Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

Χωρίς συναίνεση, ούτε... τρίχα από το κεφάλι μας!

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ

Οχυρό απέναντι στη  υποχρεωτικότητα των διαγνωστικών τεστ κορωνοϊού και κατ΄επέκταση στην υποχρεωτικότητα των εμβολίων, σηκώνει η Δικαιοσύνη, παρά το κλίμα εκβιασμού και εκφοβισμού, που καλλιεργεί η Κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η πρόσφατη εγκύκλιος του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλη Πλιώτα ξεκαθάρισε ότι, υποχρεωτικό self test σε κρατούμενο που προσάγεται σε δίκη ή με αυτόφωρη διαδικασία δεν μπορεί να γίνει, χωρίς τη συναίνεση του και έκλεισε το δρόμο στη μπουρδολογία περί υποχρεωτικότητας εμβολιασμού ή διαγνωστικών τεστ, γιά covid 19.
Οι "Δικογραφίες" εξασφάλισαν και παρουσιάζουν ΚΑΤ΄ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ το κείμενο της Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου και Διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Ιατρικό Ποινικό Δίκαιο Βιργινίας Σακελαροπούλου, που επιλύει μέχρι κεραίας τα θέματα της συναίνεσης σε ιατρικές πράξεις, όπως είναι ο εμβολιασμός και τα διαγνωστικά τεστ.
Στο κείμενο της, που συνέγραψε με αφορμή την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα, η έμπειρη και εξαίρετη ανώτατη εισαγγελική λειτουργός επισημαίνει ότι, πέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνον αφού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν προηγούμενης σχετικής ενημέρωσής του". 

Διαβάστε το κείμενο:


ΒΙΡΓΙΝΙΑΣ ΔΗΜ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου

Διδάκτορος Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών




Η Σ Υ Ν Α Ι Ν Ε Σ Η  Σ Ε  Ι Α Τ Ρ Ι Κ Ε Σ  Π Ρ Α Ξ Ε Ι Σ 
 Ε Ν Η Λ Ι Κ Ω Ν  Κ Ρ Α Τ Ο Υ Μ Ε Ν Ω Ν




Η  Σ Υ Ν Α Ι Ν Ε Σ Η  Σ Ε  Ι Α Τ Ρ Ι Κ Ε Σ Π Ρ Α Ξ Ε Ι Σ - 
Γ Ε Ν Ι Κ Α

Η ζωή, η υγεία και η σωματική ακεραιότητα του ανθρώπου προστατεύονται τόσο από το Σύνταγμα (άρθ. 5§§2,5, 7§2, 21§3 Σ), όσο και από τον Ποινικό Κώδικα (άρθ.299, 300, 301, 302, 303, 304, 304 Α , 306, 307, 308, 309, 310, 311, 312, 313, 314 και 315 ΠΚ κ.λπ.). 
Παράλληλα όμως, με την ως άνω προστασία της υγείας, η ελληνική έννομη τάξη εμπεριέχει και έναν απροσδιόριστο αριθμό διατάξεων, που αφορούν το ανωτέρω έννομο αγαθό, οι οποίες ευρίσκονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους.

Ως τα πιο σημαντικά αγαθά της προσωπικότητας, εμπίπτουν στη διάθεση του ασθενούς, ο οποίος έχει το δικαίωμα να αποφασίσει αν θέλει να υποβληθεί σε θεραπευτική αγωγή ή όχι. 
Την υποχρέωση του ιατρού, να μην προβαίνει σε ιατρική πράξη χωρίς τη συναίνεση του ασθενούς προβλέπουν ο «Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (άρθ. 3§2 στοιχ. α) και πολλά κείμενα, που περιέχουν κανόνες ιατρικής
δεοντολογίας, όπως η «Οικουμενική Διακήρυξη της UNESCO, για το ανθρώπινο γονιδίωμα και τα δικαιώματα του ανθρώπου». 
Το δικαίωμα του ασθενούς να αποφασίζει, αν θα δεχθεί
μια ιατρική πράξη ευρίσκει συνταγματική κατοχύρωση στο πλαίσιο της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας (άρθ. 5§1, 2§1 Σ).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 5 εδ.α της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής (Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική), η οποία υπογράφηκε στο Oviedo της Ισπανίας, στις 4-4-1997 (Ν.2619/1998- ΦΕΚ Α΄132/19-6-
1998) και, σύμφωνα με το άρθ. 28§1 Σ έχει υπερνομοθετική ισχύ, υπερισχύουσα κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, «Επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνον αφού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν προηγούμενης σχετικής ενημέρωσής του». 
Το αυτό περιεχόμενο έχει και η διάταξη του άρθρου 12§1 Ν.3418/2005 «Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας» (εφεξής «Κ.Ι.Δ.»), κατά την οποία «Ο ιατρός δεν επιτρέπεται να προβεί στην εκτέλεση οποιασδήποτε ιατρικής πράξης,  χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του ασθενή».
Έτσι η υποχρέωση του ιατρού να σέβεται τη βούληση του ασθενούς αποτελεί θεμελιώδη κανόνα της ιατρικής δεοντολογίας.

Περαιτέρω η έγκυρη συναίνεση του ασθενούς προϋποθέτει τη γνώση αυτού σχετικά, με το τι συμβαίνει και τι πρόκειται να του συμβεί εξαιτίας των ιατρικών πράξεων. 
Η υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς ερείδεται στις ως άνω συνταγματικές διατάξεις και προβλέπεται, μεταξύ άλλων, από τα άρθ. 5 εδ.α, β, 10§2 εδ.α Ν. 2619/1998 και 11§1 Κ.Ι.Δ.

