Γράφει ο δικηγόρος Χαράλαμπος Β. Κατσιβαρδάς
Ο μνησιπήμων πόνος της νοσταλγίας του ιδεώδους
Το σημερινό μου άρθρο ξεκινάει με το κάτωθι ποίημα του Καβάφη :
Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τί γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τί γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
[πηγή: Κ.Π. Καβάφης, Τα ποιήματα. Β ́(1919-1933), φιλολ. επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Ίκαρος,
Αθήνα 1995, σ. 101]Η ανεπαίσθητη ροή του αδυσώπητου χρόνου, δημιουργεί την ψευδαίσθηση του αέναου και του ατελεύτητου, πλην όμως τούτο συνιστά μία ματαιοπονία, μία φενάκη, διότι εκόντες άκοντες, καθιστάμεθα εγκιβωτισμένοι εις την αναπόδραστη ειρκτή της φθορά της φύσεως μας, εμφανή σημάδια ωρίμανσης και ενδεχομένως διάβρωσης της υλικής μας υπόστασης.
Τούτο συντελείται, προϊόντος του χρόνου, καθότι όσο ωριμάζουμε, το κλέος, η ρώμη, το κάλλος, τουλάχιστον, της νιότης φυλλοροεί ανεκκλήτως και ανεπιστρεπτί και μαζί με αυτό, εντός ακρωτηριάζονται βιαίως, και ο γόνιμος και αγαπημένος μας κύκλος των ανθρωπίνων σχέσεων, οι οποίες διαβρώνονται εις το διάβα του χρόνου και απισχναίνονται νομοτελειακά, με αποτέλεσμα να παραμένουμε εντελώς μόνοι μας, εκζητώντας εναγωνίας την πληρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η συμβολή του Θεού εις την ζωή μας, ενδάθε και επέκεινα καθίσταται καταλυτικός, διότι παρεμβάλλεται καταλυτικά δια να συνειδητοποιήσουμε με ενάργεια, αφενός το μάταιο της φύσεώς μας και εξ ετέρου την τελεολογική αιτιώδη συνάφεια της υπάρξεώς μας
αυτής καθ’ εαυτής, ιεραρχώντας τις ανάγκες του θνησιγενούς βίου μας.
Παρά ταύτα, είμεθα άνθρωποι με αδυναμίες και η μεγαλύτερη τιμωρία του ανθρώπου όπως εν ταυτώ και μεγαλείο συνιστά, ανυπερθέτως η μνήμη, δια της οποίας αναφύονται και συμφύρονται βιωματικές εμπειρίες του παρελθόντος, τις οποίες όταν τις
προβάλλουμε, επέρχεται αυδοκαίως πρόσκαιρη τρώση, θλίψη και μελαγχολία, διότι ορισμένες σχέσεις της ζωής μας, απλές ανθρώπινες αγαπημένες, πλέον έχουν καταστεί παρανάλωμα τους εκκρεμούς χρόνου της αιωνιότητας, γεγονός το οποίος μας παραλύει
οντολογικά και μας δημιουργεί μία διάχυτη ερεβώδη κατάσταση, εις την οποία ασμένως και γηθοσύνως προσφεύγουμε διότι τοιουτοτρόπως ιδρύεται ένας ομφάλιος λώρος του
σήμερα με το παρελθόν και το μέλλον, διότι μόνο δια της φιλεύσπλαχνης μνήμης, ψηλαφούμε αναφείς στιγμές και νιώθουμε την θέρμη κα την πλησμονή της εγγύτητας, των πεπερασμένων βιωματικών μας στιγμών ή των ανθρωπίνων σχέσεων μας οι οποίες
έχουν σβήσει όπως οι ημέρες εις το ανωτέρω ποίημα του Καβάφη.
