Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

Κόμμα Κασιδιάρη, Σύνταγμα και τεκμήριο αθωότητας: Το ποδοσφαιρικό - νομικό προηγούμενο με την έκπτωση του Βίκτωρα Μητρόπουλου από την ΕΠΑΕ


Γράφει ο δικηγόρος και Πρόεδρος του Ινστιτούτου Διεθνούς και Ελληνικού Αθλητικού Δικαίου Ανδρέας Μαλάτος

"Μπορεί το αθλητικό δίκαιο, και ειδικότερα ο χώρος του ποδοσφαίρου να εισφέρει επιχειρήματα στη συζήτηση περί της νομικής ορθότητας του νομοθετικά επιχειρούμενου αποκλεισμού του κόμματος Κασιδιάρη από τις επικείμενες εκλογές? Ναι μπορεί. Διότι η επιχειρηματολογία για την ισχύ ή μη του τεκμηρίου αθωότητας είναι και στις δύο περιπτώσεις πανομοιότυπη.

Να τι συνέβη πριν είκοσι τρία έτη με την υπόθεση έκπτωσης του κ. Βίκτωρα Μητρόπουλου από την προεδρία της ΕΠΑΕ.

Με το άρθρο 3 παρ.1 Ν. 2725/1999 προβλεπόταν η αυτοδίκαια έκπτωση αθλητικών παραγόντων από το αξίωμά τους, εφόσον είχαν παραπεμφθεί, για να δικασθούν για κακουργηματικές πράξεις με αμετάκλητο βούλευμα.

Κατά το έτος 2000, ο τότε πρόεδρος της ΕΠΑΕ Βίκτωρ Μητρόπουλος είχε παραπεμφθεί με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών για πράξη που διωκόταν σε βαθμό κακουργήματος και,
εκκρεμούσης της αίτησης αναίρεσης του βουλεύματος στον Αρειο Πάγο, ο τότε Υφυπουργός Αθλητισμού κ. Φλωρίδης, επιδιώκοντας να εκδιώξει τον κ. Μητρόπουλο από την θέση του, εισηγήθηκε την τροποποίηση της διάταξης, επιδιώκοντας η έκπτωση να ισχύει ακόμη και με πρωτιβάθμιο παραπεμπτικό βούλευμα ή ακόμη και με μόνη την άσκηση της ποινικής δίωξης.

Τελικά, η ψηφισθείσα διάταξη (άρθρο 1 παρ.1 Ν. 2858/2000), μετά και από έντονες αντιρρήσεις της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής, κυρίως ως προς την εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας, προέβλεψε, ως «συμβιβαστική» λύση, την έκπτωση από του
αξιώματος για την συγκεκριμένη αιτία, όχι μετά από απλή ποινική δίωξη ή πρωτοβάθμια παραπομπή, αλλά μετά από τελεσίδικη, πάντως όχι αμετάκλητη, παραπομπή.

Για την ιστορία, να σημειώσουμε ότι ο κ. Μητρόπουλος τελικά απηλλάγη από κάθε κατηγορία, αφού προηγουμένως είχε εξαναγκασθεί σε παραίτηση μετά από απόφαση της Επιτροπής Εφέσεων της ΕΠΟ, δηλ. ενός μη δικαστικού σχηματισμού, χωρίς τελικά να προχωρήσει σε περαιτέρω ένδικα μέσα για την δικαστική του προστασία.

Όμως, διαρκούσης όλης αυτής της διαδικασίας ανεπτύχθησαν πολλές νομικές απόψεις σχετικά με την αντισυνταγματικότητα και την παραβίαση του τεκμηρίου αθωώτητος από την όλη αυτή νομοθετική διεργασία, οι οποίες είναι και σήμερα απολύτως επίκαιρες σε σχέση με την νομοθετική ρύθμιση για αποκλεισμό του κόμματος Κασιδιάρη από τις εκλογές:

1. Ο καθηγητής Αργύριος Καρράς σχετικά με την παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας σημειώνει:

«Σύμφωνα με τα άρθρα 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.) κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται
ότι,  είναι αθώο έως τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του. Με τις ανωτέρω διατάξεις κατοχυρώνεται ρητά το «τεκμήριο της αθωότητας», που απορρέει άλλωστε και από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία καθιερώνει τη θεμελιώδη αρχή
του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου ως πρωταρχικής υποχρέωσης της Πολιτείας.