Κατά το άρθ. 5 εδ.α,β Ν.2619/1998 «Επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνον αφού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν προηγούμενης σχετικής ενημέρωσής του. 
Το πρόσωπο αυτό θα ενημερώνεται εκ των προτέρων καταλλήλως ως προς το σκοπό και τη φύση της επέμβασης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και κινδύνους, που αυτή συνεπάγεται». Επίσης κατά το άρθ. 10§2εδ.α Ν. 2619/1998 «Όλοι δικαιούνται να λαμβάνουν γνώση κάθε πληροφορίας σχετικής με την κατάσταση της υγείας τους». 
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθ. 11§1 Κ.Ι.Δ. «Ο ιατρός έχει καθήκον αληθείας προς τον ασθενή. Οφείλει να ενημερώνει πλήρως και κατανοητά τον ασθενή για την πραγματική κατάσταση της υγείας του, το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της προτεινόμενης ιατρικής πράξης, τις συνέπειες και τους ενδεχόμενους κινδύνους ή
επιπλοκές από την εκτέλεσή της, τις εναλλακτικές προτάσεις, καθώς και για τον πιθανό χρόνο αποκατάστασης, έτσι ώστε ο ασθενής να μπορεί να σχηματίζει πλήρη εικόνα των ιατρικών, κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων και συνεπειών της κατάστασής του και να
προχωρεί, ανάλογα, στη λήψη αποφάσεων». 
Έτσι ο ασθενής θα πρέπει, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, να ενημερώνεται, πριν τη διενέργεια της ιατρικής πράξης,
πλήρως και σε γλώσσα που κατανοεί για το ιατρικό εύρημα (είδος της ασθένειας), το είδος της θεραπείας, την πρόγνωση και πρόοδο της θεραπείας, τους κινδύνους ή τις επιπλοκές της θεραπείας, τον κίνδυνο της αποτυχίας, τις παρενέργειες της θεραπείας, την πιθανή αλλαγή της αγωγής κατά τη διάρκεια της θεραπείας και τις εναλλακτικές προτάσεις, έτσι ώστε να μπορεί να σχηματίζει πλήρη εικόνα των ιατρικών, κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων
και συνεπειών της κατάστασής του και να προχωρεί, ανάλογα, στη λήψη αποφάσεων 1 .




Η  Σ Υ Ν Α Ι Ν Ε Σ Η  Ε Ν Η Λ Ι Κ Ω Ν  Κ Ρ Α Τ Ο Υ Μ Ε Ν Ω Ν  Σ Ε  Ι Α Τ Ρ Ι Κ Ε Σ Π Ρ Α Ξ Ε Ι Σ



Η άσκηση της Ιατρικής εντός του σωφρονιστικού καταστήματος και εν γένει η παροχή ιατρικής φροντίδας σε κρατουμένους αποτελεί δυσχερές έργο, το οποίο διαφέρει αυτού της άσκησης της Ιατρικής στον γενικό πληθυσμό.
Άρνηση σίτισης ή και λήψης υγρών, αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, αυξημένος κίνδυνος μετάδοσης λοιμωδών νοσημάτων, η παρουσία ψυχικών διαταραχών μεταξύ των κρατουμένων αποτελούν μερικά από τα προβλήματα τα οποία συναντώνται στον πληθυσμό των κρατουμένων σε πολύ μεγαλύτερη
συχνότητα απ’ ό,τι στο γενικό πληθυσμό.

Είναι προφανές ότι, ο ιατρός που παρέχει τις ιατρικές του υπηρεσίες σε κρατουμένους οφείλει να ενημερώνεται, να εκπαιδεύεται και να
επιμορφώνεται τακτικά σε θέματα, που αφορούν τόσο τις εξελίξεις της επιστήμης του, όσο και την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των θεμελιωδών ελευθεριών του ανθρώπου.

Σχετικά με την άσκηση της ιατρικής στον πληθυσμό των κρατουμένων, σημαντική σημασία έχουν οι διατάξεις των άρθρων 16§6 και 4§1 εδ.β Κ.Ι.Δ.
Κατά την πρώτη (παρ. 6 του άρθ. 16 Κ.Ι.Δ., το οποίο αφορά τις σχέσεις ιατρού και κοινωνίας), «Ο ιατρός παρέχει σε άτομα, που ζουν σε φυλακές και στα παιδιά τους, που ζουν σε ιδρύματα, εξίσου καλή φροντίδα με εκείνη, που παρέχεται στους υπόλοιπους πολίτες». 
Η ως άνω διάταξη καθιερώνει την υποχρέωση του ιατρού προς παροχή εφάμιλλης περίθαλψης στους κρατουμένους, με τους
υπόλοιπους πολίτες. 
Περαιτέρω, κατά τη δεύτερη διάταξη ( παρ. 1εδ.β του άρθ. 4 Κ.Ι.Δ., το οποίο αναφέρεται στην υποχρέωση του ιατρού να συμβάλλει στη δημιουργία και εφαρμογή μηχανισμών, που στοχεύουν στην ενθάρρυνση της συνεχούς βελτίωσης της ποιότητας,
ασφάλειας και αποτελεσματικότητας της ιατρικής φροντίδας), ο ιατρός «Οφείλει, επίσης, να αποφεύγει τη διακριτική μεταχείριση που προκύπτει από …….νομικές….διαφοροποιήσεις».

