Γράφει ο Λυκούργος Λιακάκος, Διδάκτωρ Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων
Σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο, στον οποίο αναδύονται συνεχώς νέα περιφερειακά συστήματα, καθιστώντας τις διεθνείς ισορροπίες εξαιρετικά εύθραυστες, οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποκτούν βαρύνουσα σημασία.
Η Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 στάθηκε σημείο αναφοράς ανάμεσα στις δύο χώρες, διασφαλίζοντας την απουσία ενόπλων συρράξεων μεταξύ τους μέχρι σήμερα.
Για πενήντα χρόνια μετά την υπογραφή της, οι διμερείς σχέσεις χαρακτηρίζονταν από αμοιβαίο σεβασμό και απουσία προκλήσεων. Ωστόσο, από το 1973, η Τουρκία ξεκίνησε να εγείρει μια σειρά από διεκδικήσεις εναντίον της ελληνικής κυριαρχίας, με αισθητή κλιμάκωση της έντασης την περίοδο 2020-2023.
Αυτό επεξηγείται εν μέρει στην πολυδιάστατη ανάδειξή της Τουρκίας, στο νέο - οθωμανικό της όραμα με την προώθηση του δόγματος της Γαλάζιας Πατρίδας και στην βούληση της, να καταστεί ηγέτιδα περιφερειακή δύναμη, ειδικότερα μετά την στροφή
ενδιαφέροντος των ΗΠΑ προς την Ασία.
Η Τουρκία αν και εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ το 1952 παράλληλα με την Ελλάδα, παρουσιάζει συναλλακτική σχέση εντός της συμμαχίας. Παρά όμως την αναξιοπιστία της, όπως την αντιλαμβάνονται οι δυτικοί σύμμαχοι, δύναται να ωφελείται από τη
γεωστρατηγική της θέση και τον ισχυρό στρατό της. Ενώ τα μέλη της συμμαχίας
επιλέγουν την διατήρηση της ειρήνης στην Ανατολική Μεσόγειο σε σχέση με την
επίλυση των διαφορών των δύο χωρών.
Έτσι, η Τουρκία με την παραμονή της εντός συμμαχίας και ασκώντας έντονη
διπλωματική πίεση, δυσκολεύει σημαντικά την Ελλάδα στην άσκηση των κυριαρχικών
της δικαιωμάτων σε εκτεταμένες θαλάσσιες περιοχές, εξυπηρετώντας τα δικά της
εθνικά συμφέροντα.
Ωστόσο, η αποτυχημένη αναθεωρητική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία (2022-
σήμερα), σε συνδυασμό με τον καταστροφικό σεισμό που έπληξε πρόσφατα την
Τουρκία τον Φεβρουάριο του 2023, φαίνεται να έχει επηρεάσει την εξωτερική πολιτική
της, καταστέλλοντας την μέχρι πρότινος επιθετική της στάση. Η μεταστροφή αυτή
επισύρει ενδεχομένως ιδιοτελή κίνητρα για την Άγκυρα και δύναται να ερμηνευθεί ως
μια προσπάθεια να ενισχύσει τις διπλωματικές και οικονομικές της σχέσεις με τους
παραδοσιακούς της συμμάχους.
Στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία επιδιώκει οικονομική υποστήριξη, την αναβάθμιση των
μαχητικών της αεροσκαφών F-16 και την επικαιροποίηση της συμφωνίας για την
τελωνειακή ένωση. Υπο αυτό το πρίσμα, η αποκλιμάκωση της έντασης με την Ελλάδα
συνιστά την ασφαλέστερη οδό διεκπεραίωσης της νέας της στρατηγικής,
προσελκύοντας τους συμμάχους.
Η Αθήνα από την πλευρά της, αντιλαμβανόμενη τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον
και την αλλαγή στάσης της Τουρκίας, υποστηρίζει τη νέα δυναμική που τείνει να διαμορφωθεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η εθνική της πολιτική και στρατηγική
διαχρονικά, έγκειται στην διατήρηση της περιφερειακής ειρήνης και στην επίλυση της
μοναδικής διαφοράς ανάμεσα στις δύο χώρες, ήτοι την θαλάσσια οριοθέτηση της
Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βαδίζουν πλέον σε μια κρίσιμη καμπή. Αν αξιοποιηθεί
σε αυτή την συγκυρία το διπλωματικό κεφάλαιο της Ελλάδας με σύνεση, δημιουργείται
η ελπίδα να αποκομίσει κάτι θετικό παρά τις δυσοίωνες προοπτικές. Στόχοι όπως η
απαίτηση για άρση του casus belli και η σύναψη συνυποσχετικού για την Χάγη πρέπει
να παραμένουν πάντα στο προσκήνιο.