Γράφει ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλης Φλωρίδης
ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
«Η πιο ωραία λειτουργία της ανθρωπότητας είναι η απόδοση της Δικαιοσύνης» είχε πει ο Βολταίρος. Οπως ορθά θεμελίωσαν αυτή τη θέση πολύ πιο πριν ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, επειδή η δικαιοσύνη ορίζεται ως αγαθό που δεν στοχεύει στην ευδαιμονία όποιου την ασκεί αλλά στον άλλον άνθρωπο, αναβιβάζεται στην «κρατίστη των αρετών». Δεν ασκείται για ίδιον όφελος, αλλά προς χάριν τρίτου. Εχει την πηγή της μέσα στην ανιδιοτέλεια και στην ελευθερία της ψυχής.
Οταν αναφερόμαστε στη Δικαιοσύνη ως λειτουργία, το μυαλό μας πάει αυτόματα στους δικαστές και στους εισαγγελείς. Ομως, αυτοί που αποτελούν στην πλειοψηφία των περιπτώσεων την κινητήρια δύναμη της λειτουργίας του μηχανισμού της Δικαιοσύνης, είναι ασφαλώς οι δικηγόροι. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι είναι πέραν κάθε αμφιβολίας, οι πρώτοι επιστημονικοί σύλλογοι σε κάθε χώρα. Επειδή η εργασία τους συνδέεται άμεσα με την υπεράσπιση των ατομικών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών, αναγορεύεται αυτή σε ύψιστο λειτούργημα. Λειτούργημα που συνδέεται με την ανακάλυψη της αλήθειας και την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου. Το έργο τους γίνεται δυσκολότερο καθώς η πολυπλοκότητα της νομοθεσίας στη χώρα μας, τους επιφορτίζει με το δύσκολο καθήκον της εξίσωσης ανίσων μεταξύ τους πολιτών, πολλές φορές ανίσχυρων απέναντι στην ποικιλόμορφη εξουσία.
Οι δικηγόροι όμως είναι και οι φυσικοί υπερασπιστές της δικαστικής ανεξαρτησίας και οι κυματοθραύστες απέναντι στα κύματα αμφισβήτησης του κύρους της Δικαιοσύνης. Οπως χαρακτηριστικά έλεγε ο αείμνηστος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ε. Κρουσταλάκης, «είμαστε με τους δικηγόρους αναγκαίοι συμμέτοχοι στην ικανοποίηση του αιτήματος ορθής απονομής της Δικαιοσύνης. Δεν έχει κανένας μας το δικαίωμα να μονοπωλεί την αγάπη για τη Δικαιοσύνη».
Ομως ο δικηγόρος, εκτός από συλλειτουργός της Δικαιοσύνης είναι και ελεύθερος επαγγελματίας. Και θα πρέπει, ασκώντας το λειτούργημά του, να μπορεί να ζει αξιοπρεπώς. Ο ίδιος και η οικογένειά του. Κάτι που, ιδιαίτερα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, δεν είναι πια αυτονόητο. Και ο μοναδικός λόγος είναι η τεράστια αύξηση του αριθμού των δικηγόρων στη χώρα μας. Κάτι που είχε ήδη από παλιά επισημανθεί καθώς πολλοί νομικοί όλων των κλάδων είχαν κρούσει τον κώδωνα του επερχόμενου κινδύνου. Αλλά ποτέ δεν λαμβάνονταν τα αναγκαία μέτρα προς την κατεύθυνση αυτή.
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: Η Ολλανδία με πληθυσμό 16.400.000 κατοίκους έχει 14.882 δικηγόρους, το Βέλγιο με 10.700.000 κατοίκους έχει 15.363 δικηγόρους, η Αυστρία με 8.300.000 κατοίκους έχει 5.129 δικηγόρους. Η Ελλάδα με 10.470.000 κατοίκους έχει 47.200 δικηγόρους!
