Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

Γιατί ο λαϊκισμός «πονάει»



Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης


ΠΗΓΗ: newsbreak

Το τελευταίο διάστημα συμβαίνει κάτι αξιοπερίεργο. Οι αρχηγοί της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μείζονος και ελάσσονος, έχουν εγκατασταθεί στην αίθουσα της Ολομέλειας του Κοινοβουλίου και μετατρέπουν τη συζήτηση κάθε νομοσχεδίου σε προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή. Εφ’ όλης της ύλης. Μέρα παρά μέρα είναι στο βήμα ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης, ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης Κυριάκος Βελόπουλος, η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας Ζωή Κωνσταντοπούλου, ο πρόεδρος της ΝΙΚΗΣ Δημήτρης Νατσιός και εσχάτως ο γραμματέας του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας και ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτης Φάμελλος.

Με τους περισσότερους -αν όχι με όλους- έχω ισχυρότατες πολιτικές διαφωνίες επί των θεμάτων που θίγουν. Ως πολίτης, όμως, νιώθω ικανοποίηση όταν παρακολουθώ τους πολιτικούς αρχηγούς να ευρίσκονται μέχρι αργά στην αίθουσα της εθνικής αντιπροσωπίας μαζί με τους βουλευτές τους και να μάχονται με τον τρόπο που εκείνοι νομίζουν για τα συμφέροντά του. Οι αγορεύσεις των πολιτικών αρχηγών τροφοδοτούνται συνήθως από την επικαιρότητα και από τις συνεντεύξεις των κυρίων Μητσοτάκη και Κασσελάκη, που δεν ευρίσκονται συνήθως στο Κοινοβούλιο (ο δεύτερος δεν είναι καν βουλευτής).

Οι ατάκες, οι καβγάδες και οι μεταξύ τους αντιπαραθέσεις από του βήματος τροφοδοτούν με τη σειρά τους τα βραδινά τηλεοπτικά δελτία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το βήμα του Κοινοβουλίου έχει ειδικό θεσμικό βάρος και οι τηλεοράσεις δυσκολεύονται να το προσπεράσουν. Με άλλα λόγια, παρατηρείται μια επικοινωνία εντελώς αμφίδρομη: οι τηλεοράσεις και τα γεγονότα τροφοδοτούν την κοινοβουλευτική ατζέντα των αρχηγών της αντιπολίτευσης, και οι αρχηγοί της αντιπολίτευσης τη θεματολογία των ΜΜΕ. Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική έπαψε να είναι ουραγός των εξελίξεων. Η πίεση αποδίδει. Η κυβέρνηση έχει αναγκαστεί να αλλάξει πλείστες όσες φορές γραμμή εξαιτίας του κοινοβουλευτικού σφυροκοπήματος. Από μια άποψη, η εξέλιξη αυτή είναι εξόχως ενδιαφέρουσα.

Ζωντανεύει ο κοινοβουλευτισμός, έστω και με άναρχους πολιτικούς όρους. Μετατρέπεται ξανά ο ναός της δημοκρατίας σε επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Οι βουλευτές εγκαταλείπουν τα τηλεοπτικά παράθυρα και στρατοπεδεύουν μέσα στην αίθουσα της Ολομέλειας. Η αναβάθμιση της Βουλής στο επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος είναι επίσης σημαντική, γιατί η πρωτοφανής ένταση που επικρατεί στις συνεδριάσεις της αποκαλύπτει τη φόρτιση και τον ηλεκτρισμό που επικρατούν σε μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Κάτι που αντελήφθη οψίμως ο πρωθυπουργός, ο οποίος στοχοποίησε με την τελευταία του συνέντευξη «τα αντισυστημικά κόμματα που διακινούν θεωρίες συνωμοσίας». Και επιχείρησε να «πακετάρει» τους Στέφανο Κασσελάκη και Κυριάκο Βελόπουλο.

Η ένταση στο Κοινοβούλιο είναι ενδιαφέρουσα επίσης γιατί οι αγορεύσεις των αρχηγών των μικρών κομμάτων αποτελούν την αιτία για να εκδηλωθούν δημοσίως τα αισθήματα βαθιάς υποτίμησης που τρέφουν συγκεκριμένες ελίτ για τους ψηφοφόρους και τις ηγεσίες των μικρότερων κομμάτων. Ο λαϊκισμός «πονάει» όχι λόγω της αναμφισβήτητης υπερβολής του. Πονάει γιατί έχει ως εφαλτήριο μια βάση αλήθειας για να σταθεί το αφήγημά του στον δημόσιο διάλογο. Αξιοποιεί μια μισή αλήθεια για να τη συμπληρώσει με ένα ψέμα ή με μια υπόσχεση για να κάνει καριέρα το επιχείρημα.

