“Είναι επιτρεπτό,
στην ελληνική έννομη τάξη, να εκδικάζονται
πειθαρχικές
υποθέσεις βίας στα
γήπεδα, από διαιτητικά όργανα;”.
Στο
ερώτημα αυτό, απάντησε με έξι
προτάσεις, γιά
την αθλητική
Δικαιοσύνη,
ο δικηγόρος Νίκος Λαγαρίας, πρ. μέλος
ΠΕΕΟΔ/ ΕΠΟ, στο
δεύτερο σκέλος της ομιλίας του στην
ετήσια συνόδο του Ινστιτούτου Διεθνούς
και Ελληνικού Αθλητικού Δικαίου
(Ι.Δ.Ε.Α.Δ.), με
θέμα “ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ,
ΝΟΜΟΣ και ΠΟΛΙΤΙΚΗ”.
Είπε:
‘Αθλητική Δικαιοσύνη’
είναι τα ειδικά πειθαρχικά και δικαιοδοτικά
εν γένει όργανα του
επαγγελματικού
ποδοσφαίρου, που επιλύουν τις διαφορές
του και εκδικάζουν τις
λοιπές υποθέσεις του,
εκτός των θεσμικών πλαισίων της τακτικής
Δικαιοσύνης, με την
εφαρμογή των κανονισμών
του ποδοσφαίρου.
Το διοικητήριο του
ελληνικού ποδοσφαίρου, η ΕΠΟ, είναι ένα
νομικό πρόσωπο
ιδιωτικού δικαίου που
υπόκειται ασφαλώς στην ελληνική
νομοθεσία, αλλά υποχρεούται
να συμμορφώνεται πλήρως
και με τις διατάξεις του καταστατικού
της Παγκόσμιας
Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου
(FIFA).
Στην Ελλάδα έχει
επικρατήσει ο μύθος ότι καμία απολύτως
υπόθεση του ποδοσφαίρου
δεν πρέπει, και δεν
μπορεί, να εκδικάζεται στην τακτική
Δικαιοσύνη.
Το άρθρο 59 του καταστατικού
της FIFA ορίζει ότι οι εθνικές ομοσπονδίες
πρέπει να
περιλαμβάνουν ρήτρα,
στα καταστατικά ή τους κανονισμούς
τους, η οποία αφενός να
απαγορεύει την επίλυση
των διαφορών του ποδοσφαίρου στην
τακτική Δικαιοσύνη,
και αφετέρου να προβλέπει
τη διαιτητική επίλυση των διαφορών
αυτών, στο ανώτατο
επίπεδο, ενώπιον ενός
Διαιτητικού Δικαστηρίου Ποδοσφαίρου
της εκάστοτε εθνικής
Ομοσπονδίας, ή του
Διαιτητικού Αθλητικού Δικαστηρίου της
Λωζάννης (CAS).
Τι ακριβώς είναι η
διαιτησία;
Είναι τρόπος επίλυσης
διαφορών όχι από τα πολιτειακά δικαστήρια
αλλά από ιδιώτες,
τους διαιτητές, τους
οποίους ορίζουν τα μέρη, δηλαδή οι
συμβαλλόμενοι σε συμφωνία
διαιτησίας που είναι
ταυτόχρονα και διάδικοι στη διαιτητική
διαδικασία. (Βλ. Χ.Δ.
Τριανταφυλλίδης σε
Απαλαγάκη, Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας,
Νομική Βιβλιοθήκη,
2008, 52).
Αλλά το άρθρο 59 του
καταστατικού της FIFA, στην παράγραφο
3, προβλέπει και κάτι
άλλο, που νομίζω ότι
μάλλον σκοπίμως ‘υποτιμάται’ στην
Ελλάδα.
Ότι η προσφυγή στην
τακτική Δικαιοσύνη για υποθέσεις του
ποδοσφαίρου είναι σαφώς
επιτρεπτή, όταν
επιβάλλεται από διατάξεις αναγκαστικού
δικαίου της εκάστοτε
εθνικής έννομης τάξης.
Σήμερα, η εκδίκαση των
πειθαρχικών υποθέσεων του ελληνικού
ποδοσφαίρου, που ως
γνωστόν αφορούν κατά
κύριο λόγο σε υποθέσεις βίας στα γήπεδα,
γίνεται ενώπιον
πειθαρχικών οργάνων
που συγκροτούνται μεν από τακτικούς
δικαστές, αλλά δεν είναι
Δικαστήρια κατά την
έννοια του Συντάγματος.
