Κυριακή 9 Απριλίου 2023

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΜΙΑΣ (ΑΚΟΜΗ) ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ



Γράφει ο Αντιπρόεδρος της Ενωσης Ποινικολόγων Ελλάδας και διακεκριμένος Ποινικολόγος Ιωάννης Θ. ΗρειώτηςΈνας μήνας έχει συμπληρωθεί πλέον από το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη της 28ης Φεβρουαρίου, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 57 και τον τραυματισμό 85 συνανθρώπων μας. Την ίδια στιγμή, η δικαστική έρευνα για τα αίτια του δυστυχήματος και τον καταλογισμό ποινικών ευθυνών εξελίσσεται με αμείωτους ρυθμούς, με τον ειδικό εφέτη ανακριτή κ. Σωτήρη Μπακαΐμη να έχει ήδη καλέσει σε απολογία τρεις ακόμη σιδηροδρομικούς υπαλλήλους, πέραν του σταθμάρχη Λάρισας. Σημειωτέον ότι οι ασκηθείσες ποινικές διώξεις φαίνεται να αφορούν μέχρι τώρα στα αδικήματα αφενός της εκ δόλου διατάραξης της ασφάλειας συγκοινωνιών μέσων σταθερής τροχιάς (κακούργημα) και αφετέρου σε αυτά της ανθρωποκτονίας και της πρόκλησης σωματικών βλαβών εξ αμελείας, κατά συρροή (πλημμελήματα).



Γίνεται έτσι αντιληπτό ότι η παρούσα υπόθεση επαναφέρει στο προσκήνιο ένα από τα δυσχερέστερα ζητήματα στον χώρο του ποινικού δικαίου, αυτό της διάκρισης ανάμεσα στον (ενδεχόμενο) δόλο και την (ενσυνείδητη) αμέλεια. Το παραπάνω ζήτημα είχε απασχολήσει έντονα την ελληνική ποινική θεωρία και νομολογία στις αρχές του 2000 με αφορμή κυρίως πολύνεκρα δυστυχήματα, τα οποία συγκλόνισαν την χώρα μας. Η σημασία του δε είναι τεράστια, αφού επηρεάζει άμεσα την ποινική αντιμετώπιση του δράστη ενός εγκλήματος. Διαπίστωση της ύπαρξης δόλου στο πρόσωπο του δράστη, δηλαδή με απλά λόγια η ύπαρξη γνώσης και αποδοχής του αποτελέσματος της πράξης του, ακόμα και ως ενδεχόμενο, είναι συχνά ικανή να αναβαθμίσει την εγκληματική πράξη σε κακούργημα, οπότε απειλούνται κατά κανόνα βαρύτατες ποινές. Από την άλλη, η στοιχειοθέτηση αμέλειας, δηλαδή σχηματικά είτε η μη πρόβλεψη ενός εγκληματικού αποτελέσματος από τον δράστη, είτε η πρόβλεψη και η πίστη αποφυγής του λόγω έλλειψης προσοχής, οδηγεί υποχρεωτικά στον χώρο του πλημμελήματος και κατ’ επέκταση σε επιεικέστερη ποινική αντιμετώπιση.

Συγκεκριμένα, η οριοθέτηση δόλου και αμέλειας διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση της κατάρρευσης του εργοστασίου της ΡΙΚΟΜΕΞ στο Μενίδι κατά τον φονικό σεισμό του Σεπτεμβρίου του 1999, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 39 εργαζομένων και τον βαρύ τραυματισμό ενός ακόμη, στην υπόθεση του πολύνεκρου ναυαγίου του πλοίου «ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ» ανοιχτά της Πάρου τον Σεπτέμβριο του 2001, στην υπόθεση του τροχαίου δυστυχήματος στα Τέμπη το 2003, το οποίο κόστισε την ζωή σε 21 μαθητές, σε αυτήν της συντριβής της πτήσης 522 των Κυπριακών αερογραμμών Helios Airways πλησίον του Γραμματικού τον Αύγουστο του 2005, αλλά και στην υπόθεση του ναυαγίου του κρουαζιερόπλοιου SEA DIAMOND στην Σαντορίνη τον Απρίλιο του 2007.