Κατά την προαναφερθείσα διάταξη ο ιατρός οφείλει να παρέχει την ιατρική του φροντίδα,


1.  Ειδικά για τον νοσοκομειακό ασθενή τα δικαιώματα ενημέρωσης και συναίνεσης ρυθμίζονται και από το άρθ. 47 Ν. 2071/1992.,
 

χωρίς προκαταλήψεις οι οποίες βασίζονται, μεταξύ άλλων, σε νομικές (π.χ. κρατούμενοι, άτομα υπό δικαστική συμπαράσταση) διαφοροποιήσεις 

2 . Κατά την άσκηση της Ιατρικής σε κρατουμένους εφαρμόζεται ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005).
Πέραν του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, για την υγειονομική περίθαλψη των κρατουμένων, ισχύει η διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 27 επ. Ν. 2776/1999 «Σωφρονιστικός Κώδικας», (εφεξής «Σωφρ.Κ.»).
3. Ειδικότερα για τους κρατουμένους, η ανάγκη της ύπαρξης της συναίνεσης του ασθενούς για κάθε είδους ιατρική πράξη προβλέπεται και στο άρθρο 29§§2,3 Σωφρ.Κ. 

Συγκεκριμένα στις παρ. 2 και 3 του ανωτέρω άρθρου ορίζονται: «Κάθε είδους ιατρική πράξη, ιατροχειρουργική επέμβαση ή
θεραπευτική αγωγή σε κρατούμενο επιτρέπεται μόνο με συναίνεσή του.
Αν ο κρατούμενος δεν βρίσκεται σε κατάσταση να συναινέσει ή αρνείται τη συναίνεσή του σε ιατρική πράξη κατά την προηγούμενη παράγραφο, η οποία πράξη κρίνεται αναγκαία για την υγεία του, ο αρμόδιος δικαστικός λειτουργός διατάσσει τη λήψη των κατάλληλων κατά περίπτωση μέτρων».
Το άρθρο αυτό αναφέρεται σε ιατρική πράξη, ιατροχειρουργική 
επέμβαση ή θεραπευτική αγωγή.
Η ανωτέρω διατύπωση τυγχάνει άστοχη, δεδομένου ότι, τόσο η (ιατρο)χειρουργική επέμβαση, όσο και η θεραπευτική αγωγή τυγχάνουν ιατρικές πράξεις 
4 . Συγκεκριμένα στον – μεταγενέστερο του Σωφρονιστικού Κώδικα- Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν.3418/2005) δίδεται η έννοια της ιατρικής πράξης 5 , η οποία περιλαμβάνει

(Βιργινίας Δ. Σακελλαροπούλου Η Ποινική Αντιμετώπιση του Ιατρικού Σφάλματος και η Συναίνεση του Ασθενούς στην Ιατρική Πράξη, Β΄Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2011, σελ. 83.)

3. Το πρώτο συνθετικό της σύνθετης λέξης «ιατροχειρουργική» δεν εξειδικεύει το είδος της χειρουργικής επέμβασης και δεν προσδιορίζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το επίθετο «χειρουργική». 
Πιο δόκιμη κρίνεται η έκφραση «χειρουργική επέμβαση». Η σύνθετη λέξη «ιατροχειρουργική» απαντάται κυρίως στο κείμενο παλαιότερων νομοθετημάτων και μονογραφιών.

4 Μάλιστα η χειρουργική επέμβαση αποτελεί ένα είδος θεραπευτικής αγωγής.


5 Κατά το άρθ. 1§§1,2,3 Ν. 3418/2005 «Ιατρική πράξη είναι εκείνη, που έχει ως σκοπό τη με οποιαδήποτε επιστημονική μέθοδο πρόληψη, διάγνωση, θεραπεία και αποκατάσταση της υγείας του ανθρώπου.

Ως ιατρικές πράξεις θεωρούνται και εκείνες οι οποίες έχουν ερευνητικό χαρακτήρα, εφόσον αποσκοπούν οπωσδήποτε στην ακριβέστερη διάγνωση, στην αποκατάσταση ή και τη βελτίωση της υγείας των ανθρώπων και στην προαγωγή της επιστήμης.

Στην έννοια της ιατρικής πράξης περιλαμβάνονται και η συνταγογράφηση, η εντολή για διενέργεια πάσης φύσεως παρακλινικών εξετάσεων, η έκδοση ιατρικών πιστοποιητικών και βεβαιώσεων και η γενική συμβουλευτική υποστήριξη του ασθενή».



