ΠΗΓΗ: Dnews
Γράφει ο ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών Γιάννης Δρόσος
Το σημείωμα, που ακολουθεί δεν εντάσσεται στην γενικευμένη πολιτική σύγκρουση που προκάλεσε η ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης για την υπόθεση των υποκλοπών που ανακοινώθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Γεωργία Αδειλήνη στις 30.7.2024 ούτε επιχειρεί έναν ολιστικό σχολιασμό της.
Περιορίζεται, κατά ξηρά νομικό τρόπο, ίσως ενοχλητικά «τεχνοκρατικό» για ορισμένες πλευρές, σε μία και μόνον πτυχή, εκείνη του (και συνταγματικού) δικαιώματος του προσώπου για το οποίο υπήρξε άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του από την ΕΥΠ, να έχει πλήρη ενημέρωση για τους λόγους της άρσης αυτής και δυνατότητα ένδικης αμφισβήτησης της νομιμότητάς τους. Κατά τούτο, και μόνον κατά τούτο, το σημείωμα αυτό συνδέεται με την γενικευμένη πολιτική σύγκρουση που ανατροφοδότησε η παραπάνω εισαγγελική ανακοίνωση για το θέμα των υποκλοπών.
Στο θέμα του δικαιώματος των προσώπων για τα οποία έχει διαταχθεί άρση του απορρήτου των επικοινωνιών αναφέρεται η έβδομη παράγραφος της ανακοίνωσης της κ. Αδειλήνη, η οποία έχει ως εξής: «7.Ως προς δε τις διατάξεις περί άρσης απορρήτου των επικοινωνιών, που εκδόθηκαν από την τότε Εισαγγελέα της ΕΥΠ και αφορούν τα έτη 2020-2024, τηρήθηκε απαρέγκλιτα η διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο, ο οποίος, εκτός των άλλων, διαχρονικά, δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας στις ως άνω διατάξεις, η σχετική δε πρόβλεψη, η οποία θεσμοθετήθηκε το πρώτον με το Ν. 2225/1994, διατηρήθηκε συνεχώς από όλες τις Κυβερνήσεις μέχρι τον νέο Ν. 5002/9-12-2022, ενώ είναι σύμφωνη και με το πνεύμα του Δικαστηρίου ς Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. την απόφαση της 16/2/2023 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-349/21) [...]. »
Θέμα του σημειώματος αυτού δεν είναι αν οι περί ων ο λόγος παρακολουθήσεις ήταν ουσιαστικά νόμιμες ή όχι, και τούτο επειδή δεν γνωρίζω τους λόγους για τους οποίους διατάχθηκαν. Η παράγραφος αυτής της ανακοίνωσης της κ. Αδειλήνη φαίνεται να αρκείται στο ότι είναι νομότυπη μία διαταγή άρσης του απορρήτου ακόμη και αν έχει μόνον μια συνοπτική, ίσως τυποποιημένη για όλες τις περιπτώσεις και πάντως μη εξατομικευμένη αιτιολογία για την άρση του απορρήτου, και ως προς τούτο είναι αρκετά αναλυτική. Δεν είναι όμως καθόλου αναλυτική όσον αφορά στο δικαίωμα των προσώπων για τα οποία έλαβε χώρα άρση του απορρήτου των επικοινωνιών να ενημερώνονται για τους λόγους για τους οποίους άρθηκε το απόρρητο των επικοινωνιών τους. Στο σημείο αυτό η ανακοίνωση αναφέρεται μόνον έμμεσα, δια της της παραπομπής στην από 16.2.2023 απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης [=ΔΕΕ] στην υπόθεση C-349/21.