Η παραδοχή του τεκμηρίου της αθωότητας επιβάλλει την υποχρέωση, ο κατηγορούμενος να αντιμετωπίζεται σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας και έως την αμετάκλητη καταδίκη του ως μη ένοχος, αλλά ως απλός ύποπτος (βλ. Καρρά, Ποινικό
Δικονομικό Δίκαιο, 2η έκδοση, 1998, σελ. 55). Αυτό σημαίνει περαιτέρω και ότι η πορεία της ποινικής διαδικασίας από το ένα στάδιο στο αμέσως επόμενο θα πρέπει να βασίζεται σε αντίστοιχες υπόνοιες ενοχής του κατηγορούμενου, αφού προφανώς με την πορεία αυτή επιβαρύνεται η θέση του.»…

« Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά την εφαρμογή της Ε.Σ.Δ.Α. έχει προσδώσει στο τεκμήριο αθωότητας ευρύτερη διάσταση, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στις δικονομικές εγγυήσεις έναντι του ποινικού δικαστή, αλλά αξιώνει σύμφωνα με τη νομολογία της (βλ. υπόθεση Petra Krause κατά Ελβετίας) όπως κανένας κρατικός λειτουργός δεν μπορεί να θεωρεί ένοχο έναν
κατηγορούμενο πριν από την αμετάκλητη καταδίκη του, δηλαδή καθιερώνεται μια θεμελιώδης αρχή που απαγορεύει τη μεταχείριση ενός προσώπου ως ενόχου από πρόσωπα της δημόσιας εξουσίας πριν καταστεί νόμιμα οριστική η ενοχή του. Με την έννοια αυτή δεν
επιτρέπεται σε οποιονδήποτε δημόσιο λειτουργό να λάβει οποιοδήποτε μέτρο, το οποίο άμεσα ή έμμεσα υπολαμβάνει τον κατηγορούμενο ως ένοχο. Ενόψει μάλιστα της δεδομένης υπεροχής της Ε.Σ.Δ.Α. κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος έναντι
οποιασδήποτε εθνικής νομοθετικής διάταξης, που θα επέτρεπε ή θα επέβαλε παρόμοια μεταχείριση, δεν είναι δυνατή η λήψη οποιοδήποτε διοικητικού (δηλαδή δημόσιου) μέτρου, που θα προκαλούσε ένα τέτοιο αποτέλεσμα, ώστε ενδεχόμενες νομοθετικές
διατάξεις, οι οποίες προβλέπουν αυτόματη δυσμενή συνέπεια από ποινική διαδικασία πριν την έκδοση αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν λόγω της υπεροχής της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. και από 15.1.1996 Γνωμοδότηση Κρ. Ιωάννου, Καθηγητή και Δικαστή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης). 

Επομένως πολύ περισσότερο δεν μπορεί να εφαρμοσθεί ως αντικείμενη στο άρθρο 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. μια διάταξη, η οποία προβλέπει την αυτοδίκαιη έκπτωση ενός προσώπου από την
ιδιότητα του οργάνου της διοίκησης αθλητικής ένωσης με την απλή άσκηση ποινικής δίωξης για αξιόποινη πράξη έστω και σε βαθμό κακουργήματος ή με την έκδοση τελεσίδικου βουλεύματος.»….

«Αν, όμως, έτσι και αλλιώς η θεμελίωση μιας αυτοδίκαιης έκπτωσης από την ιδιότητα οργάνου της διοίκησης αθλητικής ένωσης στην απλή άσκηση ποινικής δίωξης για πράξη σε βαθμό κακουργήματος αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α., η θέσπιση αντίστοιχης
ρύθμισης με νομοθετική μεταβολή του υφιστάμενου καθεστώτος που προβλέπει αυτή τη συνέπεια με βάση όμως την αμετάκλητη παραπομπή στο ακροατήριο με καταφανή στόχο την αποπομπή ενός προσώπου μη αρεστού (για οποιονδήποτε λόγο) στην εκτελεστική εξουσία αποτελεί αληθινά αφόρητη προσβολή του τεκμηρίου της αθωότητας και ανεπίτρεπτη περαιτέρω παραβίαση της αρχής της ισότητας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος (βλ. και άρθρο 26 εδ. α Δ.Σ.Α.Π.Δ.). Και αυτό επειδή
προφανώς η νομοθετική παρέμβαση με σκοπό κατ’ ουσίαν μία δυσμενή ρύθμιση σε βάρος συγκεκριμένου στην πραγματικότητα προσώπου συνιστά άνιση μεταχείριση, η οποία αντίκειται στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις (βλ. Μάνεση, Η συνταγματική αρχή της ισότητας και η εφαρμογή της υπό των δικαστηρίων σε Συνταγματική Θεωρεία και Πράξη, σελ. 330 επ.).»