Ανέκαθεν ο άνθρωπος ζει εις την κόψη του επισφαλούς, πάντοτε η μνήμη καθίσταται συνυφασμένη άρρηκτα με ένα βαθύ, γόνιμο, υγιή πόνο, δια τους ανθρώπους, οι οποίοι έχουν αποβιώσει και δεν είναι δίπλα μας, ή άλλως ευρίσκονται εν ζωή, αλλά εμείς τους
χάσαμε..., τούτο συγκροτεί την «νομοτυπική» μορφή της αγάπης, δηλαδή η αγάπη αποτελεί το ελατήριο, αναζωπύρωσης μιας μνήμης η οποία μας γεννά την απατηλή ψευδαίσθηση ότι, οι άνθρωποι αυτοί είναι δίπλα μας, πλην όμως δεν είναι, άρα ημείς δια έναν ακατάληπτο τρόπο, ένεκεν και συνεπεία της αγάπης τους αναζητάμε, διότι η αγάπη καίτοι ενίοτε ενέχει προδοσία, εάν πράγματι καθίσταται ανιδιοτελής, συμπυκνώνει εύγλωττα την δυναμική μεταρίσωση, της φύσεώς μας, διότι η ζωή δια όλους μας ή
σήμερα είτε αύριο θα φθάσει στο τέλος της.
Η νοσταλγία της ουτοπίας, ή η μελαγχολία της απουσίας του ιδεώδους θα διερωτώταν κάποιος, τίποτε εκ των δύο, επί της ουσίας, ας ακολουθήσουμε έστω και μία ημέρα της εξής φράση, προτού κοιτάξουμε γύρω μας, νιώθοντας την υφή ενός άδειου, σκοτεινού
δωματίου, με ένα κερί να τρεμοσβήνει, νομίζω ότι μόλις προλαβαίνουμε να ψελλίζουμε τα κάτωθι, όπως μας έχει διδάξει εκ του τεραστίου συγγραφικού του έργου ο Γκαμπριέλ
Γκαρσία Μάρκες το οποίο παραθέτω ενταύθα ως κατακλείδα και σκέψη προς προβληματισμό :
«Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή... Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα. Στους
ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους... Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.
Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ` αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω. Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ`έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ` αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου.
“Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ` έβλεπα να βγαίνεις απ` την πόρτα, θα σ` αγκάλιαζα και θα σού `δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ` έβλεπα, θα έλεγα “σ` αγαπώ” και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη. Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες
ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ́θελα να σου πω πόσο σ` αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω. Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος.
Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι` αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν` το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά,
ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις “συγνώμη”,“συγχώρεσέ με”, “σε παρακαλώ”, “ευχαριστώ” κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις. Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ` τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις.» -Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Το σημερινό μου άρθρο ξεκινάει με το κάτωθι ποίημα του Καβάφη :
Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τί γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τί γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
[πηγή: Κ.Π. Καβάφης, Τα ποιήματα. Β ́(1919-1933), φιλολ. επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Ίκαρος,
Αθήνα 1995, σ. 101]Η ανεπαίσθητη ροή του αδυσώπητου χρόνου, δημιουργεί την ψευδαίσθηση του αέναου και του ατελεύτητου, πλην όμως τούτο συνιστά μία ματαιοπονία, μία φενάκη, διότι εκόντες άκοντες, καθιστάμεθα εγκιβωτισμένοι εις την αναπόδραστη ειρκτή της φθορά της φύσεως μας, εμφανή σημάδια ωρίμανσης και ενδεχομένως διάβρωσης της υλικής μας υπόστασης.
Τούτο συντελείται, προϊόντος του χρόνου, καθότι όσο ωριμάζουμε, το κλέος, η ρώμη, το κάλλος, τουλάχιστον, της νιότης φυλλοροεί ανεκκλήτως και ανεπιστρεπτί και μαζί με αυτό, εντός ακρωτηριάζονται βιαίως, και ο γόνιμος και αγαπημένος μας κύκλος των ανθρωπίνων σχέσεων, οι οποίες διαβρώνονται εις το διάβα του χρόνου και απισχναίνονται νομοτελειακά, με αποτέλεσμα να παραμένουμε εντελώς μόνοι μας, εκζητώντας εναγωνίας την πληρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η συμβολή του Θεού εις την ζωή μας, ενδάθε και επέκεινα καθίσταται καταλυτικός, διότι παρεμβάλλεται καταλυτικά δια να συνειδητοποιήσουμε με ενάργεια, αφενός το μάταιο της φύσεώς μας και εξ ετέρου την τελεολογική αιτιώδη συνάφεια της υπάρξεώς μας
αυτής καθ’ εαυτής, ιεραρχώντας τις ανάγκες του θνησιγενούς βίου μας.
