Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

«Γνωστός ποινικολόγος»



Γράφει ο Χ. Ε. Μαραβέλιας


Η Ελλάδα έχει 45.000 δικηγόρους. Όλοι ποινικολόγοι». Παραλλάσσω τη φράση από το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη. Που μιλάει για τους δικηγόρους της Αντίγκουα. Φυσικά fabula nobis narratur. Που τονίζει την ευκολία –ή ελαφρότητα– με την οποία οι λογής ιθαγενείς δικηγόροι αυτοσυστήνονται μ’ αυτή την ιδιότητα, συνήθως ανύπαρκτη. Και επειδή τα ουσιαστικά επιβάλλεται να κοσμούνται με κάποιο επίθετο, το σύνηθες επίθετο των τηλε- και εφημεριδογράφων είναι το «γνωστός»: «γνωστός ποινικολόγος». Κανένας δεν είναι απλά ποινικολόγος. Όλοι είναι γνωστοί και γνωστές, αφού (και αυτό απολύτως θεμιτά) πολλές νεαρές κυρίως συνάδελφοι αυτοσυστήνονται ως τέτοιες. Εδώ όμως χρειάζεται προσοχή: γνωστός δεν σημαίνει ευφήμως γνωστός. Διότι θα μπορούσε να είναι κανείς δυσφήμως γνωστός· ή ακόμη και καταγέλαστα γνωστός. Με άλλα λόγια «φελλός» ή «νούμερο» όπως θα το λέγαμε στην απερίστροφη δημώδη γλώσσα. Σε γνωστούς και πολυδιαφημισμένους λεξικογράφους, ή άλλους συναφών επαγγελμάτων, εναπόκειται να μας εξηγήσουν αν ο ορθός τύπος του θηλυκού της λέξης είναι ποινικολόγος ή ...ποινικολόγα! (Κατά τα συμφεροντολόγος / συμφεροντολόγα;).

Φυσικά δεν θα πρέπει να συγχέουμε το προβεβλημένος με το διακεκριμένος. Παλιά έλεγαν ότι ο τάδε είναι «διακεκριμένος δικηγόρος», ποινικολόγος, αστικολόγος ή άλλος -λόγος. Αυτούς οι συνάδελφοι τους προσφωνούσαν «μαιτρ». Με την έννοια ότι έχουν διακριθεί στην άσκηση του επαγγέλματος, που ο ενδιαφέρων κλάδος των θεμιστοπόλων του “parquet” θέλει να αντιμετωπίζεται ως λειτούργημα. «Άμισθος δημόσιος λειτουργός» ή «συμπράττων λειτουργός της Δικαιοσύνης» είναι οι σχετικοί όροι. Έτσι σήμερα δεν υπάρχουν σκέτοι ποινικολόγοι, όσο σκέτος λ.χ. είναι ο μαύρος, ο κατάμαυρος, ο χωρίς ίχνος κόκκου ζάχαρης, ο πικρός καφές. …«[Τ]ης Δικαιοσύνης». Νά ένα ακόμη πρόβλημα από αυτά που οι γλωσσολόγοι ανάγουν στη σχέση λέξης και πράγματος, άλλως σχέση σημαίνοντος και σημαινομένου. Συχνά ακούμε τη φράση: «Αν νομίζετε ότι αδικείσθε να προσφύγετε στη Δικαιοσύνη». Και εννοούν μ’ αυτό τα δικαστήρια, δηλαδή έναν από τους καταπιεστικούς μηχανισμούς του κράτους. Μοιραίως καταπιεστικούς, μέσα στο γνωστό σχήμα περί κοινωνικού συμβολαίου. Συνεπώς είναι μέγα λάθος να συγχέουμε την υψηλή έννοια της Δικαιοσύνης με τα κρατικά δικαστήρια. Το επίπεδο των οποίων μοιραίως αντανακλά τον μέσο όρο του εθνικού μας Εμείς. Και πώς άλλωστε αξιώνουμε υψηλής στάθμης θεσμούς μέσα σε μια αλλοπρόσαλλη και σε πολλά προνεωτερική κοινωνία; Κακώς λοιπόν ο αρμόδιος υπουργός ονομάζεται υπουργός Δικαιοσύνης, και κακώς τα δικαστήρια βαφτίζονται «Δικαιοσύνη». Το δεύτερο ισχύει μόνο σ’ εκείνες τις περιπτώσεις όπου τα δικαστήριά μας όντως απονέμουν «ενί εκάστω το προσήκον». (Το τελευταίο από τον πλατωνικό ορισμό για το δίκαιο).