Ο μεγάλος αυτός αριθμός των δικηγόρων, όπως είναι φυσικό, υποβαθμίζει το δικηγορικό λειτούργημα και ταυτόχρονα υποβαθμίζει τους δικηγόρους ως επαγγελματίες. Διογκώνει όμως γενικά και όλες τις νομικές υπηρεσίες της χώρας, ιδίως δε τις δικαστικές αφού τα κάθε μορφής δικαστήρια υπερφορτώνονται με δικαστική ύλη που δεν θα έπρεπε να υπάρχει.
Και κάθε φορά που η δικαιοσύνη υπερφορτώνεται, οδηγούμαστε μηχανιστικά στην αύξηση του αριθμού των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών υπαλλήλων. Ωστόσο, παρά τις αυξήσεις των οργανικών θέσεων των τελευταίων ετών (ο αριθμός των δικαστών έχει συνολικά αυξηθεί κατά 25% την περίοδο 2014-2016) το πρόβλημα της δυσλειτουργίας της απονομής της δικαιοσύνης είναι πάντοτε υπαρκτό.
Η Ελληνική Πολιτεία πρέπει πια να μπει στον πυρήνα του προβλήματος και να επιχειρήσει τη λύση του. Η λήψη του πτυχίου της Νομικής Σχολής δεν πρέπει να συνεπάγεται αυτομάτως και την ένταξη στους Δικηγορικούς Συλλόγους. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι ανά την Ελλάδα θα πρέπει αυθεντικά να πιστοποιήσουν τα δικηγορικά εκείνα γραφεία που μπορούν να παρέχουν θέσεις για την εξάσκηση των νέων δικηγόρων. Θέσεις που θα προσφέρουν επαρκείς γνώσεις αλλά και ένα ικανοποιητικό επιμίσθιο, ανάλογο του δικηγορικού λειτουργήματος. Ο συνολικός αυτός αριθμός των θέσεων που θα είναι εκ των προτέρων γνωστός και συγκεκριμένος, θα αποτελεί και τον αριθμό των συνολικών θέσεων που κατ’ έτος θα αποτελούν και τον αριθμό των νεοεισερχομένων στους Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας. Περαιτέρω, με πρωτοβουλία του υπουργείου Δικαιοσύνης, ένα Ειδικό Τμήμα του ΑΣΕΠ θα αναλαμβάνει τη διεξαγωγή εξετάσεων κατά τα πρότυπα των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Η επί δεκαετίες επιτυχημένη λειτουργία του ΑΣΕΠ στη χώρα μας έδειξε ότι η ανεξάρτητη αυτή Αρχή μπορεί να διεξάγει με ακεραιότητα αυτές τις εξετάσεις. Με τον τρόπο αυτό θα εισέρχονται στους Δικηγορικούς Συλλόγους λιγότερα μέλη αλλά ταυτόχρονα και υψηλού επιπέδου, κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ο αριθμός των μελών των συλλόγων σταδιακά θα μειώνεται ώστε να φτάσει στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό θα ανεβάσει το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος αλλά θα εξορθολογίσει σταδιακά και τη συνολική απόδοση της Δικαιοσύνης στη χώρα μας.
Βεβαίως αυτή η πρόταση δεν φιλοδοξεί να εφαρμοστεί κατά γράμμα. Νομίζω όμως ότι το πνεύμα της πρέπει να αποτελέσει τροχιοδεικτική βολή προς τη λύση. Στο έτος 2024 δεν μπορεί πλέον να ακούγονται επιχειρήματα του ότι με τον μεγάλο αριθμό των δικηγόρων λύνονται προβλήματα της ανεργίας του κλάδου στη χώρα μας. Τέτοιες παραδοχές σημαίνουν ευθεία ομολογία υπανάπτυξης.
Μαζεύτηκαν όλα αυτά τα χρόνια πολλοί «Μεγάλοι Ασθενείς» στη χώρα μας. Πρέπει σιγά σιγά να αρχίσουμε να τους θεραπεύουμε πριν μπουν σε μόνιμη, πια, μηχανική υποστήριξη.
