Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2021

Οι ξεχωριστοί...


Γιά να θυμόμαστε οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι, το εξαιρετικό κείμενο του συναδέλφου Γιώργου Γιουκάκη, από την ΕφΣυν.


"Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια προκειμένου να ιδρυθούν πανεπιστημιακές σχολές Δημοσιογραφίας - Επικοινωνίας - ΜΜΕ, αυτές που σήμερα βρίσκονται στα μηχανογραφικά των πανελλαδικών.


Τέτοια περίοδος ήταν πριν από 40 χρόνια που ξεκινούσε για πολλούς, αξιοπρόσεχτα πολλούς, το θαυμαστό ταξίδι στη δημοσιογραφία.

Αποκαλόκαιρο του 1981, με ελαύνουσα την Αλλαγή, το ζιβάγκο ερχόταν με φόρα να σαρώσει το καραμανλικό κράτος του Αβέρωφ, του Λάσκαρη, του Μπάλκου, οι θυρωροί ετοιμάζονταν να μάθουν επιτέλους τους σπουδαίους, μουσάτους κατά πλειονότητα, ενοίκους των πολυκατοικιών τους –ακόμη δεν είχαν ψαλεί τα χρόνια του Κουμή και της Κανελλοπούλου–, στη Βαλτετσίου και στα πέριξ ξεκινούσαν οι καταλήψεις σπιτιών στα πρότυπα του Δυτικού Βερολίνου και του Αμστερνταμ, μόλις που είχε αρχίσει να ανατέλλει το άστρο του Νίκωνα Αρκουδέα, ο Τζιμάκος κι οι Μουσικές Ταξιαρχίες του τζαμάρανε στη Λυσίου, ο Νικόλας Ασιμος κανοναρχούσε τις περιπατητικές ομάδες στου Στρέφη κι οι Παναθηναϊκοί διαδήλωναν στην Αθήνα για το πάθημά τους από το σκάνδαλο «Ρότσα - Μπουμπλή» με συνθήματα του τύπου «ΠΑΟ - ΕΝΕΚ - Θύρα 13» (η ΕΝΕΚ ήταν η ακραία ναζιστική νεολαιίστικη οργάνωση, σε αντίθεση με τη μετριοπαθέστερη φιλοχουντική ΕΝΕΠ…).

Τέτοια εποχή, λοιπόν, άρχισαν να συγκεντρώνονται στην καρδιά του κέντρου της Αθήνας (Ακαδημίας και Σίνα) πιτσιρικάδες και μεγαλύτεροι, επαρχιώτες, Αθηναίοι, Σαλονικιοί, πολλοί Κύπριοι, άλλοι απόφοιτοι Λυκείου, άλλοι φοιτητές ήδη σε κάποια αθηναϊκή σχολή, άλλοι πτυχιούχοι ΑΕΙ ή ΚΑΤΕΕ που ήθελαν να γνωρίσουν την έννοια της δημοσιογραφίας, επί πληρωμή φυσικά και μάλιστα… αλμυρούτσικη, στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας (ήταν η μοναδική αυτόνομη σχολή του είδους, καθώς σε ακόμη δύο ιδιωτικές σχολές «Ομηρος» και «Ξυνή» υπήρχαν ολιγομελή τμήματα δημοσιογραφίας).


Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια προκειμένου να ιδρυθούν πανεπιστημιακές σχολές Δημοσιογραφίας - Επικοινωνίας - ΜΜΕ, αυτές που γνωρίζουμε σήμερα και βρίσκονται στα μηχανογραφικά των πανελλαδικών. Η «τάξη του ’81» μάλιστα υπήρξε η πρωτοπόρος στον αγώνα, τότε, για ίδρυση πανεπιστημιακής σχολής, αλλά σε αυτό θα σταθούμε στη συνέχεια. Ούτε λόγος φυσικά για τις… ιλουστρασιόν σχολές τηλε-δημοσιογραφίας που άνθησαν εκεί στην αλλαγή χιλιετίας.