Όμως ξεφύγαμε από το θέμα μας. Ο αείμνηστος καθηγητής του Ποινικού Δικαίου Νίκος Ανδρουλάκης έγραφε ότι στη λαϊκή συνείδηση το ποινικό δίκαιο ασκεί τη μεγαλύτερη γοητεία. Και τούτο είναι φυσικό γιατί σ’ αυτό το πεδίο του δικαίου παίζονται, άλλως διαδραματίζονται, τα μεγάλα κοινωνικά δράματα. Έτσι για τον απλοϊκό άνθρωπο (και δημοσιογράφο) δικηγόρος είναι ο ποινικός δικηγόρος, ο «ποινικολόγος». Ποινικός δικηγόρος, όχι όπως στην έκφραση «ποινικός» κρατούμενος, σε αντίθεση με τους πολιτικούς τέτοιους. Να μη συγχέουμε δηλαδή τον criminal lawyer, με τον lawyer - criminal. Ο εγκληματολόγος Κ. Γαρδίκας στην μονογραφία του Ο συνήγορος εν τη ποινική δίκη τονίζει ότι ο συνήγορος είναι αρωγός του κατηγορουμένου και όχι συνεργός του. Έτσι ο δικηγόρος που δίνει τα (όσο σκοτεινά κι αν είναι) νομικά του φώτα σε μια ομάδα εγκληματιών για το πώς θα εκτελέσουν επιτυχέστερα τα εγκληματικά τους σχέδια, είναι συνεργός και κακοποιός. Για «κακοποιητή» ακούμε να κάνουν λόγο εσχάτως διάφοροι τηλε-δικηγόροι και δημοσιογράφοι της κακιάς ώρας σε μια προσπάθεια μετριασμού του σαφέστατου όρου «κακοποιός». Για να είμαστε δίκαιοι οι δημοσιογράφοι το ακούν από «γνωστούς ποινικολόγους» και το επαναλαμβάνουν. Γνωστούς, αλλά όχι απαραίτητα και εγγράμματους.

Πώς γίνεται λοιπόν κανείς «γνωστός/γνωστή ποινικολόγος»; Καταρχάς πρέπει να γίνει ποινικολόγος. Όχι με την αλαφράδα που χρησιμοποιεί τη λέξη το κάθε δικηγορικό ψώνιο, αλλά στην ουσία. Ακόμη πιο πριν, ευκταίο θα ήταν να γίνει δικηγόρος της γενικής, της «μαχομένης» δικηγορίας, ώστε να έχει μια γενική εικόνα του πώς εξασκείται αυτή η τέχνη στις διάφορες διαδικασίες. Αυτό θα του πάρει μια δεκαετία περίπου. Οι δικηγόροι που λόγω συγκυριών έπεσαν με τα μούτρα κατευθείαν στην ποινική δικηγορία χωρίς να γνωρίζουν τις πρακτικές σε άλλους κλάδους του δικαίου, είναι νομικά μονόχειρες. Έχουν ένα μειονέκτημα που θα το βρίσκουν μπροστά τους σε κάθε τους υπόθεση. Αργότερα μπορεί να αρχίσει ο νέος με σχετικές φιλοδοξίες να προσανατολίζεται προς την ποινική δικηγορία ως ειδίκευση. Για το τελευταίο όχι μόνον ευκταίο, αλλά απαραίτητο είναι ο δικηγόρος να έχει τις κατά το δυνατόν ευρύτερες εξωνομικές γνώσεις. Έτσι ώστε να μπορεί να υποστηρίξει αποτελεσματικά τον συνάνθρωπό του που μπλέχτηκε στους μηχανισμούς της ποινικής δικαιοσύνης. Από την μικρή πείρα μου έχω καταλήξει ότι τον δικαστή πείθει περισσότερο το ήθος, η συγκρότηση, οι αρετές του δικηγόρου και έπονται τα νομικά. Πρόκειται για το γυμνασιόθεν γνωστό ότι «πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται». Και φυσικά από τον πανούργο όλοι φροντίζουν να φυλάγονται.

