"Αντιδικαστικό και τιμωρητικό για τους δικαστές", χαρακτήρισε η νέα Πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Μαργαρίτα Στενιώτη, στην Επιτροπή της Βουλής, τον νέο Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων.
Η Πρόεδρος της ΕνΔΕ, εφέτης Μαργαρίτα Στενιώτη, στην εισήγησή της στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής για τον νέο Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, μίλησε, για νομοθέτημα που αποτέλεσε πάγιο αίτημα των Δικαστών, αφού η προηγούμενη μορφή του ψηφίστηκε το 1988.
Δεν δίστασε ωστόσο, στη συνέχεια, να χρησιμοποιήσει σκληρή γλώσσα, μιλώντας για “σχέδιο που χαρακτηρίζεται από αντιδικαστικό πνεύμα και καταλήγει σ’ ένα τιμωρητικό για το Δικαστή νομοθέτημα, δεδομένου ότι εμπεριέχει πολλές διατάξεις που συρρικνώνουν την ανεξαρτησία του Δικαστή και περιορίζουν το ελεύθερο φρόνημα του Δικαστή. Στο σχέδιο δε, εκλαμβάνεται ως γενική παραδοχή ότι ο Έλληνας Δικαστής είναι ράθυμος, το ίδιο και ο Επιθεωρητής Δικαστής”.
Η κ. Στενιώτη ανέφερε επίσης ότι “αντιμετωπίζει τη Δικαιοσύνη ως ιδιωτική επιχείρηση, δεδομένου ότι στα κριτήρια επιθεώρησης χρησιμοποιεί καθαρά τεχνοκρατικούς – οικονομικούς όρους, που αρμόζουν σε ανώνυμη εταιρεία, που επιδιώκει να «πιάσει» το στόχο, δηλαδή παραγωγικότητα, προσαρμοστικότητα στις νέες τεχνολογίες, ταχύτητα διεκπεραίωσης κλπ., όροι που είναι ξένοι προς την απονομή της Δικαιοσύνης και παράλληλα επικίνδυνοι, διότι δεν συνάδουν με το δικαιοδοτικό έργο, το οποίο είναι πνευματικό και όχι διεκπεραιωτικό”.
Ολόκληρη η εισήγηση της έχει ως εξής: “…Ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών αποτελεί το σύνολο των κανόνων δικαίου, που καθορίζουν τη λειτουργία των οργάνων απονομής της Δικαιοσύνης και την προσωπική και υπηρεσιακή κατάσταση των Δικαστικών Λειτουργών. Ο εκσυγχρονισμός του Οργανισμού ήταν πάγιο αίτημα των Δικαστικών Λειτουργών, δεδομένου ότι το βασικό κείμενο είχε ψηφισθεί το έτος 1988. Ωστόσο, δίχως να σκοπεύω να ακυρώσω σημαντικές διατάξεις, που εισάγονται στο σχέδιο νόμου, όπως ο περιορισμός των κωλυμάτων, η συνυπηρέτηση δικαστικών λειτουργών – συζύγων κλπ. το σχέδιο χαρακτηρίζεται από αντιδικαστικό πνεύμα και καταλήγει σ’ ένα τιμωρητικό για το Δικαστή νομοθέτημα, δεδομένου ότι εμπεριέχει πολλές διατάξεις που συρρικνώνουν την ανεξαρτησία του Δικαστή και περιορίζουν το ελεύθερο φρόνημα του Δικαστή. Στο σχέδιο δε, εκλαμβάνεται ως γενική παραδοχή ότι ο Έλληνας Δικαστής είναι ράθυμος, το ίδιο και ο Επιθεωρητής Δικαστής ενώ παραβλέπει τις συνθήκες απονομής Δικαιοσύνης και ότι ο Δικαστής στη δικογραφία καταθέτει τη ψυχή του, γιατί γνωρίζει ότι πίσω απ’ αυτήν βρίσκεται ο άνθρωπος, η ζωή του, η ελευθερία του, η αξιοπρέπειά του, το μοναδικό του σπίτι, τα τελευταία χρόνια. Επίσης, αντιμετωπίζει τη Δικαιοσύνη ως ιδιωτική επιχείρηση, δεδομένου ότι στα κριτήρια επιθεώρησης χρησιμοποιεί καθαρά τεχνοκρατικούς – οικονομικούς όρους, που αρμόζουν σε ανώνυμη εταιρεία, που επιδιώκει να «πιάσει» το στόχο, δηλαδή παραγωγικότητα, προσαρμοστικότητα στις νέες τεχνολογίες, ταχύτητα διεκπεραίωσης κλπ., όροι που είναι ξένοι προς την απονομή της Δικαιοσύνης και παράλληλα επικίνδυνοι, διότι δεν συνάδουν με το δικαιοδοτικό έργο, το οποίο είναι πνευματικό και όχι διεκπεραιωτικό. Στόχος της πολιτείας και κάθε δημοκρατικής πολιτείας είναι να διασφαλίζει τη δικαστική ανεξαρτησία και να εξασφαλίζει δίκαιη δίκη για τους πολίτες και το ερώτημα είναι: επιτυγχάνεται τούτο με τις διατάξεις του συγκεκριμένου νομοσχεδίου;".
