Ομοβροντία... αντιδράσεων από δικαστικούς λειτουργούς , καθώς μετά
από το ΣτΕ και τις Ενώσεις Εισαγγελέων και Δικαστών και η Ένωση Διοικητικών
Δικαστών στρέφεται κατά της Κυβέρνησης και με ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης της, ζητάει
την αναστολή των διατάξεων του νόμου 4387/2016 που επέφεραν μειώσεις στις
συντάξεις των λειτουργών της Δικαιοσύνης.
Με το ίδιο ψήφισμα τονίζεται ότι οι διατάξεις του επίμαχου νόμου
είναι αντισυνταγματικές, αφού θίγουν τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού
δικαιώματος.
Αναλυτικά το ψήφισμα αναφέρει τα εξής:
«Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών, με αφορμή τις πρωτοφανείς
περικοπές των συντάξεων των συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών που εξήλθαν από
την ενεργό υπηρεσία έως 12.5.2016, οι οποίες υλοποιήθηκαν από 1.10.2017 κατ'
επίκληση του άρθρου 13 του ν. 4387/2016, με την εφαρμογή του ανωτάτου
ακαθάριστου ορίου 2.000 ευρώ μηνιαίως και ειδικότερα υπό μορφή αναστολής
καταβολής του υπερβαίνοντος του ορίου αυτού ποσού, εκφράζει τη διαμαρτυρία της
για τη συνολική κατάσταση των συντάξεων και δη αυτών των συνταξιούχων
δικαστικών λειτουργών. Η συνολική μείωση (σωρευτικά από της εφαρμογής των
μνημονίων) των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών ανέρχεται σε ποσοστό 74%
περίπου.
Η μείωση αυτή είναι αντισυνταγματική, αφού θίγει προδήλως τον
πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος. Τούτο διότι δεν επιτρέπει στον
συνταξιούχο να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, όχι μόνο εξασφαλίζοντας τους όρους της
φυσικής του υπόστασης (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά,
θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της
συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς
από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου. Άλλωστε, με τις 2287 και
2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι
ακόμη και σε περίπτωση εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, η
δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές δεν είναι
απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής
αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη
(άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου
το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από
την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την
οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για
την αντιμετώπιση του προβλήματος. Σε κάθε δε περίπτωση, η περικοπή των
συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί τον συνταγματικό πυρήνα
του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος.
Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών αντιλαμβάνεται μεν την δυσχέρεια
ανεύρεσης λύσης στο τόσο πολύπλοκο πρόβλημα της δημιουργίας εκείνων των
συνθηκών που θα καταστήσουν το Ασφαλιστικό μας Σύστημα ξανά βιώσιμο, εντούτοις
οι συνεχείς, δυσανάλογες και εντέλει αντισυνταγματικές μειώσεις των συντάξεων
χωρίς την παράλληλη ανεύρεση αποτελεσματικών λύσεων για να αντιμετωπιστούν τα
σύνθετα αίτια του προβλήματος (εισφοροδιαφυγή, ανεργία, δημογραφικό κλπ),
αποτελούν μία ευκαιριακή, στείρα και εν εντέλει, αναποτελεσματική επιλογή,
καθόσον και δεν λύνει το πρόβλημα και δημιουργεί απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης
για μία εξαιρετικά ευάλωτη και χωρίς άλλες επιλογές πληθυσμιακή ομάδα
συνανθρώπων μας, όπως οι συνταξιούχοι.
Για το λόγο αυτό, ζητούμε: 1. Να ανακληθεί και να μην εφαρμοστεί
εφεξής η μείωση που επέφερε το άρθρο 13 του ν. 4387/2016, με την μορφή της
αναστολής. Και 2. Να διαμορφωθεί επιτέλους ένα νέο συνολικό συνταξιοδοτικό
πλαίσιο, που να παρέχει σε όλους τους συνταξιούχους τη δυνατότητα να ζήσουν με
αξιοπρέπεια.
Προειδοποιούμε ότι θα διεκδικήσουμε με κάθε μορφής νόμιμη,
συνδικαλιστική και άλλη, δράση την αποκατάσταση των δικαιωμάτων των
συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών.»