Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

Κουφοντίνας προς δικαστές: "Μην ακούσετε τον εισαγγελέα"...


Στους δικαστές του συμβουλίου πλημμελειοδικών Βόλου απευθύνεται ο Δημήτρης Κουφοντίνας, με πολυσέλιδο υπόμνημα του, με το οποίο ζητάει να μην συμφωνήσουν με τον εισαγγελέα, που είπε “όχι” στο αίτημα του, γιά χορήγηση άδειας από τις φυλακές.
Ο Κουφοντίνας, ο οποίος νοσηλεύεται στο νοσοκομείο Βόλου, μετά την απεργία πείνας, που ξεκίνησε από τις 2 Μαίου, διαμαρτυρόμενος για το κόψιμο της άδειας του, στο υπόμνημα του αναφέρει τους λόγους, για τους οποίους το δικαστικό συμβούλιο πρέπει να κάνει δεκτό το αίτημα του, για χορήγηση άδειας.
Μεταξύ άλλων αναφέρει:
Διαβάστε ολόκληρο το υπόμνημα Κουφοντίνα:
Επί της προσφυγής  που κατέθεσε ο Εισαγγελέας  Βόλου κ. Κωνσταντίνου κατά της  κατά πλειοψηφία θετικής  απόφασης  του  Πειθαρχικού Συμβουλίου  της ΕΕΚΝ Κασσαβέτειας  περί χορήγησης τακτικής άδειας  στον κρατούμενο Δημήτρη Κουφοντίνα, επαγόμαστε τα ακόλουθα.
Η αίτηση του κρατουμένου  για χορήγηση άδειας ήρθε ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου,  μετά την χορήγηση  έξι συνεχόμενων τακτικών αδειών εξόδου, των  τριών πρώτων από το  αντίστοιχο Συμβούλιο του ΚΚ. Κορυδαλλού και των τριών επόμενων από το Π. Σ.  της Κασσαβέτειας και την  κατά σειρά  απόρριψη της έβδομης αίτησης αυτού,  από το Δικαστικό Συμβούλιο Βόλου,  μετά την μειοψηφία του Εισαγγελέα .
Κατά την  διατύπωση της μειοψηφούσας γνώμης του,  ο Εισαγγελέας επικαλέσθηκε  δηλώσεις του κρατούμενου που περιλαμβάνονται σε  συνεντεύξεις του  και ιδίως δήλωση  με την οποία σηματοδότησε την έναρξη της απεργίας πείνας  στην οποία προσέφυγε ένα χρόνο νωρίτερα,  (πριν την χορήγηση της τρίτης κατά σειρά άδειας) , μιλώντας  για «το κόκκινο νήμα των αγώνων»,  που για τον κρατούμενο ήταν η καταφυγή στην απεργία πείνας , σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την άσκηση πιέσεων σε βάρος των εισαγγελέων που είχαν συναινέσει στην χορήγηση  της άδειας σε προηγούμενα στάδια.
Με βάση αυτήν του την δήλωση  ο μειοψηφήσας εισαγγελικός λειτουργός  έκρινε ότι υφίσταται κίνδυνος φυγής και διάπραξης άλλων εγκλημάτων  από την χορήγηση της άδειας, τα οποία δεν προσδιορίζονται  στην  μειοψηφούσα γνώμη της σχετικής απόφασης του Π.Σ. της Κασσαβέτειας .
Σημειώνεται ότι  ο  προσφεύγων μειοψηφήσας εισαγγελικός λειτουργός είχε συναινέσει σε προηγούμενο στάδιο  σε αντίστοιχο αίτημα του κρατουμένου, ο οποίος έλαβε ως εξ αυτού  την αιτηθείσα άδεια  και καμία αμφισβήτηση δεν υπήρξε και δεν  υπάρχει για την κατά τους όρους που τέθηκαν  χρήση της άδειας εκείνης  (και κάθε  άλλης  προηγούμενης άλλωστε).   
Επί της  κατατεθείσας προσφυγής   επαγόμαστε τα ακόλουθα:
Ιστορικό
Ανατρέχοντας στο ιστορικό  της υπόθεσης,   (που υπάρχει ήδη  στον σχετικό του φάκελο)  διαπιστώνονται  τα ακόλουθα.
Ο Δ.Κ. έχει μέχρι σήμερα  υποβάλει αίτηση για άδεια  14 φορές.   Οι πρώτες  6 αιτήσεις του  απορρίφθηκαν  από το Πειθαρχικό Συμβούλιο του   Κ.Κ. Κορυδαλλού   με διάφορα σκεπτικά,   που κατέληγαν στην μη συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων, και τούτο συνήθως με αναφορές   είτε στο ζήτημα των ιδεολογικών του θέσεων, είτε   στην  εκτίμηση περί μη δήλωσης μετάνοιας , και παλαιότερα και στο ζήτημα του κίνδυνου διαφυγής, το οποίο όμως  έχει προ πολλού πάψει να απασχολεί, καθώς είναι πλέον ή βέβαιο ότι  δεν συντρέχει ουδόλως τέτοιος κίνδυνος για τον συγκεκριμένο κρατούμενο.  
Εξάλλου,   όπως αποδείχθηκε από την   μέχρι σήμερα  στάση και συμπεριφορά  του Δ.Κ.   δεν συντρέχει  και  οποιοσδήποτε άλλος κίνδυνος από την άσκηση του δικαιώματος στην άδεια  και την έξοδό του από τις φυλακές.
Τον Νοέμβριο   του 2017  ,  το   αίτημα για άδεια   του Δ.Κ.    έγινε δεκτό από   το Π.Σ. του Κ.Κ. Κορυδαλλού , με θετική ψήφο, τόσο των  Διευθυντή και Κοιν. Λειτουργού,  όσο και του Εισαγγελικού Λειτουργού, που  ήταν ο  Εισαγγελέας Εφετών Πειραιά .
Θετική   ήταν η κρίση  του Συμβουλίου και  στην  αμέσως  επομένη αίτηση  του κρατουμένου     που έγινε δεκτή,   με θετική ψήφο τόσο των Διευθυντή και Κοιν.  Λειτουργού, όσο και  του Εισαγγελέα,   που αυτήν τη φορά ήταν ο   αναπληρωτής  επόπτης  του Κ.Κ. Κορυδαλλού,   Εισαγγελέας  Πρωτοδικών.
Κατά των δυο αυτών λειτουργών κινήθηκε τότε , όπως έγινε  γνωστό από τον Τύπο ,  πειθαρχικός έλεγχος   για την συγκεκριμένη κρίση τους, πλην όμως και οι δυο  πειθαρχικές διαδικασίες   κατ’ αυτών   κατέληξαν (ομόφωνα αν δεν σφάλλω) στην απαλλαγή και δικαίωση   και  των δυο Εισαγγελέων από τον Α.Π.
Η επομένη  αίτηση για άδεια του Δ.Κ.   εισήχθη στο Π.Σ. του Κορυδαλλού  την 14-6-2018,     όταν ήδη   τότε  ο κρατούμενος είχε κατέλθει σε απεργία πείνας,  θεωρώντας ότι η εξελίξεις αυτές   στρέφονταν κατά του δικαιώματός του στην άδεια και  ότι  υπήρχαν κινήσεις   από  τα media  και από  παράγοντες εκτός διαδικασίας  για να αποκλεισθεί από την   πρόσβαση  του στο δικαίωμα αυτό.
