Τις δυσκολίες, γιά την ανόρθωση της οικονομίας στη χώρα μας, στη μετά covid, εποχή αναλύει σε άρθρο του ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ Γιάννος Παπαντωνίου.
Γράφει:
“Το δύσκολο εγχείρημα στη μετα-covid εποχή για ανόρθωση της οικονομίας, μετά και την τελική έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη.
Παρά τη φθινοπωρινή έξαρση των κρουσμάτων του κορωνοϊού και την επιστροφή σε καθεστώς καραντίνας, η προσδοκία γρήγορης διαθεσιμότητας εμβολίου σηματοδοτεί την αρχή του τέλους της πανδημίας. Το 2021 θα είναι χρόνος μετάβασης στη μετά-COVID εποχή.Η Ελλάδα
εισέρχεται σε αυτή την εποχή βαριά
τραυματισμένη. Η παγκόσμια χρηματοοικονομική
κρίση του 2008-2009 διήρκεσε πολύ περισσότερο και
προκάλεσε πολλαπλάσιο κόστος σε όρους
απώλειας εισοδημάτων (ισοδύναμης με το
ένα τέταρτο του ΑΕΠ), αύξησης της ανεργίας
και εκτίναξης του δημοσίου χρέους, σε
σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή
χώρα. Επιπλέον, η πρόσφατη κρίση της
πανδημίας πρόσθεσε επίσης περισσότερα,
αναλογικά, προβλήματα λόγω της εξάρτησης
της οικονομίας μας από τομείς ιδιαίτερα
εκτεθειμένους σε υγειονομικούς κινδύνους,
όπως ο τουρισμός και οι υπηρεσίες.
Η
ανόρθωση της οικονομίας μετά από μία
τόσο επώδυνη εμπειρία απαιτεί χρόνο
και προσπάθεια. Υπάρχουν αντίστοιχα
παραδείγματα στο παρελθόν. Για να
μείνουμε στις επιτυχίες, η ένταξη στην
ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική
Ένωση (ΟΝΕ) το 2000 υπήρξε προϊόν συστηματικής
προσπάθειας με όραμα, σχέδιο και
αποφασιστικότητα.
Η επιτυχία συναρτάται
με τη σωστή διάγνωση των προβλημάτων
και τη ρεαλιστική εκτίμηση των δυσκολιών
αντιμετώπισής τους. Η τελική έκθεση της
Επιτροπής Πισσαρίδη αποτελεί ένα πρώτο
σημαντικό βήμα καταγραφής των προβλημάτων.
Όμως, η αξιολόγηση των δυσκολιών
προϋποθέτει προσδιορισμό των πολιτικών,
που πρέπει να εφαρμοστούν. Αυτή είναι
μία συζήτηση που τώρα ανοίγει. Η έκθεση
διαγράφει άξονες πολιτικής, αλλά
παραμένει σχετικά ουδέτερη για το
περιεχόμενό τους.
Ορθά επισημαίνεται
η ανάγκη λήψης μέτρων αναβάθμισης των
συντελεστών παραγωγής–κεφαλαίου και
εργασίας – με μείωση των φορολογικών
και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων του
εργατικού κόστους, προγράμματα
επαγγελματικής κατάρτισης, διευκόλυνση
της απασχόλησης των γυναικών, ενθάρρυνση
των παραγωγικών επενδύσεων με παράλληλη
τόνωση της έρευνας και της καινοτομίας,
αύξηση των δημοσίων επενδύσεων σε
υποδομές καθώς και βελτίωση του
επιχειρηματικού περιβάλλοντος και της
λειτουργίας των αγορών. Τονίζεται,
επίσης, η ανάγκη για εκσυγχρονισμό των
δομών και των υπηρεσιών της διοίκησης,
της δικαιοσύνης, της παιδείας και του
κοινωνικού κράτους,καθώς και για ενίσχυση
της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Υπάρχουν
σοβαρά εμπόδια στην προσπάθεια υλοποίησης
αυτών των πολιτικών. Το ξεπέρασμα
της κρίσης απαιτεί συνολική αλλαγή
οικονομικού υποδείγματος, που συνεπάγεται
επαχθείς προσαρμογές. Ορισμένες
δραστηριότητες ενδέχεται να συρρικνωθούν,
ενώ η έλευση της Τέταρτης Βιομηχανικής
Επανάστασης μας βρίσκει ανέτοιμους.