Παλαιοί ποινικολόγοι μάγευαν με τις αγορεύσεις τους σε πολύκροτες δίκες, ιδίως σε υποθέσεις φόνου. Στα κακουργιοδικεία σχηματίζονταν μέχρι έξω «ουρές» την ώρα (συνήθως ώρες!) που αγόρευε κάποιος επιφανής δικηγόρος. Όλοι αναρωτιόνταν τι επιχειρήματα μπορούσε να βρει ο δικηγόρος σε μια φαινομενικά ξεκάθαρη υπόθεση. Γιατί; Διότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν βαθείς ανατόμοι της ανθρώπινης ψυχής και κάτοχοι υψηλής κοινωνικής και άλλης παιδείας. Κατά κανόνα δε και αρετής. Η υπεράσπισή τους ήταν ουσιαστική και ελάχιστα «δικονομική». Τότε υπήρχε η αντίληψη, ιδίως στα δικαστήρια κακουργημάτων με αμιγές ή μικτό ορκωτό σύστημα, ήτοι με συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στη σύνθεση του δικαστηρίου, ότι καταφεύγει κανείς στις «νομικούρες» όταν δεν έχει να πει και πολλά πράγματα για την ουσία της υπόθεσης. Κάποτε ρώτησα τον εμπειρότατο συνάδελφο Αριστείδη Οικονομίδη (μετέπειτα συγγραφέα του βιβλίου Ο ποινικολόγος) τι είχαν οι παλιοί εκείνοι δικηγόροι που οι σημερινοί δεν το έχουν. «Με δύο-τρεις ερωτήσεις χτυπούσαν φλέβα», μου είπε. Και μου έφερε μερικά παραδείγματα πώς «ξετίναζαν», πάντα με αβρότητα, τους μάρτυρες ή τους αντιδίκους τους. Μετά μου ανέφερε τη δική του περίπτωση. Ως νέος δικηγόρος είχε απευθυνθεί στο γραφείο των επιφανών ποινικολόγων Δημήτρη και Σπύρου Μπαμπάκου προκειμένου να μυηθεί στα του χειρισμού ποινικών υποθέσεων. Αφού τον ρώτησαν τα τυπικά, άρχισαν οι ερωτήσεις: Γνωρίζετε σκάκι; Από τους δραματικούς ποιητές προτιμάτε τον Αισχύλο ή τον Σοφοκλή; Παίζετε κάποιο μουσικό όργανο; Πείτε μου τουλάχιστον τρία έργα του Ουγκώ πέρα από τους Άθλιους και την Παναγία των Παρισίων. Ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι ήταν όντως ηλίθιος; Παρόμοια και για την κλασική μουσική κ.λπ. Στη συνέχεια: Γιατί ο Ναπολέων έχασε τη μάχη του Βατερλό; Αφού σπουδάσατε στο Παρίσι πόσες δίκες παρακολουθήσατε στο Κακουργιοδικείο του Σηκουάνα; Επίσης του ζήτησαν να τους πει μερικά από τα άπειρα δικανικά ανέκδοτα με πρωταγωνιστές παλαιότερους δικηγόρους επιπέδου, π.χ. ενός Ρενέ Φλοριό (συγγραφέα και ενός βιβλίου περί δικαστικών πλανών) ή ενός Μορό Τζαφερί, του δεύτερου μεγάλου Κορσικανού. Αν αναφέρεις ονόματα σαν κι αυτά ή εκείνο του Αμερικανού Κλάρενς Ντάροου στις στρατιές των «ποινικολόγων» μας θα σε κοιτάξουν με απορία σαν να μιλάς για εξωγήινους. Ένδειξη και αυτό του με πόσο λίγα προσόντα δηλώνουν αυτάρεσκα «ποινικολόγοι».

