδονται κατά διακριτική ευχέρεια. Σύμφωνα με τη διάταξη  του άρθρου 17 του ν. 2690/1999, η ατομική διοικητική πράξη πρέπει να περιέχει αιτιολογία η οποία να περιλαμβάνει τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή της. Η αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής, ειδική και επαρκής. Η  συνδρομή των «κατά νόμον προϋποθέσεων» αναφέρεται στην νομική βάση, στην πραγματική βάση και στον σκοπό της διοικητικής πράξης. Η πλήρης, δηλαδή εμπεριστατωμένη, αιτιολογία των διοικητικών πράξεων περιέχει τρία στοιχεία: α) Την νομική βάση, δηλαδή μνεία του εφαρμοζόμενου κανόνα δικαίου, β) Την πραγματική βάση, δηλαδή ακριβή μνεία των πραγματικών στοιχείων επί των οποίων βασίσθηκε η διοικητική πράξη και τέλος γ) Τον σκοπό, ήτοι το επιδιωκόμενο με την πράξη αποτέλεσμα. Πλήρης ή επαρκής είναι η αιτιολογία όταν περιέχει με σαφήνεια όλα τα στοιχεία της, κατά τρόπο ο οποίος δεν αφήνει κενά ή αμφιβολίες για την ορθότητα της κρίσεως του διοικητικού οργάνου (ΣτΕ 1412/661, 3895/73, 4150/73). Η έλλειψη αιτιολογίας αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου της διοικητικής πράξης που οδηγεί στην ακυρότητά της (ΕΦ.Πειρ.1026/86) αφού έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης συνιστά και η έρευνα της υπάρξεως ή μη αιτιολογίας όταν αυτή επιβάλλεται ειδικώς από το νόμο ή απαιτείται από τη φύση της πράξεως (Α.Π. 973/97). Αιτιολογία της κανονιστικής πράξης απαιτείται μεταξύ άλλων και στην περίπτωση που η εξουσιοδοτική διάταξη θέτει κριτήρια βάσει των οποίων θα κινηθεί η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση με τη χρήση αόριστων νομικών εννοιών (ΣτΕ 2866/1986).