Επιπλέον, η κλιματική αλλαγή επιταχύνει
την εφαρμογή πολιτικών για την
ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας
και τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου
του άνθρακα. Θα απαιτηθούν τεράστιες
επενδύσεις για τη μετάβαση στις νέες
ψηφιακές τεχνολογίες και την πράσινη
οικονομία.
Όμως, οι δημοσιονομικές
στενότητες που απορρέουν από το εξαιρετικά
υψηλό δημόσιο χρέος θα επανεμφανιστούν
όταν επανέλθουν σε ισχύ οι κανονισμοί
του Συμφώνου Σταθερότητας και
Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θέτοντας
αυστηρά όρια στις δαπάνες και,
ειδικότερα, στις επενδύσεις του δημοσίου.
Εξάλλου, η εκδήλωση υγειονομικών κρίσεων,
όπως οι πανδημίες, κλονίζει την ασφάλεια
του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο
αναπτύχθηκε η παγκοσμιοποίηση. Οι
μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι μπορεί
να αρχίσουν να επιλέγουν περισσότερο
εσωστρεφείς αναπτυξιακούς προσανατολισμούς,
που συνεπάγονται λιγότερες μετακινήσεις
και μικρότερους κινδύνους διατάραξης
των διεθνών παραγωγικών δικτύων και
των προμηθευτικών αλυσίδων. Κάμψη της
παγκοσμιοποίησης θα περιορίσει τις
διεθνείς επενδύσεις δημιουργώντας
πρόσθετα εμπόδια στην αναζήτηση
κεφαλαίων.
Η έλλειψη επαρκών κεφαλαίων
αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για την
επιτυχία της προσπάθειας οικονομικής
ανόρθωσης. Για να ξεπεραστεί, η ελληνική
κυβέρνηση πρέπει να επιδιώξει, μαζί με
άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν παρόμοια
προβλήματα, να εξαιρεθούν οι δημόσιες
επενδύσεις από το πεδίο εφαρμογής του
Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Εξάλλου, τα 32 δις ευρώ που θα εισρεύσουν
από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης θα
συμβάλουν στην κάλυψη του επενδυτικού
κενού. Παράλληλα, πρέπει να επιταχυνθούν
οι διαδικασίες για την απαλλαγή των
τραπεζών από τα «κόκκινα δάνεια» καθώς
και ο εκσυγχρονισμός των αγορών κεφαλαίων
και, ιδιαίτερα, του Χρηματιστηρίου, ώστε
να διευκολυνθεί η πρόσβαση των επιχειρήσεων
σε τραπεζικό δανεισμό και σε νέα
κεφάλαια.
Εξίσου σημαντικές δυσκολίες
παρουσιάζει και το ζήτημα του θεσμικού
εκσυγχρονισμού. Η αναβάθμιση της
εκπαίδευσης είναι προϋπόθεση για τη
βελτίωση της ποιότητας του εργατικού
δυναμικού. Η επέκταση της προσφοράς
προγραμμάτων κατάρτισης είναι αναγκαία
για την αναδιάταξη του προσωπικού από
δραστηριότητες που συρρικνώνονται
προς νέους τομείς τεχνολογικής αιχμής.
Σε αντίθετη περίπτωση, θα διογκωθεί η
ανεργία. Από την ποιότητα των υπηρεσιών
που παρέχουν η δημόσια διοίκηση και η
δικαιοσύνη εξαρτάται η εύρυθμη λειτουργία
των αγορών, αλλά και η ίδια η υλοποίηση
των μεταρρυθμίσεων. Στον τομέα της
ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής, για
να λειτουργήσει το σύστημα υγείας και
να αποδώσουν τα μέτρα στήριξης αδύναμων
ομάδων, όπως οι άνεργοι και οι
ηλικιωμένοι, απαιτείται αποτελεσματικός
διοικητικός μηχανισμός.