Εδώ χρειάζεται κάποια διευκρίνιση: Όλες οι γνώσεις που αναφέραμε παραπάνω δύσκολα αποκτούνται μετά το πτυχίο. Συνήθως οι επιτυχημένοι δικηγόροι, οι επιτυχημένοι επιστήμονες γενικά, τη δίψα τους για μάθηση, μόρφωση και παιδεία την δείχνουν από τα μαθητικά τους χρόνια. (Και όπως έχει ειπωθεί «παιδεία είναι το απόσταγμα που σου μένει εάν ξεχάσεις όλα όσα έχεις μάθει»). Αν δεν έχεις μάθει να διαβάζεις από μικρός πέρα από το να παπαγαλίζεις σχολικά και τα πανεπιστημιακά βιβλία, δύσκολα θα το μάθεις μετά. Ο κανόνας όμως είναι ότι σε πολλούς ποινικολόγους τύπου Αντίγκουα είναι εμφανής ακόμη και η ελλιπής γνώση της ελληνικής γλώσσας. Στον προφορικό και γραπτό λόγο τους βρίσκεις απίστευτα μαργαριτάρια. (Παλαιότερα η συλλογή τέτοιων «μαργαριτών» ήταν μια ευχάριστη λόγια ενασχόληση). Αυτοί οι τύποι λοιπόν έχουν τόση άγνοια –μαζί με την άγνοια κινδύνου– που θα μπορούσαν να δηλώσουν ποινικολόγοι ακόμη και μπροστά σε δικηγόρους όπως λ.χ. οι: Σταύρος Κανελλόπουλος, Μίμης Πουλέας, Τέλης Γαβριηλίδης, Τάκης Μπαγιώργας, Δημοσθένης Μιράσγεζης, οι αδελφοί Μπαμπάκου, ο Αλέκος Σακελλαρόπουλος, ο Στάθης Αλεξανδρής, ο Στέλιος Τριανταφύλλου, οι δάσκαλοί μου Παναγιώτης Κουρελάκος και Τάκης Βρεττός εκ Πειραιώς, και μία σεβαστή χορεία επιφανών ποινικολόγων, ο καθένας από τους οποίους αποτελούσε έναν ολόκληρο κόσμο.

Όμως στην εποχή μας ο χρόνος τρέχει και οι νέοι βιάζονται. Αν προσθέσεις και τη νεοελληνική ροπή προς την ήσσονα προσπάθεια εξηγείς εύκολα το φαινόμενο. Αντίθετα προς όλα τα παραπάνω που απαιτούν χρόνο και μόχθο προκειμένου να δομήσει κανείς ένα καταξιωμένο όνομα, οι νεότερες γενιές φαίνεται να νομίζουν πως μπορούν να γίνουν ποινικολόγοι από τη μια μέρα στην άλλη. Μία από τις συνηθέστερες fast track μεθόδους είναι: Προσεγγίζεις ή/και δελεάζεις κάποιον θορυβώδη δημοσιογράφο που θα σε καλέσει στα πάνελ του και θα σε παρουσιάσει στο νοήμον ακροατήριό του ως «γνωστό ποινικολόγο». Ήδη έχεις κερδίσει αρκετούς πόντους. Ήδη μπορείς να κυκλοφορείς στη γειτονιά σου δέκα πόντους πάνω από το έδαφος. Μια άλλη είναι γνωστός δημοσιογράφος να σε προσλάβει στο team των συνεργών του και να σε προωθεί σε υποθέσεις με μεγάλη δημοσιότητα. Σε αυτή την περίπτωση σε αυτής της στάθμης τους δικηγόρους οι υποθέσεις δεν ανατίθενται, αλλά αυτοί απλά τις αναλαμβάνουν. Έτσι ο συντονιστής δημοσιογράφος αποκτά άμεση πρόσβαση στις δικογραφίες οι οποίες μέσα σε λίγες ώρες γίνονται φέιγ βολάν, παρά τη μυστικότητα της ανάκρισης. Συνήθως ο εμπλεκόμενος κατηγορούμενος δέχεται τον δίκην «ντελιβερά» σταλμένο δικηγόρο γιατί α) βρίσκεται σε απόγνωση β) δεν θα δώσει χρήματα και γ) θα έχει την «προστασία» του δαιμόνιου δημοσιογράφου, έτσι ώστε να μπορεί να προωθήσει στις τηλεδίκες τις απόψεις ή την εκδοχή του. (Τα χρήματα ο δικηγόρος θα τα βγάλει από άλλους, αφελείς πελάτες που θα τον θεωρήσουν σπουδαίο, αφού «τον βγάζουν οι τηλεοράσεις»).

