Γράφει ο δικηγόρος Χαράλαμπος Κατσιβαρδάς
Η κατ’ εξακολούθηση παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών εξ αφορμής της εκρήξεως της πανδημίας και η αυτόχρημα κατάλυση της διάκρισης των εξουσιών επί τη πράξει, όπου η Δικαιοσύνη ιδίως δια ζητήματα τα οποία αφορούν την δημόσια σφαίρα και καθίστανται αρρήκτως συνδεδεμένα με την υποστήριξη του πολιτικού αφηγήματος της εκάστοτε κυβέρνησης ποιείται την νήσσαν, συνιστά μία θλιβερή πραγματικότητα, μέτρο αξιολόγησης της ποιότητας της δημοκρατίας και της λειτουργίας των θεσμών.Ο βαθμός παρακμιακής αποσύνθεσης μίας Πολιτείας, πέραν από την αισχρά αντικατάσταση της πληροφόρησης εκ της στυγνής και χυδαίας προπαγάνδας, έγκειται, εις το γεγονός ότι η Εισαγγελία δια αυτεπαγγέλτως μείζονα ζητήματα όπως η διακύβευση της δημόσιας υγείας, επεμβαίνει ουχί με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον ως θεματοφύλακας της εννόμου τάξεως αλλά κατ’ εντολήν της εκάστοτε κυβερνήσεως, άλλως δεν εξηγείται η αφωνία δια την κραυγαλέα υγειονομική βόμβα των 3000 αλλοδαπών, οι οποίοι ήσαν συγκεντρωμένοι, επί 5 ώρες, εν απουσία της αστυνομίας εις το Σύνταγμα.
Η προϊούσα κατάπτωση ωσαύτως αποτυπώνεται με την θέσπιση «ακαταδίωκτων», εις πρόσωπα τα οποία επιλαμβάνονται της διαχείρισης της ζωής μας, όχι προφανώς δια λόγους ιδικής τους προστασίας, υπό το μαινόμενο δήθεν πλήθος, αλλά όλως τουναντίον, εις τον αντίποδα δια λόγους της επιμελώς μεθοδευμένης κατάχρησης αυτού εκ μέρους των προσώπων τα οποία το απολαμβάνουν, προκειμένου να συμπεριφέρονται ανέλεγκτα και αυθαίρετα καταφρονώντας τον Ελληνικό λαό.
Τούτο το φαινόμενο το αντιμετωπίζουμε όντες καθημαγμένοι επί των ημερών μας, όπου ημέτεροι λοιμωξιολόγοι, εννοώ μία συγκεκριμένη μερίδα, η οποία πρόσκεινται προς την κυβέρνηση διότι έχει εξοβελιστεί ο επιστημονικός πλουραλισμός και η πολυφωνική ανταλλαγή απόψεων καθώς και προβολή ακηδεμόνευτης γνώμης, δρουν πραξικοπηματικά καθότι αντί να περιορίζονται έστω και υπό τις ως άνω συνθήκες, εις την εκτέλεση των καθηκόντων τους ως ειδικοί επιστήμονες, αναγορεύονται αντιθεσμικά και αυτοκλήτως σε διαπρύσιοι κήνσορες αμιγώς υπέρ της «Σταυροφορίας» των εμβολίων, εξαπολύοντας ύβρεις και φραστικές απειλές κατά μη εμβολιασμένους πολίτες εν είδει Εισαγγελέων-δημοσίων κατήγορων, το φαινόμενο αυτό των καιρών συνιστά τον πυρήνα του αντεστραμμένου μας κόσμου, δηλαδή η Εισαγγελία δια κατάφωρα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα αδικήματα να στρουθοκαμηλίζει ή άλλως να επεμβαίνει κατά το δοκούν εξ αντιδιαστολής με τους ιατρούς της ως άνω ειδικότητας να εκτοξεύουν απειλές.
Εν τω πλαισίω αυτό, νύκτωρ, βεβιασμένα, εν κρυπτώ και παραβύστω, ψηφίστηκε, την 22η 2021, άρον άρον, το ανεύθυνο των «Λοιμωξιολόγων», μία θεσμικώς πραξικοπηματική ενέργεια,
η οποία σηματοδοτεί εκκωφαντικά, τον ενταφιασμό της Δημοκρατίας και την πρόδηλη κατάλυση των Δημοκρατικών Θεσμών.