Οι θεσμικές
μεταρρυθμίσεις προσκρούουν σε ισχυρές
συντεχνιακές και γραφειοκρατικές
αντιστάσεις, όπως δείχνει η εμπειρία.
Αν η κυβέρνηση υπαναχωρήσει, όπως έγινε
πριν από είκοσι χρόνια με την ασφαλιστική
μεταρρύθμιση ή, πιο πρόσφατα, με τη
μεταρρύθμιση των πανεπιστημίων, η
κατάσταση συνήθως χειροτερεύει. Γι’
αυτό, χρειάζεται προσεκτικός σχεδιασμός
και μεγάλη αποφασιστικότητα. Οι αναγκαίες
μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα στη διοίκηση,
στην παιδεία και στη δικαιοσύνη θα
ταράξουν τα νερά. Η καθιέρωση συστημάτων
αξιολόγησης είναι θέμα ταμπού για
ορισμένους συνδικαλιστικούς παράγοντες.
Η αλλαγή της δομής διοίκησης στα
πανεπιστήμια θίγει πολλά συμφέροντα.
Πρέπει, όμως, να προχωρήσουμε, αν θέλουμε
να σταματήσει η χώρα να βρίσκεται στον
πάτο των διεθνών κατατάξεων.
Το πρόβλημα
των μεταρρυθμίσεων είναι πρωτίστως
πολιτικό. Εξαρτάται από την ικανότητα
και το σθένος των κυβερνώντων. Η σημερινή
κυβέρνηση ξεκίνησε τη θητεία της με την
επιτυχή διαχείριση της διπλής κρίσης
του κορωνοϊού και της τουρκικής
επιθετικότητας. Οι μεγαλύτερες δυσκολίες,
όμως, βρίσκονται μπροστά της.
Πέρα από
τις εμβληματικές μεταρρυθμίσεις
που έχουν πολιτικό συμβολισμό, υπάρχουν
ηπιότερες αλλαγές που απαιτούν προσεκτικό
χειρισμό. Για παράδειγμα, προσπάθεια
απλοποίησης των διοικητικών ρυθμίσεων
μέσω εσωτερικών διαδικασιών αξιολόγησης
του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου
δεν θα κατέληγε σε πραγματικά αποτελέσματα
αλλά, μάλλον, σε διακοσμητικές βελτιώσεις.
Η εφαρμογή εκτεταμένου προγράμματος
μεταρρυθμίσεων δεν μπορεί να γίνει από
υφιστάμενες υπηρεσίες που ενσωματώνουν
γραφειοκρατικές νοοτροπίες. Απαιτεί
τη σύσταση σχημάτων τύπου «taskforce» σε
πολιτικό επίπεδο και τη συνδρομή
ανεξάρτητων οργανισμών συμβουλευτικών
υπηρεσιών με εμπειρία σε συγκεκριμένους
τομείς.
Η Ελλάδα είναι σήμερα αντιμέτωπη
με μία μεγάλη πρόκληση: Να ξαναστήσει
την οικονομία σε νέες βάσεις, ώστε να
καταστεί διεθνώς ανταγωνιστική και να
προσφέρει στον ελληνικό λαό υψηλά
επίπεδα ευημερίας και απασχόλησης
σε περιβάλλον κοινωνικής συνοχής
και δικαιοσύνης. Το εγχείρημα απαιτεί
την αναζήτηση και αξιοποίηση μεγάλου
όγκου επενδυτικών κεφαλαίων καθώς και
τολμηρές μεταρρυθμίσεις για την
ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των
δημοσίων θεσμών σε όφελος του κοινωνικού
συνόλου. Το πολιτικό σύστημα θα κριθεί
από το βαθμό ανταπόκρισης σε αυτήν την
πρόκληση”.