Στο Συμβούλιο αυτό,  εκπροσωπήθηκε από την συνήγορό του,  καθώς   το Νοσοκομείο  Γ.Κ. Νικαίας  , όπου κρατείτο  ο απεργός πείνας,  δεν έδωσε άδεια για την μετακίνηση του,  προκειμένου να παρασταθεί  κατά την συνεδρίαση, λόγω   του κινδύνου  εκ της κατάστασης της υγείας του .    Πρέπει να σημειωθεί ότι σε μια διαδικασία  που διήρκεσε συνολικά  9 ώρες εξαντλήθηκαν από τον Εισαγγελέα  επόπτη,  όλα τα θέματα που  ετίθεντο στο  σωφρονιστικό πεδίο  και στον  δημόσιο και μη λόγο σε σχέση με την άδεια του κρατουμένου.
Το Συμβούλιο εκείνο κατέληξε,  απαντώντας    καταφατικά  για την χορήγηση της άδειας,   κρίνοντας  και πάλι ότι συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις, άλλα και  – με  πολύ    αναλυτικό σκεπτικό-     ότι συντρέχουν και οι ουσιαστικές  (ιδτ. σχετική απόφαση  στον φάκελό του).
Βέβαια,  και   μετά την μετακίνησή του στο παρόν κατάστημα  κράτησης ,  τρείς φορές ,   3 διαφορετικοί εισαγγελικοί λειτουργοί έκριναν,   σε αντίστοιχες συνεδριάσεις του Π.Σ. της Κασσαβέτειας ,  ότι συντρέχουν οι τυπικές και ουσιαστικές  προϋποθέσεις  για την χορήγηση της άδειας .
Κατά την διάρκεια όλων των προηγούμενων αδειών που του χορηγήθηκαν, τηρηθήκαν ανελλιπώς όλοι οι όροι που τέθηκαν και  καμία αντίθετη  άποψη δεν διατυπώθηκε   από την  πλευρά των αρμοδίων για την χορήγηση οργάνων, καθώς  ο   Δ.Κουφοντινας   επέδειξε τον οφειλόμενο σεβασμό  στην  άσκηση του δικαιώματος  που του αναγνωρίστηκε.       
Στην τέταρτη κατά σειρά αίτηση του για χορήγηση άδειας μειοψήφησε ο Εισαγγελέας και προσέφυγε ενώπιον του Συμβουλίου σας. 
Κατά την διαδικασία που ακολούθησε  το  Δικαστικό  Συμβούλιο   του Βόλου , απέρριψε το αίτημα για άδεια, κάνοντας δεκτή την  προσφυγή του  και  κατά το σκεπτικό του   κατέληξε στην απόφαση του να μην χορηγηθεί άδεια στον Δ.Κ. ,    εκτιμώντας,     ότι δεν υφίστανται      ούτε  οι τυπικές   και    ούτε  οι ουσιαστικές προϋποθέσεις  για την χορήγηση της άδειας.   Σημειωτέον ότι από τον  εισαγγελικό λειτουργό  που διαφώνησε  για την  χορήγηση της άδειας   και κατέθεσε την προσφυγή και την πρόταση στο Συμβούλιο   δεν είχε  αμφισβητηθεί η  συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων,   άλλα μόνον των ουσιαστικών, κατά το σκεπτικό που παρέθετε σ’ αυτήν.
Εξάλλου,  και κατά την παρούσα   φερομένη προς κρίση διαδικασία ο μειοψηφήσας εισαγγελέας δεν διαφώνησε ως προς την συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων.
Επί των παραπάνω θεμάτων σημειώνουμε τα ακόλουθα:
Σχετικά με τη συνδρομή των  τυπικών  προϋποθέσεων για την χορήγηση της άδειας
Σύμφωνα με την διατύπωση του άρθρου 55 παρ. 1 Σ.Κ.
  1. Οι τακτικές άδειες χορηγούνται εφόσον:
«1. Ο κατάδικος έχει εκτίσει το ένα πέμπτο της ποινής του χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής λόγω εργασίας και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον τρεις μήνες. Σε περίπτωση έκτισης ποινής ισόβιας κάθειρξης, η κράτηση πρέπει να έχει διαρκέσει τουλάχιστον οκτώ έτη. Κατ` εξαίρεση, σε αυτόν που καταδικάστηκε σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης για παράβαση της παρ. 2 του άρθρου 380 του Ποινικού Κώδικα, τακτικές άδειες χορηγούνται εφόσον έχει εκτίσει τα δύο πέμπτα της ποινής του χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής λόγω εργασίας και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον δύο έτη.
  Αν στον κατάδικο έχουν επιβληθεί περισσότερες ποινές κατά της ελευθερίας και δεν έχει γίνει προσμέτρηση τους σε μια συνολική ποινή, κατά το άρθρο 94 του Ποινικού Κώδικα, για τον υπολογισμό της ποινής που έχει εκτιθεί κατά την έννοια της παρούσας διάταξης, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των επί μέρους ποινών. Σε περίπτωση ποινικού σωφρονισμού, απαιτείται ο εφηβικής ή μετεφηβικής ηλικίας κατάδικος να έχει εκτίσει το ένα πέμπτο του περιορισμού που του έχει επιβληθεί χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής λόγω εργασίας και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον τρεις μήνες.
 (2)   Δεν εκκρεμεί κατά του καταδίκου ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό κακουργήματος ή διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή έκδοσης σε τρίτη χώρα.».
Η διατύπωση της διάταξης αυτής   κατά την οποία αναφέρεται σε «ποινή ισόβιας κάθειρξης» και όχι σε «ποινές»  δεν  δημιουργεί κενό ή αμφιβολία, καθώς  η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, είτε μία φορά επιβληθεί, είτε πολλές, με έναν τρόπο και μία φορά εκτελείται.  Γι’ αυτό και δεν είναι νοητός ο καθορισμός συνολικής ποινής επί πολλών ισοβίων καθείρξεων (η συγχώνευση δηλαδή) – (ιδτ. και παραπάνω τις κρίσεις του δικαστικού βουλεύματος 373/2016). 
 Εξάλλου,  η παραπάνω διατύπωση δεν επιτρέπεται να  τύχει  μιας διαφορετικής ερμηνείας  και μάλιστα διασταλτικής , διότι στην περίπτωση αυτή έχουμε επιδείνωση των όρων  φυλάκισης  και επέκταση των συνεπειών της ποινικής κύρωσης πέραν του επιτρεπτού .
Έτσι, όπως σημειώνει ο καθηγητής   Ιωάννης Ε. Μανωλεδάκης, (βλπ «Ποινικό Δίκαιο Γενική Θεωρία» έκδ. Σάκκουλα Θεσσαλονίκη 2004 σελ. 97 & 98):                                             
«Σύμφωνα με την αρχή n.c.n.p.s.l το αξιόποινο δημιουργείται μόνο με νόμο και όχι ερμηνευτικά….. Στο μέτρο που αυτή η διαστολή, συστολή και αναλογία επεκτείνει τις συνέπειες ενός ποινικού κανόνα σε βάρος του δράστη ή του κατηγορουμένου ή του καταδίκου, διαπλάθοντας έτσι ποινικό δίκαιο πέρα από το ρητά εκφρασμένο γράμμα του νόμου, απαγορεύεται»….. «Η διασταλτική, συσταλτική και αναλογική ερμηνεία επιτρέπονται όμως στο μέτρο που περιορίζουν τις δυσμενείς συνέπειες των ποινικών κανόνων, διαπλάθοντας δίκαιο υπέρ του δράστη, του κατηγορουμένου ή του καταδίκου» .  Η αναλογία μόνο in bonam partem είναι δυνατή.