πράξεις, που έχουν ως σκοπό την πρόληψη, διάγνωση, θεραπεία, αποκατάσταση της υγείας του ανθρώπου, καθώς επίσης και πράξεις με ερευνητικό χαρακτήρα που αποσκοπούν στην ακριβέστερη διάγνωση, βελτίωση της υγείας των ανθρώπων και στην προαγωγή της επιστήμης, ενώ επίσης στην έννοια της ιατρικής πράξης περιλαμβάνεται η συνταγογράφηση, η εντολή για διενέργεια παρακλινικών εξετάσεων, η έκδοση ιατρικών πιστοποιητικών και η
γενική συμβουλευτική υποστήριξη του ασθενούς. 
Κατά την προαναφερθείσα διάταξη (άρθ.29§§2,3 Σωφρ.Κ.), εάν η ιατρική πράξη κρίνεται αναγκαία για την υγεία του κρατουμένου, ο δε κρατούμενος δεν βρίσκεται σε κατάσταση να συναινέσει ή αρνείται τη συναίνεσή του, ο αρμόδιος δικαστικός λειτουργός (Εισαγγελέας Επόπτης του καταστήματος κράτησης) διατάσσει τη λήψη των κατάλληλων κατά περίπτωση μέτρων. 
Ο ανωτέρω δικαστικός λειτουργός είναι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών του τόπου, όπου εκτίεται η ποινή, ο οποίος ασκεί τις προβλεπόμενες στον κώδικα βασικών κανόνων για τη μεταχείριση των κρατουμένων αρμοδιότητές του και μεριμνά για την έκτιση της ποινής και την εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Π.Δ., του Π.Κ. και των ειδικών νόμων, για την εκτέλεση ποινών (άρθ. 567§1 Κ.Π.Δ.) 
6 . Έτσι με την ανάθεση αυτής της κρίσης στον δικαστικό λειτουργό παρέχονται εγγυήσεις, για έναν πιο ανθρωπιστικό και φιλελεύθερο
τρόπο αντιμετώπισης της κατάστασης. Η φύση και η έκταση των ως άνω κατάλληλων μέτρων θα καθορισθούν από τον ιατρό, διασφαλιζομένου πάντοτε του σεβασμού της αξιοπρέπειας του κρατουμένου. 
Η συγκεκριμένη διάταξη κάνει λόγο για ιατρική πράξη η οποία κρίνεται αναγκαία για την υγεία του κρατουμένου. 
Είναι προφανές ότι, αφορά περιπτώσεις στις οποίες ο κρατούμενος δεν βρίσκεται σε κατάσταση να συναινέσει ή αρνείται τη συναίνεσή του και η μη διενέργεια της ενδεδειγμένης ιατρικής πράξης εγκυμονεί κίνδυνο για την υγεία του κρατουμένου. 
Συνεπώς δεν αφορά περιπτώσεις, στις οποίες ο κρατούμενος δεν βρίσκεται σε κατάσταση να συναινέσει ή αρνείται τη συναίνεσή του και η μη διενέργεια της ιατρικής πράξης δεν εγκυμονεί κίνδυνο επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του ασθενούς κρατουμένου. Εννοείται ότι στις περιπτώσεις στις οποίες ο κρατούμενος αρνείται τη συναίνεσή του, ο ιατρός θα πρέπει να ενημερώνει τον κρατούμενο πλήρως, σαφώς και κατανοητά για τους ενδεχόμενους κινδύνους από την μη εκτέλεση της ιατρικής πράξης.

Πέραν τούτου ορθόν εν γένει είναι, πέραν της προφορικής ενημέρωσης, να υπάρχει και 

6. Στις φυλακές Πειραιώς (Κορυδαλλού), Θεσσαλονίκης (Διαβατών), Πατρών (Αγίου Στεφάνου) και Λάρισας, την εποπτεία ασκεί Αντεισαγγελέας Εφετών, επικουρούμενος από έναν Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, ο οποίος τον αναπληρώνει όταν δεν υπάρχει ή κωλύεται ή απουσιάζει (άρθ.567§3εδ.α Κ.Π.Δ.). 

έγγραφη διατύπωση της ενημέρωσης, της συναίνεσης ή της άρνησης της συναίνεσης 7 του κρατουμένου και να φυλάσσεται αυτή στο ατομικό δελτίο (κάρτα) υγείας του κρατουμένου, που τηρείται στο ιατρείο του καταστήματος κράτησης. Η προαναφερθείσα διάταξη (29§§2,3 Σωφρ.Κ.) δεν αντιμετωπίζει την περίπτωση κατεπειγόντων περιστατικών κρατουμένων, εάν ο κρατούμενος δεν βρίσκεται σε κατάσταση να συναινέσει. 
Έτσι οι περιπτώσεις, στις οποίες δεν
μπορεί να ληφθεί κατάλληλη συναίνεση του κρατουμένου και συντρέχει άμεση, απόλυτη και κατεπείγουσα ανάγκη παροχής ιατρικής φροντίδας θα κριθούν κατά την αυξημένης τυπικής
ισχύος διάταξη του άρθ. 8 Ν.2619/1998 και τη διάταξη του άρθ. 12§3α) Κ.Ι.Δ. 
Κατά τη διάταξη του άρθ. 8 Ν. 2619/1998 « Όταν λόγω του επείγοντος της κατάστασης δεν δύναται να ληφθεί η δέουσα συναίνεση, επιτρέπεται να επιτελείται άμεσα κάθε ιατρικώς αναγκαία επέμβαση προς όφελος της υγείας του ενδιαφερομένου ατόμου». 
Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθ. 12§3α Κ.Ι.Δ. «Κατ` εξαίρεση δεν απαιτείται συναίνεση: α) στις επείγουσες περιπτώσεις, κατά τις οποίες δεν μπορεί να ληφθεί κατάλληλη συναίνεση και συντρέχει άμεση, απόλυτη και κατεπείγουσα ανάγκη παροχής ιατρικής φροντίδας». 
Πρόκειται για περιπτώσεις στις οποίες ο ασθενής δεν μπορεί να συναινέσει ή δεν μπορεί να συναινέσει έγκυρα λόγω της κατάστασής του και συντρέχει άμεση ανάγκη παροχής ιατρικής βοήθειας.
Στις περιπτώσεις αυτές ο ιατρός οφείλει να αναλάβει άμεσα την περίθαλψη του ασθενούς κρατουμένου, ήτοι να προσφέρει την ενδεδειγμένη ιατρική φροντίδα στον ασθενή κρατούμενο που μπορεί να είναι διασωλήνωση τραχείας, εξωτερικές μαλάξεις καρδίας, απινιδώσεις κ.λπ. Το αυτό ισχύει, όταν συντρέχουν όλες οι ανωτέρω προϋποθέσεις, ήτοι συντρέχει άμεση, απόλυτη και κατεπείγουσα ανάγκη παροχής ιατρικής φροντίδας και ο ασθενής δεν μπορεί να
συναινέσει ή δεν μπορεί να συναινέσει έγκαιρα λόγω της κατάστασής του, σε προγενέστερο δε χρόνο, ούτε είχε την ικανότητα να συναινέσει έγκυρα, είχε εκφράσει τις αντιρρήσεις του
στη διενέργεια ιατρικών πράξεων. 
Και στην περίπτωση αυτή ο ιατρός οφείλει να αναλάβει την περίθαλψη του ασθενούς κρατουμένου με την κατάλληλη επείγουσα ιατρική πράξη, παρά τις προγενέστερα εκφρασθείσες επιθυμίες
 8 του ασθενούς κρατουμένου σχετικά με την