2. Ο καθηγητής Νικόλαος Ανδρουλάκης, πέραν της διαπιστούμενης και από αυτόν προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας , προσθέτει σχετικά με την ουσιαστικά «αναδρομική» και στοχευμένη σε συγκεκριμένο πρόσωπο εφαρμογή της νέας δυσμενούς ρύθμισης:

« Θα ήταν αντίθετη προς το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος που προστατεύει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, έκφραση του οποίου συνιστά η μη ενεργοποίηση της έκπτωσης πριν από την εξάντληση των ενδίκων μέσων κατά του παραπεμπτικού
βουλεύματος»…

«Στη νομοθεσία μας υπάρχει πλήθος διατάξεων που εισάγουν κωλύματα διορισμού σε διάφορες δημόσιου ενδιαφέροντος θέσεις. Καθόσον λοιπόν αφορά ειδικότερα στα κωλύματα που ανάγονται σε εμπλοκές με την ποινική δικαιοσύνη, η δημιουργία τους προκύπτει χωρίς εξαίρεση (καθόσον τουλάχιστον εγώ μπόρεσα να διακριβώσω) με την αμετάκλητη καταδίκη για κάποιες αξιόποινες πράξεις. Αυτό ισχύει ακόμα και σε σχέση με θέσεις - αξιώματα με βαρύνουσα κοινωνική σημασία και ιδιάζουσα προβολή.

Περιορίζομαι χάριν παραδείγματος να αναφερθώ στις σχετικές προβλέψεις του νόμου καθόσον αφορά αφενός τα μέλη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ν. 2472/1997 άρθρο 17 παρ. 4) και αφετέρου στα μέλη του Εθνικού
Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (π.δ. 213/1995 άρθρο 2 περίπτ. β΄και γ΄).»…

«‘Όπως προκύπτει από όλη την προϊστορία του νομοσχεδίου, τις χωρίς περιφράσεις σχετικές υπουργικές δηλώσεις και τις συζητήσεις στη Βουλή, δεδηλωμένος στόχος της ενσωματωμένης σ’ αυτό μεταρρύθμισης ήταν απαρχής η (για λόγους άσχετους με την σε βάρος του εκκρεμή κατηγορία) επίτευξη της έκπτωσης του Β.Μ. με αναδρομική εφαρμογή του νέου νόμου στην περίπτωσή του. Έχει μάλιστα κανείς λόγους να υποθέσει ότι, και η ίδια η διαμόρφωση του νομοσχεδίου δεν είναι άσχετη με την παραπάνω επιδίωξη.

Γιατί αν ο συντάκτης του δεν ήθελε να περιμένει το αμετάκλητο της παραπομπής για την επέλευση της έκπτωσης, θα μπορούσε τουλάχιστον να αρκεστεί στην τελεσιδικία της (παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών).»…

«Όλα αυτά δείχνουν – κι αυτό μπορεί να τεθεί ως συμπέρασμα του παρόντος – ότι στην υπό κρίση περίπτωση έχουμε να κάνουμε με έναν υπό κατασκευή νόμο ad hominem, με έναν «νόμον επ’ ανδρί» (Δημοσθένους, Κατ’ Αριστοκράτους 86), του οποίου τουλάχιστον
η εξαγγελλόμενη αναδρομική εφαρμογή βρίσκεται έξω από τα όρια της συνταγματικής τάξης (με έναν νόμο που θίγει τον πυρήνα του κράτους δικαίου και την αρχή της ασφάλειας του δικαίου κατά την διατύπωση του Παυλόπουλου, Το Σ 1985 σ. 311), και ο οποίος, επομένως, σε περίπτωση επιψήφησής του, θα πρέπει να μην εφαρμόζεται από τα δικαστήρια σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος.