Ακόμη, όπως σημειώνει και ο μεγάλος  δάσκαλος,   Ν.Χωραφάς   (βλ. Ν. Χωραφά «Ποινικόν Δίκαιον» έκδ. Σάκκουλα Αθήνα 1978 σελ. 61 & 65).
«Αληθή κενά του ποινικού δικαίου προς θεμελίωσιν ή επαύξησιν του αξιοποίνου δεν υπάρχουν. Όταν πράξις τις δεν προβλέπεται εν ποινικώ τινι νόμω, τούτο σημαίνει, ότι ο ποινικός νομοθέτης θέλει να είναι ατιμώρητος»….»Αν ο νομοθέτης δεν κατορθώνη να εκφρασθή – ίσως λόγω φόρτου εργασίας – αρκούντως σαφώς, δεν είναι έργον του δικαστού να καταδωρίζη εισιτήριον διά τα φυλακάς» .
Κατά τον ίδιο τρόπο και ο  καθηγητής , Ν.Ανδρουλάκης   (Ποινικό Δίκαιο, έκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 2000 σελ. 111): 
«Η υπέρβαση λοιπόν του γλωσσικού νοήματος του ποινικού κανόνα προς θεμελίωση ή επαύξηση του αξιοποίνου είναι απαράδεκτη και γιατί θα άφηνε δίοδο στην ενδεχόμενη δικαστική αυθαιρεσία, αλλά και γιατί την απαραίτητη στο ποινικό
δίκαιο «αυθεντία της νομοθετικής επιταγής» μόνο το κείμενο του νόμου κατά το λεκτικό – γλωσσικό του νόημα την διαθέτει».
Το ζήτημα των τυπικών προϋποθέσεων για την χορήγηση τις άδειας  στους καταδικασμένους σε  περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης , έχει αντιμετωπιστεί στο  παρελθόν   :
  • -Με  σωρεία αποφάσεων   των πειθαρχικών συμβουλίων και αντίστοιχων εισαγγελέων επί σωρείας άλλων περιπτώσεων (και  στο δικό σας κατάστημα κράτησης ), 
  • -Με σωρεία αποφάσεων   του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Κορυδαλλού,  όπου  και το μεγαλύτερο κατάστημα κράτησης  της χώρας ,   με  συνήθως περί τις 2.000  κρατούμενων,
  • -Με τις  αποφάσεις του   αντιστοίχου  Συμβουλίου του Πειραιά που   τοποθετηθήκαν επί του ζητήματος της άδειας του συγκεκριμένου κρατούμενου,  Δημήτρη Κουφοντίνα , υπ’ αριθμ.  373/2016 και 380/2017, περί των οποίων παρακάτω αναφέρεται,
  • -Με την παραπάνω  εκτενή ανάλυση του Δικαστικού Συμβουλίου του Πειραιά στο βούλευμα του με αριθμό  373/2016 ,
  • -Με τη αντίστοιχη απόφαση του  βουλεύματος  του ίδιου  με αριθμό  380/2017,
  • -Με την και πρόσφατη  γνωμοδότηση   του  Εισαγγελέα του  Άρειου Πάγου,  υπ’ αριθμ. 14/2011  (Ποι.Δικ/ 2011, 1298)  και παλαιότερες. 7/93, 2598/1995,
  • -Με τις θέσεις που έχει αναπτύξει ο  Εισαγγελέας  (σήμερα Α.Π) . κ. Παν. Μπρακουμάτσος  ( Ποιν.Δικ. 11/ 2002, σελ. 1193, Υπεράσπιση 1998, 1149) .
Με  τον ίδιο τρόπο  έχει αντιμετωπιστεί και το αντίστοιχο ζήτημα της υφ’ όρον  απόλυσης ,   έχει κριθεί δηλαδή  ότι η συνδρομή  των τυπικών προϋποθέσεων ερμηνεύεται  κατά τον ίδιο τρόπο για τους  καταδικασμένους με μία ή πολλές φορές ισόβια κάθειρξη  (ιδτ ενδεικτικά   Συμβ.ΠλημΤρικαλ. 100/1999) .
Όπως και παραπάνω αναφέρουμε καθ’ όλα  αυτά τα χρόνια  που κρίνονται κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο   τα αιτήματα του  κρατούμενου Δ.Κ. για άδεια   ποτέ, κανένα εκ των προηγούμενων  συμβουλίων και  ούτε ποτέ  οι εισαγγελικοί λειτουργοί , που συμμετείχαν   ως  επόπτες  σε αυτά , αμφισβήτησαν  τυχόν  την  συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων για την χορήγηση της άδειας.
Η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων δεν αμφισβητήθηκε έξαλλου ούτε   από τα Δικαστικά Συμβούλια  που κλήθηκαν να εξετάσουν το αίτημα του κρατουμένου  για άδεια.
Έτσι,   στο σχετικό του αίτημα που συζητήθηκε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Κ.Κ.Κορυδαλού την  27/5/2016,   και απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ.   47/2006  απόφαση    αυτού, ασκήθηκε προσφυγή  από  μέρους μας ,  η οποία    ήχθη ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου του Πειραιά . 
  Το Συμβούλιο εκείνο , με το υπ’ αριθμ.   373/2016   βούλευμά του απέρριψε την  προσφυγή και την αίτηση,   δεχόμενο ότι συντρέχουν   οι τυπικές άλλα όχι και οι ουσιαστικές προϋποθέσεις   για την χορήγηση της άδειας με σκεπτικό  που ανεφέρετο  και πάλι στις ιδεολογικές  θέσεις του .    Το Συμβούλιο   εκείνο   εξέτασε εκτενώς    το   ζήτημα της πλήρωσης των τυπικών προϋποθέσεων  και η  απόφανσή  του  περιείχε   ενδιαφέρουσες  σκέψεις επ’ αυτού.
Έτσι,  σύμφωνα με το σκεπτικό  του (φύλλο 6ο σελίδα 2η) , το οποίο  υιοθετεί  την πρόταση του Εισαγγελέα,   ( φύλλο 2 σελ. δεύτερη)  και  στην περίπτωση  των πολλαπλών ισοβίων καθείρξεων,   η τυπική προϋπόθεση για την χορήγηση της άδειας παραμένουν τα 8 χρόνια πραγματικής έκτισης  ποινής.  Ειδικότερα σημειώνει   το βούλευμα ότι :
 «….  Καθώς ο νομοθέτης δεν διακρίνει ,  άλλα και   (λαμβάνοντας υπόψη)  το γεγονός ότι η σωρευτική έκτιση  περισσότερων ποινών πρόσκαιρης κάθειρξης  εξυπηρετεί μόνον τους σκοπούς του 94 παρ3 ΠΚ ,(…)  άλλα και με δεδομένο ότι  σε περιπτώσεις περισσότερων ισοβίων … η τυπική αυτή προϋπόθεση δεν θα μπορούσε να συντρέξει  λαμβάνοντας υπόψη το μέσο προσδόκιμο  χρονικό όριο της ανθρώπινης  ζωής … θεωρείται, κατ’ ερμηνεία του γράμματος του νόμο και της εικαζόμενης βούλησης του νομοθέτη  ότι ακόμη και στην  περίπτωση  σωρευτικής έκτισης περισσότερων ισοβίων καθείρξεων  ή ισοβίων καθείρξεων   και συνολικής πρόσκαιρης κάθειρξης , η συγκεκριμένη τυπική προϋπόθεση πληρούται με την πραγματική έκτιση οκτώ (8) ετών μόνον   ( ΓνΕισΑΠ 14/2011, Ποιν.Δικ 2011, σελ. 1298, Γνμ Εις ΑΠ 7/1993, Ποιν.Χρ. 1993, σελ. 1329, ΝΟΜΟΣ).»