7. Η ενημέρωση και η συναίνεση στην ιατρική πράξη δεν υποβάλλεται σε κάποιον τύπο. Κατ’ εξαίρεση απαιτείται έγγραφος τύπος σε ορισμένες περιπτώσεις, που προβλέπονται από το νόμο, όπως π.χ. άρθ. 5, 11,12 Ν. 3305/2005 («Εφαρμογή της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής»), ΑΚ 1456, άρθ. 8,9, 49 Ν. 3984/2011 («Δωρεά και Μεταμόσχευση οργάνων και άλλες διατάξεις»), άρθ. 17 Ν. 2619/1998 («Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική»).

ιατρική επέμβαση. Στα ως άνω περιστατικά, ανεξαρτήτως και της δυσχέρειας απόδειξης των επιθυμιών του κρατουμένου (που δεν δύνανται να είναι γενικές και αόριστες), του περιεχομένου τους, της σοβαρότητας αυτών, καθώς και του χρόνου που αυτές εκδηλώθηκαν, ο ιατρός οφείλει να αναλάβει άμεσα την περίθαλψη του ασθενούς κρατουμένου, σύμφωνα με τις επιταγές των άρθρων 8 Ν.2619/1998 και 12§3α Κ.Ι.Δ. 
Άλλωστε τα κατεπείγοντα περιστατικά δεν αφήνουν χρονικά περιθώρια αναζήτησης από τον ιατρό τυχόν επιθυμιών του
ασθενούς και του ειδικότερου περιεχομένου τους σχετικά με τη διενέργεια ιατρικών πράξεων.

Περαιτέρω η διάταξη του άρθ. 29§1 Σωφρ.Κ. αναφερομένη σε ιατρικά πειράματα επί κρατουμένων, απαγορεύει τη διενέργεια αυτών σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμα και αν ο ίδιος ο κρατούμενος συναινεί. 
Έτσι, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη, δεν επιτρέπεται η διενέργεια οποιωνδήποτε ιατρικών πειραμάτων που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή, τη σωματική ή ψυχική υγεία ή προσβάλλουν την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητα του κρατουμένου, ακόμη και αν ο ίδιος συναινεί στη διεξαγωγή τους.

Ειδική πρόβλεψη υπάρχει στο Σωφρονιστικό Κώδικα (άρθ. 30§5) για τα λοιμώδη νοσήματα. Πρόκειται για ένα συχνό πρόβλημα που παρουσιάζεται στα καταστήματα κράτησης. Η συνύπαρξη πολλών ατόμων σε μικρούς χώρους διευκολύνει τη μετάδοση λοιμωδών νοσημάτων. Πράγματι δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω ο υψηλός κίνδυνος μετάδοσης λοιμωδών νοσημάτων εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων.
 Για το λόγο αυτό θα πρέπει να γίνονται οι απαραίτητες εργαστηριακές εξετάσεις. για να επιβεβαιωθεί ή αποκλεισθεί η ύπαρξη λοιμώδους νοσήματος και να εφαρμόζονται προγράμματα
εμβολιασμού στους κρατούμενους με σκοπό την πρόληψη επιδημικών νόσων και την προστασία των κρατουμένων από μεταδοτικές ασθένειες. 
Εννοείται ότι, θα πρέπει να προηγείται πλήρης, σαφής και κατανοητή ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των κρατουμένων από τον ιατρό 9 στα ζητήματα αυτά και οι σχετικές ιατρικές πράξεις να
λαμβάνουν χώρα με τη συναίνεση των κρατουμένων. 
Μάλιστα ο Σωφρονιστικός Κώδικας προβλέπει τη λήψη μέτρων προφυλακτικού περιορισμού στην περίπτωση κρατουμένου με

8 Ίδ. άρθ. 9 Ν. 2619/1998 «Οι προγενέστερα εκφρασθείσες επιθυμίες του ασθενούς σχετικά με ιατρική επέμβαση θα λαμβάνονται υπόψη, προκειμένου για ασθενή, ο οποίος, κατά το χρόνο της επέμβασης, δεν είναι σε θέση να εκφράσει τις επιθυμίες του».

9 Ίδ. και άρθ. 29§4 Ν. 2776/1999. 

υποψία λοιμώδους νοσήματος για την προστασία της υγείας των λοιπών. Συγκεκριμένα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 30§5 Σωφρ.Κ. «Κρατούμενοι, για τους οποίους υπάρχει υποψία ότι, πάσχουν από λοιμώδες νόσημα, περιορίζονται σε ειδικό τμήμα του καταστήματος, με απόφαση του διευθυντή και τη σύμφωνη γνώμη του ιατρού του καταστήματος, για όσο χρονικό διάστημα ενδείκνυται ιατρικώς, μέχρι την οριστική διάγνωση». 
Στις περιπτώσεις αυτές ο ιατρός οφείλει να γνωστοποιήσει στον διευθυντή του καταστήματος κράτησης κάθε περίπτωση κρατουμένου με υποψία λοιμώδους νοσήματος.

