Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

Δικαστής δηλώνει αντίθετη στην τροπολογία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, περί καταβολής δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές


Κάθετα αντίθετη στην τροπολογία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, περί καταβολής δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές του Πολυμελούς Πρωτοδικείου εμφανίζεται σε αρθρογραφία της, το μέλος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και τέως πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Μαργαρίτα Στενιώτη.
Οπως επισημαίνει: Η Δικαιοσύνη δεν αντιμετωπίζεται ως μία εκ των τριών Λειτουργιών της πολιτείας, πυλώνας της Δημοκρατίας και θεματοφύλακας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων αλλά ως «ένας πολυδάπανος δημόσιος μηχανισμός» και ένας «εισπρακτικός μηχανισμός κάλυψης του δημοσιονομικού κόστους, που αυτή απαιτεί για τη λειτουργία της».

Διαβάστε το άρθρο:
Με δεύτερη δε τροπολογία, που κατατέθηκε, ακόμη πιο αιφνίδια από την πρώτη, κατά τη διάρκεια της συζήτησης του ως άνω νομοσχεδίου για τη διαμεσολάβηση, εν αγνοία και πάλι όλων των θεσμικών φορέων και επίσης υπερψηφίστηκε (ήδη άρθρο 42 ν. 4640/2019), προβλέπεται η καταβολή δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές, που κατατίθενται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και μάλιστα αναδρομικά, καθότι η διάταξη αφορά και τις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020 καθώς και τις καταψηφιστικές, που έχουν ήδη μετατραπεί ή θα μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευση του νόμου και θα εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία. Η ψηφισθείσα τροπολογία επαναφέρει διάταξη, η οποία καταργήθηκε πρόσφατα (ν. 4446/2016), καθώς κρίθηκε ως αντισυνταγματική. Ως αιτιολογία της επαναφοράς αναφέρεται επί λέξει: «Με την άσκηση και συζήτηση μίας αγωγής ο πολίτης κινητοποιεί έναν πολυπρόσωπο και πολυδάπανο δημόσιο μηχανισμό, οφείλει, συνεπώς, να καταβάλει τέλος, ώστε να ενισχύεται η δυνατότητα της Πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα της απονομής της Δικαιοσύνης», επίσης,  αναφέρεται ότι το δικαίωμα της μετατροπής της καταψηφιστικής αγωγής σε αναγνωριστική αποτελεί «πρακτική που οδηγεί σε καταστρατηγήσεις και κατάχρηση των δικονομικών δυνατοτήτων… ότι θα συμβάλλει στην καταπολέμηση της δικομανίας…και στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, μέσω της αποτροπής προπετών και αβάσιμων αγωγών». Από τις αναφορές αυτές προκύπτει αβίαστα η αντίληψη για το θεσμό της Δικαιοσύνης. Η Δικαιοσύνη δεν αντιμετωπίζεται ως μία εκ των τριών Λειτουργιών της πολιτείας, πυλώνας της Δημοκρατίας και θεματοφύλακας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων αλλά ως «ένας πολυδάπανος δημόσιος μηχανισμός» και ένας «εισπρακτικός μηχανισμός κάλυψης του δημοσιονομικού κόστους, που αυτή απαιτεί για τη λειτουργία της». Συνεπώς, κατά τη στάθμιση του δημοσιονομικού συμφέροντος και του γενικότερου συμφέροντος όλων των πολιτών με την εν λόγω διάταξη κρίνεται σημαντικότερο το πρώτο. Οι αρχές του κράτους Δικαίου επιβάλλουν σεβασμό του συνταγματικού δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη για όλους τους πολίτες. Με την ανωτέρω ρύθμιση αποκλείονται από το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας οι αδύναμοι οικονομικά πολίτες, κατά παράβαση του άρθρου 20 του Συντάγματος, της  Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου και άλλων διεθνών κειμένων. Ωστόσο, η εν λόγω διάταξη έχει και άλλη ανάγνωση. Ο χρόνος επαναφοράς του δικαστικού ενσήμου στις παραπάνω αγωγές δεν είναι τυχαίος. Η ρύθμιση αυτή συνδέεται απόλυτα με την εισαγωγή της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης, ενός σύγχρονου θεσμού εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών, ο οποίος απαξιώνεται, ήδη, κατά την ψήφισή του, με τη μεθόδευση που ακολουθείται. Η παραπάνω πρόβλεψη καταβολής δικαστικού ενσήμου και  μάλιστα αναδρομικά γίνεται προς ενίσχυση της διαδικασίας διαμεσολάβησης, δηλαδή προς  ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟ των μερών να υποβάλουν την διαφορά τους στη διαμεσολάβηση αντί να προσφύγουν στην «ακριβή Δικαιοσύνη», καταβάλλοντας το δικαστικό ένσημο. Η προαγωγή, όμως, του φιλικού διακανονισμού μιας διαφοράς δεν επιτυγχάνεται με εξαναγκασμό. Ο νόμος για τη διαμεσολάβηση προβλέπει το δικαίωμα της ελεύθερης αποχώρησης, ανά πάσα στιγμή, των μερών από την εν λόγω διαδικασία. Η δυνατότητα αυτή περιορίζεται υπέρμετρα με την παραπάνω διάταξη, καθότι τα μέρη μεταξύ μιας μη ικανοποιητικής διαδικασίας διαμεσολάβησης και μιας δυσβάστακτης οικονομικά προσφυγής στη Δικαιοσύνη θα προτιμήσει την πρώτη, με καθαρά οικονομικούς όρους. Συνεπώς, δεν αρκεί η διατύπωση της έντονης αντίθεσης προς τέτοιες μεθοδεύσεις αλλά οφείλουμε οι συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης να αναλάβουμε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες προς προάσπιση του συνταγματικού δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας όλων των πολιτών και κυρίως των αδύναμων και οικονομικά ασθενέστερων”.