Ενα παράδειγμα: πρότεινε ο αρχηγός της Ελληνικής Λύσης σύνταξη ύψους 3.000 ευρώ σε συνταξιούχους έπειτα από εννέα μήνες, ύστερα από επείγουσες γεωτρήσεις αξιοποίησης του ορυκτού μας πλούτου στο Αιγαίο. Προφανώς και οι συνταξιούχοι γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται να πάρουν σύνταξη «μαμούθ» μέσα σε οκτώ μήνες. Οι πολιτικές ελίτ εκτινάσσονται όμως από τις θέσεις τους, διαμαρτυρόμενες γιατί γνωρίζουν από πρώτο χέρι ότι, αν ήθελε η Ελλάς και δεν ήταν εθελόδουλη στους γείτονες και τους συμμάχους, θα είχε προχωρήσει από το 2019 τουλάχιστον σε γεωτρήσεις νοτίως της Κρήτης. Για να μην πούμε και αλλού. Μπορούσαμε να έχουμε αυξημένα έσοδα, λοιπόν, το ένα σκέλος του επιχειρήματος. Αυξημένες συντάξεις δεν θα λάμβαναν οι συνταξιούχοι, αλλά φθηνότερη βενζίνη θα προμηθεύονταν σίγουρα.

Οι πολιτικές ελίτ πετιούνται από τη θέση τους επίσης γιατί γνωρίζουν πως το επιχείρημα ότι έπρεπε τα ασφαλιστικά μας ταμεία να τοποθετηθούν στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» για να αυξηθούν οι συντάξεις είναι στέρεο. Δεν το κάναμε εμείς, όμως. Το έκαναν τα ασφαλιστικά ταμεία των Καναδών (που έφεραν τα λεφτά τους στην Ελλάδα). Το γεγονός ότι αυξάνουν τις συντάξεις τους οι Καναδοί συνταξιούχοι που επένδυσαν στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» είναι εξόχως ενοχλητικό για τους Ελληνες. Η αναφορά Βελόπουλου για τις συντάξεις προκάλεσε την ισχυρή αντίδραση τμήματος συστημικών μέσων, τα οποία κατηγόρησαν το 10% του εκλογικού σώματος ως «πολίτες χαμηλής νοημοσύνης». Ακριβέστερα, ως πολίτες που απέτυχαν στο τεστ και έλαβαν χαμηλό βαθμό στο τεστ νοημοσύνης.

Τι προκύπτει λοιπόν από το χάος και τον αυτοσχεδιασμό της αντιπολίτευσης στο ελληνικό Κοινοβούλιο; Απλό: η απουσία οργανωμένης απάντησης από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα δημιουργεί νέο πολιτικό χώρο προς κατάληψη. Ο λαϊκισμός δεν έβρισκε ποτέ χώρο όταν οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις διέθεταν συνοχή και αξιοπιστία. Τώρα, όμως, βρίσκει. Πώς να πείσει η Ν.Δ. για την αξία της πολιτικής σταθερότητας και για τον κίνδυνο της περιπέτειας, αν η καθημερινότητα του πολίτη σφραγίζεται από την αστάθεια; Αστάθεια στην τσέπη, αστάθεια στην εργασία, αστάθεια στην προοπτική, αστάθεια στη δημόσια ασφάλεια, αστάθεια παντού. Αυτό που ονομάζει ο κύριος Μητσοτάκης «άκρα», αριστερά και δεξιά, κάνουν καριέρα όταν η δημοκρατία είναι άρρωστη και καχεκτική. Τότε είναι χρήσιμα στους πολίτες, οι οποίοι τα αξιοποιούν για να ταρακουνούν ισχυρά τις κορυφές. Μια υγιής δημοκρατία δεν γεννά ποτέ διαμαρτυρία. Μια άρρωστη δημοκρατία γεννά. Και, επειδή η πλατεία Συντάγματος έγινε ντεμοντέ, οι αγανακτισμένοι μετακόμισαν δι’ αντιπροσώπων μέσα στην αίθουσα της εθνικής αντιπροσωπίας. Ιδού η νέα πραγματικότης. Ας την παρατηρήσουμε καλύτερα.