Ακολούθως με την υπ’ αριθμ. 16/28-2-2017    απόφαση του Π.Σ. της Φυλακής Κορυδαλλού η  νέα αίτηση  του κρατούμενου  έγινε δεκτή κατά πλειοψηφία, ( με θετική ψήφο από  τον Διευθυντή  του Καταστήματος  και την Κοινωνική Λειτουργό),  μειοψηφούντος του Εισαγγελέα , ο οποίος και προσέφυγε στο Δικαστικό Συμβούλιο του Πειραιά.
Το Δικαστικό Συμβούλιο Πειραιά ,   με το υπ’ αριθμό 380/2017 Βούλευμά  του,   απέρριψε  και πάλι   το αίτημα  του Δ.Κ. για άδεια, κρίνοντας  και πάλι ότι συντρέχουν οι τυπικές   προϋποθέσεις ,  αλλά  ότι   δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές.
Η συνδρομή επομένως των τυπικών προϋποθέσεων  είναι   θέμα που και στην πρακτική, άλλα και στην νομολογία έχει αντιμετωπιστεί με αυτόν τον τρόπο και έχει κριθεί, άλλα και έχει εφαρμοσθεί επί σειρά δεκαετιών  σε όλες τις φυλακές και   από όλα τα δικαστήρια εκτελέσεως ποινών.
Μια διαφορετική προσέγγιση σήμερα,     θα ανέτρεπε πάγια νομολογία που έχει σχηματιστεί, και,  ειδικότερα ως προς τον Δ.Κ. και   ένα οιονεί  δεδικασμένο   που έχει παγιωθεί,  χωρίς  καμία  βάσιμη  αιτιολογία (νόμος,  επείγουσα κοινωνική ανάγκη , αναλογικότητα, όπως αυτά καθορίζονται από το ΕΔΑΔ) , αλλά και δημιουργώντας δυσμενέστερους όρους έκτισης της ποινής  για τους κρατούμενους που ήδη με το ισχύον μέχρι σήμερα καθεστώς κάνουν χρήση του δικαιώματος στην άδεια είτε προσβλέπουν σ’ αυτό .
Σχετικά με  τη συνδρομή των  ουσιαστικών  προϋποθέσεων 
Σύμφωνα με τις διατάξεις του παραπάνω  άρθρου 55 παρ. 1  Σ.Κ.  οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την χορήγηση της άδειας   είναι  :
  1. Οι τακτικές άδειες χορηγούνται εφόσον:
« (3) Εκτιμάται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τελέσεως, κατά τη  διάρκεια της άδειας, νέων εγκλημάτων.
(4) Συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της αδείας του.
Ενώ τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη,   περιγράφονται   στην παρ. 2 του  ως άνω άρθρου:  «   2.   Για να διαπιστωθεί αν συντρέχει αυτή η προϋπόθεση εκτιμώνται ιδίως:         
  • α) η προσωπικότητα του κατάδικου και η εν γένει συμπεριφορά του μετά   την τέλεση της πράξης, κατά τη διάρκεια, της κράτησης, σε συνδυασμό με το άρθρο 69 παράγραφος 2 του παρόντος Κώδικα και κατά τη διάρκεια των αδειών, που ενδεχομένως του έχουν ήδη χορηγηθεί,
  • β) η ατομική, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση του ιδίου και της οικογένειάς του, καθώς και οι τυχόν οικογενειακές του υποχρεώσεις,
  • γ) η ωφέλεια, την οποία μπορεί να έχει για την προσωπικότητα του καταδίκου και τη μελλοντική του εξέλιξη η λήψη μέτρων για τη σταδιακή επάνοδό του σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας.»
Όπως προκύπτει από την διατύπωση των ουσιαστικών και τυπικών προϋποθέσεων του  άρθρου 55 παρ.1 και 2 Σ.Κ.,  ο νόμος δεν εξαρτά παντάπασι την χορήγηση της άδειας   από το  είδος των ποινικών κατηγοριών  για τις οποίες καταδικάστηκε ο κρατούμενος , ενώ  η βαρύτητα της  υπόθεσης  λαμβάνεται υπόψη  στο νόμο    με την διάταξη που ορίζει τα ελάχιστα όρια  πραγματικής έκτισης ποινής για την θεμελίωση του δικαιώματος στην άδεια.                         
Εξάλλου ,  σε κάθε περίπτωση ,  οι πράξεις αξιολογήθηκαν  ποινικά από το Δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση .  Η ποινική αξίωση της Πολιτείας εκφράστηκε και  επιβλήθηκε με την απόφαση του αρμοδίου Δικαστηρίου και στην εκτέλεσή της  εξαντλείται .     Το  Συμβούλιο της Φυλακής καλείται να την εκτελέσει κατά την έννοια και τις διατάξεις του νόμου και μέσα στα πλαίσια που του ορίζει ο Δικαστής, δεν δύναται όμως  να την επαναξιολογήσει ούτε να  την κρίνει  ούτε να την  επιβαρύνει με οποιοδήποτε τρόπο,  καθώς αυτό το δικαίωμα ανήκει κυριαρχικά στην Δικαιοσύνη, η οποία και αποφάνθηκε.   
Μια  αντίληψη , επομένως ,   που  απαιτεί  από το Συμβούλιο  της Φυλακής να επιβαρύνει τις συνθήκες έκτισης και να επιμηκύνει με τον τρόπο αυτό   την παραμονή  του κρατούμενου  μέσα  στη φυλακή,  είναι έξω από  το  γράμμα του νόμου και από το πνεύμα του νομοθέτη αλλά είναι και αντίθετη με τις θεμελιώδεις δικαιϊκές αρχές.
Σχετικά με τις  αιτιάσεις  για «κίνδυνο φυγής»
Είναι προφανές σε όλους όσους ασχολήθηκαν με την υπόθεση του  Δ.Κ.,  ότι κανείς τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται ως προς τον συγκεκριμένο κρατούμενο,   και  ουδέποτε απασχόλησε πραγματικά τα πρόσφατα Συμβούλια, καθώς κανείς δεν αμφισβητεί πραγματικά , ότι, όπως δήλωσε,  θα τηρήσει τους  όρους που θα του τεθούν,   εκτός των άλλων  , και από σεβασμό στους ανθρώπους που  υπογράφουν για την χορήγηση της άδειας,  αλλά και από σεβασμό στο δικαίωμα των κρατούμενων να διαφυλαχτεί  για όλους  ο θεσμός της άδειας που κατακτήθηκε με αγώνες.