Η περί ης ο λόγος ψήφιση άπτεται της περί της αφέσεως της ποινικής ευθύνης των μελών της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του Κορωνοιού COVID-19, της
Επιτροπής Αντιμετώπισης Εκτάκτων Συμβάντων Δημόσιας Υγείας από Λοιμογόνους Παράγοντες της Επιτροπής Εμβολιασμών, οι οποίοι εφεξής δεν ευθύνονται, δεν διώκονται και δεν εξετάζονται για γνώμη που διατύπωσαν ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο λειτουργίας των ως άνω Επιτροπών. Δίωξη επιτρέπεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμιση ή εξύβριση.
Πρόκειται για το άρθρο 4, της επίμαχης τροπολογίας προσθήκης του Σχεδίου Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης «Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων» όπου το άρθρο 32ο του Ν. 4771/2021 (Α’ 16) αντικαθίσταται με βάσει τα ως άνω προρρηθέντα, υπογεγραμμένο υπό των Υπουργών Οικονομίας και Υγείας.
Η ως άνω, διάταξη, αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα εις τα θεμέλια του Δημοκρατικού μας Πολιτεύματος αναγνωρίζοντας συλλήβδην προληπτική ασυλία προς τους «πρωταγωνιστές» της
Πανδημίας με ό,τι τούτο συνεπάγεται της δημόσιας υγείας, των πλημμελειών (ιατρικών και διοικητικών) ως προς την διαχείριση αυτής, με αποτέλεσμα δηλαδή, να αμνηστεύεται εκ των
προτέρων και να καθαγιάζεται ως αυθεντικά ανεπίδεκτη, ποινικής διερεύνησης οιαδήποτε τυχόν μη ορθή λήψη αποφάσεως, η οποία αντικειμενικά δεν επέφερε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα
αλλά ενδεχομένως να αποτέλεσε γενεσιουργό αιτία, πολλαπλών άστοχων ενεργειών και παραλείψεων ως προς την ιταμή διαχείριση της περιλάλητης πανδημίας.
Η εν λόγω ανεκδιήγητη πράξη, όζει ολοκληρωτισμό, και συνιστά ανυπερθέτως εκκωφαντική ομολογία αφενός αποτυχίας της κυβερνήσεως, η οποία φοβούμενη τυχόν, παρέμβαση της
Δικαιοσύνης, ως έδει, _καθότι φρονούμε ότι ζούμε σε Συντεταγμένο Κράτος Δικαίου, όπου η λειτουργική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, δύναται να παρέμβει, κατόπιν ελευθέρας ασκήσεως του προσήκοντος, νομικού και ουσιαστικά βάσιμου ένδικου βοηθήματος, υπό οιονδήποτε πολίτη προς τυχόν διαλεύκανση της υποθέσεως της πανδημίας_ και αφετέρου απερίφραστη παραδοχή
ότι, ημείς οι πολίτες καθιστάμεθα ανυπόληπτα ενεργούμενα –ψεκασμένοι_ οι οποίοι στερούμεθα οιασδήποτε προστασίας, ακόμη και της δικαστικής προστασίας, καθότι, απλώς αποτελούμε μία
διανοητικώς λοβοτομημένη, ευκαταφρόνητη και ανυπόληπτη υδαρή μάζα, προκειμένου η ελίτ να πειραματίζεται εις την αντοχή της υγείας μας.
Η θέσπιση της ποινικής ανευθυνότητας συνεπάγεται εις το διηνεκές ατιμωρησία των πρωταγωνιστών διαχείρισης της πανδημίας και πηδαλιουχήσεως της κοινωνίας περί της λήψεως των προσηκόντων κατά το δοκούν μέτρων, δηλαδή, εν άλλοις λόγοις, η διάταξη αυτή,
απαλλάσσει τα μέλη, κατά τρόπο πρόδηλα αντισυνταγματικό διότι παραβιάζει το άρθρο 4 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο "οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου", καθόσον με το
ακαταδίωκτο και επί δολίων πράξεων ή παραλείψεών τους επέρχεται αδικαιολόγητη ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ αυτών και μη εφαρμογή των ελληνικών ποινικών νόμων υπέρ της συγκεκριμένης κατηγορίας, ως υπαλλήλων εν ευρεία εννοία, έναντι άλλων κατηγοριών υπαλλήλων, δοθέντος ότι η άνω διάταξη του Συντάγματος κατοχυρώνει όχι μόνο την ισότητα των
Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών.