Σε όλες τις παραπάνω υποθέσεις η νομολογία αμφιταλαντεύθηκε έντονα ανάμεσα στην κατάγνωση δόλου ή αμέλειας στο πρόσωπο των κατηγορούμενων, προβαίνοντας συχνά σε προβληματικές κρίσεις, τεκμαίροντας επί της ουσίας την ύπαρξη δόλου ενόψει της σοβαρότητας των δυστυχημάτων. Υπό μια έννοια, δηλαδή, ο «δόλος» χρησιμοποιήθηκε χωρίς έρεισμα, προκειμένου να καταστεί δυνατή η αυστηρότερη ποινική μεταχείριση των δραστών. Και αυτό διότι η δικαστική κρίση εστίαζε μονομερώς στην γνώση από τον δράστη της πιθανότητας επέλευσης ενός αποτελέσματος από την συμπεριφορά του, παραμερίζοντας το εξίσου σημαντικό βουλητικό στοιχείο του δόλου, δηλαδή την αποδοχή του εγκληματικού αποτελέσματος, στοιχείο που σε πολλές περιπτώσεις ήταν αδύνατο να συντρέχει. Εν τέλει, βέβαια ο Α.Π. σε πολλές περιπτώσεις οριοθέτησε ορθώς την ποινική ευθύνη των υπαιτίων, καταλογίζοντάς τους αμελή και όχι δόλια συμπεριφορά. Ιδιαίτερα δυσχερής αποδείχθηκε βέβαια στην πράξη και ο ακριβής προσδιορισμός των δραστών, δηλαδή του κύκλου των προσώπων (πλοιοκτητών, μελών του Δ.Σ., μηχανικών, διευθυντικών στελεχών, πλοιάρχων, ελεγκτών, υπεύθυνων ασφαλείας, οδηγών κλπ.) οι πράξεις ή παραλείψεις των οποίων οδήγησαν πράγματι αιτιωδώς στα προαναφερθέντα τραγικά αποτελέσματα.

Τα προβλήματα που είχε δημιουργήσει η αρχική στάση της νομολογίας, φαίνεται πλέον να έχουν ξεπεραστεί σε μεγάλο βαθμό, αφού τα δικαστήρια αντιμετωπίζουν σταδιακά το δυσχερές ζήτημα της διάκρισης δόλου – αμέλειας μέσω της αναγωγής σε εξωτερικά, παρατηρήσιμα δεδομένα. Πρόκειται για τους λεγόμενους «ενδείκτες» και «αντενδείκτες» δόλου. Σταδιακά, δηλαδή, η νομολογία έχει διαμορφώσει εμπειρικά κριτήρια, στα οποία ο δικαστής μπορεί να ανατρέχει, ώστε να προσδιορίζει με ασφαλέστερο τρόπο την ενδιάθετη κατάσταση του δράστη και κατ’ επέκταση να του αποδώσει τις ποινικές ευθύνες που πράγματι του αναλογούν. Έτσι, ως ενδείξεις δόλου στο πρόσωπο ενός δράστη θεωρούνται, μεταξύ άλλων, το υψηλό ποσοστό επικινδυνότητας της πράξης του, η τυχόν ιδιοτέλεια του σκοπού που επεδίωκε μέσω της συμπεριφοράς του, η εμμονή του σε μια επικίνδυνη συμπεριφορά, οι δηλώσεις του μετά την πράξη και εν γένει η αξιολόγηση της μετέπειτα συμπεριφοράς του. Από την άλλη, ως αντενδείκτες δόλου, οι οποίοι οδηγούν προς την αμέλεια, αξιολογούνται η αυτοδιακινδύνευση του δράστη από την αξιόποινη συμπεριφορά του, η έλλειψη ενός λογικού κινήτρου για την πράξη του, η λήψη αποτρεπτικών μέτρων μετά την πρόκληση του αποτελέσματος, το χαμηλό ποσοστό επικινδυνότητας μιας πράξης κ.ο.κ..

Τα παραπάνω ή και άλλα αντικειμενικά κριτήρια στοιχειοθέτησης ή μη δόλου αναμένεται να αξιοποιηθούν και στο πλαίσιο της ποινικής διερεύνησης της τραγωδίας της 28ης Φεβρουαρίου, ιδίως ως προς την αξιολόγηση του αδικήματος της διατάραξης συγκοινωνιών. Άλλωστε, μόνο μέσω της ασφαλούς δικαστηριακής πρακτικής και εν γένει μιας νηφάλιας και εις βάθος έρευνας είναι δυνατόν να εντοπιστεί η ακριβής ποινική ευθύνη των υπαιτίων και να οδηγηθούμε σε πραγματική απονομή Δικαιοσύνης, την οποία τόσο πολύ χρειαζόμαστε. Η ελληνική Δικαιοσύνη για μια ακόμη φορά καλείται να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, απερίσπαστη από ακραίους συναισθηματισμούς, όπως πλειστάκις έχει πράξει, και να φέρει Ενώπιόν της όσους πράγματι συνετέλεσαν στην πρόκληση του τραγικού αυτού δυστυχήματος, αποδίδοντάς τους την αρμόζουσα ποινική ευθύνη.