Πασίγνωστοι είναι στη χώρα μας καμιά τριανταριά τέτοιοι δικηγόροι-μαϊντανοί που έχουν μόνιμο στασίδι στα κανάλια. Αυτοί δεν έχουν κανένα κύρος ανάμεσα στους συναδέλφους τους, που τους αντιμετωπίζουν ειρωνικά όπως τους «διαδρομιστές» παλαιοτέρων εποχών. (Διαδρομιστές είναι οι δικηγόροι που «ψωνίζουν» πελάτες στους διαδρόμους των δικαστηρίων, ιδίως δε στα αυτόφωρα). Αυτοί οι τύποι λοιπόν είναι διαδρομιστές των καναλιών. Εννοείται πως οι δικηγορικοί σύλλογοι περί άλλα τυρβάζουν. Συμβαίνει μάλιστα ενίοτε οι δράστες τέτοιων φαινομένων να είναι και μέλη του Δ.Σ. κάποιου δικηγορικού συλλόγου. (Οι ιδιοτελείς χρήσεις του συνδικαλισμού). Ακόμη κι αν σε περιπτώσεις σκανδαλώδους υπέρβασης των εσκαμμένων επιβληθεί κάποια πειθαρχική ποινή-χάδι για παραβίαση των κανόνων της οφειλόμενης αξιοπρεπούς συμπεριφοράς, αυτή ποτέ σχεδόν δεν εκτελείται, αφού με την μέθοδο των αναστολών και άλλων τεχνασμάτων η υπόθεση παραπέμπεται ad calendas Graecas. Άλλωστε αυτές οι ποινές επιβάλλονται απλώς για να ανακοινωθούν· όχι για να εκτιθούν.

Σιγά σιγά λοιπόν αυτοί οι διαδρομιστές των καναλιών γίνονται «δημόσια πρόσωπα». Και ως τέτοια πλέον καλούνται σε εκπομπές επί παντός του επιστητού. Π.χ. για το τραγούδι που στείλαμε στη Γιουροβίζιον, αν ο διαιτητής στον τάδε αγώνα καλώς έδωσε πέναλτι, κ.τ.τ. Όχι λίγοι εξ αυτών γίνονται αναιδείς και θρασείς αφού είναι δημόσια πρόσωπα και συνεπώς έχουν δημόσιο λόγο. Ένας διαβόητος τηλεμαϊντανός μου είπε σε κάποια δίκη: «Αυτά όχι σε εμένα, κύριε συνάδελφε. Εγώ έχω κάνει πεντακόσιες τέτοιες δίκες». – «Ωραία, στις πόσες θα μάθεις λοιπόν;» ήταν η δική μου αντίδραση. (Εγώ «συνάδελφος» μ’ αυτόν. Άπαγε της βλασφημίας!). Αν τους «θίξεις» την ευαίσθητη προσωπικότητά τους, δίνουν «στα παιδιά του γραφείου» σχετική εντολή και εν μιά νυκτί σου έχουν έτοιμη μήνυση ή/και αγωγή, την οποία επιδεικνύουν την επομένη το πρωί στα οικεία κανάλια. Και αυτές οι ενέργειες γίνονται απλώς για να ανακοινωθούν. Ποιος άλλωστε θα ενδιαφερθεί για τη συνέχεια; Άλλωστε πλείστες όσες τέτοιες υποθέσεις κλείνουν με εξαναγκασμό του δράστη να δηλώσει ότι «σέβεται, τιμά και υπολήπτεται» τον ανυπόληπτο τηλεμαϊντανό.

