Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2023

Βαρύ αποτύπωμα Ηρειώτη στο 9ο Συνέδριο της Ενωσης Ελλήνων Ποινικολόγων


Ισχυρό αποτύπωμα άφησε με την εισήγηση του, στο Ενατο Συνέδριο της Ενωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, ο Αντιπρόεδρος της, διακεκριμένος δικηγόρος Ιωάννης Ηρειώτης.

Στην διημερίδα, που έγινε στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, στην  Αίθουσα «Αιμίλιος Ριάδης», την 20η και 21η Οκτωβρίου 2023 και είχε θέμα «Ζητήματα απόδειξης στην ποινική διαδικασία», ο γνωστός ποινικολόγος Ιωάννης Ηρειώτης, καθήλωσε το ακροατήριο με το θέμα, το οποίο ανέπτυξε και αφορούσε τη «Συλλογή και αξιοποίηση αποδεικτικών στοιχείων στην ψηφιακή εποχή: Το αποτύπωμα της τεχνολογίας στην ποινική αποδεικτική διαδικασία».

Διαβάστε την εισήγηση του 
Αντιπροέδρου Ε.Ε.Π. Ιωάννη Θ. Ηρειώτη.

Α. Αντικείμενο της εισήγησης

Οι διαρκείς τεχνολογικές εξελίξεις μεταβάλλουν καθημερινά την κοινωνική πραγματικότητα. Η εκτεταμένη χρήση των «έξυπνων τηλεφώνων» (smartphones), η συνεχής ανάπτυξη ιστοσελίδων, τα ηλεκτρονικά μηνύματα και έγγραφα, τα δεδομένα γεωεντοπισμού και τα ψηφιακά αρχεία κυριαρχούν στην καθημερινότητα των πολιτών1

Την ίδια στιγμή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social media) αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της επικοινωνίας, καλύπτοντας μεγάλο εύρος διαφορετικών αναγκών, μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών και περιεχομένου από τους χρήστες2

 Όπως είναι λογικό, δεν θα ήταν δυνατόν ο νομικός κόσμος να παραμείνει ανεπηρέαστος από τις εξελίξεις αυτές, αφ ́ης στιγμής η διαρκής χρήση των ανωτέρω μέσων δημιουργεί ένα νέο πεδίο για τον εφαρμοστή του δικαίου. Η νέα αυτή «πραγματικότητα» αποτέλεσε και το έναυσμα για την συγγραφή της παρούσας εισήγησης.

Ειδικότερα, η σταδιακή είσοδος της τεχνολογίας στο χώρο της απονομής δικαιοσύνης έχει επηρεάσει, μεταξύ άλλων, και την αποδεικτική διαδικασία στην ποινική δίκη. Πλέον δεν γίνεται λόγος μόνο για χρήση παραδοσιακών αποδεικτικών μεθόδων, αλλά και για
αξιοποίηση νέων εργαλείων, τα οποία η τεχνολογία καθιστά προσβάσιμα στους παράγοντες της δίκης. Στο πλαίσιο αυτό διαμορφώθηκε ένα νέο είδος απόδειξης, η ηλεκτρονική απόδειξη (e-evidence). Ως τέτοια ορίζεται η απόδειξη, η οποία αφορά «σε
κάθε δεδομένο (συμπεριλαμβανόμενου του εξαγόμενου από αναλογικές συσκευές ή των δεδομένων σε ψηφιακή μορφή), το οποίο μπορεί κανείς μέσω τεχνικής συσκευής,

1 Ως προς τα παραδείγματα βλ. και Χ. Μιχαηλίδου «Κυβερνοέγκλημα και ηλεκτρονική απόδειξη - ένας τρόπος εξακρίβωσης του ψηφιακού αποτυπώματός του. Ευρώπη με μια ματιά», The art of crime, τεύχος 5, 30/11/2018.

2 Βλ. και Φ. Κοτσαλής «Η εξύβριση στα social media: η περίπτωση του like και του share», The art of crime, τεύχος 11, Νοέμβριος 2021.

ηλεκτρονικού υπολογιστή ή πληροφοριακού συστήματος να χειριστεί/αλλοιώσει, να αποθηκεύσει ή να κοινοποιήσει, ή να μεταδώσει μέσω συστήματος επικοινωνιών και το οποίο μπορεί να ενισχύσει ή να αποδυναμώσει την αξιοπιστία των πραγματικών ισχυρισμών που επικαλούνται οι διάδικοι συγκριτικά με την αξιοπιστία τους χωρίς την απόδειξη αυτή»

Για την αποτελεσματική συλλογή και αξιοποίηση αυτού του νέου είδους απόδειξης καθίσταται αναγκαία η ύπαρξη νομοθετικών κανόνων που θα το περιβάλλουν. Εντός της Ε.Ε. παρατηρείται ένα κατακερματισμένο νομικό πλαίσιο που θέτει εμπόδια στη συνεργασία παρόχων ψηφιακών υπηρεσιών και κρατικών αρχών αναφορικά με την παροχή ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων. Η δε διαδικασία απόκτησης των πληροφοριών αυτών, μέσω των παραδοσιακών μεθόδων δικαστικής συνεργασίας, αποδεικνύεται χρονοβόρα και πολλές φορές αλυσιτελής, δεδομένης της ευμετάβλητης φύσης των ψηφιακών αυτών δεδομένων.

Αμέσως κατωτέρω θα εξεταστεί το νομικό πλαίσιο, όπως αυτό διαμορφώνεται σήμερα, κατόπιν των αλλαγών που έχουν επέλθει στην ενωσιακή έννομη τάξη, με αναφορά στις ουσιώδεις διατάξεις του νέου Κανονισμού (ΕΕ) 2023/1543. Θα ακολουθήσει ανάλυση
σχετικά με την προσέγγιση του ζητήματος της ηλεκτρονικής απόδειξης από τα ελληνικά δικαστήρια δια της παρουσίασης νομολογιακών παραδοχών. Τέλος, θα αποτυπωθούν σκέψεις σχετικά με την συμβολή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (social media) στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας κατά την ποινική αποδεικτική διαδικασία και θα παρατεθούν ορισμένοι, απότοκοι των ανωτέρω προβληματισμοί.

Β. Ηλεκτρονική απόδειξη μέσω εντολών υποβολής και διατήρησης στοιχείων σε ποινικές διαδικασίες: νομοθετικό πλαίσιο - σκέψεις με αφορμή τον νέο Κανονισμό (ΕΕ) 2023/15434

(i) Με τον άρτι εκδοθέντα ως άνω Κανονισμό5 επιχειρείται η επίλυση του ζητήματος της συλλογής και διατήρησης ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων στον ενωσιακό χώρο.

Για τον ορισμό βλ. Δ. Τσιλίκης «Η διασυνοριακή συλλογή ηλεκτρονικών αποδείξεων στον ενωσιακό χώρο – Προβληματισμοί για τη σχεδιαζόμενη νομοθετική ρύθμιση της η-απόδειξης (e-
evidence)» ΠΧ 2021, σελ. 241 με παραπομπή στον ορισμό των Μason/Seng, «[...] electronic evidence data: (comprising the output of analogue devices or data in digital form) that is
manipulated, stored or communicated by any manufactured device, computer or computer system or transmitted over a communication system, that has the potential to make the factual account of
either party more probable or less probable than it would be without the evidence».

4Προσπελάσιμο το περιεχόμενό του στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://eur-lex.europa.eu/legal- content/EL/TXT/?uri=CELEX:32023R1543.

Σελίδα 3 από 22

Αντικείμενο του Κανονισμού είναι η θέσπιση κανόνων σύμφωνα με τους οποίους αρχή κράτους μέλους, σε ποινική διαδικασία, μπορεί να εκδώσει ευρωπαϊκή εντολή υποβολής στοιχείων ή ευρωπαϊκή εντολή διατήρησης στοιχείων6 

Ευρωπαϊκή εντολή υποβολής στοιχείων είναι η απόφαση με την οποία διατάσσεται η υποβολή ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων, και η οποία εκδίδεται ή επικυρώνεται από δικαστική αρχή κράτους μέλους, κατά τα ειδικώς οριζόμενα στον Κανονισμό, ενώ ευρωπαϊκή εντολή διατήρησης στοιχείων είναι η απόφαση με την οποία διατάσσεται η διατήρηση ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων για τους σκοπούς επακόλουθου αιτήματος
υποβολής στοιχείων, η οποία εκδίδεται ή επικυρώνεται από δικαστική αρχή κράτους μέλους, κατά τα ειδικώς οριζόμενα στον Κανονισμό 7.

Στόχος της ρύθμισης είναι η καταπολέμηση του εγκλήματος σε επίπεδο Ε.Ε. μέσω της δημιουργίας αποτελεσματικών μηχανισμών και της συνακόλουθης εξασφάλισης κατά τον τρόπο αυτό του ενιαίου χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης εντός της
ένωσης8. 

Στο πλαίσιο αυτό κρίθηκε σκόπιμο να επιτευχθεί η συνεργασία μεταξύ: α) των αρχών επιβολής του νόμου, β) έτερων τρίτων χωρών και γ) παρόχων ψηφιακών υπηρεσιών που δραστηριοποιούνται σε ευρωπαϊκό έδαφος. Σημειώνεται ότι, η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία σε ενωσιακό επίπεδο αντανακλά την επίδραση από τηνήδη αντίστοιχα διαμορφωμένη ρύθμιση του αμερικανικού δικαίου με βάση την οποία

υφίσταται δυνατότητα για τις αμερικανικές αρχές να αποκτούν πρόσβαση σε

ηλεκτρονικά δεδομένα κατόπιν απευθείας αιτήματός τους στον εκάστοτε πάροχο

ψηφιακών υπηρεσιών9

.




5 Ο εν λόγω Κανονισμός δημοσιεύτηκε την 12η




Ιουλίου 2023 και εφαρμόζεται από την 18η

Αυγούστου 2026. Εντούτοις, σύμφωνα με τα ειδικώς αναφερόμενα σε αυτόν, η υποχρέωση των

αρμοδίων αρχών και των παρόχων υπηρεσιών να χρησιμοποιούν το αποκεντρωμένο σύστημα ΤΠ

που προβλέπεται στο άρθρο 19 για τη γραπτή επικοινωνία δυνάμει του παρόντος Κανονισμού

τίθεται σε εφαρμογή ένα έτος μετά την έκδοση των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στο

άρθρο 25.

6 Αρ. 1 παρ. 1 Κανονισμού.

7 Αρ. 3 Κανονισμού.

8 Βλ. σκέψεις 1-5 του προοιμίου του Κανονισμού και ιδίως την σκέψη 5, όπου επισημαίνεται ότι

«...οι τρέχουσες διαδικασίες αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στην ταχύτητα των κυβερνοεπιθέσεων,

γεγονός που συνεπάγεται ιδιαίτερες ανάγκες για ταχεία διασυνοριακή συνεργασία», καθώς και

άρθρο 82 ΣΛΕΕ που αφορά στην δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις.