Είναι γεγονός, ότι ο νομοθέτης μπορεί να προβαίνει σε διαφορετική ρύθμιση, όταν τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, για τους οποίους είναι δυνατό να κάμπτεται νομοθετικώς η προεκτεθείσα αρχή της ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου (Ολ. Α.Π. 4/2012, 11/2008, 3/2006, 38/2005).
Τούτο, όμως, δεν μπορεί να ισχύσει στην περίπτωση τελέσεως εκ δόλου αξιόποινων πράξεων παρά οιουδήποτε, αφού επί τέτοιου είδους πράξεων δεν είναι νοητή ύπαρξη λόγων γενικότερου
κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, που να δικαιολογούν συνταγματικώς τη διαφορετική ρύθμιση με τη θέσπιση ακαταδιώκτου υπέρ των ανωτέρω προσώπων κατά την εκφορά γνώμης, ή διενέργεια πράξεως, που ανάγονται στα καθήκοντά τους
Έτι περαιτέρω και συμπληρωματικώς προς την εθνική νομοθεσία λειτουργεί και η ευρωπαϊκή και ειδικότερα το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ που καθιερώνει την αρχή της ισότητας και απαγορεύει τις
διακρίσεις ορίζοντας ότι «η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως».
Ειδικότερα, στόχος της ευρωπαϊκής νομοθεσίας κατά των διακρίσεων είναι να εξασφαλίσει σε όλα τα άτομα ισότιμες και δίκαιες προοπτικές πρόσβασης στις ευκαιρίες που παρουσιάζονται
στην κοινωνία.
Μάλιστα, αυτή η νομοθεσία δεν παρουσιάζει μόνο μια μονόπλευρη διάσταση αξιώνοντας την απαγόρευση των διακρίσεων στις σχέσεις κράτους πολίτη, αλλά ταυτόχρονα τριτενεργεί και στις
σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών.
Εξειδικεύοντας παρατηρούμε ότι η απαγόρευση των διακρίσεων αναλύεται ως εξής :
Προβλέπει ότι τα πρόσωπα που βρίσκονται σε όμοιες καταστάσεις πρέπει να τυγχάνουν όμοιας μεταχείρισης και να μην υφίστανται δυσμενέστερη μεταχείριση λόγω κάποιου ιδιαίτερου
«προστατευόμενου» χαρακτηριστικού το οποίο διαθέτουν. Αυτές είναι οι «άμεσες» διακρίσεις που υπόκεινται σε ένα γενικό κριτήριο αντικειμενικής αιτιολόγησης. Ειδικότερα το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι «[...] διαφορετική μεταχείριση ατόμων που βρίσκονται σε σχετικά όμοιες καταστάσεις [...] μπορεί να θεωρηθεί διάκριση εάν στερείται αντικειμενικής και εύλογης αιτιολογίας, με άλλα λόγια εάν δεν επιδιώκει την επίτευξη ενός θεμιτού σκοπού ή εάν δεν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται να επιτευχθεί».
Συνελόντι ειπείν, η κυβέρνησις , τελεί εις ρόλο ωσεί «Ποντίου Πιλάτου», ο οποίος ναι μεν θεσπίζει την ατιμωρησία, κατά τον πιο ιταμό, Αντισυνταγματικό και αντιδημοκρατικό τρόπο, δια
ένα τόσο καίριο, ακανθώδες και ιστορικό ζήτημα, καταφάσκοντας όμως δε, εμμέσως πληνσαφώς, ενδεχόμενο δόλο ως προς την αποτυχία της μέχρι τούδε διαχείρισης της πανδημίας, αλλά εν ταυτώ και δια το μέλλον, νίπτοντας ανενδοιάστως, τας χείρας της, αποτινάσσοντας οιαδήποτε ανάληψη ουσιαστικά πολιτικής ευθύνης, πλήττοντας όμως τοιοτοτρόπως, εκ βάθρων τα θεμέλια της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας μας.