Έτσι στη συγκεκριμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη πράξη είναι πλήρως αναιτιολόγητη, αφού ακόμη και αν καθ’ υπόθεσιν εργασίας θεωρηθεί ότι στο περιέχομενό της αναφέρεται ο κανόνας δικαίου, που αποτελεί τη νομική βάση της, εν τούτη πουθενά δεν αναφέρονται τα πραγματικά στοιχεία στα οποία βασίστηκε, αλλά ούτε ο σκοπό, ο οποίος επιδιώκεται με αυτήν, δεν δικαιολογείται δηλαδή σε κανένα σημείο της το δημόσιο συμφέρον, το οποίο ικανοποιείται με τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις.  Πολλώ δε μάλλον αφού η νομοθετική διάταξη, κατ΄ εξουσιοδότηση της οποία εξεδόθη η συγκεκριμένη απόφαση, παρέχει στο Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου όχι δέσμια αρμοδιότητα έκδοσης τέτοιου είδους διοικητικών πράξεων, αλλά διακριτική ευχέρεια και επομένως η οποιαδήποτε απόφασή του θα πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη, ως προς του λόγους που οδήγησαν σε αυτήν.
Περαιτέρω, σύμφωνα και με την διάταξη του άρθρου 6 παράγραφος 5 π.δ. 220/2007 ( αντίστοιχο το άρθρο 7 οδηγία 2003/9/ΕΚ ) προβλέπεται ότι η Κεντρική Αρχή σε συνεργασία με την αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης αποφασίζει για τη διαμονή των αιτούντων σε συγκεκριμένο τόπο, όταν συντρέχουν προς τούτο λόγοι δημόσιου συμφέροντος ή δημόσιας τάξης ή όταν αυτό είναι αναγκαίο για την ταχεία και αποτελεσματική διεκπεραίωση της αίτησης τους. Από τη γραμματική διατύπωση του συγκεκριμένου άρθρου καθίσταται σαφές, ότι για να ληφθεί το συγκεκριμένο επαχθές μέτρο σε βάρος οποιουδήποτε ατόμου δηλαδή περιορισθεί με οποιαδήποτε διοικητική πράξη το θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορία του, θα πρέπει η συγκεκριμένη πράξη να περιέχει πλήρη, σαφή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σχετικά με τους λόγους , που επιβάλλουν την έκδοσή της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τέτοια αιτιολογία ελλείπει πλήρως μια και καμία αναφορά δεν γίνεται στους λόγους δημοσίου συμφέροντος ή δημόσια τάξης που την επιβάλλου ή στην αναγκαίοτητά της για να διευκολυνθεί η ταχεία και αποτελεσματική διεκπεραίωση της αίτησης χορήγησης  διεθνούς προστασίας.. Αντιθέτως ως παραθέσαμε παραπάνω, το δημόσιον συμφέρον υπο την εννοιαν του εθνικού «κινδύνου» είναι ιδιαιτέρως ευάλωτο, εφόσον η πυκνή, σε αριθμό και η επί μακρόν επιβαλλόμενη παραμονή –κατά ως άνω ειωθότα- των προσφύγων/μεταναστών  προερχομένων από χώρες (πλήν της σε εν εμφυλίω τελούσας Συρίας) ,της Αφρικής και Ασίας, κυρίως Μουσουλμάνων κατά το θρήσκευμα και εχόντων τελείως διάφορον κουλτούραν και πολιτισμόν και την έντονη προσδοκία εν τω συνόλω τους της μετάβασής τους σε έτερες ευρωπαϊκές χώρες ,με τις  παραδεκτά υφισταμένες ενδοαντιθέσεις των φυλών και διαφοροποιήσεις τους  σε πολιτισμικές και θρησκευτικές ιδέες , πυροδοτούν ανα τακτά χρονικά διαστήματα ταραχές, -που θέτουν εν δυνάμει σε ανατροπή την καθημερινότητα και τη ροή της ζωής των τοπικών κοινωνιών των νησιών μας, ως και η ειδησεογραφία έχει εν πολλοίς αναδείξει- σε συνδυασμό με την οιονεί γεωπολιτική επισφάλεια της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής  επηρεάζουσας εμμέσως πλην σαφώς τη χώρα μας, αναδεικνύει ότι και εξ αυτών των λόγων δεν  συντρέχουν προς τούτο λόγοι δημόσιου συμφέροντος ή δημόσιας τάξης η συμβολής για την ταχεία και αποτελεσματική διεκπεραίωση της αίτησης των για άσυλο, που να δικαιολογούν την έκδοση της προσβαλλομένης με την παρούσα μας αποφάσεως της Διευθυντρίας της Υπηρεσίας Ασύλου.
 Επειδή, έχουμε έννομο συμφέρον, άμεσο και ενεστώς για την άσκηση της υπό κρίσιν αιτήσεως ακυρώσεως.
Επειδή, η παρούσα είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής, ασκείται δε εμπροθέσμως και παραδεκτώς.
Επειδή οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν να αναθέτουν σε δικηγόρο ή δικηγόρους την παροχή δωρεάν νομικών υπηρεσιών για την προώθηση των σκοπών του Συλλόγου, σύμφωνα με το άρθ. 95 περ. θ του ν. 4194/2013 ( Κώδικα περί δικηγόρων ) , έχουν δε ως, ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σύμφωνα και με τη διάταξη του αρθρ. 28 παρ. 2 ν. 2579/1998, όλες τις ατέλειες που προβλέπονται για το Δημόσιο και αφορούν όλες τις δικαστικές ή διαδικαστικές πράξεις ενώπιον όλων των δικαστηρίων ή δικαστικών ή άλλων αρχών της Χώρα, επομένως δεν έχουν υποχρέωση καταβολής παραβόλων, ενσήμων ή εισφορά για την άσκηση και την εκδίκαση αγωγών, ένδικων μέσων και βοηθημάτων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
 Και με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μας και όσων λόγων ακύρωσης προτιθέμεθα να προσθέσουμε εμπροθέσμως στο μέλλον
ΖΗΤΟΥΜΕ
 Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτηση ακυρώσεως μας –
Να ακυρωθεί η από 31/5/2017 και με αριθ. πρωτ. : οικ. 10464/31-5-2017 Απόφαση «περί περιορισμού κυκλοφορίας των αιτούντων διεθνή προστασία» της Διευθύντριας της Υπηρεσίας Ασύλου, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τ. Β 1977/7-6-2017,, ως και πάσα άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης ρητή ή σιωπηρή προγενέστερη ή μεταγενέστερη και κάθε άλλης πράξης της Διοίκησης , που εδράζεται στην παρούσα απόφαση –
Να καταδικαστεί το αντίδικο στην εν γένει δικαστική μας δαπάνη.-

Αντίκλητό μας ορίζουμε την Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Χίου, Ανθίππη Ζαννάρα του Μιλτιάδη, δικηγόρο Χίου ( οδός Τσελεπή 14, Χίος με τηλέφωνο 2271028904 και 6944325836 ).
Χίος, 3/8/2017
Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι





 υ Αιγαίου για να σταματήσει η υποχρεωτική παραμονή των προσφύγων στα νησιά.