Μια  αντίθετη κρίση δεν ευσταθεί,  καθώς ,
  • -Στην φυλακή δεν  έφθασε μετά από σύλληψή του, αλλά    ο ίδιος    παρουσιάστηκε αυτοβούλως  και έθεσε τον εαυτό του στην κρίση της Δικαιοσύνης και της κοινωνίας κατά τα όσα και παραπάνω αναφέρονται, 
  • -Έχει οικογένεια κατά τα όσα έχουν  ήδη εκτεθεί  και ένα ισχυρό οικογενειακό περιβάλλον με το οποίο συνδέεται  πολύ  στενά,
  • -Έχει δραστηριότητες συγγραφικές και εκδοτικές   από τις οποίες  στηρίζεται  η οικογένεια του ,
  • -Έχει εξ αυτών  δημόσια παρουσία  και κύκλο  βιοτικών σχέσεων, τις οποίες δεν νοείται να διαρρήξει  προς τον σκοπό μιας  άλλης επιλογής παρανομίας,
  • -Τήρησε ανελλιπώς  τους όρους και επέστρεψε, συχνά μάλιστα νωρίτερα από το προβλεπόμενο,  στο κατάστημα κράτησης. 
Σημειώνουμε ότι κατά την  έκθεση  του  Συνηγόρου του Πολίτη του 2008,   που   συντάχθηκε  με εισηγητή  τον κ Ευτύχη  Φυτράκη «Κατά το άρθρο 54 παρ. 5 ΣΚ «[η] απόρριψη αίτησης για χορήγηση αδείας γίνεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του αρμόδιου οργάνου». Γίνεται γενικά δεκτό, ότι εφόσον διάταξη νόμου προβλέπει την ειδική αιτιολόγηση ορισμένης διοικητικής πράξεως («πράξη αιτιολογητέα εκ του νόμου»), η αιτιολογία αυτή πρέπει να περιλαμβάνεται στο σώμα της πράξεως (έστω και περιληπτικώς αλλά σαφώς και εξειδικευμένως), χωρίς να είναι δυνατή η συναγωγή ή η άντληση της από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης (άρθρο 17 παρ. 2 Κώδ. Διοικ. Διαδικασίας). Ενώ δηλαδή η αιτιολογία της πράξεως μπορεί να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, δεν μπορεί να αναπληρώνεται απ` αυτά. Η απουσία, μάλιστα, αυτής της αιτιολογίας συνιστά, κατά πάγια νομολογία, «παράλειψη ουσιώδους τύπου» που επιδρά ευθέως στη νομιμότητα της πράξης. Σταθερά, εξάλλου, κρίνεται ότι η απλή επανάληψη των διατάξεων του νόμου, χωρίς συσχέτιση με τα συγκεκριμένα δεδομένα, καθιστά την πράξη αναιτιολόγητη.
Στο συγκεκριμένο ζήτημα, ειδικότερα, κρίνεται αιτιολογημένη η απόρριψη του αιτήματος, εφόσον περιέχονται συγκεκριμένα γεγονότα, όπως π.χ. η απόδραση, η προηγούμενη παραβίαση των περιοριστικών όρων, η πειθαρχική τιμώρηση ή η συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της προηγούμενης άδειας, τα οποία τεκμηριώνουν την κρίση περί υποψίας «φυγής ή τέλεσης νέων εγκλημάτων». Η απόφαση πρέπει δηλαδή να περιέχει συγκεκριμένα εμπειρικά δεδομένα, βάσει των οποίων τεκμηριώνεται η συνδρομή των όρων του νόμου, δηλαδή κίνδυνος φυγής ή τέλεσης νέων εγκλημάτων. Μάλιστα, εν προκειμένω, ο νομοθέτης υποδεικνύει τα πεδία από τα οποία θα αντληθούν οι πληροφορίες και τα τεκμήρια για διάγνωση των στοιχείων του νόμου.»
Κανένα τέτοιο στοιχείο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντρέχει στην περίπτωση του Δ.Κουφοντίνα  κατά τα όσα παραπάνω αναφέρονται:
Όπως σημειώθηκε,  διατελεί κρατούμενος  από τις 5-9-2002, οπότε και  εμφανίστηκε αυτοβούλως στην Γενική Αστυνομική Διεύθυνση  Αθηνών.
Από την πρώτη στιγμή έθεσε τον εαυτό του στην κρίση της Δικαιοσύνης,   χωρίς να επιχειρήσει να  διεκδικήσει   με οποιοδήποτε τρόπο, οποιαδήποτε απαλλαγή του  ή μείωση του ποινικού και κοινωνικού  κόστους   των πράξεων που του αποδίδονταν.
Κρατήθηκε   συνεχώς στην ίδια υπόγεια ειδική πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού,   με εξαίρεση το διάστημα από 2-1-2015 έως  τον Αύγουστο 2015, οπότε   και  κρατήθηκε στις φυλακές Δομοκού,   κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του νόμου  4274/2014  με τον οποίο συστάθηκαν, ως φυλακές υψίστης ασφαλείας, παρότι  δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την μεταγωγή του σε αυτές .  Μετά  δε  την κατάργηση των διατάξεων του νόμου αυτού , επαναμετήχθη ,   τον Αύγουστο του 2015 , στις φυλακές Κορυδαλλού, όπου και συνέχισε να κρατείται στον  υπόγειο  χώρο και την πτέρυγα στην οποία κρατήθηκε καθ’ όλα τα προηγούμενα χρόνια, μέχρι τον Αύγουστο του 2018, οπότε και μετήχθη στο παρόν κατάστημα κράτησης.  
Έχει οικογένεια ,η οποία τον στηρίζει και  με την οποία διατηρεί ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς,   αποτελούμενη από την σύζυγο του Αγγελική Σωτηροπούλου  και τον γιο του Έκτορα Κουφοντίνα, σήμερα 28 ετών, ο οποίος είναι φοιτητής   ΕΜΠ,  οι οποίοι διαμένουν στην Αττική,   σε κατοικία της οικογένειας   στην  περιφέρεια της κοινότητας Βαρνάβα, όπου και ο ίδιος διέμενε  μέχρι το 2002 και όπου διαμένει κατά τις άδειες  απουσίας του από το  κατάστημα κράτησης.  
Εξάλλου, καθόλα αυτά τα χρόνια δεν έπαψε να εργάζεται  στην φυλακή ,  από δημιουργική διάθεση,  άλλα και  προς χάριν της  οικονομικής στήριξης της οικογένειας του, κάνοντας διορθώσεις κειμένων, πραγματοποιώντας μεταφράσεις βιβλίων, και γράφοντας .  
Σύμφωνα με  το ισχύον νομικό πλαίσιο , κατά τα όσα παραπάνω εκτίθενται,   συμπλήρωσε τις νόμιμες προϋποθέσεις  για την χορήγηση τακτικής άδειας  απουσίας , από τις 6-9-2010,  ενώ έλαβε την πρώτη άδεια   7 χρόνια και 2 μήνες αργότερα τον Νοέμβριο του 2017, μετά δηλαδή από 15 και πλέον χρόνια κράτησης.  