9 Αναλυτικά για τον προβληματισμό Δ. Τσιλίκης «Η διασυνοριακή συλλογή αποδείξεων στον

ενωσιακό χώρο-Προβληματισμοί για τη σχεδιαζόμενη νομοθετική ρύθμιση της η-απόδειξης» ΠΧ

2021, ό.π., ο οποίος αναφέρεται στην απόφαση Microsoft ως αφετηριακό σημείο του εν λόγω

προβληματισμού και της συνακόλουθης ρύθμισης του δικαίου των ΗΠΑ. Συγκεκριμένα αναφέρει

(με τις εκεί παραπομπές) τα ακόλουθα: «Η υπόθεση όμως με τον μεγαλύτερο διεθνή αντίκτυπο

έλαβε χώρα στις ΗΠΑ. Οι αμερικανικές αρχές βρέθηκαν αντιμέτωπες με την άρνηση της εταιρίας




Σελίδα 4 από 22

Η έκταση εφαρμογής του εν λόγω Κανονισμού εκτείνεται ως αναφέρθηκε, στο τρίπτυχο

τρίτες χώρες - ψηφιακός πάροχος - αρχές επιβολής του νόμου. Ειδικότερα, ως τρίτες

χώρες νοούνται αυτές στις οποίες έχει την έδρα του ο ψηφιακός πάροχος και

διακρίνονται από την χώρα της οποίας η δικαστική αρχή κινητοποιεί τη διαδικασία

υποβολής και διατήρησης στοιχείων. Αναφορικά με τις αρχές, οι οποίες είναι υπεύθυνες

για την έκδοση του αιτήματος, το πεδίο εφαρμογής φαίνεται να καταλαμβάνει τις

δικαστικές αρχές που είναι υπεύθυνες για ποινικές διαδικασίες, όπως ποινικές έρευνες,

αλλά και κάθε άλλη αρμόδια ανακριτική αρχή, κατόπιν έγκρισης του αιτήματός της από

δικαστικό όργανο10. Η δε πρωτοβουλία για την εκκίνηση της διαδικασίας έκδοσης

ευρωπαϊκής εντολής υποβολής στοιχείων ή ευρωπαϊκής εντολής διατήρησης στοιχείων

ενεργοποιείται, είτε από τις αρμόδιες αρχές αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αιτήματος του

υπόπτου ή κατηγορουμένου ή δικηγόρου εξ ονόματός του προς αυτές, στο πλαίσιο των

δικαιωμάτων υπεράσπισης σύμφωνα με το εθνικό ποινικό δικονομικό σύστημα11

.

Ψηφιακοί πάροχοι θεωρούνται για τις ανάγκες του Κανονισμού τόσο οι πάροχοι

υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όσο και οι πάροχοι πληροφοριών της κοινωνίας

των πληροφοριών, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην Ένωση12

.




Αναφορικά με το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού, ήτοι το «είδος» των

ηλεκτρονικών δεδομένων που δύναται να ζητηθούν, λεκτέα τα ακόλουθα:

Στον Κανονισμό διακρίνονται οι ακόλουθες τρεις κατηγορίες δεδομένων: α) δεδομένα

κίνησης13

, β) δεδομένα περιεχομένου14 και γ) δεδομένα συνδρομητή15. Λόγω του

Microsoft να επιτρέψει σε αυτές αμφισβητούμενης νομιμότητας εξωεδαφική πρόσβαση σε μηνύματα

ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και σε δεδομένα περιεχομένου αποθηκευμένα σε διακομιστές στην

Ιρλανδία. Ενόσω η υπόθεση εκκρεμούσε ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ (Supreme

Court), o νομοθέτης έδωσε «λύση» και η δικαστική διαμάχη κατέστη άνευ αντικειμένου: Στο νέο

Νόμο για τον Ακριβή Καθορισμό των Προϋποθέσεων της Νόμιμης Εξωεδαφικής Χρήσης

Δεδομένων (“Clarifying Lawful Overseas Use of Data Act”, “CLOUD Act”) προβλέφθηκε ρητώς

η υποχρέωση και των παρόχων για διατήρηση, δημιουργία αντιγράφων ασφαλείας και αποστολή

όλων των δεδομένων, ανεξαρτήτως της τοποθεσίας τους, εντός ή εκτός ΗΠΑ.».

10 Σημειώνεται ότι οι εν λόγω έρευνες έχουν εφαρμογή και στις περιπτώσεις εκτέλεσης ποινής

κατόπιν καταδίκης και έκδοσης, αλλά όχι λόγω ερήμην καταδίκης (βλ. αρ. 2 παρ. 2 και σκέψη 25

προοιμίου, στην οποία επεξηγείται ότι ο λόγος της εξαίρεσης είναι οι σημαντικές αποκλίσεις που

παρουσιάζουν τα εθνικά δίκαια των κρατών μελών σχετικά με τις δικαστικές αποφάσεις που

εκδίδονται ερήμην).

11 Αρ. 1, παρ. 2 Κανονισμού.

12 Αναλυτικά αρ. 3 Κανονισμού και σκέψεις 26-30 προοιμίου.

13Στοιχείο 11 αρ. 3: όπως πηγή και προορισμός μηνύματος, τοποθεσία συσκευής, ημερομηνία,

ώρα, έναρξη και λήξη της περιόδου πρόσβασης ενός χρήστη σε μια υπηρεσία, ημερομηνία και

ώρα χρήσης, σύνδεση και αποσύνδεση στην υπηρεσία.

14 Στοιχείο 12, αρ. 3: κάθε δεδομένο σε ψηφιακή μορφή όπως κείμενο, φωνή, βίντεο, εικόνες,

ήχος κ.ά.




Σελίδα 5 από 22

ευαίσθητου χαρακτήρα των δύο πρώτων κατηγοριών γίνονται οι ακόλουθες

διαφοροποιήσεις ως προς τη μεταχείρισή τους. Πρώτον, για την έκδοση της εντολής

αναφορικά με τις δύο πρώτες κατηγορίες απαιτείται δικαστικός έλεγχος, ενώ για την

τρίτη κατηγορία αρκεί και εισαγγελική διάταξη16. Δεύτερον, η έκδοση εντολής για τη

συλλογή των δεδομένων των δύο πρώτων κατηγοριών δύναται να αφορά σε

συγκεκριμένες κατηγορίες αδικημάτων, ενώ της τρίτης κατηγορίας σε οποιοδήποτε

ποινικό αδίκημα17

.




Ως προς τη διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθείται, αυτή ρυθμίζεται εξαντλητικά

από τον Κανονισμό. Σημειώνονται για την πληρότητα της παρούσας εισηγήσεως τα εξής:

- Προβλέπεται το πρώτον η ανάπτυξη ενός αποκεντρωμένου συστήματος τεχνολογίας

των πληροφοριών, προκειμένου να εξασφαλιστεί ένας δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των

μερών για την αποτελεσματική συνεργασία τους18

.




- Επίσης, ρυθμίζεται από τον Κανονισμό η δημιουργία ενός μηχανισμού κοινοποίησης

των εν λόγω εντολών στους εμπλεκόμενους φορείς μέσω σχετικού πιστοποιητικού

(πιστοποιητικό ΕΕΥ και ΕΕΔ αντίστοιχα)19




. Προς τούτο προβλέπεται η δημιουργία μιας




15 Στοιχείο 9, αρ. 3: κάθε δεδομένο που αφορά τη συνδρομή στις υπηρεσίες, όπως ταυτότητα

συνδρομητή ή πελάτη, είδος υπηρεσίας και διάρκεια κ.ά.

16 Βλ. Σκέψη 36 Κανονισμού σύμφωνα με την οποία: «Όταν εκδίδεται ευρωπαϊκή εντολή

υποβολής στοιχείων ή ευρωπαϊκή εντολή διατήρησης στοιχείων, θα πρέπει να συμμετέχει πάντα

δικαστική αρχή είτε στη διαδικασία έκδοσης είτε στη διαδικασία έγκρισής της. Λόγω του πιο

ευαίσθητου χαρακτήρα των δεδομένων κίνησης – εξαιρουμένων των δεδομένων που ζητούνται με

αποκλειστικό σκοπό την ταυτοποίηση του χρήστη, όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό- και

των δεδομένων περιεχομένου, για την έκδοση ή την έγκριση ευρωπαϊκής εντολής υποβολής

στοιχείων για την απόκτηση των εν λόγω κατηγοριών δεδομένων απαιτείται δικαστικός έλεγχος.

Καθώς τα δεδομένα συνδρομητή και τα δεδομένα που ζητούνται με αποκλειστικό σκοπό την

ταυτοποίηση του χρήστη, όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, είναι λιγότερο ευαίσθητα, η

ευρωπαϊκή εντολή υποβολής στοιχείων για την απόκτηση των εν λόγω δεδομένων θα μπορεί πλέον

να εκδίδεται ή να εγκρίνεται από τους αρμόδιους εισαγγελείς. Σύμφωνα με το δικαίωμα σε δίκαιη

δίκη, όπως αυτό προστατεύεται από το Χάρτη και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των

Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, οι εισαγγελείς πρέπει να ασκούν τις

αρμοδιότητές τους αντικειμενικά και να λαμβάνουν την απόφασή τους σχετικά με την έκδοση ή την

έγκριση ευρωπαϊκής εντολής υποβολής στοιχείων ή ευρωπαϊκής εντολής διατήρησης στοιχείων

αποκλειστικά βάσει των πραγματικών στοιχείων της δικογραφίας και λαμβάνοντας υπόψη

όλα τα ενοχοποιητικά και απαλλακτικά στοιχεία».

17 Βλ. άρθρο 5 Κανονισμού και αναλυτικό κατάλογο εγκλημάτων στο άρθρο 5 παρ. 4 αυτού.

18 Βλ. σκέψεις 81 επ. του Κανονισμού και αρ. 19 αυτού.

19 Πιστοποιητικό ευρωπαϊκής εντολής υποβολής στοιχείων (ΕΕΥ) και ευρωπαϊκής εντολής

διατήρησης στοιχείων (ΕΕΔ) – βλ. Αρ. 9 Κανονισμού.




Σελίδα 6 από 22

αρμόδιας αρχής εκτέλεσης, στην οποία θα κοινοποιείται το εν λόγω πιστοποιητικό, το

οποίο θα διαβιβάζεται συγχρόνως και στον αποδέκτη του20

.




- Αναφορικά με το εύρος των αρμοδιοτήτων της αρχής αυτής, αλλά και του αποδέκτη

επιλαμβάνεται ειδικώς ο Κανονισμός. Ως προς το ζήτημα αυτό, αξιοσημείωτο είναι το

γεγονός ότι προβλέπεται η δυνατότητα των αποδεκτών να αρνηθούν την εκτέλεση των

εντολών, για τους αναλυτικά αναφερόμενους στον Κανονισμό εξαιρετικούς λόγους21

. Οι

λόγοι αυτοί στους οποίους συγκαταλέγεται, και η μη παραβίαση της αρχής ne bis in

idem, αποτελούν επί της ουσίας εχέγγυα τήρησης θεμελιωδών αρχών και προστασίας

θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Άλλωστε, ήδη από το προοίμιο του εν λόγω Κανονισμού, ιδιαίτερη σημασία δίδεται στην

προστασία των δικαιωμάτων του καθ’ου η αίτηση για υποβολή και διατήρηση

στοιχείων καθώς και στην, κατόπιν της αναγκαίας στάθμισης, προστασία των

προσωπικών του δεδομένων22




. Ιδιαιτέρως σημαντικό κρίνεται το δικαίωμα ενημέρωσης

του προσώπου του οποίου τα δεδομένα ζητούνται με την εντολή, προκειμένου να μπορεί

να εξασφαλίσει αποτελεσματικό έλεγχο επί της διαδικασίας, έχοντας μάλιστα το

δικαίωμα χρήσης μέσων αποτελεσματικής έννομης προστασίας κατά της εν λόγω

εντολής23

. Επισημαίνεται, τέλος, ότι η συλλογή των δεδομένων αφορά μόνο στα




20 Στις περιπτώσεις που δεν προβλέπεται κοινοποίηση του πιστοποιητικού στην ανωτέρω αρχή

αλλά μόνο στον αποδέκτη, τότε ο τελευταίος βαρύνεται με την κοινοποίηση των σχετικών

δεδομένων στις αρχές έκδοσης ή στις αρχές επιβολής του νόμου (Βλ. αρ. 10 παρ. 3 Κανονισμού).

