Μία ακόμη υπόθεση βίας, με θύμα 23χρονο ΑμεΑ, που δέχθηκε αναίτια επίθεση και ξυλοκοπήθηκε μέχρι λιποθυμίας, επειδή καθυστέρησε να βγει από το αποχωρητήριο νυχτερινού κέντρου, αναβιώνει σήμερα στο Εφετείο Θεσσαλονίκης.
Η υπόθεση αφορά τον άγριο ξυλοδαρμό 23χρονου, την προπαραμονή Πρωτοχρονιάς του 2017 σε νυχτερινό μαγαζί της συμπρωτεύουσας, γιά τον οποίο τιμωρήθηκε πρωτόδικα με φυλάκιση 7 μηνών, ο 25χρονος κατηγορούμενος, που του επιτέθηκε και τον χτύπαγε με λύσσα, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει σοβαρά τραύματα στο κεφάλι και στο σώμα.
Η υπόθεση εκδικάζεται στο Εφετείο Πλημμμελημάτων Θεσσαλονικής, καθώς έκανε έφεση ο καταδικασθείς.
Στην πρώτη δίκη, ο 23χρονος είχε καταθέσει:
«Ήμουν στο νυχτερινό μαγαζί με δύο φίλες μου και σε κάποια φάση πήγα τουαλέτα. Πάσχω από αυτισμό και ιδεοψυχαναγκασμό και αυτή η διαδικασία μου παίρνει περισσότερο χρόνο από το κανονικό. Μετά από λίγα λεπτά χτύπησε την πόρτα κάποιος και μετά αυτός μπήκε και μου είπε ''τι κάνεις;''. Μετά με έριξε στο έδαφος και άρχισε να με χτυπάει με μπουνιές, ενώ ήμουν κάτω και με χτυπούσε στο κεφάλι. Με χτυπούσε με μανία δεν έχω νιώσει μεγαλύτερο φόβο για τη ζωή μου. Πονούσα στο στέρνο, στα πλευρά και το κεφάλι».
Στην κατάθεση του ο 23χρονος, που νοσηλεύτηκε λόγω των σφοδρών χτυπημάτων, που είχε δεχτεί, μίλησε και γιά την αναλγησία των υπευθύνων του καταστήματος, λέγοντας:
«Ο υπεύθυνος με πέταξε έξω και ο κατηγορούμενος ήρθε πάλι και με κλώτσησε και έβριζε συνέχεια. Δεν έχω προηγούμενα με τον κατηγορούμενο, δεν κινήθηκα για να τον χτυπήσω. Χρειάζομαι λίγο παραπάνω χρόνο στην τουαλέτα λόγω της πάθησής μου. Ήμουν περίπου πέντε λεπτά μέσα. Δεν το ήξερα από πριν. Η αστυνομία από το βίντεο τον βρήκε και τον αναγνώρισα. Εγώ ήμουν αμυνόμενος. «Μέσα στο μαγαζί περίμενα μισή ώρα γιατί μου είπε ο υπεύθυνος ότι είναι εξαγριωμένος ακόμη ο κατηγορούμενος. Με χτύπησε πίσω στο κεφάλι. Ζω με τη μητέρα μου και δεν βγαίνω συχνά. Με παρακολουθεί ψυχίατρος».
Σε άλλο σημείο της κατάθεσης του, περιέγραψε τον κατηγορούμενο σε κατάσταση αμοκ:
«Δεν άκουσα καμία συγγνώμη και μου έκανε και μήνυση. Νιώθω αδικημένος και θέλω να βρω το δίκιο μου. Είμαι πάντα ήσυχος και δεν προκαλώ. Προσπαθούσα να αμυνθώ και με έπιασε κεφαλοκλείδωμα. Οι φίλοι του ήταν εκεί και τον κρατούσαν. Ήταν θολωμένος δεν είχε τα λογικά του εκείνη την ώρα, ήταν σαν σε αμόκ όταν με χτυπούσε».
Η υπόθεση εκδικάζεται στο Εφετείο Πλημμμελημάτων Θεσσαλονικής, καθώς έκανε έφεση ο καταδικασθείς.
Στην πρώτη δίκη, ο 23χρονος είχε καταθέσει:
«Ήμουν στο νυχτερινό μαγαζί με δύο φίλες μου και σε κάποια φάση πήγα τουαλέτα. Πάσχω από αυτισμό και ιδεοψυχαναγκασμό και αυτή η διαδικασία μου παίρνει περισσότερο χρόνο από το κανονικό. Μετά από λίγα λεπτά χτύπησε την πόρτα κάποιος και μετά αυτός μπήκε και μου είπε ''τι κάνεις;''. Μετά με έριξε στο έδαφος και άρχισε να με χτυπάει με μπουνιές, ενώ ήμουν κάτω και με χτυπούσε στο κεφάλι. Με χτυπούσε με μανία δεν έχω νιώσει μεγαλύτερο φόβο για τη ζωή μου. Πονούσα στο στέρνο, στα πλευρά και το κεφάλι».
Στην κατάθεση του ο 23χρονος, που νοσηλεύτηκε λόγω των σφοδρών χτυπημάτων, που είχε δεχτεί, μίλησε και γιά την αναλγησία των υπευθύνων του καταστήματος, λέγοντας:
«Ο υπεύθυνος με πέταξε έξω και ο κατηγορούμενος ήρθε πάλι και με κλώτσησε και έβριζε συνέχεια. Δεν έχω προηγούμενα με τον κατηγορούμενο, δεν κινήθηκα για να τον χτυπήσω. Χρειάζομαι λίγο παραπάνω χρόνο στην τουαλέτα λόγω της πάθησής μου. Ήμουν περίπου πέντε λεπτά μέσα. Δεν το ήξερα από πριν. Η αστυνομία από το βίντεο τον βρήκε και τον αναγνώρισα. Εγώ ήμουν αμυνόμενος. «Μέσα στο μαγαζί περίμενα μισή ώρα γιατί μου είπε ο υπεύθυνος ότι είναι εξαγριωμένος ακόμη ο κατηγορούμενος. Με χτύπησε πίσω στο κεφάλι. Ζω με τη μητέρα μου και δεν βγαίνω συχνά. Με παρακολουθεί ψυχίατρος».
Σε άλλο σημείο της κατάθεσης του, περιέγραψε τον κατηγορούμενο σε κατάσταση αμοκ:
«Δεν άκουσα καμία συγγνώμη και μου έκανε και μήνυση. Νιώθω αδικημένος και θέλω να βρω το δίκιο μου. Είμαι πάντα ήσυχος και δεν προκαλώ. Προσπαθούσα να αμυνθώ και με έπιασε κεφαλοκλείδωμα. Οι φίλοι του ήταν εκεί και τον κρατούσαν. Ήταν θολωμένος δεν είχε τα λογικά του εκείνη την ώρα, ήταν σαν σε αμόκ όταν με χτυπούσε».