3. Ο καθηγητής Φίλλιπος Σπυρόπουλος, κατά την ίδια έννοια σχετικά με την προσβολή του δικαιώματος δικαστικής προστασίας κατ΄ άρθρο 20 παρ. 1 Συντ. σημειώνει:

« Η τροποποίηση του νόμου εκκρεμούσης της διαδικασίας στο Συμβούλιο του Αρείου Πάγου προσβάλλει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, και μάλιστα αναδρομικά, αφού αποστερεί τον διάδικαο από την ευεργετική συνέπεια αναστολής της έκπτωσης που κατά
τον χρόνο της άσκησης της αίτησης αναίρεσης συναρτάται άρρηκτα με τη συνέπεια αυτή (βλ. και ΣτΕ 4120/1995. Τος. 1996, σ.517 επ.)

4. Τέλος, ο καθηγητής Κωνσταντίνος Μπέης συνοψίζοντας και όλες τις παραπάνω απόψεις που τέθηκαν υπόψη του επισημαίνει:

«Το πρώτο βήμα εξόδου των κοινωνιών από το ζόφο του αστυνομικού κράτους και της εισόδου των σε καθεστώς κράτος δικαίου υπήρξε η θεσμική κατοχύρωση της παραδοχής ότι, οι βλαπτικές κυρώσεις για τους διοικουμένους πρέπει να προβλέπονται από κανόνες δικαίου, οι οποίοι έχουν ψηφιστεί σε ανύποπτο χρόνο, και περιέχουν γενική και αφηρημένη νομοθετική ρύθμιση, στο πλαίσιο της οποίας ορίζεται, με ποιες προϋποθέσεις επιτρέπεται να επέρχονται αυτές οι βλαπτικές κυρώσεις.»…

« Και ασφαλώς μόνο ως έντιμη και δίκαιη (fair) δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μια νομοθετική ρύθμιση, η οποία, κατά τρόπο φωτογραφικό, καθώς καταγγέλλεται, προσδίδει αναδρομικές έννομες συνέπειες σ΄ ένα μήπω αμετάκλητο βούλευμα που από καιρού έχει εκδοθεί, ενώ μόλις προ ενός έτους, καθώς εξιστορείται στο ιστορικό της προκείμενης μελέτης, ο νομοθέτης είχε απαριθμήσει κατά τελείως διαφορετικό τρόπο τα κωλύματα και
τους λόγους έκπτωσης των μελών των αθλητικών σωματείων, συνακόλουθα και των μελών των διοικήσεών τους»… καταλήγοντας και αυτός στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια και υπό
αυτές τις συνθήκες επιψηφισθείσα νομοθετική ρύθμιση « δεν μπορεί να υπερισχύσει των υπερνομοθετικών δικαιικών αρχών της ισότητας, της αναλογικότητας, της δίκαιης δίκης και της μη αναδρομής των δικονομικών νόμων, όπως αυτές οι αρχές έχουν θετικοποιηθεί στο ισχύον Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, κατά τα ειδικότερα αναπτυσσόμενα στον κορμό της προκείμενης μελέτης.»

Όπως γίνεται φανερό, όλα τα παραπάνω επιχειρήματα, είτε εκ του Συντάγματος είτε εκ της ΕΣΔΑ, στην προ εικοσιτριών ετών υπόθεση έκπτωσης του κ. Μητρόπουλου επικεντρώνονται
τελικά στην καθολική και απόλυτη υπερίσχυση του τεκμηρίου αθωότητος έναντι οποιασδήποτε βλαπτικής ρύθμισης, γενικής ή ειδικής, η οποία θα μπορούσε να βλάψει κάποιον στα δικαιώματά του για το γεγονός και μόνο ότι κατηγορείται, χωρίς όμως να
έχει αμετακλήτως καταδικασθεί, ισχύουν όμως αναμφίβολα και στην περίπτωση του κόμματος Κασιδιάρη, αν μάλιστα αναλογισθεί κανείς ότι εδώ το βλαπτόμενο από την ρύθμιση δικαίωμα του ατόμου, να ιδρύσει δηλαδή κόμμα στο πλαίσιο της συνταγματικής
νομιμότητας, είναι καταφανώς υπέρτερο από το δικαίωμα να συμμετέχει σε ένα αθλητικό σωματείο.

Ομως, στην περίπτωση του κόμματος Κασιδιάρη, το δικαίωμά του να ιδρύσει και να ηγηθεί κόμματος προκύπτει, όχι μόνο ως συνέπεια του τεκμηρίου αθωότητας, αλλά ευθέως και απεριφράστως και από τις σχετικές με το δικαίωμα εκλέγειν, εκλέγεσθαι και ιδρύειν
κόμματα διατάξεις του Συντάγματος.