21 Αρ. 12 Κανονισμού στο οποίο αναφέρονται ως λόγοι άρνησης εκτέλεσης των εντολών

υποβολής στοιχείων: α) τα ζητούμενα δεδομένα να προστατεύονται από ασυλίες ή προνόμια

που χορηγούνται βάσει του δικαίου του κράτους εκτέλεσης, τα οποία εμποδίζουν την εκτέλεση ή

την επιβολή της εκτέλεσης εντολής, ή τα ζητούμενα δεδομένα καλύπτονται από κανόνες για τον

καθορισμό ή τον περιορισμό της ποινικής ευθύνης που συνδέονται με την ελευθερία του τύπου ή

την ελευθερία της έκφρασης σε άλλα μέσα, και οι οποίοι εμποδίζουν την εκτέλεση ή την επιβολή

της εκτέλεσης της εντολής β) σε εξαιρετικές περιπτώσεις, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να

πιστεύεται, βάσει συγκεκριμένων και αντικειμενικών αποδεικτικών στοιχείων, ότι η εκτέλεση της

εντολής θα συνεπαγόταν, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, πρόδηλη παραβίαση

σχετικού θεμελιώδους δικαιώματος, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 ΣΕΕ και στον Χάρτη (γ) η

εκτέλεση της εντολής αντίκειται στην αρχή ne bis in idem (δ) η συμπεριφορά για την οποία έχει

εκδοθεί η εντολή δεν συνιστά αδίκημα κατά τη νομοθεσία του κράτους εκτέλεσης, εκτός εάν

αφορά αδίκημα περιλαμβανόμενο στις κατηγορίες αδικημάτων του παραρτήματος IV, όπως

αναφέρεται από την αρχή έκδοσης στο πιστοποιητικό ΕΕΥ, αν τιμωρείται στο κράτος έκδοσης με

περιοριστική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας μέγιστης

διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών.

22 Σκέψεις 10, 13-17 Κανονισμού.

23 Σημειώνεται ότι έχει και το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή στη δικαιοσύνη κατά το αρ. 6 ΣΕΕ

- βλ. συνδυαστικά και τη σκέψη 80 του προοιμίου σχετικά με το δικαίωμα αποτελεσματικής

προσφυγής του κατηγορουμένου ή υπόπτου κατά το άρ. 47 του Χάρτη. Για την ενημέρωση του

καθ’ ου η έρευνα βλ. αρ. 13 και 18 Κανονισμού.




Σελίδα 7 από 22

δεδομένα που βρίσκονται στον πάροχο κατά τη στιγμή που αυτός παραλαμβάνει την

εντολή, η δε έκδοση της εντολής θα πρέπει να είναι απαραίτητη και σύμφωνη με την

αρχή της αναλογικότητας. Δεν δημιουργείται, δηλαδή, δια του Κανονισμού μια γενική

υποχρέωση διατήρησης δεδομένων, ούτε θα πρέπει να οδηγηθούμε σε μια τέτοια

πρακτική ως αποτέλεσμα «κατάχρησης» του σκοπού του. Προς τούτο άλλωστε

προβλέπεται η έκδοση των εν λόγω εντολών μόνο για συγκεκριμένες ποινικές

διαδικασίες και για συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα24

.




(ii) Υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων και δεδομένου του νεοπαγούς χαρακτήρα του

υπό εξέταση Κανονισμού, προκύπτουν οι ακόλουθες σκέψεις:

[Α] Αρχικά, καθίσταται αντιληπτό ότι ο ενωσιακός νομοθέτης επιλέγει να ρυθμίσει το

ζήτημα με νομοθετικό εργαλείο έναν Κανονισμό, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό την

άμεση, συνεπή και καθολική εφαρμογή των ρυθμιζόμενων θεμάτων στα κράτη μέλη25

.

Τούτο αποδεικνύει την σπουδαιότητα του υπό εξέταση ζητήματος και την ανάγκη ενιαίας

αντιμετώπισής του. Παρατηρεί μάλιστα κανείς ότι, ενώ συνήθως ως νομοθετικό εργαλείο

για ποινικά θέματα προκρίνεται η οδηγία, η οποία καταλείπει ένα εύρος αυτόνομης

δράσης κατά την ενσωμάτωση της στα κράτη μέλη, εν προκειμένω το περιθώριο

αυτονομίας δεν φαίνεται να περιλαμβάνεται στην ενωσιακή νομοθετική βούληση. Με

την πρόσφατη πρακτική του, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και έτερα ποινικά ζητήματα, τα

οποία ρυθμίζονται πλέον με κανονισμούς, ο ενωσιακός νομοθέτης ίσως να επιδιώκει

σταδιακά ένα αρραγές νομοθετικό πλαίσιο εντός της Ένωσης.

[Β] Περαιτέρω, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι συνυπάρχουν σε ίδιο επίπεδο

κανονιστικής ισχύος δύο Κανονισμοί που αφορούν, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς,

σε διαφορετικές όψεις όμοιου ζητήματος. Ο υπό συζήτηση Κανονισμός και ο




24 Σκέψη 24 Προοιμίου, σύμφωνα με την οποία: «Στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών, η

ευρωπαϊκή εντολή υποβολής στοιχείων και η ευρωπαϊκή εντολή διατήρησης στοιχείων θα πρέπει να

εκδίδονται μόνο για συγκεκριμένες ποινικές διαδικασίες που αφορούν συγκεκριμένο ποινικό

αδίκημα που έχει ήδη διαπραχθεί, μετά από εξατομικευμένη αξιολόγηση της αναγκαιότητας και

αναλογικότητας των εν λόγω εντολών σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των

δικαιωμάτων του υπόπτου ή του κατηγορούμενου» σε συνδυασμό με σκέψη 49 του Προοιμίου,

στην οποία επισημαίνεται ότι η εντολή διατήρησης στοιχείων θα πρέπει να περιορίζεται «σε ό,τι

είναι απολύτως απαραίτητο προκειμένου να επιτευχθεί ο θεμιτός σκοπός να προληφθεί η

αφαίρεση, η διαγραφή ή η αλλοίωση των δεδομένων που είναι συναφή και αναγκαία ως

αποδεικτικά στοιχεία σε συγκεκριμένη υπόθεση..».

25 Προς ενίσχυση της θέσης αυτής και η σκέψη 12 του προοιμίου, η οποία αναφέρει ότι ο

μηχανισμός της ευρωπαϊκής εντολής υποβολής και διατήρησης στοιχείων βασίζεται στην αρχή

της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ κρατών μελών και στο τεκμήριο συμμόρφωσης αυτών με το

δίκαιο της Ένωσης.




Σελίδα 8 από 22

Κανονισμός για την προστασία προσωπικών δεδομένων. Ο δεύτερος ίσως να αποτελεί

«ανάχωμα» στην αυθαίρετη εφαρμογή του παρόντος νομοθετήματος και να λειτουργήσει

συμπληρωματικά ως προς αυτόν, ως δικλείδα ασφαλείας26

.




[Γ] Ακολούθως, προβληματισμό δημιουργεί, ιδίως ως προς τις πρακτικές του διαστάσεις,

το ζήτημα της σχέσης και του τρόπου αλληλεπίδρασης του εν λόγω νομοθετήματος, με

άλλους θεσμούς που αφορούν στη δικαστική συνεργασία κρατών. Πράγματι ο

Κανονισμός δίδει μια νέα διάσταση στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης πέραν της

παραδοσιακής μορφής της δικαστικής συνεργασίας. Η επιλογή αυτή δικαιολογείται

μάλλον από την ανάγκη προσαρμογής του μηχανισμού συνεργασίας στη νέα ψηφιακή

εποχή, δεδομένου ότι δεν υποκαθιστά τους παλαιότερους θεσμούς, αλλά συνυπάρχει με

αυτούς, λειτουργώντας συμπληρωματικά27

.




[Δ] Τέλος, η σύμπραξη των κρατικών αρχών με ιδιωτικούς φορείς, ως προς την

εξιχνίαση του εγκλήματος, εγείρει ορισμένες σκέψεις και προβληματισμούς που

επικεντρώνονται στον κίνδυνο ενδεχόμενης ιδιωτικοποίησης της διασυνοριακής

διαδικασίας δικαστικής συνδρομής28




. Πλην όμως, ο κίνδυνος μετριάζεται αν αναλογιστεί

κανείς την αναγκαιότητα της σύμπραξης των ιδιωτικών φορέων στο έργο των οργάνων

του κράτους έκδοσης της εντολής, αλλά και την πρόβλεψη κυρώσεων σε περίπτωση μη

συμμόρφωσής τους με τις οδηγίες του κράτους αυτού.

Εξ όσων αναλύθηκαν αμέσως ανωτέρω προκύπτει ότι ο υπό κρίσιν Κανονισμός στοχεύει

στην επιτάχυνση και στην ευελιξία των διαδικασιών συλλογής των αποδεικτικών

στοιχείων29, προς υποβοήθηση των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών. Ωστόσο, θα

πρέπει να ενταχθεί σταδιακά στην ποινική διαδικασία και να τύχει προσήκουσας

αξιοποίησης από τα διάδικα μέρη, πάντοτε υπό το πρίσμα προστασίας των θεμελιωδών

δικαιωμάτων.

Η ίδια βέβαια η «ένταξη» του Κανονισμού στην εσωτερική έννομη τάξη παρουσιάζει

ιδιαίτερο πρακτικό ενδιαφέρον. Πρώτον, κρίσιμη είναι η δημιουργία του

26 Βλ. και σκέψεις 13- 17 & 19-21 του Προοιμίου.

27 Βλ. και Ε. Φαρμακίδη «Ευρωπαϊκή Εντολή υποβολής και Ευρωπαϊκή Εντολή Διατήρησης

στοιχείων – Η προσαρμογή των θεσμών δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις στη νέα

ψηφιακή εποχή» ΠοινΔικ 1/2021, σελ. 28-43.

28 Βλ. Δ. Τσιλίκη ό.π., όπου αναπτύσσονται σχετικοί προβληματισμοί υπό τον τίτλο: «Η

υποχρεωτική και απευθείας σύμπραξη των ιδιωτών στην συλλογή η-αποδείξεων ως τομή των

μεταρρυθμίσεων: Ιδιωτικοποίηση της δικαστικής συνεργασίας;».

29

Πρόβλεψη περί ολοκλήρωσης των διαδικασιών σε διάστημα από έξι (6) ώρες έως δέκα (10)

ημέρες κατά περίπτωση – Βλ. άρθρο 12 Κανονισμού.




Σελίδα 9 από 22

αποκεντρωμένου συστήματος τεχνολογίας πληροφοριών (ΤΠ), μέσω του οποίου, όπως

αναφέρθηκε παραπάνω, θα εξασφαλίζεται με ασφαλή και βιώσιμο τρόπο η επικοινωνία

και η ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των αρχών έκδοσης και εκτέλεσης των εντολών,

καθώς και μεταξύ αυτών και των παρόχων υπηρεσιών30. Ζητήματα όπως ο ασφαλής

τρόπος πρόσβασης των παρόχων στο ως άνω σύστημα, οι τεχνικές προδιαγραφές αυτού

και εν γένει ο τρόπος λειτουργίας του αναμένεται μετά βεβαιότητας να απασχολήσουν τα

επόμενα έτη τις εθνικές αρχές.