«Η πιο ωραία λειτουργία της ανθρωπότητας είναι η απόδοση της Δικαιοσύνης» είχε πει ο Βολταίρος. Οπως ορθά θεμελίωσαν αυτή τη θέση πολύ πιο πριν ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, επειδή η δικαιοσύνη ορίζεται ως αγαθό που δεν στοχεύει στην ευδαιμονία όποιου την ασκεί αλλά στον άλλον άνθρωπο, αναβιβάζεται στην «κρατίστη των αρετών». Δεν ασκείται για ίδιον όφελος, αλλά προς χάριν τρίτου. Εχει την πηγή της μέσα στην ανιδιοτέλεια και στην ελευθερία της ψυχής.
Οταν αναφερόμαστε στη Δικαιοσύνη ως λειτουργία, το μυαλό μας πάει αυτόματα στους δικαστές και στους εισαγγελείς. Ομως, αυτοί που αποτελούν στην πλειοψηφία των περιπτώσεων την κινητήρια δύναμη της λειτουργίας του μηχανισμού της Δικαιοσύνης, είναι ασφαλώς οι δικηγόροι. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι είναι πέραν κάθε αμφιβολίας, οι πρώτοι επιστημονικοί σύλλογοι σε κάθε χώρα. Επειδή η εργασία τους συνδέεται άμεσα με την υπεράσπιση των ατομικών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών, αναγορεύεται αυτή σε ύψιστο λειτούργημα. Λειτούργημα που συνδέεται με την ανακάλυψη της αλήθειας και την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου. Το έργο τους γίνεται δυσκολότερο καθώς η πολυπλοκότητα της νομοθεσίας στη χώρα μας, τους επιφορτίζει με το δύσκολο καθήκον της εξίσωσης ανίσων μεταξύ τους πολιτών, πολλές φορές ανίσχυρων απέναντι στην ποικιλόμορφη εξουσία.
Οι δικηγόροι όμως είναι και οι φυσικοί υπερασπιστές της δικαστικής ανεξαρτησίας και οι κυματοθραύστες απέναντι στα κύματα αμφισβήτησης του κύρους της Δικαιοσύνης. Οπως χαρακτηριστικά έλεγε ο αείμνηστος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ε. Κρουσταλάκης, «είμαστε με τους δικηγόρους αναγκαίοι συμμέτοχοι στην ικανοποίηση του αιτήματος ορθής απονομής της Δικαιοσύνης. Δεν έχει κανένας μας το δικαίωμα να μονοπωλεί την αγάπη για τη Δικαιοσύνη».
Ομως ο δικηγόρος, εκτός από συλλειτουργός της Δικαιοσύνης είναι και ελεύθερος επαγγελματίας. Και θα πρέπει, ασκώντας το λειτούργημά του, να μπορεί να ζει αξιοπρεπώς. Ο ίδιος και η οικογένειά του. Κάτι που, ιδιαίτερα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, δεν είναι πια αυτονόητο. Και ο μοναδικός λόγος είναι η τεράστια αύξηση του αριθμού των δικηγόρων στη χώρα μας. Κάτι που είχε ήδη από παλιά επισημανθεί καθώς πολλοί νομικοί όλων των κλάδων είχαν κρούσει τον κώδωνα του επερχόμενου κινδύνου. Αλλά ποτέ δεν λαμβάνονταν τα αναγκαία μέτρα προς την κατεύθυνση αυτή.
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: Η Ολλανδία με πληθυσμό 16.400.000 κατοίκους έχει 14.882 δικηγόρους, το Βέλγιο με 10.700.000 κατοίκους έχει 15.363 δικηγόρους, η Αυστρία με 8.300.000 κατοίκους έχει 5.129 δικηγόρους. Η Ελλάδα με 10.470.000 κατοίκους έχει 47.200 δικηγόρους!