Η ανακοίνωση της κ. Αδειλήνη επικαλείται, ορθώς, την απόφαση αυτή κατά το σημείο που το ΔΕΕ δέχεται ότι για την πράξη, με την οποία διατάσσεται η άρση των επικοινωνιών (την «διάταξη άρσης του απορρήτου» κατά την κρατούσα ορολογία) δεν απαιτείται παράθεση ειδικής αιτιολογίας. Αυτό είναι ακριβές, όχι όμως χωρίς τους αναπόσπαστα επιβαλλόμενους βαρείς και συγκεκριμένους όρους. Πράγματι, η απόφαση αυτή, η οποία εκδόθηκε μετά από προδικαστικό ερώτημα βουλγαρικού δικαστηρίου, ερμηνεύοντας το άρθρο 15 παρ. 1 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (Οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες), δέχθηκε ότι, «υπό το πρίσμα του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [...] «δεν αντιτίθεται σε εθνική πρακτική σύμφωνα με την οποία οι δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες χορηγείται άδεια για τη χρήση ειδικών μεθόδων συλλογής πληροφοριών, κατόπιν αιτιολογημένου και εμπεριστατωμένου αιτήματος των ποινικών αρχών, καταρτίζονται βάσει τυποποιημένου κειμένου χωρίς εξατομικευμένη αιτιολογία, όπου απλώς αναγράφεται, πέραν της χρονικής διάρκειας ισχύος των αδειών, ότι έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες από τη νομοθεσία απαιτήσεις, περί των οποίων γίνεται λόγος στις αποφάσεις αυτές, υπό την προϋπόθεση ότι οι συγκεκριμένοι λόγοι βάσει των οποίων ο αρμόδιος δικαστής έκρινε ότι τηρούνταν οι προϋποθέσεις του νόμου, υπό το πρίσμα των πραγματικών και νομικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την προκειμένη περίπτωση, μπορούν να συναχθούν ευχερώς και επακριβώς από μια συνδυασμένη ανάγνωση της αποφάσεως και της αιτήσεως περί χορηγήσεως αδείας και υπό την προϋπόθεση ότι, μετά τη χορήγηση της άδειας, παρέχεται στο πρόσωπο εις βάρος του οποίου επετράπη η χρήση ειδικών μεθόδων συλλογής πληροφοριών πρόσβαση στην αρχική αίτηση.»
Αυτή είναι η απάντηση που έδωσε το ΔΕΕ στο προδικαστικό ερώτημα που του τέθηκε. Αν και η απάντηση αυτή είναι απολύτως σαφής και λεπτομερής, μπορεί, με απλούστερα λόγια, να σημειωθεί ότι το ΔΕΕ δέχθηκε ότι μπορεί να διατάσσεται η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών με βάση ένα τυποποιημένο κείμενο, χωρίς εξατομικευμένη αιτιολογία, τούτο όμως μόνον με τις εξής προϋποθέσεις (1) ότι, πριν από την χορήγηση της άδειας, η διάταξη άρσης του απορρήτου θα εκδίδεται «κατόπιν αιτιολογημένου και εμπεριστατωμένου αιτήματος» των αρχών που ζητούν την άρση και (2) ότι, μετά την χορήγηση της άδειας, θα παρέχεται στο πρόσωπο για το οποίο έλαβε χώρα η παραπάνω άρση του απορρήτου των επικοινωνιών «πρόσβαση στην αρχική αίτηση.»
Το ΔΕΕ, παραπέμποντας, στη σκέψη 3, το κείμενο της αιτιολογικής σκέψης 11 της παραπάνω Οδηγίας, δέχθηκε ότι αυτή «δεν αλλάζει την υφιστάμενη ισορροπία ανάμεσα στο δικαίωμα του ατόμου στην ιδιωτική ζωή και τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν μέτρα [όπως η άρση του απορρήτου] εφόσον είναι αναγκαία για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, της εθνικής άμυνας, της ασφάλειας του κράτους (περιλαμβανομένης της οικονομικής ευημερίας του κράτους εφόσον οι δραστηριότητες συνδέονται με θέματα ασφάλειας του κράτους) και την εφαρμογή του ποινικού δικαίου. Ως εκ τούτου, η παρούσα Οδηγία δεν θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβαίνουν σε νόμιμη παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή να λαμβάνουν άλλα μέτρα, όταν αυτό είναι αναγκαίο, για οποιονδήποτε από τους προαναφερόμενους σκοπούς και σύμφωνα με την [ΕΣΔΑ] όπως ερμηνεύθηκε από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.»
Η ισορροπία αυτή εξασφαλίζει για τα πρόσωπα για τα οποία έλαβε χώρα άρση του απορρήτου των επικοινωνιών τους και συγκεκριμένα δικαιώματα. Αυτά το ΔΕΕ τα θεμελιώνει αναλυτικά και με ισχυρότατες σκέψεις .