Δημοσιογραφία ακόμη τότε σήμαινε στιλό και πεζοδρόμιο, τσίγκος, μάρμαρο και κρέμασμα στο περίπτερο, με τους οχτάστηλους τίτλους να τροφοδοτούν και να φιτιλιάζουν τα «πηγαδάκια» στην Ομόνοια και στην Κοραή – στις δόξες τους ακόμη.

Σεπτέμβρη - Οκτώβρη του ’81 συγκροτήθηκαν, πολυπληθή, τα τρία τμήματα (πρωινό - απογευματινό - βραδινό) στο Εργαστήρι, με καμιά 150ριά σπουδαστές που έμελλε να γράψουν τη δική τους μοναδική ιστορία στον χώρο της ελληνικής δημοσιογραφίας (ελλαδίτικης και κυπριακής). Από τα τρία αυτά τμήματα βγήκαν πολλοί και πολλές δημοσιογράφοι, ίσως σπάνια πολλοί – δεν γνωρίζουμε αν διατήρησε σχετικά στατιστικά στοιχεία η σχολή.

Το στοιχείο πάντως που αναμφισβήτητα κάνει μοναδικά ξεχωριστή την «τάξη του ’81» σχετίζεται με την απόλυτη επιβεβαίωση του γνωστού ρητού πως «η δημοσιογραφία οδηγεί παντού»: πρωτοετείς στο Εργαστήρι το ακαδημαϊκό έτος 1981-82 υπήρξαν ένας μετέπειτα αρχηγός κόμματος, ο Σταύρος Θεοδωράκης, κι ένας από τους ισχυρότερους «αντ’ αυτού» στη νεότερη πολιτική ιστορία μας, ο στενότερος συνεργάτης του Κώστα Καραμανλή, Θοδωρής Ρουσόπουλος. Πέραν των δύο πολιτικών, πλειάδα ονομάτων υπηρέτησε τέσσερις δεκαετίες τώρα και εξακολουθεί να υπηρετεί το επάγγελμα, να υπογράφει στήλες και ταυτότητες εφημερίδων και περιοδικών, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές.

Οι σπουδές ήταν διετούς διάρκειας με τρίωρα-τετράωρα καθημερινά, με «χρισμένη» απουσιολόγο, μετά το απαραίτητο ξεψάρωμα των πρώτων μηνών, την κυρα-Μαρία, που διατηρούσε στο ημιυπόγειο του κτιρίου επί της Σίνα ευρύχωρο και φιλόξενο καφενείο, που αν και η σταθερή του στόχευση ήταν οι αναρίθμητες γειτονικές αφετηρίες αστικών λεωφορείων, τελικά τιμήθηκε και δοξάστηκε επί μακρόν από επίδοξους δημοσιογράφους. Και οι πριν από μας και οι μετέπειτα, στα τραπέζια του κατέθεσαν όνειρα, φόβους και αγωνίες για το τότε παρόν και σημερινό παρελθόν του ελληνικού Τύπου και της ενημέρωσης, με ατέλειωτες συζητήσεις πυρακτωμένες από τα πολιτικά δεδομένα των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης και «σβησμένες» με Ούζο 12, χύμα κρασί και ατέλειωτη μπίρα.