Καθόλα  δε αυτά τα 16 ½  χρόνια  που έχει παραμείνει στη φυλακή, μέχρι σήμερα,   καμία αρνητική έκθεση δεν υφίσταται σε βάρος του που να αφορά την  από την σύλληψή του μέχρι τώρα στάση του προς τους συγκρατούμενους, τους εργαζόμενους ή οποιοδήποτε τρίτο,   μέσα ή έξω από το χώρο της φυλακής.      
Τούτο,  άλλωστε, προκύπτει και από τον φάκελο του, καθώς δεν έχει ποτέ τιμωρηθεί πειθαρχικά, (πλην μια ολιγοήμερης πειθαρχικής  κύρωσης που του επιβλήθηκε το κρίσιμο έτος 2002,    για την δημοσίευση δηλώσεων του σε ενημερωτικό μέσο  της εποχής).
Επιπλέον,   τήρησε πάντοτε ανελλιπώς όλους τους όρους που του τέθηκαν για την  άσκηση του δικαιώματος στην άδεια εξόδου,  όλες τις φορές που του χορηγήθηκε.
Ως εκ των άνω,   δεν ευσταθεί οποιαδήποτε  αμφιβολία , που να μπορεί βάσιμα να αιτιολογηθεί, κατά τους όρους που θέτει ο νόμος,  περί του ότι θα τηρήσει  τους όρους που θα του επιβληθούν και  δεν θα  παραβιάσει με οποιοδήποτε τρόπο  την άδεια,  σεβόμενος την άσκηση του δικαιώματος που του χορηγείται.
Έτσι δεν ευσταθεί  η κρίση του τελευταίου σε βάρος του βουλεύματος του Δικαστικού  Συμβουλίου του Βόλου,  με την οποία συντάχθηκε και ο προσφεύγων σήμερα εισαγγελικός λειτουργός,   σύμφωνα με την οποία,   «από τις συνθήκες της  ατομικής και κοινωνικής του κατάστασης  ( του  κρατούμενου) εκτιμάται  ότι υπάρχει κίνδυνος κατά την διάρκεια της άδειάς του  να τελέσει νέα εγκλήματα ενώ δεν συντρέχουν λόγοι  που να δικαιολογούν την προσδοκία  ότι δεν θα κάνει κακή χρήση της άδειας του».
Με τα παραπάνω δεν αιτιολογείται ειδικότερα  καθόλου,  γιατί η «ατομική και κοινωνική κατάσταση» του κρατουμένου  δημιουργεί κίνδυνο κακής χρήσης της άδειας, καθώς   ο Δ.Κ.  έχει οικογένεια,  στενούς δεσμούς μαζί της,   εργασία στο χώρο του βιβλίου ,   αλλά και  έχει βεβαρυμμένη υγεία λόγω των απεργιών πείνας σε συνδυασμό και με την ηλικία του .  
Ούτε αιτιολογείται , ποια είναι τα εγκλήματα που θα διαπράξει ο κρατούμενος κατά την διάρκεια της άδειας του ,   για των οποίων τη διάπραξη απαιτείται η άδεια  και τα οποία,    παρόλα αυτά,     δεν διέπραξε κατά τις άδειές του μέχρι σήμερα, ούτε τα 17 χρόνια που είναι κρατούμενος .
Ούτε εξειδικεύεται η έννοια της  κακής χρήσης , πολύ περισσότερο, καθώς η μέχρι σήμερα χρήση ήταν καλή!
Ούτε  είναι   ορθή  η  απόδοση στον κρατούμενο  μομφής περί «κίνδυνου οργάνωσης  και προετοιμασίας  εγκληματικών ενεργειών»,  με μόνο το επιχείρημα  των πολιτικών και κοινωνικών απόψεων που του αποδίδονται    που  δεν αιτιολογείται και δεν συνάδει με τα πραγματικά στοιχεία:
  • -Πέραν όλων  όσων  έχουν αναφερθεί
  • -ότι μέχρι σήμερα  δεν έχει  ποτέ απασχολήσει για το οτιδήποτε   στα καταστήματα όπου κρατήθηκε ,
  • -ότι ο χαρακτήρας και η  στάση του  καθ’ όλο το διάστημα της κράτησης του  απέναντι σε  εργαζόμενους, κρατούμενους και Διεύθυνση της φυλακής   έχει  συμβάλει στο να έχει  αναγνωρισμένα   την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση   τους  ,
  • -ότι χαρακτηριστικά στο σημείο αυτό και η ίδια η Ομοσπονδία σωφρονιστικών υπαλλήλων έβγαλε (μοναδική περίπτωση)   ανακοίνωση υπέρ της χορήγησης της  άδειας  γι’ αυτόν
  • ότι η όλη  στάση του στη φυλακή έναντι συγκρατούμενων, εργαζόμενων και τρίτων υπήρξε πάντα βασισμένη στον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, έτσι ώστε ποτέ να μην έχει υπάρξει οποιοδήποτε παράπονο στο πρόσωπο του  στα 17 χρόνια της κράτησής του  και να  μην του έχει ποτέ  επιβληθεί  πειθαρχική  ποινή,
-ότι  έχει τηρήσει απαρέγκλιτα  τους όρους των αδειών που  του χορηγηθήκαν .
Επί του ζητήματος αυτού έχει κρίνει  σε όλες τις συνεδριάσεις του το Π. Συμβούλιο του ΕΕΚΝ  Κασσαβετειας , έχοντας  εκ του πλησίον γνώση της συμπεριφοράς και της ποιότητας του κρατούμενου,  καταλήγοντας σε   αντίθετα συμπεράσματα.  Και  δεν διαψεύστηκε τις 3  φορές  κατά  τις οποίες χορήγησε την άδεια.  Το ίδιο δεν διαψεύστηκαν και  τα  συμβούλια που χορήγησαν τις άλλες τρεις άδειες,  στον Κορυδαλλό.
Την κρίση ότι  ο κρατούμενος  έκανε καλή χρήση της άδειας  περιέχει αντίστοιχα  και το  ίδιο το  βούλευμα του  Δικαστικού Συμβουλίου  Βόλου, όπου, με αναφορά στις 6 άδειες που έλαβε συνολικά ο κρατούμενος ,  ομολογείται «η καλή χρήση των αδειών  που έλαβε ο κατάδικος»  (ίδετε φύλλο 7  στίχος 6).
Η   παραλλήλως διατυπούμενη κρίση   του  βουλεύματος   εκείνου , περί  συμπεριφοράς  «κατ’ επίφαση» καλής»,   δεν θεμελιώνεται σε κανένα πραγματικό στοιχείο,  παρά μόνον  σε  επίκληση    φράσεων  από  συνεντεύξεις ή κείμενα του, έρχεται σε αντίφαση με την παραπάνω παραδοχή  και το εμπειρικό της συμπέρασμα  και  αποτελεί  μια υποκειμενική κρίση που  στηρίζεται σε κρίσεις  ιδεολογικής αξιολόγησης μάλλον, παρά συμπεριφοράς  που ενδιαφέρει την φυλακή και το δικαίωμα στην άδεια. 