Στο άρθρο 5 του
δικονομικού κανονισμού λειτουργίας
δικαστικών οργάνων της ΕΠΟ,
όπως τροποποιήθηκε
φέτος τον Ιούνιο, προβλέπεται ότι οι
αποφάσεις όλων των
πειθαρχικών οργάνων
ποδοσφαίρου εκδικάζονται κατ’ έφεση
στην Επιτροπή Εφέσεων
της ΕΠΟ, και ότι οι
αποφάσεις της τελευταίας μπορούν να
προσβάλλονται στο
Διαιτητικό Αθλητικό
Δικαστήριο της Λωζάννης (CAS).
Τα πειθαρχικά όργανα
του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, κάποια
από τα οποία
μάλιστα αποκαλούνται
‘δικαστικά όργανα’ στο καταστατικό
της ΕΠΟ ενώ δεν είναι,
λειτουργούν αμιγώς ως
όργανα διαιτησίας στους κόλπους του
επαγγελματικού
ποδοσφαίρου, πράγμα
που έγινε δεκτό και με την 6050/2014 απόφαση
του Εφετείου
Αθηνών, για τις αποφάσεις
των οργάνων ή επιτροπών για την επίλυση
των
οικονομικών διαφορών
σχετικών με το άθλημα του ποδοσφαίρου.
Είναι επιτρεπτό,
όμως, στην ελληνική έννομη τάξη, να
εκδικάζονται πειθαρχικές
υποθέσεις βίας στα
γήπεδα, από διαιτητικά όργανα;
Κατά τη γνώμη μου
όχι, διότι σε διαιτησία μπορούν να
υπαχθούν, με συμφωνία, μόνο
διαφορές ιδιωτικού
δικαίου, και μάλιστα μόνο αν εκείνοι
που την συνομολογούν έχουν
την εξουσία να διαθέτουν
ελεύθερα το αντικείμενο διαφοράς (άρθρο
867 ΚΠολΔ).
Η καταπολέμηση της
βίας στα γήπεδα ασφαλώς και δεν συνιστά
‘διαφορά’, αλλά είναι
ζήτημα δημόσιας τάξης,
δηλαδή των θεμελιωδών αξιών και αντιλήψεων
της έννομης
τάξης μας.
Περαιτέρω, αναφορικά
με την σύνθεση και συγκρότηση των
δικαιοδοτικών οργάνων
του ποδοσφαίρου, θα
ήθελα να αναφερθώ σε κάτι που είπε σε
μια πρόσφατη
συνέντευξη του ο αν.
Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Δ. Παπαγγελόπουλος,
στην εφημερίδα
‘Νέα Σελίδα’, πριν από
τρεις περίπου εβδομάδες.
«Να ληφθεί πρόνοια»,
είπε ο κ. Υπουργός, «ώστε σε θέσεις
σημαντικές ή προβεβλημένες
να εναλλάσσονται οι
εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί
και να μην ανακυκλώνονται
τα ίδια πρόσωπα» και
ότι «χωρίς καμία αμφιβολία, η ανανέωση
των προσώπων
εξασφαλίζει νέες ιδέες
και μεγαλύτερο ζήλο, αποτρέποντας
παράλληλα την ευνοιοκρατία
αλλά και άλλες προφανείς
παθογένειες».
Είναι γνωστό ότι η
θεωρία από την πράξη απέχει πολύ.
Η θητεία των εν ενεργεία
δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών
στην αθλητική
Δικαιοσύνη παρατάθηκε
με τροπολογία τον περασμένο Αύγουστο,
ενώ ο νόμος
προέβλεπε ότι θα ήταν
τριετής και μη ανανεώσιμη, γεγονός που
προκάλεσε την εύλογη
αντίδραση της Ένωσης
Δικαστών και Εισαγγελέων.
Κλείνοντας, θα ήθελα
να αναφερθώ σε ένα από τα μεγαλύτερα
προβλήματα
αδιαφάνειας του
παγκόσμιου ποδοσφαίρου, που είναι η
χειραγώγηση αγώνων για την
αποκόμιση παράνομου
περιουσιακού οφέλους από το στοίχημα.
Πέρυσι τον Μαϊο, ο
αρμόδιος για θέματα αθλητισμού
Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
κ. Χαράλαμπος Βουρλιώτης
ανέφερε σε εγκύκλιο παραγγελία του ότι
το φαινόμενο του
παράνομου στοιχηματισμού
αποτελεί «πύλη σοβαρής οικονομικής
αιμορραγίας για τα
έσοδα του Κράτους από
την απώλεια φόρων, το ποσό των οποίων,
σε ετήσια βάση,
προσεγγίζει το ένα
δισεκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες
(1.500.000) ευρώ».