Βέβαια ο ιατρός, κατά τις διατάξεις των άρθ. 13§1 Κ.Ι.Δ. (Ιατρικό απόρρητο) 10 και 29§5 Σωφρ.Κ. 11 έχει υποχρέωση εχεμυθείας. Πλην όμως η άρση του ιατρικού απορρήτου επιτρέπεται, μεταξύ άλλων, και στην περίπτωση μολυσματικών νόσων, κατά τη διάταξη του άρθ. 13§3 περ. α) Κ.Ι.Δ. 
Ειδικότερα κατά την ως άνω διάταξη «Η άρση του ιατρικού
απορρήτου επιτρέπεται όταν: α) Ο ιατρός αποβλέπει στην εκπλήρωση νομικού καθήκοντος.
Νομικό καθήκον συντρέχει, όταν η αποκάλυψη επιβάλλεται από ειδικό νόμο, όπως στις περιπτώσεις …..μολυσματικών νόσων και άλλες…».

Ειδικώς προβλέπεται στον Σωφρ.Κ. η περίπτωση κατά την οποία ο κρατούμενος δηλώσει ότι, κατέρχεται σε απεργία πείνας. 
Στον πληθυσμό των κρατουμένων είναι συχνό φαινόμενο η απεργία πείνας. Ως επί το πλείστον η άρνηση σίτισης αποτελεί μορφή
διαμαρτυρίας του κρατούμενου και τρόπο άσκησης πίεσης από αυτόν στις Αρχές για την ικανοποίηση αιτήματος. Το άρθ. 31§§1,2,3 Σωφρ.Κ. ορίζει: «Ο κρατούμενος που δηλώνει ότι κατέρχεται σε απεργία πείνας έχει το δικαίωμα να καλέσει ιατρό του καταστήματος ή και ιατρό της επιλογής του, για να διαπιστωθεί η κατάσταση της σωματικής, ψυχικής και πνευματικής του υγείας. Μετά τη δήλωση αυτή ο διευθυντής σε συνεργασία με τον ιατρό του
καταστήματος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την παρακολούθηση και την προστασία του σε ειδικό χώρο του καταστήματος. 
Πέραν των περιπτώσεων του άρθρου 74 του παρόντος, αν κατά τη διάρκεια της απεργίας ο ιατρός του καταστήματος κρίνει ότι ο απεργός χρειάζεται ειδικότερη ιατρική παρακολούθηση, ζητεί με αιτιολογημένη γνωμάτευσή του τη μεταγωγή του απεργού σε θεραπευτικό κατάστημα. 
Αν ο απεργός περιέλθει σε κατάσταση άμεσου

10 Κατά το άρθ. 13§1 Ν. 3418/2005 «Ο ιατρός οφείλει να τηρεί αυστηρά απόλυτη εχεμύθεια για οποιοδήποτε
στοιχείο υποπίπτει στην αντίληψή του ή του αποκαλύπτει ο ασθενής ή τρίτοι, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του, και το οποίο αφορά στον ασθενή ή τους οικείους του».

11 Κατά το άρθ. 29§5 Ν. 2776/1999 « Το απόρρητο των ιατρικών εξετάσεων εξασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση».


κινδύνου ζωής ή σοβαρής και μόνιμης βλάβης της υγείας του εφαρμόζεται ανάλογα η διάταξη του άρθρου 29 παράγραφος 3 του παρόντος.
Για τη φύση και την έκταση των μέτρων συνεκτιμώνται η προσωπικότητα του κρατουμένου, οι επιδιώξεις του και η σταθερότητα της απόφασής του».

Εν προκειμένω φρονούμε ότι θα πρέπει να γίνει η εξής διάκριση με κριτήριο την κρισιμότητα της κατάστασης του κρατουμένου: α) στην περίπτωση κατά την οποία ο απεργός, λόγω της άρνησης σίτισης ή και λήψης υγρών, περιέλθει σε κατάσταση αμέσου κινδύνου ζωής, θα πρέπει να τύχει εφαρμογής η αυξημένης τυπικής ισχύος διάταξη του άρθ. 8 Ν.2619/1998, καθώς και η διάταξη του άρθ. 12§3 α) Κ.Ι.Δ., ήτοι θα πρέπει να παρασχεθεί άμεσα η δέουσα ιατρική φροντίδα (π.χ. διασωλήνωση τραχείας, εξωτερικές μαλάξεις
καρδίας, απινιδώσεις κ.λπ.), καθόσον στις περιπτώσεις των κατεπειγόντων περιστατικών η επιτυχία μίας ιατρικής πράξης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την άμεση βοήθεια, β)στην περίπτωση κατά την οποία ο απεργός, λόγω της άρνησης σίτισης ή και λήψης υγρών, περιέλθει σε κατάσταση σοβαρής και μόνιμης βλάβης της υγείας του, θα πρέπει να τύχει ανάλογης εφαρμογής η διάταξη του άρθ. 29§3 Σωφρ.Κ., ήτοι ο αρμόδιος δικαστικός
 λειτουργός διατάσσει τη λήψη των κατάλληλων κατά περίπτωση μέτρων.