 Άλλωστε  οι αιτιάσεις   περί κατ’ επίφαση καλής συμπεριφοράς και περί γενικότερων σκοπιμοτήτων απολαβής των ευεργετημάτων, δεν συνιστούν παραδοχές που στηρίζονται σε πραγματικά περιστατικά, αλλά αναφέρονται σε πιθανά – και μη αποδείξιμα – κίνητρα του κρατούμενου, καθώς και στην – μη αποδείξιμη επίσης – ενδιάθετη βούλησή του και σκέψη. Η αιτιολογία μιας τέτοιας κρίσης είναι και ενδοιαστική και ελλιπής (βλ. ad hoc και υπ’ αριθμ. 306/2012 Βούλευμα του Ζ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, το οποίο ανήρεσε Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που απέρριψε αίτηση για υφ’ όρον απόλυση, με το σκεπτικό της κατ’ επίφαση καλής συμπεριφοράς της καταδικασθείσας).
Όπως παρατηρεί στην έκθεση του ο Συνήγορος του Πολίτη (ο.π. 2008, εισηγητής Ευτύχης Φυτράκης) ,  «η πρόβλεψη ότι ο κρατούμενος «δεν θα κάνει κακή χρήση της άδειάς του», κατά το νόμο, στηρίζεται σε στοιχεία αναγόμενα στην υποκειμενική στάση του αιτούντος. Σ` αυτό κατατείνει και η ενδεικτική, οπωσδήποτε, καταγραφή στοιχείων που εκτιμώνται για τη διενέργεια αυτής της πρόβλεψης και τα οποία άπτονται χαρακτηριστικώς της υποκειμενικής στάσης και προσωπικότητας του κρατουμένου. Γίνεται πάντως δεκτό, ότι η καλή διαγωγή, η συνεργασία με το προσωπικό της φυλακής, η μη τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων, η πραγματοποίηση ημερομισθίων αποτελούν θετικές ενδείξεις για τη χορήγηση αδείας. Άλλωστε, κατά το γράμμα του νόμου αυτό που απαιτείται είναι η δικαιολογημένη «προσδοκία» καλής χρήσης της άδειας και όχι η βεβαιότητα, κάτι άλλωστε αδύνατο όταν πρόκειται για το μέλλον, αφού μάλιστα «ο νομοθέτης γνώριζε ότι υπάρχουν απρόβλεπτοι και αστάθμητοι παράγοντες, που δυσκολεύουν το σχηματισμό επιτυχούς πρόγνωσης, όμως προέκρινε να δοκιμάσει και με το μέτρο αυτό τη δυνατότητα επανόδου του κρατουμένου στον έντιμο βίο».
Κατά την ρητή διατύπωση του νόμου  η συμπεριφορά του  αιτούντος κρίνεται  για το  κατά την διάρκεια της κράτησης  του χρονικό διάστημα και όχι για το  κατά την τέλεση της πράξης, ούτε πολύ περισσότερο για τα μετά την απόλυση του από την φυλακή καθ’ υπόθεση  εικαζόμενα. 
Άλλωστε η  εμμονή του   στις ιδεολογικές του θέσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν στοιχείο «επίφασης» αφού αποδεικνύει το εντελώς  αντίθετο, δηλαδή την  ειλικρινή και συνεπή στάση του κρατούμενου , ακόμη και εκεί που η  «επίφαση»   (δηλαδή μια υποκριτική μεταστροφή των ιδεών του) , θα μπορούσε να του εξασφαλίζει   ίσως,  καλλίτερες συνθήκες έκτισης ποινής.
Ο κρατούμενος  έχει   το δικαίωμα να έχει τις πολιτικές  , ιστορικές και ιδεολογικές του απόψεις , σύμφωνα με τις οποίες, όπως τις έχει εκφράσει και κατά τα Συμβούλια,  πιστεύει ότι μπορεί να υπάρχει μια άλλη καλλίτερη  και δικαιότερη κοινωνία, αλλά  η πορεία προς αυτήν είναι θέμα της ιστορίας  και αυτό δεν έχει στοιχεία αντικοινωνικότητας.
Η ελευθερία των πεποιθήσεων και των στοχασμών προστατεύεται από το Σύνταγμα και τις διατάξεις της ΕΣΔΑ,   τόσο  ως προς   το δικαίωμα της  εξωτερίκευσης  όσο και ως προς το δικαίωμα της μη  εξωτερίκευσης που και τα δυο εναπόκεινται στην βούληση του ατόμου και προστατεύονται ως τέτοια.
 Δεν βρίσκει επομένως έρεισμα στο νόμο   η διερεύνηση στοιχείων   φρονηματικού χαρακτήρα   από τα αρμοδία όργανα χορήγησης Αδειών,  διότι από καμία διάταξη του νόμου δεν προκύπτει  ότι δικαιούται το  Συμβούλιο να κρίνει τις πεποιθήσεις του  κρατούμενου.
Μια τέτοια κρίση εκφεύγει του πεδίου που ορίζει ο νόμος για την αξιολόγηση των κριτηρίων χορήγησης της άδειας και αναγορεύει τη Φυλακή σε κριτή και τιμητή των πεποιθήσεων του κρατούμενου, αλλά και τιμωρητικό όργανο με κριτήρια υποκειμενικά και απροσδιόριστα και με επαπειλούμενη  κύρωση την επιδείνωση του πλαισίου έκτισης της ποινής.
 Εξάλλου,  η   τυχόν  παραπομπή σε δηλώσεις  του κρατούμενου που ενδεχομένως θεωρούνται ενοχλητικές  δεν αρκεί για να θεμελιωθεί   υποψία τέλεσης εγκλημάτων. Στην προκείμενη περίπτωση όμως οι δηλώσεις του έχουν ερμηνευθεί και με τρόπο άδικο.
Επί παραδείγματι  η φράση «να αντισταθούμε στην κρατική τρομοκρατία» (που επικαλείται το τελευταίο εναντίον του βούλευμα)   είναι  φράση συνθήματος που επί πολλές δεκαετίες  συνοδεύει κάθε κάλεσμα για διαμαρτυρία  ενάντια σε αυθαίρετες   στάσεις  ή αποφάσεις , όπως τις εκλαμβάνουν οι πολίτες.      
Η φράση  περί  «του κόκκινου νήματος των αγώνων»   αποτέλεσε την φράση με την οποία σηματοδοτούσε την έναρξη της απεργίας πείνας, πριν ένα χρόνο   και  δεν μπορεί να θεωρείται ως κάλεσμα σε άσκηση βίας , καθώς  η απεργία πείνας δεν  συνιστά άσκηση βίας.
Εξάλλου  και ως προς την  τρίτη αναφορά  σε βάρος του , στο  πρόσφατο  απορριπτικό βούλευμα  του Δ.Σ. του Βόλου,  σύμφωνα με την οποία «Την 22/9/2015 ο κρατούμενος  απέστειλε  στα ΜΜΕ κείμενο όπου περιγράφει τον εαυτό του ως πολιτικό κρατούμενο που αμφισβήτησε δυναμικά και ένοπλα το μονοπώλιο της κρατικής βίας»,  στην οποία αναφέρθηκε και ο εισαγγελικός λειτουργός  κατά την διάρκεια του  τελευταίου πειθαρχικού  συμβουλίου,  ζητώντας γι αυτήν διευκρινίσεις,  είναι  προφανές ότι  αυτή   είναι μία φράση που περιγράφει την δράση του κρατούμενου για την οποία βρίσκεται στη φυλακή , όπως αυτός την διατυπώνει και δεν αναγγέλλει  τέλεση  «νέων πράξεων βίας.   Ο χαρακτηρισμός του «πολιτικού κρατούμενου» είναι χαρακτηρισμός ευρείας χρήσης, ο οποίος  αναφέρεται  στα  πολιτικά κίνητρα του καταδικασμένου,  και  ενυπάρχει και   στην έννοια του «πολιτικού εγκλήματος», για το οποίο ευρεία συζήτηση  υπάρχει στον νομικό κόσμο , ως προς την αποδοχή των υποκειμενικών ή αντικειμενικών κριτηρίων για την  περί αυτού κρίση ( Σύνταγμα,  αρμοδιότητα δικαστηρίου κλπ).