Διότι, δεδομένης της μόνο πρωτόδικης καταδίκης του Ηλία Κασιδιάρη ως διευθυντικού στελέχους εγκληματικής οργάνωσης, αυτός προστατεύεται άμεσα και απόλυτα από το ίδιο το Σύνταγμα, ως εξής:

1. Σύμφωνα με το άρθρο 51 παρ.3 του Συντάγματος ο νόμος μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα κάποιου πολίτη λόγω εγκληματικών πράξεών του μόνο ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης του.

« Άρθρο 51 παρ. 3 Συντ. : 3. Oι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα, όπως νόμος ορίζει. O νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα.»

2. Εφόσον, επομένως, ο κ. Κασιδιάρης, σύμφωνα με το άρθρο 51 παρ.3 Συντ., έχει την νόμιμη ικανότητα να εκλέγει, τότε σύμφωνα και με το άρθρο 55 παρ.1 του Συντάγματος η πρωτόδικη καταδίκη του ουδόλως περιορίζει και το δικαίωμά του να είναι και
υποψήφιος βουλευτής.

« Άρθρο 55 παρ.1 Συντ. : 1. Για να εκλεγεί κανείς βουλευτής απαιτείται να είναι Έλληνας πολίτης, να έχει τη νόμιμη ικανότητα να εκλέγει και να έχει συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του κατά την ημέρα της εκλογής.»

3. Κατά τον ίδιο τρόπο, εφόσον έχει τη νόμιμη ικανότητα να εκλέγει, σύμφωνα με το  άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος μπορεί ελεύθερα να ιδρύσει πολιτικό κόμμα, υπό την αυτονόητη φυσικά προϋπόθεση, που ισχύει για όλα τα ενεργά κόμματα, ότι αυτό θα
εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

«Αρθρο 29 παρ. 1 Συντ. : 1. Ελληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.»

Σημειώνουμε εδώ, ότι όλες οι παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος δεν τελούν υπό την επιφύλαξη νόμου, δεν αναγκαιούν την επιψήφιση κάποιου εφαρμοστικού νόμου, αλλά δεσμεύουν άμεσα, απόλυτα και ευθέως τον εφαρμοστή τους.

Επειδή δε η τήρηση αυτών των διατάξεων αποτελεί προϋπόθεση και αναγκαία συνθήκη εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης, αφού κατά το κοινοβουλευτικό μας σύστημα η ελεύθερη λαϊκή βούληση εκφράζεται πρωτίστως μέσω της λειτουργίας κομμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 52 του Συντάγματος όλοι οι λειτουργοί της Πολιτείας οφείλουν να τις σέβονται και να διασφαλίζουν την εφαρμογή τους, επαπειλουμένων, μάλιστα, ποινικών κυρώσεων κατά των παραβατών τους..

«Άρθρο 52 : H ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση. Nόμος ορίζει τις ποινικές κυρώσεις κατά των παραβατών της διάταξης αυτής.»

Είναι, επομένως, μονόδρομος για τον Άρειο Πάγο η αποδοχή του κόμματος Κασιδιάρη στις εκλογές, ακόμα και αν πρόεδρός του είναι ο ίδιος ο κ. Κασιδιάρης, εφόσον, φυσικά, από τον έλεγχο του καταστατικού και των διακηρύξεών του δεν προκύπτουν θέσεις,
προβλέψεις ή απόψεις που παραπέμπουν σε κόμμα που επιβουλεύεται την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Εν κατακλείδι: Αν η Κυβέρνηση θεωρεί το κόμμα Κασιδιάρη ως κίνδυνο για το δημοκρατικό-κοινοβουλευτικό μας σύστημα, ας αναζητήσει στην ίδια την κοινωνία τρόπους για να το καταπολεμήσει, χωρίς εξώφθαλμα αντισυνταγματικούς νόμους και κυρίως, χωρίς να εκθέτει και εμπλέκει το Κοινοβούλιο και την δικαστική εξουσία σε αυτές τις επιδιώξεις της.

Οι παραπάνω σκέψεις μου ας μην εκληφθούν ως συνηγορία υπέρ του κ. Κασιδιάρη, αλλά ως αγωνία για την, εν τέλει, τήρηση του Συντάγματος και τον μη περαιτέρω ευτελισμό του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.