Ο μεγάλος αυτός αριθμός των δικηγόρων, όπως είναι φυσικό, υποβαθμίζει το δικηγορικό λειτούργημα και ταυτόχρονα υποβαθμίζει τους δικηγόρους ως επαγγελματίες. Διογκώνει όμως γενικά και όλες τις νομικές υπηρεσίες της χώρας, ιδίως δε τις δικαστικές αφού τα κάθε μορφής δικαστήρια υπερφορτώνονται με δικαστική ύλη που δεν θα έπρεπε να υπάρχει.
Και κάθε φορά που η δικαιοσύνη υπερφορτώνεται, οδηγούμαστε μηχανιστικά στην αύξηση του αριθμού των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών υπαλλήλων. Ωστόσο, παρά τις αυξήσεις των οργανικών θέσεων των τελευταίων ετών (ο αριθμός των δικαστών έχει συνολικά αυξηθεί κατά 25% την περίοδο 2014-2016) το πρόβλημα της δυσλειτουργίας της απονομής της δικαιοσύνης είναι πάντοτε υπαρκτό.
Η Ελληνική Πολιτεία πρέπει πια να μπει στον πυρήνα του προβλήματος και να επιχειρήσει τη λύση του. Η λήψη του πτυχίου της Νομικής Σχολής δεν πρέπει να συνεπάγεται αυτομάτως και την ένταξη στους Δικηγορικούς Συλλόγους. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι ανά την Ελλάδα θα πρέπει αυθεντικά να πιστοποιήσουν τα δικηγορικά εκείνα γραφεία που μπορούν να παρέχουν θέσεις για την εξάσκηση των νέων δικηγόρων. Θέσεις που θα προσφέρουν επαρκείς γνώσεις αλλά και ένα ικανοποιητικό επιμίσθιο, ανάλογο του δικηγορικού λειτουργήματος. Ο συνολικός αυτός αριθμός των θέσεων που θα είναι εκ των προτέρων γνωστός και συγκεκριμένος, θα αποτελεί και τον αριθμό των συνολικών θέσεων που κατ’ έτος θα αποτελούν και τον αριθμό των νεοεισερχομένων στους Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας. Περαιτέρω, με πρωτοβουλία του υπουργείου Δικαιοσύνης, ένα Ειδικό Τμήμα του ΑΣΕΠ θα αναλαμβάνει τη διεξαγωγή εξετάσεων κατά τα πρότυπα των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Η επί δεκαετίες επιτυχημένη λειτουργία του ΑΣΕΠ στη χώρα μας έδειξε ότι η ανεξάρτητη αυτή Αρχή μπορεί να διεξάγει με ακεραιότητα αυτές τις εξετάσεις. Με τον τρόπο αυτό θα εισέρχονται στους Δικηγορικούς Συλλόγους λιγότερα μέλη αλλά ταυτόχρονα και υψηλού επιπέδου, κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ο αριθμός των μελών των συλλόγων σταδιακά θα μειώνεται ώστε να φτάσει στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό θα ανεβάσει το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος αλλά θα εξορθολογίσει σταδιακά και τη συνολική απόδοση της Δικαιοσύνης στη χώρα μας.
Βεβαίως αυτή η πρόταση δεν φιλοδοξεί να εφαρμοστεί κατά γράμμα. Νομίζω όμως ότι το πνεύμα της πρέπει να αποτελέσει τροχιοδεικτική βολή προς τη λύση. Στο έτος 2024 δεν μπορεί πλέον να ακούγονται επιχειρήματα του ότι με τον μεγάλο αριθμό των δικηγόρων λύνονται προβλήματα της ανεργίας του κλάδου στη χώρα μας. Τέτοιες παραδοχές σημαίνουν ευθεία ομολογία υπανάπτυξης.
Μαζεύτηκαν όλα αυτά τα χρόνια πολλοί «Μεγάλοι Ασθενείς» στη χώρα μας. Πρέπει σιγά σιγά να αρχίσουμε να τους θεραπεύουμε πριν μπουν σε μόνιμη, πια, μηχανική υποστήριξη.