Σύμφωνα με την  παραπάνω  έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, του:                                                       
«Κατά το άρθρο 54 παρ. 5 ΣΚ «[η] απόρριψη αίτησης για χορήγηση αδείας γίνεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του αρμόδιου οργάνου»… Στο συγκεκριμένο ζήτημα, ειδικότερα, κρίνεται αιτιολογημένη η απόρριψη του αιτήματος, εφόσον περιέχονται συγκεκριμένα γεγονότα, όπως π.χ. η απόδραση, η προηγούμενη παραβίαση των περιοριστικών όρων, η πειθαρχική τιμώρησα ή η συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της προηγούμενης άδειας, τα οποία τεκμηριώνουν την κρίση περί υποψίας «φυγής ή τέλεσης νέων εγκλημάτων». Η απόφαση πρέπει δηλαδή να περιέχει συγκεκριμένα εμπειρικά δεδομένα, βάσει των οποίων τεκμηριώνεται η συνδρομή των όρων του νόμου, δηλαδή κίνδυνος φυγής ή τέλεσης νέων εγκλημάτων. Μάλιστα, εν προκειμένω, ο νομοθέτης υποδεικνύει τα πεδία από τα οποία θα αντληθούν οι πληροφορίες και τα τεκμήρια για διάγνωση των στοιχείων του νόμου.
Μία κρίση που δεν πληροί αυτά τα κριτήρια  που  έρχεται σε αντίθεση με τα πραγματικά στοιχεία   της εμπειρικής  παρατήρησης της συμπεριφοράς του κρατούμενου   και δεν είναι επαρκής.                     Εξάλλου    λανθασμένες και εκτός του πλαισίου του νόμου  είναι κρίσεις όπως αυτές  κατά τις οποίες    δεν πρέπει να  δοθεί η άδεια διότι  «δεν  έχει αποκηρύξει το παρελθόν του  και δεν έχει εκδηλώσει μεταστροφή και μεταμέλεια» .
Αποδόθηκε  στον Δ.Κουφοντίνα άλλωστε και με προηγούμενη απόφαση αλλά και με επιχειρηματολογία εναντίον του από τους άτυπους και αντιδικονομικούς παράγοντες που εννοούν να παρέμβουν  για  να τον αποστερήσουν από την πρόσβαση  στο δικαίωμα  κάθε  κρατούμενου στην άδεια, (και αναφέρομαι ιδία σε μερίδα των  ΜΜΕ  και προσκεκλημένους τους )    μια  εσφαλμένη αλλά και απολύτως αναιτιολόγητη   κρίση  περί «κίνδυνου οργάνωσης  και προετοιμασίας  εγκληματικών ενεργειών». 
Η παραπάνω κρίση είναι άδικη , αβάσιμη  και  αυθαίρετη,   και δεν στηρίζεται σε κανένα πραγματικό  στοιχείο που να μπορεί να έχει σχέση με τον κρατούμενο και την προσωπικότητά του, καθώς και την προσωπική του διαδρομή από την παράδοσή του   και  μέχρι σήμερα   (που είναι άλλωστε η περίοδος που ενδιαφέρει για την χορήγηση της  άδειας). 
Όμως , σημειώνω ότι σε κανένα δικαιϊκό καθεστώς   εκτός από τα  απολύτως αυταρχικά  και   αντιδημοκρατικά  συστήματα   δεν προβλέπεται η προληπτική  επιβολή κυρώσεων  (και εν προκειμένω στέρησης ή περιορισμού της ελευθερίας)      σε βάρος του  οποιουδήποτε για λόγους  μάλιστα ιδεολογικούς.
Μία  τέτοια αντιμετώπιση πάσχει περαιτέρω και από αντιφατικότητα  καθώς έρχεται σε  αντίφαση με το γεγονός ότι ο ίδιος ο κρατούμενος επέλεξε να εμφανιστεί αυτοβούλως στην ΓΑΔΑ,  το 2002,  δηλώνοντας «το τέλος» μιας πορείας  (πρωτοσέλιδα των εφημερίδων  στις 6/9/2002)  και  υπέβαλε τον εαυτό του στην κρίση της Δικαιοσύνης και της κοινωνίας   κατά τα όσα τότε συνέβησαν.
Ως εκ τούτου  ερμηνευτικές  κρίσεις  που αφορούν τις ιδεολογικές και πολιτικές πεποιθήσεις   και την έκφραση τους  δεν   βρίσκουν έρεισμα στο νομικό πλαίσιο που ισχύει , ούτε μπορεί να αποτελούν  προϋπόθεση  της χορήγησης της άδειας .
Κατόπιν των άνω
Επικαλούμαστε   όλα όσα παραπάνω αναφέρονται και  ενδεικτικά  και τα ακόλουθα:
  • 1)   την από 2008  υπ’ αριθμ. 369/2008 ειδική έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη για το θέμα των αδειών κρατουμένων
  • 2)  Ομόφωνο ψήφισμα της Ομοσπονδίας Σωφρονιστικών Υπαλλήλων  του 49ου Συνεδρίου   της  4-6-2018
  • 3)  Ανακοίνωση της Ομοσπονδίας Σωφρονιστικών Υπάλληλων της  9-11-2017
  • 4) Δελτίο Τύπου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου από 11-6-2018,
  • 5)  Άρθρο του Μανώλη Γλέζου   στην ΕφΣυν  της 12-4-2017,
  • 6)   Δήλωση του Γεωργίου Μομφερράτου, υιού  θύματος της δράσης της 17 Νοερή,  σχετικά με το δικαίωμα στην άδεια
Και
Επειδή  το αίτημά του  κρατούμενου  είναι δίκαιο και στηρίζεται στις διατάξεις του ν. 2776/99 και ιδίως   τα άρθρα  4 (δικαιώματα των κρατούμενων) , 51 ( σκοπός επικοινωνίας  με το ευρύτερο  κοινωνικό περιβάλλον)  53  και ιδίως  παρ. 3 και 4  (επικοινωνία,  επιστολές μη έλεγχος περιεχόμενου επιστολών) ,  54 έως 56 (άδειες), 
Ζ η τ  ο ύ μ ε 
Να   μη γίνει δεκτή η ασκηθείσα   από τον   Εισαγγελέα  προσφυγή  κατά της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ΕΕΚΝ Κασσαβέτειας  περί χορήγησης της αδείας εξόδου  στον  κρατούμενο Δημήτρη Κουφοντίνα, τον οποίο εκπροσωπούμε.
Να γίνει δεκτό το αίτημα του.
Να του χορηγηθεί   κανονική τακτική άδεια, όπως σε κάθε κρατούμενο που την δικαιούται”.
7 Μαΐου 2019»