Δεύτερον, παρά την άμεση εφαρμογή του Κανονισμού στην εσωτερική έννομη τάξη31

,

ιδιαίτερη σημασία αναμένεται να έχει ο εφαρμοστικός νόμος αυτού, δεδομένου ότι δια

αυτού θα καθοριστούν πλείστα επιμέρους ζητήματα, όπως ο προσδιορισμός της Αρχής

Έκδοσης και Εκτέλεσης των εντολών υποβολής και διατήρησης δεδομένων, αλλά και η

ανάγκη ή μη μετάφρασης των σχετικών αιτημάτων των λοιπών κρατών μελών στην

ελληνική γλώσσα. Κρισιμότερο, βέβαια, είναι μέσω του εφαρμοστικού νόμου να

κατοχυρωθούν πλήρως τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων, όπως αυτά

έχουν αποτυπωθεί στον Κανονισμό (π.χ. το δικαίωμα ενημέρωσής του για την

επεξεργασία των δεδομένων του και το δικαίωμα προσφυγής στην αρμόδια δικαστική

αρχή) σύμφωνα με τις επιταγές του ΧΘΔ, της ΣΕΕ και της ΕΣΔΑ.




Γ. Δικονομικές ρυθμίσεις στην εθνική έννομη τάξη

I. To άρθρο 265 ΚΠΔ περί κατάσχεσης ψηφιακών δεδομένων

Στην ελληνική έννομη τάξη δεν υφίσταται κάποιο εξειδικευμένο νομοθέτημα για τη

διαδικασία της ηλεκτρονικής απόδειξης. Σημειώνεται ότι το ζήτημα των ηλεκτρονικών

αποδείξεων ενδέχεται να ανακύψει τόσο κατά τη συλλογή στο πλαίσιο της προδικασίας,

όσο και κατά την αξιολόγηση και αξιοποίησή τους από το ποινικό δικαστήριο στην επ’

ακροατηρίω διαδικασία. Σε σχέση με τη συλλογή ηλεκτρονικών και ψηφιακών

αποδεικτικών στοιχείων, επισημαίνονται τα ακόλουθα:




30 Βλ. σχετικά το άρθρο 19 του Κανονισμού καθώς και τις Σκέψεις 81επ. του Προοιμίου αυτού.

31 Βλ. σχετικά το κείμενο του Κανονισμού, όπως δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της

Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην τελευταία σελίδα του οποίου επισημαίνεται ότι ο Κανονισμός είναι

δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις

Συνθήκες.




Σελίδα 10 από 22

Πρωτίστως κρίνεται σκόπιμο να γίνει μια σύντομη αναφορά στη διάταξη του άρθρου 265

ΚΠΔ, με το οποίο ρυθμίζεται το ζήτημα της κατάσχεσης ψηφιακών δεδομένων32

 το

οποίο καταγράφεται ως νεωτεριστική αποτύπωση επενέργειας της σύγχρονης

τεχνολογικής εξέλιξης στην ποινική δίκη33




. Το στοιχείο που διαφοροποιεί τα ψηφιακά

δεδομένα σε σχέση με τα κοινά αποδεικτικά μέσα είναι ο άυλος χαρακτήρας τους34

, ο

32 Στο άρθρο 265 ΚΠΔ, υπό τον τίτλο «κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων» ορίζονται τα

ακόλουθα: «1. Η κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων μπορεί να επιβληθεί: α) Σε ένα σύστημα υπολογιστή

στο σύνολό του ή σε μέρος αυτού και στα δεδομένα υπολογιστή που είναι αποθηκευμένα σε αυτόν, στα οποία

έχει φυσική πρόσβαση εκείνος που διενεργεί την ανάκριση, β) σε ένα μέσο αποθήκευσης δεδομένων

υπολογιστή στο οποίο υπάρχουν αποθηκευμένα δεδομένα υπολογιστή και έχει φυσική πρόσβαση εκείνος που

διενεργεί την ανάκριση, γ) σε ένα απομακρυσμένο σύστημα υπολογιστή στο σύνολό του ή σε μέρος αυτού

και στα δεδομένα υπολογιστή που είναι αποθηκευμένα σε αυτόν ή σε ένα απομακρυσμένο μέσο αποθήκευσης

δεδομένων υπολογιστή και στα δεδομένα υπολογιστή που είναι αποθηκευμένα σε αυτό, τα οποία είναι

διασυνδεδεμένα στο σύστημα υπολογιστή στο οποίο έχει φυσική πρόσβαση εκείνος που διενεργεί την

ανάκριση. Στην τελευταία περίπτωση, τα ψηφιακά δεδομένα που είναι αποθηκευμένα και προσβάσιμα μέσω

συστήματος και υπηρεσιών νεφοϋπολογιστικής (cloud services) δεν θεωρούνται αποθηκευμένα σε

απομακρυσμένο σύστημα υπολογιστή ή σε απομακρυσμένο μέσο αποθήκευσης δεδομένων υπολογιστή τα

οποία είναι διασυνδεδεμένα στο σύστημα υπολογιστή στο οποίο έχουν φυσική πρόσβαση οι αρχές. 2. Η κατά

τα ανωτέρω κατάσχεση πραγματοποιείται αποκλειστικά με τη χρήση κατάλληλου εξοπλισμού που

επιτρέπει σε εκείνον που τη διεξάγει: α) Την αφαίρεση και την κατάσχεση του υλικού φορέα των υπό

στοιχείων α-γ της παρ. 1, στο οποίο βρίσκονται αποθηκευμένα τα δεδομένα και/ή β) την αντιγραφή και την

αφαίρεση των αποθηκευμένων ψηφιακών δεδομένων των υπό στοιχείων α-γ της παρ. 1 σε μέσο αποθήκευσης

δεδομένων και γ) την αναπαραγωγή και την επαλήθευση της αυθεντικότητας και της ακεραιότητας των

κατασχεθέντων δεδομένων. 3. Η κατάσχεση που διενεργείται κατά τις παρ. 1 και 2, βεβαιώνεται με ειδική

έκθεση, η οποία αναφέρει ειδικώς τις ενέργειες της παρ. 2 που πραγματοποιεί εκείνος που διεξάγει την

ανάκριση. 4. Τα ψηφιακά δεδομένα που κατάσχονται διατηρούνται αποθηκευμένα καθ` όλη τη διάρκεια της

ποινικής διαδικασίας σε ένα και μόνο υλικό μέσο αποθήκευσης που περιέχεται στη δικογραφία. Ασφαλές

αντίγραφο αυτού ώστε να διασφαλίζεται η δυνατότητα ανάκτησης των δεδομένων που έχουν κατασχεθεί, σε

περίπτωση απώλειας ή καταστροφής, σχηματίζεται κατά την κατάσχεσή τους και διατηρείται στο γραφείο

πειστηρίων του πρωτοδικείου στο οποίο υποβάλλεται η δικογραφία και το οποίο παρέχει τις κατάλληλες

εγγυήσεις φυσικής ασφάλειας και πρόσβασης σε εκείνους μόνο που ασκούν καθήκοντα στην υπόθεση. Η

παρούσα ισχύει αναλόγως και στα ψηφιακά δεδομένα που αφορούν στα δεδομένα επικοινωνίας που

περιλαμβάνονται στη δικογραφία. 5. Η πρόσβαση και η δυνατότητα αναπαραγωγής των ψηφιακών

δεδομένων που κατάσχονται επιτρέπεται μόνο σε όσους ασκούν δικαστικά, εισαγγελικά και ανακριτικά

καθήκοντα στην υπόθεση ή τους γραμματείς. Προς το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται τα κατάλληλα τεχνικά

μέσα. Τέτοια μέσα είναι η κρυπτογράφηση και η χρήση κωδικών ασφαλείας για την πρόσβαση και

αναπαραγωγή των κατασχεμένων ψηφιακών δεδομένων από το υλικό μέσο αποθήκευσης στο οποίο

βρίσκονται αποθηκευμένα. Η παρούσα ισχύει αναλόγως και στα ψηφιακά δεδομένα που αφορούν στα

δεδομένα επικοινωνίας που περιλαμβάνονται στη δικογραφία. 6. Απαγορεύεται η δημιουργία και η διατήρηση

αντιγράφων των ψηφιακών δεδομένων για οποιονδήποτε άλλον λόγο εκτός αν ο αρμόδιος εισαγγελέας ή

ανακριτής ή συμβούλιο ή το δικαστήριο κρίνουν ότι τα κατασχεμένα ψηφιακά δεδομένα είναι αναγκαίο

να περιληφθούν σε άλλη δικογραφία. Η παρούσα ισχύει αναλόγως και στα ψηφιακά δεδομένα που αφορούν

στα δεδομένα επικοινωνίας που περιλαμβάνονται στη δικογραφία.».

33 Έτσι Αιτιολογική Έκθεση.

34 Βλ. σχετικά και την Αιτιολογική Έκθεση, όπου αποτυπώνεται με ενάργεια το «κενό» που

κάλυψε η εν λόγω ρύθμιση για την κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων ως ακολούθως: «Αυτόδηλο

είναι, εξάλλου, ότι καθώς τα ψηφιακά δεδομένα είναι άϋλα, οποιαδήποτε ρύθμιση του ΚΠΔ που

αναφέρεται σε υλικά πειστήρια και έγγραφα δεν αποτυπώνει την πραγματική φύση και τις ανάγκες

αυτών. Καθώς, δηλαδή, ο υλικός φορέας των δεδομένων (σκληρός δίσκος, μέσο αποθήκευσης)

στον οποίον αφορούν τα ψηφιακά δεδομένα είναι διακριτός έναντι των ιδίων των δεδομένων,

είναι φανερό ότι οι παραδοσιακές διατάξεις του ΚΠΔ που αναφέρονται αποκλειστικά στα φυσικά

πειστήρια και αντικείμενα δεν συμπεριλαμβάνουν ρητά τα ψηφιακά δεδομένα, με αποτέλεσμα να

πάσχει η όλη διαδικασία και η κατάσχεση των υλικών φορέων ή η αντιγραφή, επεξεργασία και

αναπαραγωγή των αρχείων για τους σκοπούς της ποινικής δίκης να συνιστούν αυθαίρετες ενέργειες




Σελίδα 11 από 22

οποίος καθιστά αναγκαία την προσεκτική συλλογή τους και την τήρηση ειδικών

διαδικασιών, τη συνδρομή εξειδικευμένου προσωπικού και τη χρήση ειδικού

εξοπλισμού. Σημειώνεται, βέβαια, ότι η διάταξη με την ισχύουσα μορφή της

καταλαμβάνει τόσο το άυλο ψηφιακό δεδομένο, όσο και τον υλικό φορέα που το

ενσωματώνει. Παραδείγματος χάριν, ένα tablet που βρίσκεται στην οικία ορισμένου

προσώπου μπορεί να κατασχεθεί όχι επειδή περιέχει κρίσιμα ψηφιακά δεδομένα, αλλά

επειδή επί της οθόνης αφής ανευρέθησαν δακτυλικά αποτυπώματα35. Αυτή η ιδιαίτερη

φύση τους δεν επιτρέπει την απλή «απομάκρυνσή» τους κατά τρόπο που προσιδιάζει

στην αφαίρεση ενσώματων αντικειμένων από την κατοχή ορισμένου προσώπου.

Σημαντική κρίνεται η σύνταξη σχετικής έκθεσης κατά την κατάσχεσή τους, προκειμένου

το ψηφιακό υλικό να παραμένει προστατευμένο από παρεμβολές και να εξασφαλίζεται η

ακεραιότητά του. Μετά τη συλλογή, κρίσιμη είναι και η διαδικασία για την ασφαλή

διατήρησή τους. Αυτά παραμένουν αποθηκευμένα καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής

διαδικασίας σε ένα και μόνο υλικό μέσο αποθήκευσης που περιέχεται στη δικογραφία36

.