Στη σκέψη 46 το ΔΕΕ επισημαίνει ότι «το δικαίωμα σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη [των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης] επιβάλλει να είναι ο ενδιαφερόμενος σε θέση να γνωρίζει το αιτιολογικό της διοικητικής αποφάσεως που τον αφορά, είτε επειδή έχει διαβάσει την ίδια την απόφαση είτε επειδή του έχει γνωστοποιηθεί το αιτιολογικό της, προκειμένου να του παρασχεθεί η δυνατότητα να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και να αποφασίσει, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων, αν είναι πρόσφορο να προσφύγει στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο για τον έλεγχο νομιμότητας της οικείας αποφάσεως […].» Στην σκέψη 51 δέχεται ότι «[...] ο δικαστής που χορηγεί την άδεια για την [άρση του απορρήτου των επικοινωνιών] λαμβάνει την απόφασή του βάσει αιτιολογημένου και εμπεριστατωμένου αιτήματος, του οποίου το περιεχόμενο, το οποίο προβλέπεται από τον νόμο, πρέπει να του παρέχει τη δυνατότητα να εξακριβώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της άδειας.» Στην σκέψη 52 δέχεται ότι η πρακτική της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών «πρέπει να εφαρμόζεται τηρουμένης της υποχρέωσης αιτιολογήσεως που προβλέπουν τα νομοθετικά αυτά μέτρα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, το οποίο μνημονεύεται στην τελευταία περίοδο του άρθρου 15, παράγραφος 1, της εν λόγω Οδηγίας, διά της παραπομπής στο άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, ΣΕΕ.» Στην σκέψη 53 δέχεται ότι «εφόσον, στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, ο αρμόδιος δικαστής, μετά την εξέταση του αιτιολογικού ενός εμπεριστατωμένου αιτήματος [άρσης του απορρήτου επικοινωνιών] [...] εκτιμά ότι η υποβολή του είναι δικαιολογημένη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, υπογράφοντας ένα τυποποιημένο κείμενο βάσει υποδείγματος όπου αναγράφεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου, ο δικαστής αυτός επικύρωσε τους λόγους της αιτήσεως διασφαλίζοντας συγχρόνως την τήρηση των προϋποθέσεων του νόμου.»
Περαιτέρω, στην σκέψη 54 το ΔΕΕ αιτιολογεί τον (συνδυαζόμενο με τις παρατιθέμενες σε άλλες -και εκτιθέμενες εδώ- σκέψεις του προϋποθέσεις χορήγησής της) λόγο για τον οποίο είναι ανεκτή η κατά τυποποιημένη και μη εξατομικευμένη μορφή χορήγηση από δικαστική αρχή άδειας για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, με το, νομίζω πειστικό, σκεπτικό ότι «δεν θα ήταν εύλογο να απαιτείται η άδεια χρήσης ειδικών μεθόδων συλλογής πληροφοριών να περιέχει ειδική και λεπτομερή αιτιολογία, ενώ η αίτηση βάσει της οποίας χορηγείται η άδεια αυτή περιέχει ήδη, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, τέτοια αιτιολογία.» Αυτό ακριβώς το συμπέρασμα του ΔΕΕ έχει ως συνέπεια, ότι, όπως το ίδιο σημειώνει στην σκέψη 55, «άπαξ ο ενδιαφερόμενος ενημερώθηκε για την εφαρμογή ως προς αυτόν ειδικών μεθόδων συλλογής πληροφοριών, η υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη επιβάλλει το πρόσωπο αυτό να είναι σε θέση [...] να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους χορηγήθηκε άδεια χρήσης των μεθόδων αυτών, προκειμένου να μπορέσει, ενδεχομένως, να αμφισβητήσει λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άδεια αυτή. Η απαίτηση αυτή επιβάλλεται επίσης σε κάθε δικαστή, όπως, μεταξύ άλλων, ο ποινικός δικαστής που εκδικάζει την υπόθεση επί της ουσίας, ο οποίος, αναλόγως των αρμοδιοτήτων του, πρέπει να ελέγχει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, τη νομιμότητα της εν λόγω άδειας.»
Και το Δικαστήριο επιμένει: «εφόσον η άδεια για την [άρση του απορρήτου των επικοινωνιών] χορηγείται βάσει αιτιολογημένου και εμπεριστατωμένου αιτήματος των αρμόδιων εθνικών αρχών, πρέπει να εξακριβωθεί ότι τα [πρόσωπα για τα οποία αίρεται το απόρρητο των επικοινωνιών] μπορούν να έχουν πρόσβαση όχι μόνο στην απόφαση περί χορηγήσεως αδείας, αλλά και στην αίτηση της αρχής που ζήτησε την άδεια αυτή.» (σκέψη 58). Πρέπει δηλαδή «προκειμένου να τηρείται η υποχρέωση αιτιολογήσεως που απορρέει από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη [...] τα ίδια αυτά πρόσωπα να μπορούν, με τη συνδυασμένη ανάγνωση της άδειας [για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών τους] και του σχετικού αιτιολογημένου αιτήματος, να κατανοήσουν ευχερώς και επακριβώς τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια αυτή υπό το πρίσμα των πραγματικών και νομικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την ατομική περίπτωση για την οποία υποβλήθηκε η αίτηση, όπως επίσης πρέπει από μια τέτοια συνδυασμένη ανάγνωση να συνάγεται απαραιτήτως η διάρκεια ισχύος της άδειας» (σκέψη 59).