Στον Κώδικα Δεοντολογίας
της ΕΠΟ (άρ. 26 παρ. 6) ορίζεται ότι
«προκειμένου να
υπάρξει απόφαση καταδίκης
για το αδίκημα της χειραγώγησης
αγώνα», ο βαθμός
απόδειξης που χρειάζεται
«είναι αυτός του comfortable satisfaction (όπως η
έννοια
αυτού έχει διαμορφωθεί
σύμφωνα με τη νομολογία του C.A.S.), δηλαδή
μεγαλύτερος από
την απλή πιθανολόγηση
και μικρότερος από την απόδειξη πέραν
πάσης αμφιβολίας».
Το 2016 το CAS έκρινε, στην
υπόθεση Skënderbeu κατά UEFA, ότι το σύστημα
ανίχνευσης της
στοιχηματικής απάτης της UEFA (UEFA BFDS), και
οι εκθέσεις της
Sportradar που σχηματίζονται
μετά απ’ αυτές, εξασφαλίζουν τον
προαναφερθέντα
βαθμό απόδειξης, και
ότι είναι ικανό αποδεικτικό μέσο για
την επιβολή σχετικών
αθλητικών και πειθαρχικών
κυρώσεων.
Οι προτάσεις μου για
την αθλητική Δικαιοσύνη είναι οι εξής:
1) Να δημιουργηθεί ειδικό
τμήμα αθλητικής Δικαιοσύνης, εντός του
θεσμικού πλαισίου
της τακτικής Δικαιοσύνης,
για την εκδίκαση των πειθαρχικών
υποθέσεων βίας στα
γήπεδα, αλλά και όσων
άλλων δεν επιτρέπεται, εκ του νόμου, η
υπαγωγή τους σε
διαιτησία
2) Οι εν ενεργεία
δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί
της αθλητικής Δικαιοσύνης να
μην εκλέγονται από τη
Γ.Σ. της ΕΠΟ, αλλά να ορίζονται, να
επιθεωρούνται και να
αξιολογούνται κατά τον
τρόπο που ορίζει το Σύνταγμα και οι
εφαρμοστικοί του νόμοι,
να μην αμείβονται από
την ΕΠΟ και, γενικότερα, να μην ασκούν
τα καθήκοντά τους
στην έδρα της, αλλά στον
φυσικό τους χώρο, τις αίθουσες των
Δικαστηρίων
3) Να ασκηθεί ουσιαστικός
έλεγχος νομιμότητας όλων των κανονισμών
του
ποδοσφαίρου από την
Πολιτεία, όπως επιβάλλει το άρθρο 27 του
αθλητικού νόμου,
ώστε να εναρμονιστούν
επιτέλους με την ελληνική έννομη τάξη
και τους κανονισμούς
των υπερκείμενων
ποδοσφαιρικών αρχών, και να διέπονται
από τη θεμελιώδη αρχή της
αναλογικότητας, ως προς
τις προβλέψεις τους
4) Οι αποφάσεις των
δικαιοδοτικών – διαιτητικών - πειθαρχικών
οργάνων του
ποδοσφαίρου να αναρτώνται
στο διαδίκτυο, όπως ακριβώς συμβαίνει,
«ανωνυμοποιημένα»,
στην τακτική Δικαιοσύνη
5) Να εφαρμοστούν
επιτέλους οι οικείοι κανονισμοί του
ποδοσφαίρου και να αρχίσουν
να επιβάλλονται
πειθαρχικές – αθλητικές κυρώσεις
για τη χειραγώγηση αγώνων για το
στοίχημα, σύμφωνα με
την νομολογία του CAS, ώστε να μην
απαξιώνονται οι εκθέσεις
ανίχνευσης στοιχηματικής
απάτης της UEFA, όπως δυστυχώς συμβαίνει
μέχρι σήμερα
στην Ελλάδα
6) Τέλος, τόσο για την
αθλητική όσο και για την ποινική (κυρίως)
Δικαιοσύνη, προτείνω
να δημιουργηθεί ένα
συντονιστικό και επιχειρησιακό Σώμα
ανίχνευσης και
καταπολέμησης της
στοιχηματικής απάτης και των χειραγωγημένων
αγώνων, από
στελέχη της Γ.Γ.
Καταπολέμησης της Διαφθοράς, της
Ανεξάρτητης Αρχής του ν.
3691/2008, για το ξέπλυμα
βρώμικου χρήματος, της Επιτροπής Ελέγχου
Παιγνίων, της
Εισαγγελικής Αρχής
(Εισαγγελέων εγκλημάτων διαφθοράς και
οικονομικού
εγκλήματος) και της
Ελληνικής Αστυνομίας (οικονομική
Αστυνομία).
Παράλληλα, να ρυθμιστεί
επιτέλους το ‘στοιχηματικό τοπίο’,
ώστε να μην φτάσουμε να
βλέπουμε στοιχήματα
και σε αγώνες σχολικών πρωταθλημάτων!