Αποτελούν άλλωστε μέρος της και σκοπός είναι να παρέχεται πρόσβαση στα

δικαιούμενα πρόσωπα. Προς τούτο προβλέπεται η χρήση κατάλληλων τεχνικών μέσων,

όπως η κρυπτογράφηση και η χρήση κωδικών ασφαλείας για την πρόσβαση στα

δεδομένα αυτά37




. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι εξαιρούνται ρητώς από τα δεδομένα

για τα οποία μπορεί να επιβληθεί κατάσχεση, τα ψηφιακά δεδομένα που είναι

αποθηκευμένα και προσβάσιμα μέσω συστήματος και υπηρεσιών νεφοϋπολογιστικής




(βλ. Α. Καργόπουλο, Ανακριτικές πράξεις επί ψηφιακών δεδομένων, σε: Θ. Δαλακούρα,

Ηλεκτρονικό έγκλημα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2019, σελ. 210). Ευλόγως, άλλωστε, εφόσον η

παραγγελία και η κατάσχεση αφορά σε αυτά καθεαυτά τα υλικά μέσα αποθήκευσης, οι ενέργειες

αυτές περιορίζονται μόνο ως προς αυτά και δεν καλύπτουν τα αυτοτελή και αυθύπαρκτα ψηφιακά

δεδομένα».

35 Βλ. Γ. Ναζίρη, Η κατάσχεση των ψηφιακών δεδομένων (Μέρος Β’: Οι ρυθμίσεις του νέου

Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), ΠοινΔικ 3/2021, σελ. 355.

36 Έτσι και η Μ. Γεωργιάδου, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ ́άρθρο του

Ν.4620/2019, 1ος Τόμος, 2020, Επιμέλεια: Λ. Μαργαρίτης, σελ. 1493.

37 Βλ. Γ. Ναζίρη, Η κατάσχεση των ψηφιακών δεδομένων (Μέρος Β’: Οι ρυθμίσεις του νέου

Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), ό.π., ο οποίος εύστοχα επισημαίνει ότι: «Είναι βέβαια προφανές

ότι, στο μέτρο που τα ψηφιακά δεδομένα αποτελούν αντικείμενο της δικογραφίας, δεν μπορεί να

αποκλειστεί στους διαδίκους το δικαίωμα πρόσβασης στην πληροφορία που αυτά

ενσωματώνουν....Το νόημα της διάταξης του άρθρου 265 παρ.5 ΚΠΔ είναι ότι οι διάδικοι δεν

επιτρέπεται να αποκτούν άμεση πρόσβαση στον υλικό φορέα των ψηφιακών δεδομένων, χωρίς να

αποκλείεται η χορήγηση σε αυτούς (με δικά τους έξοδα) αντιγράφων από τα όργανα που είναι

επιφορτισμένα κατά την παράγραφο 4.».




Σελίδα 12 από 22




(cloud services)

38

. Ως προς δε τα ηλεκτρονικά έγγραφα, ακολουθείται για τη

συλλογή/κατάσχεσή τους η ίδια διαδικασία που εφαρμόζεται και για τα κοινά έγγραφα39

.

Η αποδεικτική αξιοποίηση των ψηφιακών δεδομένων οριοθετείται από το άρθρο 19 του

Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει τη χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί

κατά παράβαση των άρθρων περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα40

.

Ωστόσο, προβληματισμό εγείρει η διατύπωση της παραγράφου 6 του εν λόγω άρθρου με

βάση την οποία φαίνεται να καθίσταται δυνατή η αποδεικτική αξιοποίηση των ψηφιακών

δεδομένων και σε άλλη ποινική δικογραφία. Ειδικότερα, από τη γραμματική διατύπωση

της διάταξης συνάγεται ότι το υλικό που έχει συλλεγεί μπορεί να περιληφθεί και σε

άλλη, ήδη σχηματισμένη, δικογραφία κατόπιν εισαγγελικής διάταξης ή απόφασης

δικαστικού οργάνου41. Η πρόβλεψη αυτή, ιδωμένη υπό το πρίσμα των σχετικών

προβλέψεων του νόμου για τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών42




, αλλά και

των διατάξεων του ΚΠΔ για τις ειδικές ανακριτικές πράξεις43 επαναφέρει τον

38 Βλ. σχετικά το υπ ́αριθ. 613/2016 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών

(ΠοινΔικ 2016, 424) με το οποίο είχε γίνει δεκτό (πριν την ρητή πρόβλεψη στον ΚΠΔ) ότι το

υπολογιστικό νέφος δεν είναι απλά αποθηκευτικός χώρος, αλλά χρησιμοποιείται κυρίως για

μεταφορά αρχείων μεγάλης χωρητικότητας και στην πολιτική απορρήτου του ο πάροχος δηλώνει

ρητά ότι αντιτίθεται στη διαρροή οποιουδήποτε μέρους τεχνογνωσίας προκειμένου να γίνει

χρήση ακόμη και από κρατικές υπηρεσίες και ότι δεν ικανοποιεί κυβερνητικά αιτήματα που

αναφέρονται σε μεγάλο αριθμό προσώπων και τα οποία δεν σχετίζονται με συγκεκριμένη έρευνα.

39 Βλ. σχετικά αρ. 15 παρ. 1 Ν. 4727/2020, όπου αναφέρεται ότι: «Ηλεκτρονικά ιδιωτικά έγγραφα

που εκδίδονται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες με χρήση εγκεκριμένης

ηλεκτρονικής υπογραφής ή εγκεκριμένης ηλεκτρονικής σφραγίδας, γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά

από τους φορείς του δημόσιου τομέα, από τα δικαστήρια όλων των βαθμών και τις εισαγγελίες όλης

της χώρας και από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες κατά την ηλεκτρονική διακίνησή

τους.».

40 Έτσι Μ. Γεωργιάδου, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ό.π. 1493 με παραπομπή σε

Μπουρμά Γ., Η νομιμότητα των ερευνών σε ηλεκτρονικά δίκτυα και δεδομένα στις περιπτώσεις

εγκλημάτων στον Κυβερνοχώρο, ΠοινΔικ 2019, 556. Βλ. σχετικά και Αιτιολογική Έκθεση περί

της αναγκαιότητας ύπαρξης ειδικής νομικής βάσης για κάθε επέμβαση των αρχών στα

δικαιώματα και στις ελευθερίες του ατόμου με επίκληση αποφάσεων του ΕΔΔΑ, της Οδηγίας

2016/680/ΕΕ, καθώς και της Σύμβασης της Βουδαπέστης για το Κυβερνοέγκλημα.

41 Επισημαίνεται ότι στο κείμενο της διάταξης χρησιμοποιείται το ρήμα «περιληφθεί». Με τη

χρήση του ρήματος αυτού ο νομοθέτης φαίνεται να επιτρέπει τη χρήση των ψηφιακών μέσων σε

ήδη σχηματισθείσα δικογραφία. Ως εκ τούτου, η δυνατότητα αυτή διαφέρει ουσιωδώς από την

υποχρέωση διαβίβασης του αποδεικτικού υλικού («κάθε πληροφορία και με τα σχετικά έγγραφα»)

που προβλέπεται στο άρθρο 39 ΚΠΔ.

42 Αρ. 7, παρ.2, Ν. 5002/2022: «Κάθε στοιχείο ή γνώση που αποκτάται κατά την άρση αξιοποιείται

στο πλαίσιο της αυτής ποινικής δίκης, υπό τον όρο ότι αφορά σε πράξη για την οποία επιτρέπεται η

άρση απορρήτου. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται το στοιχείο αυτό ή η αποκτηθείσα γνώση να

χρησιμοποιηθούν και σε άλλη ποινική δίκη για τη βεβαίωση των εγκλημάτων των παρ. 1 και 2 του

άρθρου 6, εφόσον το δικαστικό συμβούλιο αποφανθεί ειδικώς περί αυτού».

43 Αρ. 254 παρ. 5 εδ. β’ ΚΠΔ: «κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται το στοιχείο αυτό ή η αποκτηθείσα γνώση

να χρησιμοποιηθούν και σε άλλη ποινική δίκη για τη βεβαίωση εγκλήματος της παραγράφου 1, τη




Σελίδα 13 από 22

προβληματισμό περί της αποδεικτικής αξιοποίησης των «τυχαίων» ευρημάτων.

Σημειώνεται, ωστόσο, ότι σε αντίθεση με τις ανωτέρω ρυθμίσεις, οι οποίες οριοθετούν το

πεδίο αξιοποίησης στα εκ του «καταλόγου» εγκλήματα, εν προκειμένω ο νομοθέτης δεν

προέβη σε κάποια περιοριστική απαρίθμηση των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες

μπορεί να αξιοποιηθεί το εν λόγω υλικό. Δεδομένου δε του νεοπαγούς χαρακτήρα της

ρύθμισης και της συνεπακόλουθης απουσίας νομολογιακώς καθορισθέντων κριτηρίων,

που θα οριοθετήσουν την εφαρμογή της, επισημαίνεται ότι θα πρέπει να ερμηνεύεται και

να εφαρμόζεται «συσταλτικά», σύμφωνα πάντοτε με την αρχή της αναλογικότητας και

με σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα των εμπλεκόμενων μερών.

Τέλος, στην περίπτωση κατάσχεσης ψηφιακών δεδομένων που είναι αποθηκευμένα σε

σύστημα υπολογιστή, κρίνεται ιδιαιτέρως προβληματική η οριοθέτηση – «απομόνωση»

αυτών. Συγκεκριμένα, δεδομένης της κατασχέσεως του υλικού φορέα στον οποίο είναι

αποθηκευμένα τα δεδομένα (λ.χ. του σκληρού δίσκου), είναι ορατός ο κίνδυνος

κατασχέσεως και αποθηκευμένων σε αυτόν δεδομένων που ουδόλως σχετίζονται με την

αποδιδόμενη κατηγορία, και δη ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Παραδείγματος

χάριν στην περίπτωση φορολογικών αδικημάτων, δεν μπορεί να αποκλειστεί η

κατάσχεση και ιατρικών δεδομένων ή φωτογραφιών που απεικονίζουν προσωπικές

στιγμές του χρήστη του κατασχεθέντος υπολογιστή, στον οποίο βρίσκονται

αποθηκευμένα οικονομικά στοιχεία της διερευνώμενης επιχείρησης. Συνακόλουθα, στα

ευαίσθητα αυτά δεδομένα αποκτούν πρόσβαση όλα τα νομιμοποιούμενα διάδικα μέρη

(ιδίως συγκατηγορούμενοι, υποστηρίζοντες την κατηγορία, καθώς και οι συνήγοροι

αυτών). Ο κίνδυνος αυτός εντείνεται στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία, οπότε και μπορεί

να ζητηθεί από τους παράγοντες της δίκης να επισκοπηθεί το εν λόγω ψηφιακό

αποδεικτικό μέσο, με αποτέλεσμα να διευρύνεται ο κύκλος των προσώπων που

λαμβάνουν γνώση των δεδομένων αυτών, εν’ όψει και της αρχής της δημοσιότητας της

δίκης. Ανακύπτει, λοιπόν, το εύλογο ερώτημα πώς και από ποιό αρμόδιο όργανο θα

μπορούσε στην πράξη να διαχωριστεί το αφορόν στην κατηγορία κατασχεθέν ψηφιακό

υλικό από το ποινικώς αδιάφορο προσωπικό υλικό του υπόπτου/κατηγορούμενου, ώστε

να προστατευτούν τα δικαιώματα του τελευταίου.