Στις σκέψεις 60 και 61 το Δικαστήριο εξειδικεύει ακόμη περισσότερο: « Όταν [...] στην απόφαση περί χορηγήσεως αδείας γίνεται απλώς μνεία της διάρκειας ισχύος της άδειας και περιλαμβάνεται δήλωση περί τηρήσεως των νομικών διατάξεων τις οποίες μνημονεύει, πρωταρχική σημασία έχει η αναφορά στην αίτηση όλων των αναγκαίων πληροφοριών, ούτως ώστε τόσο ο ενδιαφερόμενος όσο και ο δικαστής που είναι επιφορτισμένος με τον έλεγχο της νομιμότητας της χορηγηθείσας αδείας να είναι σε θέση να αντιληφθούν, με βάση τις πληροφορίες αυτές και μόνον, ότι ο δικαστής που χορήγησε την άδεια κατέληξε στο συμπέρασμα, υιοθετώντας την αιτιολογία που περιέχεται στην αίτηση, ότι είχε τηρηθεί το σύνολο των προϋποθέσεων του νόμου» (σκέψη 60), ενώ «αν από τη συνδυασμένη ανάγνωση της αιτήσεως και της συνακόλουθης άδειας δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτοί ευχερώς και επακριβώς οι λόγοι για τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια, θα πρέπει να διαπιστωθεί ότι δεν τηρείται η υποχρέωση αιτιολογήσεως που απορρέει από το άρθρο 15, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη.»
Τέλος το Δικαστήριο σημειώνει ότι «τα δικαιώματα που περιλαμβάνει ο Χάρτης έχουν την ίδια έννοια και την ίδια εμβέλεια με τα αντίστοιχα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ [...]» (σκέψη 62) και υπενθυμίζει ότι «από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει ότι η παράθεση λόγων, έστω και συνοπτικών, συνιστά ουσιώδη εγγύηση κατά της καταχρηστικής επιτήρησης, καθόσον μόνο με την παράθεση λόγων μπορεί να διασφαλιστεί ότι ο δικαστής εξέτασε δεόντως την αίτηση περί χορηγήσεως αδείας και τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία και έλεγξε πράγματι αν η επιτήρηση που αποτελεί το αντικείμενο της αδείας συνιστά δικαιολογημένη και σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας επέμβαση στο πλαίσιο της άσκησης του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. [...]» (σκέψη 63).
Συνοπτικά, η παραπάνω απόφαση του ΔΕΕ, στην οποία ρητώς και ορθώς παραπέμπει η κ. Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, (1) δημιουργεί αρμοδιότητα του δικαστικού λειτουργού που εκδίδει την διάταξη άρσης του απορρήτου (εν προκειμένω του εισαγγελικού λειτουργού που είναι προς τούτο τοποθετημένος στην ΕΥΠ) να ελέγχει αν η αίτηση για την άρση αυτή είναι προσηκόντως αιτιολογημένη. Ο εισαγγελικός λειτουργός που ασκεί αυτή την αρμοδιότητα στη ΕΥΠ δεν είναι, βεβαίως, τυφλός διαβιβαστής του αιτήματος για άρση του απορρήτου, το οποίο ρυθμικώς και πάντοτε μηχανικώς προσυπογράφει, αλλά ελέγχει αν η σχετική αίτηση περιέχει όλα εκείνα τα συγκεκριμένα πραγματικά και νομικά στοιχεία που την κάνουν ειδική και συγκεκριμένη, και πάντως όχι προσχηματική. Επίσης (2) η παραπάνω απόφασηαποσαφηνίζει ότι υπάρχει δικαίωμα του προσώπου εις βάρος του οποίου διατάχθηκε η άρση του απορρήτου να λάβει, κατά τα προβλεπόμενα, γνώση της αίτησης για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του, έτσι ώστε να μπορεί, αν έτσι κρίνει, να αμυνθεί και δικαστικά.