Η Πρόεδρος της ΕνΔΕ προσκόμισε επίσης αναλυτικό υπόμνημα της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, στο οποίο αναφέρεται ότι, "…πολλές διατάξεις του δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο επιθεώρησης, που επιχειρεί να περιορίσει το ελεύθερο φρόνημα των Δικαστών ενώ παράλληλα επιφέρει πλήγματα στην αρχή της δίκαιης δίκης. Οι νέες ρυθμίσεις επικεντρώνονται, μεταξύ άλλων, στη μεταβολή των κριτηρίων επιθεώρησης, στην εισαγωγή κριτηρίων βαρύτητας στις εκδικαζόμενες υποθέσεις, στη συνεχή επανάληψη της υποχρέωσης έκδοσης της δικαστικής απόφασης εντός του οριζομένου χρόνου και στην αναγωγή της ταχύτητας στο σημαντικότερο κριτήριο αξιολόγησης των Δικαστικών Λειτουργών. Ειδικότερα,
-κυριαρχούν στο κείμενο του νόμου όροι όπως η «ταχύτητα» περί της εκδίκασης των υποθέσεων (βλ. άρθρο 102), χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση,
-δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στα στατιστικά στοιχεία (βλ. άρθρο 100 παρ. 7) ενώ
-υποτιμάται ως κριτήριο η ποιοτική απόδοση της εργασίας του Δικαστικού Λειτουργού καθώς μπαίνει σε δεύτερη μοίρα και τίθενται έννοιες καθαρά τεχνοκρατικές, όπως η «προσαρμοστικότητα» (άρθρο 102 παρ. 4 περίπτωση γ’), που δεν συνάδουν με το Δικαστικό Λειτούργημα.
-Η επιθεώρηση απομακρύνεται από τον έλεγχο του δικαστικού έργου και προκρίνεται η απόκτηση «τυπικών δεξιοτήτων», όπως η παρακολούθηση υποχρεωτικών επιμορφωτικών σεμιναρίων κλπ.
Επιγραμματικά, μπορεί κανείς να αναφέρει:
1) τη θέσπιση ενός συστήματος «αξιολόγησης» των υποθέσεων από το 1 έως το 5, ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους (άρθρο 19 παρ.5), το οποίο είναι ανεφάρμοστο στα πολιτικά – ποινικά Δικαστήρια,
2) τη θέση ως κριτηρίου αξιολόγησης των Δικαστικών Λειτουργών επί προαγωγής τους της «ταχύτητας στην απονομή Δικαιοσύνης», που αποτελεί παράγοντα κατεξοχήν αστάθμητο (άρθρο 59 παρ. 5),
3) τη δυνατότητα προαγωγής σε Αρεοπαγίτη, του Εφέτη, που δεν έχει προαχθεί σε Πρόεδρο Εφετών, κατ’ απόλυτον εκλογή, εφόσον έχει συμπληρώσει επτά έτη στο βαθμό του Εφέτη και 26 χρόνια υπηρεσίας συνολικά (άρθρο 89 παρ. 8),
4) την επέκταση της επιθεώρησης και στο βαθμό του Προέδρου Εφετών (άρθρο 93 παρ.12),
5) την πρόβλεψη ελέγχου των αποφάσεων περί αναβολών από τους επιθεωρητές στην κατεύθυνση διερεύνησης πειθαρχικού παραπτώματος (άρθρο 100 παρ.6)
6) την ένταξη στα κριτήρια αξιολόγησης για την επιθεώρηση των δικαστικών λειτουργών της εξαφάνισης των αποφάσεων (άρθρο 102 παρ. 4 ζ),
7) τη διατήρηση της δυνατότητας τροποποίησης των κανονισμών των Δικαστηρίων από την Ολομέλεια των Ανωτάτων Δικαστηρίων (άρθρο 19 παρ. 7).