Περαιτέρω ένα συχνό φαινόμενο που εμφανίζεται στον πληθυσμό των κρατουμένων είναι αυτό της απόπειρας αυτοκτονίας. Ο δείκτης των αυτοκτονιών στα σωφρονιστικά καταστήματα είναι από τέσσερις έως και ένδεκα φορές υψηλότερος από τον αντίστοιχο στον
γενικό πληθυσμό 12 . Οι περιπτώσεις απόπειρας αυτοκτονίας κρατουμένων θα κριθούν κατά τη γενική διάταξη του άρθ. 12§3 β) Κ.Ι.Δ. Κατά την ως άνω διάταξη του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας «Κατ’ εξαίρεση δεν απαιτείται συναίνεση:….β) στην περίπτωση απόπειρας αυτοκτονίας..». Έτσι και στην περίπτωση απόπειρας αυτοκτονίας δεν απαιτείται συναίνεση του κρατουμένου για την παροχή ιατρικής βοήθειας. Τούτο είναι προφανές λόγω πιθανών
ελαττωμάτων της βούλησης του αποπειραθέντος, οπότε θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για τη σωτηρία του, σε συνδυασμό με το επείγον, τις περισσότερες φορές, της κατάστασης 13 .

Επίσης, μία άλλη κατηγορία κρατουμένων στην οποία τίθεται συχνά θέμα συναίνεσης σε ιατρικές πράξεις είναι αυτή των πασχόντων από διανοητική διαταραχή σοβαρής μορφής.

Στην περίπτωση κατά την οποία κρατούμενος πάσχει από διανοητική διαταραχή σοβαρής

12 Οι αυτοκτονίες στις φυλακές και η πρόληψη | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (kathimerini.gr)

13 Βιργινίας Δ. Σακελλαροπούλου, ό.π., σελ.71 επ.



μορφής μπορεί να υποβληθεί, χωρίς τη συναίνεσή του, σε επέμβαση που αποσκοπεί στη θεραπεία της διανοητικής του διαταραχής αν, χωρίς αυτή τη θεραπεία, είναι πιθανόν να προκύψει σοβαρή βλάβη της υγείας του.
Τα ανωτέρω αναφέρονται στη διάταξη του άρθ. 7 της Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική (Ν. 2619/1998).

Συγκεκριμένα στο άρθ. 7 της ανωτέρω Σύμβασης αναφέρονται τα εξής: «Με την επιφύλαξη των προστατευτικών διατάξεων που ορίζονται από το νόμο, συμπεριλαμβανομένης της εποπτικής, ελεγκτικής και αναιρετικής διαδικασίας, το πρόσωπο που πάσχει από διανοητική διαταραχή σοβαράς μορφής δύναται να υποβληθεί, χωρίς τη συγκατάθεσή του, σε επέμβαση που αποσκοπεί στη θεραπεία της διανοητικής του διαταραχής, μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, χωρίς αυτή τη θεραπεία, είναι πιθανόν να ανακύψει σοβαρή βλάβη της υγείας του». Έτσι προβλέπεται η δυνατότητα, υπό προϋποθέσεις, πρόσωπο το οποίο πάσχει από διανοητική διαταραχή σοβαρής μορφής να υποβληθεί, χωρίς τη συναίνεσή του, σε επέμβαση που αποσκοπεί στη θεραπεία της διανοητικής του διαταραχής αν, χωρίς αυτή τη θεραπεία, είναι πιθανόν να προκύψει σοβαρή βλάβη της υγείας του. Η διάταξη αυτή αφορά άτομα με
διαταραχές των νοητικών τους λειτουργιών με δευτερογενείς ψυχικές διαταραχές ή άτομα με ψυχικές διαταραχές που σχετίζονται με διαταραχές των νοητικών τους λειτουργιών. Άλλωστε
μια χρόνια ψυχιατρική διαταραχή επιδρά σε σημαντικές νοητικές λειτουργίες. Η ως άνω διάταξη της Σύμβασης, η οποία αφορά άτομα με ψυχοδιανοητικές διαταραχές, ενσωματώνοντας μια Σύμβαση στην ελληνική έννομη τάξη, με τη γνωστή γενικότητα που
χαρακτηρίζει μία τέτοια Σύμβαση, δεν έρχεται σε αντίθεση με διατάξεις που ρυθμίζουν διεξοδικά τα σχετικά θέματα (π.χ. άρθ. 28 Κ.Ι.Δ.). Ειδικότερα κατά τη διάταξη του άρθρου 28§8 Κ.Ι.Δ. «Ο ψυχίατρος δεν χορηγεί καμία θεραπεία χωρίς τη θέληση του ανθρώπου που πάσχει από ψυχικές διαταραχές, εκτός εάν η άρνηση θεραπείας θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του ίδιου και εκείνων που τον περιβάλλουν ή συνεπάγεται σοβαρή επιβάρυνση της πορείας της
ψυχικής του διαταραχής». Έτσι και στην περίπτωση κρατουμένου πάσχοντος από ψυχοδιανοητικές διαταραχές απαιτείται η συναίνεση του ασθενούς για την υποβολή του σε θεραπεία μετά από ενημέρωσή του. Ο ιατρός θα πρέπει να γνωρίζει και να αναγνωρίζει ότι, ο άνθρωπος που πάσχει από ψυχοδιανοητικές διαταραχές είναι δικαιωματικά εταίρος στη θεραπευτική διαδικασία 14 . Εάν όμως ο κρατούμενος δεν είναι σε θέση να κατανοήσει την κατάσταση της υγείας του, το περιεχόμενο της ιατρικής πράξης που του προτείνεται