Με τα ζητήματα αυτά ασχολήθηκε και το Συμβούλιο της Επικρατείας με την πρόσφατη απόφαση της Ολομελείας του στην υπόθεση 465/2024, όπου, με αναφορές στην ισχύουσα ελληνική και ενωσιακή νομοθεσία και την ΕΣΔΑ, και σε πλούσια νομολογία του ΔΕΕ, δικαίωσε τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ κ. Νίκο Ανδρουλάκη και ακύρωσε πράξη του Προέδρου της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών με την οποία απορρίφθηκε αίτημά του να του γνωστοποιηθούν η εισαγγελική διάταξη και ο πλήρης φάκελος με το υλικό που είχε συλλεγεί, μετά την επιβολή σε βάρος του του μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του. Απ΄ όσα γνωρίζω ο κ. Ανδρουλάκης δεν έχει λάβει ακόμη τίποτε. Η περίπτωση, εκείνη αφορούσε σε αίτημα για ενημέρωση μέσω ΑΔΑΕ. Η περίπτωση της απόφασης C-349/21 είναι μερικώς διαφορετική διότι αναφέρεται σε δικαίωμα του πληγέντος από το μέτρο της άρσης να λάβει ο ίδιος και από την αρμόδια υπηρεσία γνώση ειδικώς της αίτησης για την άρση αυτή, ώστε να μπορεί να αμυνθεί και δικαστικώς. Οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από το σκεπτικό της παραπάνω απόφασης θεμελιώνονται και το ενωσιακό δίκαιο, παράγωγο, όπως η Οδηγία 2002/58/ΕΚ και πρωτογενές, όπως ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και στην ΕΣΔΑ, δεν βρίσκονται δε σε καμία δυσαρμονία προς το άρθρο 19 παρ. 2 του Συντάγματος ή προς οποιαδήποτε άλλη συνταγματική διάταξη. Άρα στα εξαιρετικά συγκεκριμένα πορίσματα της απόφασης αυτής δεν είναι αντιτάξιμη καμία ελληνική νομοθετική διάταξη, προγενέστερη ή μεταγενέστερη της άρσης του απορρήτου, ή μελλούμενη, όσο πονηρή και επιδέξια και αν είναι.
Η πρακτική σημασία που έχει για την τρέχουσα πολιτική πτυχή του ζητήματος η ρητή παραπομπή της κ. Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου στην παραπάνω απόφαση C-349/21 δεν είναι καθόλου μικρή και δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη. Για να τεκμηριώσει ό,τι παραπέρα επιχειρεί να τεκμηριώσει η κ. Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου επικαλείται μία σαφέστατη ως προς τις πρακτικές προεκτάσεις της απόφαση του ΔΕΕ, με βάση τη οποία η ΕΥΠ υποχρεούται να χορηγήσει στο κ. Ανδρουλάκη, όπως και σε κάθε άλλο πρόσωπο για το οποίο βεβαιωμένα είχε ληφθεί το μέτρο της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, αντίγραφο της αίτησης με την οποία ζητήθηκε από την αρμόδια εισαγγελική αρχή η διάταξη της άρσης αυτής. Στην αίτηση αυτή μάλιστα πρέπει να εκτίθενται πλήρως, με επαληθεύσιμο ή πάντως ελέγξιμο τρόπο από τον κ. Ανδρουλάκη ή οποιονδήποτε άλλο πληγέντα από το μέτρο της άρσης και από όποιο δικαστήριο στο οποίο αυτός τυχόν καταφύγει, τόσο τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στην αίτηση για την συγκεκριμένη άρση του απορρήτου των επικοινωνιών όσο και η υπαγωγή τους είτε σε συγκεκριμένα αναφερόμενους «λόγους εθνικής ασφάλειας» είτε στην, επίσης συγκεκριμένα αναφερόμενη, ανάγκη «για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων», δηλαδή στους μόνους κατά το άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος λόγους για τους οποίους συγχωρείται η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών.
Αν η ΕΥΠ, ή οποιαδήποτε τυχόν αρμόδια αρχή που αρνηθεί να χορηγήσει το αντίγραφο αυτό και αν δεν υποχρεωθεί από δικαστική απόφαση ελληνικού δικαστηρίου να το χορηγήσει, τότε όσον αφορά στο ενωσιακό δίκαιο και στο δίκαιο που θέτει η ΕΣΔΑ θα έχει συντελεσθεί παράβασή του, με όποια ενώπιον εθνικών και διεθνών δικαστηρίων συνέπεια αυτό συνεπάγεται. Όσον αφορά όμως τη χώρα μας, το κύριο πρόβλημα δεν θα είναι του κ. Ανδρουλάκη ή οποιουδήποτε άλλου τυχόν θύματος του μέτρου της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, αλλά της συνταγματικής τάξης της πολιτείας μας -αν βεβαίως το Σύνταγμά της διατηρεί ακόμη κάποια αξία.