σύλληψη δραστών και την εξάρθρωση άλλης εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης, εφόσον το

δικαστικό συμβούλιο αποφανθεί ειδικώς περί αυτού», αλλά και τελευταίο εδάφιο: «κατ’ εξαίρεση

επιτρέπεται τα στοιχεία αυτά ή οι αποκτηθείσες γνώσεις να χρησιμοποιηθούν για τη βεβαίωση

εγκλήματος, τη σύλληψη δραστών και την εξάρθρωση άλλης εγκληματικής οργάνωσης, εφόσον το

δικαστικό συμβούλιο αποφανθεί ειδικώς περί αυτού».




Σελίδα 14 από 22

ΙΙ. Το άρθρο 227 παρ. 4, 5 ΚΠΔ περί αποτύπωσης σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό

μέσο της κατάθεσης ανήλικου μάρτυρα

Περαιτέρω, μια ακόμα δικονομική ρύθμιση η οποία αποτυπώνει τη σταδιακή εισαγωγή

των ψηφιακών στοιχείων στην ποινική αποδεικτική διαδικασία είναι αυτή του άρθρου

227 παρ. 4, 5 ΚΠΔ44. Ειδικότερα, με τη διάταξη αυτή προβλέπεται η υποχρέωση

καταχώρισης σε οπτικοακουστικό υλικό της κατάθεσης του ανήλικου μάρτυρα κατά την

προδικασία και η ηλεκτρονική προβολή της, αντί της φυσικής παρουσίας, στα επόμενα

δικονομικά στάδια45. Η αποδεικτική αυτή υποκατάσταση αποτελεί το αποτέλεσμα της

συμμόρφωσης του Έλληνα νομοθέτη με τη διεθνή υποχρέωση να διατηρήσει το ευάλωτο

ανήλικο θύμα «μακριά» από τον κατηγορούμενο και την ακροαματική διαδικασία46

.

Έτσι, η ηλεκτρονική αποτύπωση της καταθέσεως κατέστη υποχρεωτική47

,

αντικαθιστώντας επί της ουσίας την έγγραφη κατάθεση του ανηλίκου. Η δικονομική

αυτή ρύθμιση αναδεικνύει έτι περαιτέρω τον ρόλο που διαδραματίζει σταδιακά η

τεχνολογία κατά την ποινική αποδεικτική διαδικασία.

Σε κάθε περίπτωση, κατά τη διαδικασία αξιολόγησης και αξιοποίησης των εν λόγω

αποδεικτικών στοιχείων από τον ποινικό δικαστή στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία θα

εφαρμοστούν οι σχετικοί κανόνες περί απόδειξης, όπως αυτοί ισχύουν στην ποινική δίκη.

Τα στοιχεία αυτά θα συνεκτιμηθούν στο πλαίσιο της αρχής της ηθικής αποδείξεως

(άρθρο 177 ΚΠΔ), με τις κατά περίπτωση αναγκαίες σταθμίσεις για την προστασία

θεμελιωδών δικαιωμάτων των διάδικων μερών. Άμεση, βεβαίως, είναι και η σχέση της

λειτουργίας της ηθικής απόδειξης με την ολόπλευρη αναζήτηση της αλήθειας στην

ακροαματική διαδικασία, όπως προκύπτει από τα άρθρα 177 παρ. 1 και 178 παρ. 2 ΚΠΔ.

Το ενδιαφέρον ζήτημα που προκύπτει αφορά το τυχόν διαφοροποιημένο περιεχόμενο της

αιτιολογίας των καταδικαστικών και αθωωτικών αποφάσεων, καθώς η αιτιολογία των

44 Αρ. 227 ΚΠΔ: «4. Η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε

ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου

αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας.

5. Αν δεν είναι δυνατή η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου, η γραπτή κατάθεσή του

αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο...».

45 Μ. Μαργαρίτης «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας θεωρία –νομολογία», εκδ. 2020, σελ. 573.

46 Βλ. το σκεπτικό του υπ’ αριθ. 50/2022 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς (ΤΝΠ

ΝΟΜΟΣ).

47 Βλ. σχετικά και Κ. Πανάγος «Ανήλικοι μάρτυρες σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης: Ο

ρόλος των επιστημόνων ψυχικής υγείας στην εξέτασή τους», ΠοινΔικ, 11/2021, σελ. 1515 –

1528, ο οποίος επισημαίνει ότι στην αρχική εκδοχή του άρ. 226 Α ΚΠΔ προβλεπόταν δυνητικά η

ηλεκτρονική καταχώρηση. Το άρ. 227 παρ. 4 του ισχύοντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

επιβάλλει την υποχρεωτική καταγραφή της εξέτασης, δίχως να αφήνονται περιθώρια για

παρεκκλίσεις από αυτόν τον κανόνα.




Σελίδα 15 από 22

αποφάσεων αποτελεί το πεδίο εφαρμογής της αρχής της ηθικής απόδειξης στο

ακροατήριο48




. Χρήσιμο «εργαλείο» στην κατεύθυνση αυτή θα αποτελέσει μετά




βεβαιότητος η ηλεκτρονική απόδειξη49

.




Δ. Νομολογία ελληνικών δικαστηρίων

Η πολιτική δικαιοσύνη βρέθηκε αντιμέτωπη με το ζήτημα της αποδεικτικής αξιοποίησης

ηλεκτρονικών στοιχείων ήδη κατά τα προηγούμενα χρόνια50. Στην ποινική δίκη τα

πράγματα διαφοροποιούνται δεδομένης της φύσης, αλλά και του βαθμού δικανικής

πεποίθησης που αυτή απαιτεί. Σημειώνεται, για λόγους πληρότητας της παρούσας

εισηγήσεως, ότι στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας το δικαστήριο μπορεί να κληθεί να

αξιολογήσει ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία στις εξής δύο περιπτώσεις:

1

ον: Όταν αυτά αποτελούν υλικό αντικείμενο ή μέσο τέλεσης του υπό εξέταση

εγκλήματος. Τούτο διότι, λόγω της διαρκούς ανάπτυξης της ηλεκτρονικής

εγκληματικότητας, τα μέσα και οι υλικοί φορείς των εγκλημάτων αποκτούν νέα πλέον

μορφή. Στις περιπτώσεις αυτές δεν παρουσιάζονται ιδιαίτερα ερμηνευτικά ζητήματα,

δεδομένου ότι το εν λόγω ψηφιακό/ηλεκτρονικό στοιχείο αποτελεί μέρος του υπό

εξέταση εγκλήματος, οπότε και αυτόματα συνεκτιμάται και αξιοποιείται από τον

δικαστή51

.




48 Έτσι Χ. Παπουτσής, Ο έλεγχος της εκτίμησης των αποδείξεων, Κριτήρια αξιοπιστίας των

αποδεικτικών μέσων στο πλαίσιο της ηθικής απόδειξης, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2023, 262 επ.

49 Για τη σημασία που διαδραματίζουν τα ηλεκτρονικά αποδεικτικά μέσα στην ποινική δίκη

χαρακτηριστική είναι η υπ ́αριθ. 42/2023 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) πλέον πρόσφατη απόφαση του

Ακυρωτικού με την οποία αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς εκρίθη ότι το

δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της

διαδικασίας λόγω μη επισκόπησης του ψηφιακού δίσκου από όλους τους παράγοντες της

δίκης και ιδίως από τον κατηγορούμενο. Συγκεκριμένα, δέχθηκε ότι: «...Από την παραπάνω

πλημμέλεια ήτοι την μη επισκόπηση του προαναφερθέντος ψηφιακού δίσκου από όλους τους

παράγοντες της δίκης και ειδικότερα από τον κατηγορούμενο, παραβιάζεται η αρχή της αμεσότητας

της διαδικασίας, της προφορικότητας και δημοσιότητας της δίκης, καθώς και η άσκηση του

δικαιώματος του ιδίου ως κατηγορουμένου, από το άρθρο 358 ΚΠΔ, να προβεί σε δηλώσεις και

εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό στοιχείο που αξιοποιήθηκε σε βάρος του και έτσι

επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατ ́άρθρον 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ ΚΠοινΔ.».

50 Βλ. ενδεικτικά τις πλέον πρόσφατες 411/2019 ΜΕφΑθ, 130/2020 ΜΕφΠειρ (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

51 Ενδεικτικώς αναφέρεται η ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα υπ ́αριθ. 1456/2018 απόφαση του

Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, η οποία λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη δομή και τον τρόπο

λειτουργίας του μέσου κοινωνικής δικτύωσης «facebook» αξιοποίησε αποδεικτικά την

αντίδραση χρήστη μέσω του ιδεογράμματος (emoticon) που παρέχει η πλατφόρμα. Έτσι

κρίθηκε ότι ο σχολιασμός με τη χρήση ιδεογράμματος (emoticon) στο facebook ισοδυναμεί με

χλευασμό που εμπίπτει στο πεδίο απαγορεύσεων που είχαν επιβληθεί με προγενέστερη απόφαση




Σελίδα 16 από 22




2

ον: Διαφοροποίηση όμως επέρχεται στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η

ασκηθείσα ποινική δίωξη αφορά σε αξιόποινη πράξη, η οποία ουδέν χαρακτηριστικό

ηλεκτρονικής εγκληματικότητας φέρει, ωστόσο στο πλαίσιο της διεξαγόμενης

αποδεικτικής διαδικασίας τίθενται στην κρίση του δικαστηρίου ψηφιακά αποδεικτικά

στοιχεία, τα οποία κατατείνουν είτε στην απαλλαγή, είτε στην κατάγνωση της ενοχής του

κατηγορουμένου. Ήδη, όπως θα αναπτυχθεί αμέσως κατωτέρω, τα τελευταία έτη οι

δικαστικές αρχές βρέθηκαν αντιμέτωπες με αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, καλούμενες να

προσαρμόσουν την αποδεικτική διαδικασία στα νέα τεχνολογικά δεδομένα.

Ειδικότερα, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ηρακλείου με την υπ’ αριθ. 21/2019

απόφασή του52 αξιολόγησε αποδεικτικά στοιχεία που προέρχονταν από την πλατφόρμα

συνομιλιών «facebook». Επεφύλαξε δε γι’ αυτά δικονομική αντιμετώπιση αντίστοιχη με

αυτή των κοινών επιστολών και τελικώς τα έλαβε υπ’ όψιν του ως αποδεικτικά στοιχεία,

απορρίπτοντας τις αντίθετες αιτιάσεις της πολιτικώς ενάγουσας, περί μη αξιολόγησής

τους. Σημειώνεται ότι απεδείκνυαν υπερασπιστικό ισχυρισμό του κατηγορουμένου. Στην

ίδια κατεύθυνση και η υπ ́αριθ. 954/2020 του Αρείου Πάγου53, από την οποία προκύπτει

ότι συνεκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικά μέσα, προς

αιτιολόγηση της καταδικαστικής του κρίσης, εκτυπώσεις συνομιλιών στο «facebook», οι

οποίες περιείχαν πληροφορίες που απεδείκνυαν την ενοχή των κατηγορουμένων.

Ακολουθεί παράθεση πρόσφατων αποφάσεων του Ακυρωτικού, από τις οποίες

διαφαίνεται η σταδιακή μετάβαση σε μια περίοδο που η αξιοποίηση ηλεκτρονικών και

ψηφιακών αποδεικτικών στοιχείων από τα δικαστήρια της ουσίας, θα συμβάλλει

καθοριστικά στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας. Συγκεκριμένα, από την υπ’ αριθ.