Εν κατακλείδι η βιούμενη «Οργουελιανή πραγματικότητα» δεν κείται μακράν : Υπουργός Δικαιοσύνης Ιατρός, Υπουργός Υγείας Δικηγόρος, η Εισαγγελία κωφεύει, οι λοιμωξιολόγοι έχουν
αναγορευθεί σε εισαγγελείς απειλώντας με φυλακίσεις τους μη εμβολιασμένους πολίτες, ο συνωστισμός των αλλοδαπών επιτρέπεται απροσκόπτως, ενώ των Ελλήνων απαγορεύεται, ξύλοις και ροπάλοις, προς την ως άνω άλογη και παράλογη αντεστραμμένη πραγματικότητα, αποτυπώνεται η μη ορθή λειτουργία των θεσμών και τα δυσδιάκριτα όρια της άσκησης Πολιτικής
με την απονομή Δικαιοσύνης.- Η λογική εάλω!
Η προϊούσα κατάπτωση ωσαύτως αποτυπώνεται με την θέσπιση «ακαταδίωκτων», εις πρόσωπα τα οποία επιλαμβάνονται της διαχείρισης της ζωής μας, όχι προφανώς δια λόγους ιδικής τους προστασίας, υπό το μαινόμενο δήθεν πλήθος, αλλά όλως τουναντίον, εις τον αντίποδα δια λόγους της επιμελώς μεθοδευμένης κατάχρησης αυτού εκ μέρους των προσώπων τα οποία το απολαμβάνουν, προκειμένου να συμπεριφέρονται ανέλεγκτα και αυθαίρετα καταφρονώντας τον Ελληνικό λαό.
Τούτο το φαινόμενο το αντιμετωπίζουμε όντες καθημαγμένοι επί των ημερών μας, όπου ημέτεροι λοιμωξιολόγοι, εννοώ μία συγκεκριμένη μερίδα, η οποία πρόσκεινται προς την κυβέρνηση διότι έχει εξοβελιστεί ο επιστημονικός πλουραλισμός και η πολυφωνική ανταλλαγή απόψεων καθώς και προβολή ακηδεμόνευτης γνώμης, δρουν πραξικοπηματικά καθότι αντί να περιορίζονται έστω και υπό τις ως άνω συνθήκες, εις την εκτέλεση των καθηκόντων τους ως ειδικοί επιστήμονες, αναγορεύονται αντιθεσμικά και αυτοκλήτως σε διαπρύσιοι κήνσορες αμιγώς υπέρ της «Σταυροφορίας» των εμβολίων, εξαπολύοντας ύβρεις και φραστικές απειλές κατά μη εμβολιασμένους πολίτες εν είδει Εισαγγελέων-δημοσίων κατήγορων, το φαινόμενο αυτό των καιρών συνιστά τον πυρήνα του αντεστραμμένου μας κόσμου, δηλαδή η Εισαγγελία δια κατάφωρα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα αδικήματα να στρουθοκαμηλίζει ή άλλως να επεμβαίνει κατά το δοκούν εξ αντιδιαστολής με τους ιατρούς της ως άνω ειδικότητας να εκτοξεύουν απειλές.
Εν τω πλαισίω αυτό, νύκτωρ, βεβιασμένα, εν κρυπτώ και παραβύστω, ψηφίστηκε, την 22η 2021, άρον άρον, το ανεύθυνο των «Λοιμωξιολόγων», μία θεσμικώς πραξικοπηματική ενέργεια,
η οποία σηματοδοτεί εκκωφαντικά, τον ενταφιασμό της Δημοκρατίας και την πρόδηλη κατάλυση των Δημοκρατικών Θεσμών.
Η περί ης ο λόγος ψήφιση άπτεται της περί της αφέσεως της ποινικής ευθύνης των μελών της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του Κορωνοιού COVID-19, της
Επιτροπής Αντιμετώπισης Εκτάκτων Συμβάντων Δημόσιας Υγείας από Λοιμογόνους Παράγοντες της Επιτροπής Εμβολιασμών, οι οποίοι εφεξής δεν ευθύνονται, δεν διώκονται και δεν εξετάζονται για γνώμη που διατύπωσαν ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο λειτουργίας των ως άνω Επιτροπών. Δίωξη επιτρέπεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμιση ή εξύβριση.