Παρά ταύτα, είμεθα άνθρωποι με αδυναμίες και η μεγαλύτερη τιμωρία του ανθρώπου όπως εν ταυτώ και μεγαλείο συνιστά, ανυπερθέτως η μνήμη, δια της οποίας αναφύονται και συμφύρονται βιωματικές εμπειρίες του παρελθόντος, τις οποίες όταν τις
προβάλλουμε, επέρχεται αυδοκαίως πρόσκαιρη τρώση, θλίψη και μελαγχολία, διότι ορισμένες σχέσεις της ζωής μας, απλές ανθρώπινες αγαπημένες, πλέον έχουν καταστεί παρανάλωμα τους εκκρεμούς χρόνου της αιωνιότητας, γεγονός το οποίος μας παραλύει
οντολογικά και μας δημιουργεί μία διάχυτη ερεβώδη κατάσταση, εις την οποία ασμένως και γηθοσύνως προσφεύγουμε διότι τοιουτοτρόπως ιδρύεται ένας ομφάλιος λώρος του
σήμερα με το παρελθόν και το μέλλον, διότι μόνο δια της φιλεύσπλαχνης μνήμης, ψηλαφούμε αναφείς στιγμές και νιώθουμε την θέρμη κα την πλησμονή της εγγύτητας, των πεπερασμένων βιωματικών μας στιγμών ή των ανθρωπίνων σχέσεων μας οι οποίες
έχουν σβήσει όπως οι ημέρες εις το ανωτέρω ποίημα του Καβάφη.
Ανέκαθεν ο άνθρωπος ζει εις την κόψη του επισφαλούς, πάντοτε η μνήμη καθίσταται συνυφασμένη άρρηκτα με ένα βαθύ, γόνιμο, υγιή πόνο, δια τους ανθρώπους, οι οποίοι έχουν αποβιώσει και δεν είναι δίπλα μας, ή άλλως ευρίσκονται εν ζωή, αλλά εμείς τους
χάσαμε..., τούτο συγκροτεί την «νομοτυπική» μορφή της αγάπης, δηλαδή η αγάπη αποτελεί το ελατήριο, αναζωπύρωσης μιας μνήμης η οποία μας γεννά την απατηλή ψευδαίσθηση ότι, οι άνθρωποι αυτοί είναι δίπλα μας, πλην όμως δεν είναι, άρα ημείς δια έναν ακατάληπτο τρόπο, ένεκεν και συνεπεία της αγάπης τους αναζητάμε, διότι η αγάπη καίτοι ενίοτε ενέχει προδοσία, εάν πράγματι καθίσταται ανιδιοτελής, συμπυκνώνει εύγλωττα την δυναμική μεταρίσωση, της φύσεώς μας, διότι η ζωή δια όλους μας ή
σήμερα είτε αύριο θα φθάσει στο τέλος της.
Η νοσταλγία της ουτοπίας, ή η μελαγχολία της απουσίας του ιδεώδους θα διερωτώταν κάποιος, τίποτε εκ των δύο, επί της ουσίας, ας ακολουθήσουμε έστω και μία ημέρα της εξής φράση, προτού κοιτάξουμε γύρω μας, νιώθοντας την υφή ενός άδειου, σκοτεινού
δωματίου, με ένα κερί να τρεμοσβήνει, νομίζω ότι μόλις προλαβαίνουμε να ψελλίζουμε τα κάτωθι, όπως μας έχει διδάξει εκ του τεραστίου συγγραφικού του έργου ο Γκαμπριέλ
Γκαρσία Μάρκες το οποίο παραθέτω ενταύθα ως κατακλείδα και σκέψη προς προβληματισμό :
«Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή... Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα. Στους
ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους... Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.
Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ` αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω. Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ`έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ` αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου.
“Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ` έβλεπα να βγαίνεις απ` την πόρτα, θα σ` αγκάλιαζα και θα σού `δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ` έβλεπα, θα έλεγα “σ` αγαπώ” και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη. Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες
ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ́θελα να σου πω πόσο σ` αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω. Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος.
Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι` αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν` το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά,
ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις “συγνώμη”,“συγχώρεσέ με”, “σε παρακαλώ”, “ευχαριστώ” κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις. Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ` τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις.» -Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.