254/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου προκύπτει ότι τα αστυνομικά όργανα κατά την

προδικασία διερεύνησαν την ύπαρξη βιντεοληπτικού υλικού για τις διερευνώμενες

πράξεις του εμπρησμού και της φθορά ξένης ιδιοκτησίας και εν συνεχεία το δικαστήριο

της ουσίας βασιζόμενο στο συσχετισθέν αυτό υλικό, προχώρησε στην καταδίκη του

ασφαλιστικών μέτρων στον κατηγορούμενο και άρα συνιστά παραβίαση δικαστικής απόφασης

(διαθέσιμη στην ΤΝΠ QUALEX με σημείωμα παρατηρήσεων Ε. Αναστασιάδου ΔΙΜΕΕ 2/2019,

σελ. 216-219).

52 Διαθέσιμο το σκεπτικό της παρεμπίπτουσας απόφασης επί της προσφυγής της πολιτικώς

ενάγουσας κατά της διάταξης του προέδρου για το επιτρεπτό της ανάγνωσης αποδεικτικών

μέσων σε ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ. Βλ. επίσης σχολιασμό Ι.Ιγγλεζάκη «Messenger Messages and

Facebook Photograghs as Means of Evidence - Heraklion Jury Trial Court (Mixed) 21/2019»,

European Data Protection Law Review, vol. 5 (2019), Issue 3, διαθέσιμο και σε ελληνική

μετάφραση από Γ. Κανέλλο, www.lawspot.gr.

53 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και παρατηρήσεις επί της απόφασης Α. Αμίδη, ΔΙΜΕΕ 3/2021, σελ. 502-505.




Σελίδα 17 από 22

κατηγορουμένου. Ομοίως, αξιολογώντας την υπ ́αριθ. 809/2022 απόφασή του ΑΠ54

, η

οποία αφορά σε καταδίκη για υπεξαίρεση και απιστία δικηγόρου, προκύπτει ότι το

δικαστήριο της ουσίας για να οδηγηθεί στην καταδίκη αξιοποίησε ψηφιακό υλικό που

απεικόνιζε τον κατηγορούμενο να εισέρχεται και να εξέρχεται [κατά το χρόνο τέλεσης

του αδικήματος] από το τραπεζικό κατάστημα, από το οποίο ανέλαβε το επίδικο ποσό.

Το ακυρωτικό στην περίπτωση αυτή απέρριψε αιτίαση του κατηγορουμένου περί

ιδρύσεως απόλυτης ακυρότητας, λόγω μη χορήγησης σε αυτόν αντιγράφων του ενός εκ

των τριών ψηφιακών δίσκων βιντεοληπτικού υλικού που τον απεικόνιζαν να εισέρχεται

στην τράπεζα, αφ ́ης στιγμής δεν αμφισβητείτο, από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, το

εικονιζόμενο περιστατικό που αυτός επικαλείτο.

Αντίστοιχα, από την μελέτη της υπ ́αριθ. 449/2022 απόφασης του ΑΠ55 προκύπτει ότι

εκθέσεις απομαγνητοφώνησης ψηφιακών δίσκων και τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, που

παρακολουθούντο νομίμως, οδήγησαν στη σύλληψη των δραστών. Το δικαστήριο της

ουσίας, βασιζόμενο δε σε έκθεση απομαγνητοφώνησης, απέρριψε ισχυρισμό του

κατηγορουμένου περί του ύψους του προσδοκώμενου οφέλους του αδικήματος της

διακίνησης ναρκωτικών ουσιών.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το σκεπτικό του υπ’ αριθμ. 12/2022 βουλεύματος του

Δικαστικού Συμβουλίου του Ναυτοδικείου Πειραιά56




. Το ως άνω Συμβούλιο

εξετάζοντας την τέλεση βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, έλαβε υπ’ όψιν του,

μεταξύ άλλων στοιχείων, το βιντεοληπτικό υλικό καταγραφής από διάφορα σημεία της

πορείας του οχήματος του κατηγορουμένου, καθώς και φωτογραφίες από τον

λογαριασμό του ιδίου στο «facebook». Σημειώνεται ότι στην περίπτωση αυτή η ποινική

δίωξη είχε ασκηθεί κατά παντός υπευθύνου. Κατόπιν συνδυαστικής αποδεικτικής

αξιοποίησης και συνεκτιμήσεως των ως άνω στοιχείων, κατέστη δυνατή η ταυτοποίηση

του δράστη.

Περαιτέρω, αξιοποιώντας μεταξύ άλλων και ψηφιακό αποδεικτικό μέσο, το Τριμελές

Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την πρόσφατη υπ’ αριθμ. 695/202357 απόφασή του,

απήλλαξε τους κατηγορούμενους για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας,




54 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

55 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

56 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

57 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.




Σελίδα 18 από 22

λαμβάνοντας υπ’ όψιν του, μεταξύ άλλων, και κρίσιμα στοιχεία που προέκυψαν από την

επισκόπηση βιντεοληπτικού υλικού της εταιρείας «Αττική Οδός Α.Ε».




Ε. Παρέκβαση: Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social media) ως ο ανερχόμενος

πρωταγωνιστής της ποινικής αποδεικτικής διαδικασίας

Αφετηριακό σημείο για τη συλλογιστική της παρούσας ενότητας αποτελούν ιδίως το

προαναφερθέν υπ’ αρ. 12/2022 βούλευμα του Ναυτοδικείου Πειραιώς (ως προς την

αποδεικτική αξιοποίηση ψηφιακών στοιχείων), αλλά και η ως άνω αναφερθείσα υπ’ αριθ.

1456/2018 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου (στην περίπτωση

αυτή το ψηφιακό στοιχείο αποτελεί μέσο τέλεσης του εγκλήματος). Υπενθυμίζεται, ότι στην

μεν πρώτη υπόθεση το δικαστήριο οδηγήθηκε στην εξακρίβωση του δράστη από τη

συνδυαστική αξιολόγηση του βιντεοληπτικού υλικού και των αναρτημένων

φωτογραφιών του δράστη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στην δε έτερη αξιολογήθηκε

ως μέσο τέλεσης του αδικήματος η αντίδραση μέσω ιδεογράμματος (emoticon) στο

«facebook». Κοινό τόπο των προαναφερθεισών δικαστικών κρίσεων, αποτελεί η

αποδεικτική αξιοποίηση από τα δικαστήρια της ουσίας, στοιχείων τα οποία είχαν

αντληθεί από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και συγκεκριμένα από την πλατφόρμα του

«facebook».

Πράγματι, είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατέχουν

προεξάρχοντα ρόλο στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Πλείστες ενέργειες της

καθημερινής ζωής «νοηματοδοτούνται» πλέον από τη χρήση τους. Η επικοινωνία, η

συνύπαρξη, η διαφήμιση, οι αγορές, η εύρεση εργασίας, οι συναλλαγές, οι μεταφορές, η

αναζήτηση κάθε είδους πληροφορίας, η πολιτική, ακόμα και η συντροφικότητα, έχουν

λάβει πλέον νέες διαστάσεις μέσα από τις αντίστοιχες τεχνολογικές εφαρμογές και

πλατφόρμες. Το «facebook», το «Instagram», το «Linkedin», το «tik tok», το «twitter»,

το «be real» κ.ά, αποτελούν πλέον καθημερινά μέσα επικοινωνίας για όλες τις ηλιακιακές

ομάδες πολιτών-χρηστών.

Η δυνατότητα αποθήκευσης και διατήρησης των δεδομένων που οι εφαρμογές αυτές

παρέχουν, ενδέχεται, λοιπόν, να αξιοποιηθεί στο πλαίσιο και της ποινικής διαδικασίας.

Πλάι στη δυνατότητα αυτή, κρίνεται σκόπιμο να αξιολογήσει κανείς και την δυνατότητα

καταγραφής/αποτύπωσης οθόνης που παρέχεται από τα κινητά τηλέφωνα και τους

υπολογιστές (printscreen/screenshot). Τούτο επιτρέπει την ανά πάσα στιγμή αποτύπωση




Σελίδα 19 από 22

της πληροφορίας που απεικονίζεται σε κάθε εφαρμογή και την μεταγενέστερη

αξιοποίησή της ακόμα και ως αποδεικτικό στοιχείο ενώπιον των αρμοδίων εισαγγελικών

και δικαστικών αρχών.

Έχει άραγε αναλογιστεί κανείς ότι το αναρτημένο βιογραφικό του σε ηλεκτρονική

εφαρμογή εύρεσης εργασίας θα μπορούσε να αξιοποιηθεί αποδεικτικά σε ποινική

υπόθεση με αποδιδόμενο αδίκημα αυτό της απάτης; Αλήθεια έχουμε σκεφτεί ότι οι

δημοσιεύσεις κάποιου χρήστη στο «twitter» ή στο «instagram» ενδέχεται να

αποτελέσουν στοιχείο για τη χορήγηση ή μη του ελαφρυντικού του συννόμου βίου ή να

αξιολογηθούν ως ενδείκτες για τον δόλο του; Αυτό που σίγουρα έχουμε διαπιστώσει

είναι ότι οι αναρτήσεις σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κατόπιν συναξιολογήσεως και

συνεκτιμήσεως με έτερα στοιχεία της δικογραφίας, έχουν ήδη «αποκαλύψει» τον δράστη

σε πληθώρα υποθέσεων.

Καθίσταται επομένως σαφές ότι δημιουργείται ένα νέο τεχνολογικό περιβάλλον, το

οποίο δεν αφήνει ανεπηρέαστη την απονομή της δικαιοσύνης. Ιδίως δε στον χώρο της

ποινικής αποδεικτικής διαδικασίας, όπου κάθε αποδεικτικό μέσο είναι κατ’ αρχήν

επιτρεπτό, διαμορφώνεται σταδιακά ένα «νέο είδος» απόδειξης, μέσα από το ψηφιακό

αποτύπωμα των ευρέως διαδεδομένων ηλεκτρονικών μέσων. Το παράνομο ή μη των

μέσων αυτών και η δυνατότητα αξιολόγησής τους θα κριθεί ad hoc, με βάση τις

αναγκαίες σταθμίσεις εκφεύγει, άλλωστε, από το οριοθετημένο αντικείμενο της

παρούσας εισήγησης. Το βέβαιον είναι πως πρόκειται για ραγδαίες τεχνολογικές

εξελίξεις, οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ την αντιληπτική και προβλεπτική ικανότητα

του νομικού58, που καλείται με την αναγκαία συνδρομή ειδικών επιστημόνων να

επιδεικνύει ευελιξία και προσαρμοστικότητα στα νέα δεδομένα59

.




Την ίδια στιγμή και ο νομοθέτης θα πρέπει να προσαρμόζεται στις διαρκείς εξελίξεις και

να δημιουργεί το κατάλληλο πλαίσιο για την ενσωμάτωσή τους στην ποινική διαδικασία.

Ήδη παρατηρείται ότι σε επίπεδο ουσιαστικού δικαίου, όπου η τεχνολογία αποτελεί μέσο

τέλεσης/υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, έχουν ληφθεί υπ’όψιν τα νέα δεδομένα για




58 Έτσι Λ. Μήτρου «Editorial» ΔΙΜΕΕ, 1/2023, σελ. 1-2.

59 Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Στ’ Πανελληνίου

Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου με θέμα: «Η απόδειξη στην ποινική δίκη»,

που πραγματοποιήθηκε στην Λάρισα τον Μάρτιο του 1996, υπήρξε εισήγηση του Καθηγητή του

Πανεπιστημίου Αθηνών, Διονύσιου Σπινέλλη, υπό τον τίτλο «Νέες Τεχνικές Μέθοδοι

Αποδείξεως», όπου ως νέες τεχνικές απόδειξης θεωρήθηκαν τότε οι βιντεοταινίες και ο έλεγχος

ταυτότητας μέσω φωνής, μέθοδοι πλέον παρωχημένες, Εκδ. 1998, Π.Ν. Σάκκουλας, 21 επ.




