Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

Ο Ποινικός κώδικας ως η θεραπαινίδα διασάλευσης της δημοσίας τάξεως


Γράφει ο δικηγόρος παρ΄Αρείω Πάγω Χαράλαμπος Β. Κατσιβαρδάς

Η άσκηση της θεσμικής βίας παντί τρόπω προς τους πολίτες εισέτι και υπό των ιδίων των άνωθεν –δια των αόρατων ή ορατώς αναφών μέσων- υπερεθνικών διευθυντηρίων-, ενεργοποιεί εν ευρεία εννοία, το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος, δηλονότι πρόκειται περί της επιτομής του Συνταγματικού Πατριωτισμού, επί τη βάσει του οποίου, ο πολίτες ενεργοποιούν αυτοδικαίως το δικαίωμα αντίστασης, ως σύννομη και θεμιτή εξέλιξη του καθήκοντος υπακοής προς την ύπατη αρχή την οποία αποτελεί το Σύνταγμα και των συναδόντων Νόμων προς τούτο, (άρθρο120 παρ. 20), προς άμεση διασφάλιση και περιφρούρηση των θεμελιωδών ατομικών
δικαιωμάτων και ελευθεριών τους, άτινα καθίστανται αρρήκτως συνυφασμένα με την μορφή του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, το οποίο εδράζεται εις την λαϊκή κυριαρχία.

Το οχυρό και εχέγγυο αντίστασης συνιστά μία μορφή θεμιτού ελέγχου κατά οιουδήποτε επίδοξου σφετεριστή η καταλύτη των δημοκρατικών θεσμών, εισέτι και της εκάστοτε κυβερνήσεως η
οποία αγνοεί το δημόσιο συμφέρον.

Η ακατάληπτη και νομικώς μη ερμηνεύσιμη πραγματικά η οποία άγει προς έναν οιονεί «Νεοφεουδραχικό Συνταγματισμό» συνίσταται, ότε η ίδια η θεσμική ελίτ, καταλύει πραξικοπηματικά το Σύνταγμα και τους θεσμούς, πλην όμως μετά ταύτα, προσδίδει ερμηνείες επί των αξιόμεμπτων πράξεων της, κατά το δοκούν, δια στόματος των εμμίσθων φερέφωνων και τελούντων εις διατεταγμένη υπηρεσία μισθάρνων οργάνων της, καίπερ φέρουν τον δαψιλό και στιλπνό μανδύα του επαΐοντος, επί τω τέλει να καταπείσουν δια της αυθεντικής εγκυρότητας της απόψεως τους την κοινή γνώμη (θυμίαμα ολοκληρωτικής πρακτικής).

Η ως άνω παθολογία χρήζει ιδιαίτερης αναλύσεως, συστοίχως όμως ενίοτε και ο ποινικός κώδικας περιέχει κερκόπορτες οι οποίες δια πράξεων και παραλείψεων εξυπηρετούν αμιγώς πολιτικά συμφέροντα και ουδόλως το δημόσιο συμφέρον ή την κοινωνική ειρήνη.

Περαιτέρω καθίσταται πρόδηλο ότι ο Χαρακτήρας του Συντάγματος μας καθίσταται ανυπερθέτως Χριστιανικά Ορθόδοξος, τούτο δε συνάγεται αιτιωδώς από το άρθρο 3, 14 παρ. 3, 16 παρ. 2, του Συντάγματος συν το γεγονός ότι αρχήθεν, όλα τα Συντάγματα ψηφίστηκαν εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδας όπως το Σύνταγμα της Επιδαύρου το 1822, του Άστρους το 1823, και της Τροιζήνας το 1827, επί Βαυαρών : 1832,1864,1911,1952, επί
Δημοκρατίας : 1975,1986,2001,2008,2019, παρεκτός δύο Συνταγμάτων του ηγεμονικού εν έτει 1832 και του Δημοκρατικού εν έτει 1927.

Εις επίρρωσιν των ως άνω, η κεφαλίς του Συντάγματός μας, δηλονότι, η προμετωπίδα, κάνει μνεία περί του Τριαδικού Θεού, η οποία ειρήσθω εν παρόδω, αποτελεί, εκ των ών ούκ άνευ,
θεμελιώδη Συνταγματική μη αναθεωρητέα διάταξη, λόγω ότι ανήκει εις τον σκληρό πυρήνα, κατά το άρθρο 110 παρ. 1, λόγω της αυξημένης τυπικής ισχύος την οποία φέρει λόγω ότι έχει κανονιστική ισχύ ως οργανικό μέρος του συνόλου του Συντάγματος.

Παρά την περίοπτη αυτή Συνταγματική αυξημένης τυπικής ισχύος κατοχύρωση του Ορθόδοξου δόγματος και της ιστορικής συμβολής της εις τα επαναστατικά κινήματα της Τουρκοκρατίας καθώς και αλλαχού, η Πολιτεία, περιφρονεί ιταμώς το Ορθόδοξο φρόνημα του Ελληνικού λαού.

Η Πολιτεία, κατατείνει, ενόψει του πολιτισμικού ισοπεδωτισμού και την εν γένει προωθούμενης πανθρησκείας, να εξοβελίσει από την συλλογική μνήμη του Ελληνικού λαού, την Ορθόδοξη πίστη, δια των νομοθετικών της πράξεων, με αποτέλεσμα, σε μία σήμερα βαθμηδόν μετασχηματιζόμενη πολυπολιτισμική κοινωνία, εξαιτίας και συνεπεία της ανέλεγκτης ροής στιφών αλλοδαπών, φορέων μίας πανσπερμίας θρησκευμάτων, με προεξάρχον τον Μουσουλμανισμό, καθίσταται αδηρίτως αναγκαίο να υπάρχει ένα επαρκές νομικό οπλοστάσιο το οποίο να διασφαλίζει την ειρηνική και αρμονική συνύπαρξη μεταξύ των ετερόκλητων θρησκευμάτων, αποσοβώντας, τοιοτοτρόπως, τυχόν σοβούσες φονταμενταλιστικές τάσεις.