Πρόκειται για το άρθρο 4, της επίμαχης τροπολογίας προσθήκης του Σχεδίου Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης «Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων» όπου το άρθρο 32ο του Ν. 4771/2021 (Α’ 16) αντικαθίσταται με βάσει τα ως άνω προρρηθέντα, υπογεγραμμένο υπό των Υπουργών Οικονομίας και Υγείας.
Η ως άνω, διάταξη, αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα εις τα θεμέλια του Δημοκρατικού μας Πολιτεύματος αναγνωρίζοντας συλλήβδην προληπτική ασυλία προς τους «πρωταγωνιστές» της
Πανδημίας με ό,τι τούτο συνεπάγεται της δημόσιας υγείας, των πλημμελειών (ιατρικών και διοικητικών) ως προς την διαχείριση αυτής, με αποτέλεσμα δηλαδή, να αμνηστεύεται εκ των
προτέρων και να καθαγιάζεται ως αυθεντικά ανεπίδεκτη, ποινικής διερεύνησης οιαδήποτε τυχόν μη ορθή λήψη αποφάσεως, η οποία αντικειμενικά δεν επέφερε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα
αλλά ενδεχομένως να αποτέλεσε γενεσιουργό αιτία, πολλαπλών άστοχων ενεργειών και παραλείψεων ως προς την ιταμή διαχείριση της περιλάλητης πανδημίας.
Η εν λόγω ανεκδιήγητη πράξη, όζει ολοκληρωτισμό, και συνιστά ανυπερθέτως εκκωφαντική ομολογία αφενός αποτυχίας της κυβερνήσεως, η οποία φοβούμενη τυχόν, παρέμβαση της
Δικαιοσύνης, ως έδει, _καθότι φρονούμε ότι ζούμε σε Συντεταγμένο Κράτος Δικαίου, όπου η λειτουργική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, δύναται να παρέμβει, κατόπιν ελευθέρας ασκήσεως του προσήκοντος, νομικού και ουσιαστικά βάσιμου ένδικου βοηθήματος, υπό οιονδήποτε πολίτη προς τυχόν διαλεύκανση της υποθέσεως της πανδημίας_ και αφετέρου απερίφραστη παραδοχή
ότι, ημείς οι πολίτες καθιστάμεθα ανυπόληπτα ενεργούμενα –ψεκασμένοι_ οι οποίοι στερούμεθα οιασδήποτε προστασίας, ακόμη και της δικαστικής προστασίας, καθότι, απλώς αποτελούμε μία
διανοητικώς λοβοτομημένη, ευκαταφρόνητη και ανυπόληπτη υδαρή μάζα, προκειμένου η ελίτ να πειραματίζεται εις την αντοχή της υγείας μας.
Η θέσπιση της ποινικής ανευθυνότητας συνεπάγεται εις το διηνεκές ατιμωρησία των πρωταγωνιστών διαχείρισης της πανδημίας και πηδαλιουχήσεως της κοινωνίας περί της λήψεως των προσηκόντων κατά το δοκούν μέτρων, δηλαδή, εν άλλοις λόγοις, η διάταξη αυτή,
απαλλάσσει τα μέλη, κατά τρόπο πρόδηλα αντισυνταγματικό διότι παραβιάζει το άρθρο 4 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο "οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου", καθόσον με το
ακαταδίωκτο και επί δολίων πράξεων ή παραλείψεών τους επέρχεται αδικαιολόγητη ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ αυτών και μη εφαρμογή των ελληνικών ποινικών νόμων υπέρ της συγκεκριμένης κατηγορίας, ως υπαλλήλων εν ευρεία εννοία, έναντι άλλων κατηγοριών υπαλλήλων, δοθέντος ότι η άνω διάταξη του Συντάγματος κατοχυρώνει όχι μόνο την ισότητα των
Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών.
Είναι γεγονός, ότι ο νομοθέτης μπορεί να προβαίνει σε διαφορετική ρύθμιση, όταν τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, για τους οποίους είναι δυνατό να κάμπτεται νομοθετικώς η προεκτεθείσα αρχή της ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου (Ολ. Α.Π. 4/2012, 11/2008, 3/2006, 38/2005).