και τα 14 Ίδ. άρθ. 28§4 εδ. α Ν. 3418/2005

αποτελέσματα της ιατρικής πράξης, η συναίνεση για την εκτέλεση της ιατρικής πράξης
δίδεται από τον δικαστικό συμπαραστάτη, εφόσον αυτός έχει ορισθεί, διαφορετικά από τους οικείους 15 του ασθενούς (άρθ. 28§7 σε συνδ. με άρθ.12 Κ.Ι.Δ.). Δεν απαιτείται η συναίνεση του ασθενούς ή η συναίνεση του προαναφερθέντων ατόμων, μόνο εάν ή άρνηση θεραπείας  θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του ίδιου του κρατούμενου και του περιβάλλοντός του ή συνεπάγεται σοβαρή επιβάρυνση της πορείας της υγείας του (άρθ.7 Ν. 2619/1998 και 28§8 εδ.α Κ.Ι.Δ.). 
Έτσι μόνο εάν ή άρνηση θεραπείας εγκυμονεί τους ανωτέρω κινδύνους και προκειμένου να προστατευθεί ο ίδιος ο κρατούμενος ασθενής και εκείνοι που τον περιβάλλουν ή να μην επιβαρυνθεί σοβαρά η κατάσταση της υγείας του, δεν απαιτείται συναίνεση για την ιατρική πράξη.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο θέμα της ιατρικής επέμβασης χωρίς τη συναίνεση του κρατουμένου ασθενούς σε κατεπείγοντα περιστατικά αναφέρονται αρκετές κατά το παρελθόν εκδοθείσες γνωμοδοτήσεις Εισαγγελέων. 
Ενδεικτικά αναφέρουμε τη με αριθ. 1938/1978 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά 16 . 
Η ως άνω Γνωμοδότηση ασχολήθηκε με την άρνηση κρατουμένου ασθενούς, που έπασχε από βουβωνοκήλη, να υποστεί χειρουργική επέμβαση. Σε σχετικό ερώτημα που του απηύθυνε η διοίκηση των
φυλακών, ο Εισαγγελέας Εφετών Πειραιά γνωμοδότησε ότι δεν είναι δυνατόν να γίνει ιατροχειρουργική επέμβαση χωρίς τη συναίνεση του ασθενούς, κατ’ άρθρο 102§6 ΣωφρΚ (Α.Ν.125/1967), και ότι η αρχή αυτή δύναται να παρακαμφθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις λοιμωδών νόσων, απόπειρας αυτοκτονίας, απεργίας πείνας κ.λπ.

Σχετικά με την ποινική αξιολόγηση της εκ μέρους του ιατρού διενεργηθείσης αυτογνώμονος ιατρικής πράξης (όταν δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση ιατρικής επέμβαση χωρίς τη συναίνεση του ασθενούς κρατουμένου), θα πρέπει να λεχθεί ότι αυτή

15 Η διάταξη του άρθ. 1§4 περ. β) Ν. 3418/2005 δίδει το νομοθετικό ορισμό του οικείου. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή «Κατά τον παρόντα Κώδικα:….β) στην έννοια «οικείος» περιλαμβάνονται οι συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή, οι θετοί γονείς και τα θετά τέκνα, οι σύζυγοι, οι μόνιμοι σύντροφοι, οι αδελφοί, οι σύζυγοι και οι μόνιμοι σύντροφοι των αδελφών, καθώς και οι επίτροποι ή οι επιμελητές του ασθενούς και όσοι βρίσκονται υπό δικαστική συμπαράσταση». Η έννοια του οικείου, όπως δίδεται από τον ως άνω νομοθετικό ορισμό του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, είναι λίαν ευρεία περιλαμβάνουσα π.χ. και τους συζύγους και τους μονίμους συντρόφους των αδελφών, γεγονός που καθιστά επισφαλή την ανάθεση της συναίνεσης και δημιουργεί κίνδυνο λήψης αποφάσεων που δεν ωφελούν τον ασθενή.

16 Κων. Σταμάτη Π.Χ. ΚΗ 459 επ.




(αυτογνώμων ιατρική πράξη) ενδέχεται να πληροί, κατά περίπτωση, την νομοτυπική μορφή των εγκλημάτων της σωματικής βλάβης (άρθ. 308 επ. Π.Κ.), της παράνομης βίας (άρθ. 330
Π.Κ.), της παράνομης κατακράτησης (άρθ. 325 Π.Κ., π.χ. στην περίπτωση στέρησης της ελευθερίας της κίνησης εντός του σωφρονιστικού καταστήματος ασθενούς κρατουμένου, για
τη διενέργεια ιατρικής πράξης για θεραπευτικό σκοπό, χωρίς τη συναίνεση του κρατουμένου στη σχετική ιατρική πράξη) και της παράβασης καθήκοντος (άρθ.13 α) και 259 Π.Κ.), εφόσον πληρούται τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων.




Ε Π Ι Λ Ο Γ Ο Σ

Η υποχρέωση του ιατρού να σέβεται τη βούληση του ασθενούς αποτελεί θεμελιώδη κανόνα της ιατρικής δεοντολογίας (: voluntas aegroti suprema lex est: η βούληση του ασθενούς αποτελεί τον υπέρτατο νόμο). Ουδεμία ιατρική πράξη δύναται να λάβει χώρα
χωρίς τη συναίνεση του κρατουμένου. Μόνο, κατ’ εξαίρεση, σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό ορισμένες προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόμο, είναι επιτρεπτή η ιατρική επέμβαση χωρίς τη συναίνεση του κρατουμένου. Μόνο, δηλαδή, κατ’ εξαίρεση, δύναται να παρακαμφθεί η βούληση του ασθενούς κρατουμένου, οπότε αυτή (βούληση του ασθενούς κρατουμένου) έρχεται σε δεύτερη μοίρα, υποτασσόμενη στην διάσωση της ανθρώπινης
ζωής. Στις περιπτώσεις αυτές επικρατεί, κατ’ εξαίρεση, η αρχή salus aegroti suprema lex est (: η σωτηρία του ασθενούς αποτελεί τον υπέρτατο νόμο).