Αντί αυτού όμως είδαμε την σκανδαλώδη κατάργηση των καίριων διατάξεων δια του νέου ποινικού κώδικα, (Ν. 4619/2019), ήτοι του, προηγουμένως εν ισχύ, άρθρου 198 του Π.Κ- περί κακοβούλου βλασφημίας, του άρθρου 199 του Π.Κ -καθύβριση θρησκευμάτων και του άρθρου 201 –περιύβρισης νεκρών, όπως προβλέπονταν και τιμωρούνταν εις το κεφάλαιο 7 του Ποινικού κώδικα με τίτλο επιβουλή της θρησκευτικής ειρήνης, σε βαθμό πλημμελήματος, με αποτέλεσμα σήμερον να αντιμετωπίζουμε έξαρση, οργανωμένων κακόβουλων και βλάσφημων επιθέσεων κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με βεβήλωση Ιερών Εικόνων συμβόλων, αισχρές ύβρεις και ούτω καθ’ εξής, διότι πλέον οι ως άνω ηθικώς αξιόμεμπτες και αξιοκατάκριτες πράξεις δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα.

Κατάπληξη και απορία δε προκαλεί, η αιτιολογική έκθεση της ως άνω καταργήσεως των επίμαχων διατάξεων, η οποία αναφέρει λιτά το εξής : «καταργούνται....αφού γίνεται γενικώς δεκτό ότι δεν προσβάλλουν κανένα υπαρκτό κοινωνικό μέγεθος και επομένως
δεν συνιστούν αξιόποινες πράξεις»

Ως εκ τούτου λοιπόν, η Πολιτεία δια των ως άνω σκόπιμων ενεργειών της, καθιδρύει «κερκόπορτες» εις το μαλακό υπογάστριο της κοινωνίας, δια των οποίων θα εισδύσουν «Δούρειοι ίπποι» οι οποίοι με την σειρά τους θα εγκαταστήσουν βραδυφλεγής βόμβες, οι οποίες εν ευθέτω χρόνω, θα αποσταθεροποιήσουν την Ελλάδα.

Η πίστη προς τον Θεό δεν συνιστά μία πεποίθηση ή συνείδηση ερμηνείας περί του καλού και του κακού, ή ωσαύτως δεν εξαντλείται σε ιδεολογήματα, ή επιστημονικές σοφιστείες, αποτελεί
κάτι ενδότερο το οποίο ορίζει την υπόσταση του ανθρώπου και τον καθιστά ελεύθερο από οιαδήποτε οντολογική αναγκαιότητα, ο Τριαδικός Θεός αποτελεί τον πλάστη του σύμπαντος.

Ασφαλώς και η ζώσα Ορθόδοξη παράδοση μας, εναγκαλίζεται με τον εθνοαπελευθερωτικό αγώνα, δίχως όμως να ταυτίζεται κατ’ ανάγκη και εν ταυτώ δε χωρίς να σημαίνει ότι αναιρεί, το περίφημο «Υπέρ Πίστεως και Πατρίδας», τα αναφέρω τούτα, ίνα καταδείξω ότι το Ορθόδοξο Δόγμα εδράζεται σε θεμελιώδες απαρασάλευτες αρχές οι οποίες κληροδοτούνται εις τους αιώνες των αιώνων, ως παρακαταθήκη του Θεού, πλην όμως, ο ίδιος ο Χριστός έχει απόλυτη βούληση, ελευθερία να ενεργήσει και να επέμβει ουσιαστικά εις την ζωή μας, δια της χάρις του ή δια οιουδήποτε τρόπου.

Η Θεολογική επιστήμη, συνιστά ένα εργαλείο ερμηνείας, της ιστορικής, της πολιτειακής, και της δογματικής διαστάσεως του Εκκλησιαστικού γεγονότος της Ορθοδόξου παραδόσεως, ή άλλως
συνιστά ένα ευέλικτο καλειδοσκόπιο επισκοπήσεως των πολυποίκιλων διατάσεων της Εκκλησίας, υπό το πρίσμα το δογματικό, το ιστορικό, το κοινωνικό και το πολιτικό.

Εν κατακλείδι το μείζον ζητούμενο είναι και το λογικά ασύλληπτο και ακατάληπτο, εις μία περίοδο σύγκρουσης πολιτισμού και έκρηξης του θρησκευτικού φονομετανταλισμού, φαινόμενα
τα οποία ενισχύονται αναπόδραστα ένεκεν και συνεπεία της επελαύνουσα παγκσομιοποιήσεως ανά την Ευρώπη, ούτως και εν τη Πατρίδι μας, όπου η παραδοσιακή εθνική κοινωνία μεταλλάσσεται σε πολύ-πολιτισμική με πανσπερμία θρησκειών, κάθε άλλο παρά αδηρίτως αναγκαία καθίσταται, όχι μόνο η διατήρηση των ως άνω καταργηθέντων διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, αλλά και η επί μάλλον και μάλλον ενίσχυσή τους, εις τον αντίποδα όμως συνέβη το
αντίθετο επί τη πράξει, με αποτέλεσμα να αναφύονται πολλά ερωτηματικά δια την σκοπιμότητα αυτής της κατάργησης εις τον ποινικό κώδικα, τοσούτον μάλλον δε εις ένα έθνος χριστιανικά
Ορθόδοξο.