Τούτο, όμως, δεν μπορεί να ισχύσει στην περίπτωση τελέσεως εκ δόλου αξιόποινων πράξεων παρά οιουδήποτε, αφού επί τέτοιου είδους πράξεων δεν είναι νοητή ύπαρξη λόγων γενικότερου
κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, που να δικαιολογούν συνταγματικώς τη διαφορετική ρύθμιση με τη θέσπιση ακαταδιώκτου υπέρ των ανωτέρω προσώπων κατά την εκφορά γνώμης, ή διενέργεια πράξεως, που ανάγονται στα καθήκοντά τους
Έτι περαιτέρω και συμπληρωματικώς προς την εθνική νομοθεσία λειτουργεί και η ευρωπαϊκή και ειδικότερα το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ που καθιερώνει την αρχή της ισότητας και απαγορεύει τις
διακρίσεις ορίζοντας ότι «η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως».
Ειδικότερα, στόχος της ευρωπαϊκής νομοθεσίας κατά των διακρίσεων είναι να εξασφαλίσει σε όλα τα άτομα ισότιμες και δίκαιες προοπτικές πρόσβασης στις ευκαιρίες που παρουσιάζονται
στην κοινωνία.
Μάλιστα, αυτή η νομοθεσία δεν παρουσιάζει μόνο μια μονόπλευρη διάσταση αξιώνοντας την απαγόρευση των διακρίσεων στις σχέσεις κράτους πολίτη, αλλά ταυτόχρονα τριτενεργεί και στις
σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών.
Εξειδικεύοντας παρατηρούμε ότι η απαγόρευση των διακρίσεων αναλύεται ως εξής :
Προβλέπει ότι τα πρόσωπα που βρίσκονται σε όμοιες καταστάσεις πρέπει να τυγχάνουν όμοιας μεταχείρισης και να μην υφίστανται δυσμενέστερη μεταχείριση λόγω κάποιου ιδιαίτερου
«προστατευόμενου» χαρακτηριστικού το οποίο διαθέτουν. Αυτές είναι οι «άμεσες» διακρίσεις που υπόκεινται σε ένα γενικό κριτήριο αντικειμενικής αιτιολόγησης. Ειδικότερα το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι «[...] διαφορετική μεταχείριση ατόμων που βρίσκονται σε σχετικά όμοιες καταστάσεις [...] μπορεί να θεωρηθεί διάκριση εάν στερείται αντικειμενικής και εύλογης αιτιολογίας, με άλλα λόγια εάν δεν επιδιώκει την επίτευξη ενός θεμιτού σκοπού ή εάν δεν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται να επιτευχθεί».
Συνελόντι ειπείν, η κυβέρνησις , τελεί εις ρόλο ωσεί «Ποντίου Πιλάτου», ο οποίος ναι μεν θεσπίζει την ατιμωρησία, κατά τον πιο ιταμό, Αντισυνταγματικό και αντιδημοκρατικό τρόπο, δια
ένα τόσο καίριο, ακανθώδες και ιστορικό ζήτημα, καταφάσκοντας όμως δε, εμμέσως πληνσαφώς, ενδεχόμενο δόλο ως προς την αποτυχία της μέχρι τούδε διαχείρισης της πανδημίας, αλλά εν ταυτώ και δια το μέλλον, νίπτοντας ανενδοιάστως, τας χείρας της, αποτινάσσοντας οιαδήποτε ανάληψη ουσιαστικά πολιτικής ευθύνης, πλήττοντας όμως τοιοτοτρόπως, εκ βάθρων τα θεμέλια της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας μας.
Εν κατακλείδι η βιούμενη «Οργουελιανή πραγματικότητα» δεν κείται μακράν : Υπουργός Δικαιοσύνης Ιατρός, Υπουργός Υγείας Δικηγόρος, η Εισαγγελία κωφεύει, οι λοιμωξιολόγοι έχουν
αναγορευθεί σε εισαγγελείς απειλώντας με φυλακίσεις τους μη εμβολιασμένους πολίτες, ο συνωστισμός των αλλοδαπών επιτρέπεται απροσκόπτως, ενώ των Ελλήνων απαγορεύεται, ξύλοις και ροπάλοις, προς την ως άνω άλογη και παράλογη αντεστραμμένη πραγματικότητα, αποτυπώνεται η μη ορθή λειτουργία των θεσμών και τα δυσδιάκριτα όρια της άσκησης Πολιτικής
με την απονομή Δικαιοσύνης.- Η λογική εάλω!