Σελίδα 20 από 22

την διαμόρφωση νέων μορφών εγκλημάτων λ.χ. εγκλήματα κατά της ασφάλειας των

τηλεφωνικών επικοινωνιών (άρθρο 292Α ΠΚ), παρακώλυση λειτουργίας

πληροφοριακών συστημάτων (άρθρο 292Β ΠΚ), προσβολές του απορρήτου των

τηλεπικοινωνιών του κοινού (άρθρο 292Δ ΠΚ), παρακώλυση των τηλεπικοινωνιών

(άρθρο 292Ε ΠΚ), εξύβριση τελεσθείσα μέσω διαδικτύου (άρθρο 361 παρ. 1 εδ. β’ ΠΚ),

φθορά ψηφιακών δεδομένων (άρθρο 379 ΠΚ), εκδικητική πορνογραφία (άρθρο 346 ΠΚ),

παραβίαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένων (άρθρο 38 ν. 4624/2019) δια της

επεμβάσεως σε ψηφιακό αρχείο.

Σε δικονομικό επίπεδο έχουν, επίσης γίνει σημαντικές προσθήκες σε διάφορα στάδια της

ποινικής διαδικασίας, όπως αναλύθηκε και στο υπό κεφ. Γ του παρόντος ενώ με

ενδιαφέρον αναμένεται και η εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 2023/1543 στην

εσωτερική έννομη τάξη, όπως προελέχθη.




ΣΤ. Προβληματισμοί αντί επιλόγου

Στην τελευταία ενότητα της παρούσας εισήγησης κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν οι

σκέψεις και οι προβληματισμοί που ανέκυψαν από την μελέτη των θεματικών που

αναπτύχθηκαν.

(α) Σημαντικό ζήτημα αποτελεί η έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής των ελληνικών

δικαστηρίων, προκειμένου να καταστεί πρακτικώς δυνατή η αξιολόγηση και αξιοποίηση

των αποδεικτικών στοιχείων κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον των ποινικών

ακροατηρίων. Παρατηρείται δε σχεδόν παντελής έλλειψη της αναγκαίας υλικοτεχνικής

υποδομής, ήτοι έλλειψη σε μέσα προβολής, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η προστασία

δημοσιότητας της διαδικασίας και των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, καθώς και σε

μέσα διατήρησης του αποδεικτικού υλικού60, ώστε αφενός μεν να μην υφίσταται

αλλοίωση αυτού, αφετέρου δε να καθίσταται δυνατή η αξιοποίηση αυτού από τα διάδικα




60 Χ. Μιχαηλίδου «Κυβερνοέγκλημα και ηλεκτρονική απόδειξη-ένας τρόπος εξακρίβωσης του

ψηφιακού αποτυπώματος του. Ευρώπη με μια ματιά», ό.π., όπου επισημαίνει ότι «η ανάγκη

χρήσης της ψηφιακής απόδειξης εγείρει προκλήσεις στο πλαίσιο του επιπέδου άντλησής της και το

γεγονός ότι η ψηφιακή απόδειξη δεν μπορεί να παρουσιαστεί χωρίς εργαλεία, όπως εκτυπωτές ή

οθόνες, έχει επιπτώσεις για το σχεδιασμό των αιθουσών των δικαστηρίων. Οι οθόνες θα πρέπει να

εγκαθίστανται στο να διασφαλίζουν ότι οι δικαστές, ο εισαγγελέας, οι δικηγόροι υπεράσπισης, ο

κατηγορούμενος και φυσικά οι ένορκοι μπορούν να παρακολουθήσουν την διατήρηση του

αποδεικτικού υλικού. Η εγκατάσταση και η συντήρηση τέτοιου εξοπλισμού παράγει σημαντικό

κόστος για τα δικαστικά συστήματα.».




Σελίδα 21 από 22

μέρη. Απαιτείται, λοιπόν, με μία πρώτη προσέγγιση, τόσο η εξασφάλιση του αναγκαίου

εξοπλισμού, όσο και η προσαρμογή της χωροταξικής διάρθρωσης των δικαστικών

αιθουσών, προκειμένου να εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη πρόσβαση στην ηλεκτρονική -

ψηφιακή απόδειξη (καθ ́ οιονδήποτε τρόπο) σε όλους τους παράγοντες της δίκης.

(β) Το στάδιο της προδικασίας είναι θεμελιώδες για την συλλογή του αποδεικτικού

υλικού. Προς τούτο, αφενός μεν οι υπάλληλοι που διεξάγουν τις σχετικές έρευνες θα

πρέπει να διαθέτουν την απαιτούμενη τεχνογνωσία, αφετέρου δε οι εισαγγελικές και

ανακριτικές αρχές, θα πρέπει να διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις, προκειμένου να

διαταχθούν οι αναγκαίες ενέργειες για την έγκαιρη και αποτελεσματική συλλογή των

αποδείξεων. Εξειδικευμένες γνώσεις, όμως απαιτούνται και κατά την εκδίκαση της

υπόθεσης από τους παράγοντες της δίκης, ήτοι από τις δικαστικές αρχές, καθώς και από

τους συνηγόρους των διαδίκων61




. Άλλωστε, μόνο με τον τρόπο αυτό θα επιτευχθεί η

αρτιότερη κατανόηση των επιμέρους τεχνικών όψεων των αποδεικτικών στοιχείων και η

ορθή αξιολόγησή τους στο πλαίσιο της αποδεικτικής διαδικασίας.

(γ) Διανοίγεται, άραγε, πεδίο πρόσφορο προς αξιοποίηση εν προκειμένω της ρύθμισης

του άρθρου 248 ΚΠΔ; Επισημαίνεται ότι το εν λόγω άρθρο προβλέπει τη δυνατότητα

υποβοήθησης του έργου του ανακριτή από ειδικούς επιστήμονες επί ενός συγκεκριμένου

αντικειμένου, λόγω της φύσης και των γνώσεων που αυτό απαιτεί62. Οι επιστήμονες

αυτοί δεν φέρουν την ιδιότητα του πραγματογνώμονα και καθήκον τους είναι να

συνεπικουρούν τον ανακριτή με τις γνώσεις, την εμπειρία και τα εφόδια που διαθέτουν,

προκειμένου ο τελευταίος να κατανοεί κάθε πτυχή της υπό κρίση υπόθεσης. Στο

ανωτέρω ερώτημα, επομένως, η απάντηση, θα πρέπει να είναι καταφατική. Ειδικοί

επιστήμονες με γνώσεις πληροφορικής μπορούν και πρέπει να συνδράμουν το

ανακριτικό έργο με στόχο την ανάδειξη και κατανόηση των δύσκολων τεχνικών

ζητημάτων που σχετίζονται με τη φύση των ψηφιακών αποδεικτικών μέσων.

Σημειώνεται δε ότι σύμφωνα με την ισχύουσα ρύθμιση του ΚΠΔ επιτρέπεται η εξέταση




61 Επί του ζητήματος της εκπαίδευσης των εισαγγελικών, δικαστικών και αστυνομικών αρχών βλ.

σχετικά Ι. Αγγελή, «Ηλεκτρονικό Έγκλημα και απονομή της ποινικής δικαιοσύνης», ΠοινΔικ 8-

9/2005, 1062 – 1066 και του ιδίου «Έγκλημα στον κυβερνοχώρο», ΠΧ 2000, σελ. 675.

62 Για την ερμηνεία της παρούσας διάταξης βλ. σχετικά Μ. Μαργαρίτη, Α. Μαργαρίτη «Κώδικας

Ποινικής Δικονομίας Θεωρία - Νομολογία», 2020, Εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, σελ. 628.




Σελίδα 22 από 22

των προσώπων αυτών ως μαρτύρων και στο ακροατήριο. Ως εκ τούτου, προβλέπεται η

συμμετοχή τους και στο δικονομικό στάδιο της κύριας διαδικασίας63

.




Από την εκτενή ανάλυση όλων των επιμέρους θεματικών καθίσταται αντιληπτό ότι ο

σύγχρονος εφαρμοστής του δικαίου έχει ήδη βρεθεί και θα εξακολουθήσει να βρίσκεται

αντιμέτωπος με ένα δίπολο στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας: από τη μια η ανάγκη

για αποτελεσματική διερεύνηση της υπόθεσης και ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας

και κατ’ άλλη πλευρά η διαφύλαξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων, της

ιδιωτικότητας64 και των προσωπικών δεδομένων του υπόπτου/κατηγορουμένου. Οι

νέες ενωσιακές ρυθμίσεις καθιστούν ακόμα πιο δυσχερή την συνύπαρξη των ως άνω

επιταγών και δικαιωμάτων. Εξ αυτού του λόγου απαιτείται ολιστική προσέγγιση κατά τη

στάθμιση για τον παράνομο ή μη χαρακτήρα των εκάστοτε χρησιμοποιούμενων

αποδεικτικών μέσων, αλλά και κατά τις διαδικασίες συλλογής και διατήρησης των «νέου

τύπου» ψηφιακών δεδομένων/ηλεκτρονικών αποδείξεων (e- evidence). Άλλωστε, τα

ανωτέρω θεμελιώδη δικαιώματα, αποτελούν όρο sine qua non για το νομικό πολιτισμό

και δεν θα πρέπει να θυσιάζονται στην «αρένα» της αποδεικτικής διαδικασίας65

.




63 Βλ. Έτσι και η Μ. Παπαχρήστου, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ ́άρθρο

του Ν.4620/2019, ό.π., Επιμέλεια: Λ. Μαργαρίτης, σελ. 1396 με παραπομπή στη σχετική

διατύπωση της αιτιολογικής έκθεσης «...αποτελεί δε η εξέτασή τους στο ακροατήριο πολύτιμο

εργαλείο για το σύνολο των παραγόντων της δίκης προκειμένου να ανευρεθεί η αλήθεια και

μάλιστα σε ζητήματα τα οποία είναι τεχνικά, απαιτούν ειδικές γνώσεις και υψηλό επίπεδο

ειδίκευσης...».

64 Για την έννοια της ιδιωτικότητας βλ. και Γ. Παπαδημητράκη, «Social media Ιntelligence και

ορισμένοι προβληματισμοί για τον τρόπο χρήσεώς τους», ΔΙΜΕΕ, 1/2023, σελ. 33-39, ο οποίος

επισημαίνει ότι η έννοια της ιδιωτικότητας δεν είναι στατική, αλλά μεταλλάσσεται ανάλογα με

τις κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Πλέον έχει απωλέσει το παραδοσιακό της περιεχόμενο

και με το πέρασμα των χρόνων και την ανάπτυξη των τεχνολογιών ερμηνεύεται διασταλτικά,

δεδομένου ότι διαστέλλεται ο τρόπος με τον οποίο οι πολίτες αντιλαμβάνονται την ιδιωτική

σφαίρα.

65 Στην κατεύθυνση αυτή και το άρθρο 1 παρ. 3 του Κανονισμού, όπου ορίζονται τα ακόλουθα:

«Ο παρών κανονισμός δεν μεταβάλλει την υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων

και νομικών αρχών, όπως κατοχυρώνονται στον Χάρτη και στο άρθρο 6 ΣΕΕ, και δεν θίγει τις

τυχόν σχετικές υποχρεώσεις που ισχύουν για τις αρχές επιβολής του νόμου ή τις δικαστικές αρχές.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των θεμελιωδών αρχών, ιδίως της

ελευθερίας έκφρασης και πληροφόρησης, συμπεριλαμβανομένων της ελευθερίας και της

πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης, του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της

προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και του δικαιώματος αποτελεσματικής

έννομης προστασίας.».