Υπήρξαν στο παρελθόν δικηγόροι σεβαστοί και μεγάλου κύρους. Και πολλοί τέτοιοι υπάρχουν και σήμερα. Μόνο που αυτοί δεν «κουδουνίζουν», δεν θορυβούν. Είναι άγνωστοι στα κουρεία, στα κομμωτήρια και στους ανά την επικράτεια καφενέδες. Πολλοί απ’ αυτούς αποφεύγουν τα κανάλια, ακόμη κι όταν αυτό είναι επιβεβλημένο. Προφανώς ως εκ της ευτέλειας του μέσου. Επειδή δε κατά ΜακΛούαν το μέσον είναι το μήνυμα, προφανώς δεν θέλουν να ευτελίσουν το μήνυμά τους. Και τότε τι πρέπει να κάνει ο ενδιαφερόμενος διάδικος; Να πάρει έναν σοβαρό δικηγόρο για το δικαστήριο και έναν ελαφρολαϊκό για τα κανάλια; Ένας μεγάλος σύγχρονος Γερμανός κοινωνιολόγος και θεωρητικός του δικαίου έχει κάνει λόγο για νομιμοποίηση μέσω διαδικασίας. Εδώ όμως πού λαμβάνει χώρα η διαδικασία; Στις δικαστικές αίθουσες ή στα κανάλια; Με τη λογική της κοινωνίας του θεάματος, ό,τι συμβαίνει έξω από αυτά δεν υπάρχει. Όμως πώς γίνεται να υπάρχει το Τίποτα; (Καθαρά φιλοσοφικό το ερώτημα θα μου πείτε).

Νεαρός δικηγόρος στον Πειραιά, βρέθηκα μάρτυς του εξής περιστατικού. Στη σύνθεση του δικαστηρίου προήδρευε ο Θ.Α., δικαστής εξαιρετικού κύρους, που τερμάτισε την υποδειγματική καριέρα του ως αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου. Μόλις μπήκε στην αίθουσα και καταλάγιασε ο σχετικός θόρυβος με το χτύπημα του κουδουνιού κ.λπ., αφού κάθισε στην έδρα του, διαπιστώνει ότι μέσα στην αίθουσα παρευρίσκονταν οι επιφανείς δικηγόροι Θ. Βαλσαμάκης και Γ.Β. Μαγκάκης, που ήταν αντίδικοι σε μια σοβαρή υπόθεση. Τότε ο πρόεδρος σηκώνεται από την έδρα του και κάνει μια ελαφρά υπόκλιση σεβασμού προς τον καθένα απ’ αυτούς και μετά ξανακάθισε. Μετά κήρυξε την έναρξη της συνεδρίασης. Τέτοιους λοιπόν δικαστές και δικηγόρους είχαν ως υποδείγματα οι νέοι δικηγόροι της εποχής μου. Σήμερα; Σήμερα, πολύ φοβάμαι, ότι αρκετοί βιαστικοί νέοι συνάδελφοι κοπιάρουν τις μεθόδους των τηλεμαϊντανών. Ένας θανατοποινίτης στην Αμερική, περιμένοντας την εκτέλεση έγραψε στον τοίχο του κελιού του: «Κανένας δεν είναι εντελώς άχρηστος. Ακόμη και εγώ μπορώ να χρησιμεύσω ως παράδειγμα προς αποφυγή». Ποιο είναι λοιπόν εδώ το «διά ταύτα»; Το συμπέρασμα είναι ότι χρειαζόμαστε επειγόντως «αλλαγή παραδείγματος» για να χρησιμοποιήσω μιαν έκφραση που έγινε του συρμού. Επειγόντως, όσο κι αν οι αλλαγές αυτού του τύπου συνήθως απαιτούν πολύ χρόνο. Όπως συμβαίνει με όλες τις προσπάθειες αλλαγής νοοτροπίας. Και αξιών.