Αφετηρία κάθε συζήτησης, πάντως, ήταν σχεδόν πάντα ένα ερέθισμα από τους δασκάλους της Σχολής. Ανάμεσά τους (μοιραία, μετά από 40 χρόνια, κάποιοι θα λησμονηθούν σε αυτή την αναφορά), ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης πάσχιζε να μας μυήσει στο χάος της Πολιτικής Οικονομίας ή, σωστότερα, στην πολιτική του ορθού ανανεωτικού λόγου· ο Ανδρέας Λεντάκης, με εκείνη τη μόνιμα χαμογελαστή ταπεινότητα, μας άνοιξε τις πόρτες της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας· ο Βασίλης Φίλιας, με στόμφο και βροντώδη φωνή ανέλυε τις συνθήκες και τις μεταβολές των κοινωνικών συστημάτων, με σταθερά επαναλαμβανόμενη ατάκα σε κάθε μάθημα το «όπως είπε ο Βέμπερ...»· ο Θανάσης Διαμαντόπουλος (μετέπειτα βιογράφος του Κ. Μητσοτάκη), μας άνοιξε τα κεφάλαια της νεότερης πολιτικής ιστορίας μας, με αφετηρία τη Μικρασιατική Καταστροφή· ο Παναγιώτης Ιωακειμίδης μάς ξεναγούσε σε ένα ένα τα σύγχρονα πολιτικά συστήματα της Δυτικής (ακόμη, τότε) Ευρώπης· ο Χρήστος Ροζάκης μάς παρακίνησε να ενδιαφερθούμε για το κεφαλαιώδες ζήτημα των Διεθνών Σχέσεων, με αφετηρία τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Δύο ξεχωριστές περιπτώσεις δασκάλων μας ήταν ο «αιώνιος» αρχισυντάκτης της «Ελευθεροτυπίας» Σταύρος Απέργης και η ψυχολόγος Ρένα Καρατζαφέρη. Ο πρώτος προσπαθούσε με μαεστρία να μας ανοίξει παράθυρο στα πρακτικά ζητήματα του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, να μας δώσει να καταλάβουμε με τι πάμε να αναμετρηθούμε, ενώ για αρκετούς συσπουδαστές έγινε ο άνθρωπος που άνοιξε την πόρτα για να δοκιμαστούν (με απόλυτη επιτυχία, όπως αποδείχτηκε) στην πράξη και να ακολουθήσουν το επάγγελμα.

Η Ρένα, αφού πάσχισε να μας μυήσει σε κρίσιμες έννοιες, όπως εκείνη της «εξωλεκτικής επικοινωνίας», στο δεύτερο έτος, έχοντας πια γνωριστεί με τους περισσότερους, μετεξέλιξε το μάθημά της πιο πολύ σε διαδικασία ομαδικής ψυχανάλυσης - βοηθούσαν και οι υπαρξιακές, νεανικές αναζητήσεις και εκρήξεις των μαθητών της.

Στις αρχές της πρώτης ακαδημαϊκής χρονιάς, αντιγράφοντας το κλίμα των πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων, πραγματοποιήθηκε η εναρκτήρια συνέλευση σπουδαστών, παρόντος του ιδρυτή και διευθυντή της σχολής, Γιώργου Χάγιου· μια θυελλώδης διαδικασία με επίδικο την «παραπλανητική» διαφήμιση του Εργαστηριού, στην οποία προβάλλονταν ονόματα διδασκόντων που όμως έλειπαν από το πρόγραμμα σπουδών.

Λίγο η συνέλευση, περισσότερο οι απειλές αρκετών σπουδαστών ότι θα αποχωρούσαν ζητώντας πίσω τα λεφτά τους, στη διάρκεια του πρώτου έτους και περισσότερο του δεύτερου προστέθηκαν σεμιναριακού τύπου μαθήματα με διδάσκοντες, μεταξύ άλλων, τον Κώστα Ζουράρι, στην αφετηρία του «ρεύματος» της Νεο-ορθοδοξίας τότε στην Ελλάδα, και τον Νικόλα Βουλέλη, για να μας εισαγάγει στον θαυμαστό κόσμο των διεθνών θεμάτων.

Η συνδικαλιστική πάλη και εσωτερική διαπάλη στο Εργαστήρι δεν είχε να ζηλέψει και πολλά από τις πανεπιστημιακές σχολές. Με φόρα, οι πρωτοετείς πύκνωσαν τις τάξεις της ΑΚΙΔΑ (Ανεξάρτητη Κίνηση Δημοσιογραφικής Ανανέωσης – ο τίτλος από μόνος του παραπέμπει σε σχήμα με κορμό τον «Ρήγα», τις «επιρροές» του, πολλούς της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και «μπουλούκια» Αυτόνομων), η οποία σάρωσε εκλέγοντας πρόεδρο τον, πρωτοετή μάλιστα, Μάρκο Ανδριγιαννάκη.

Τα κείμενα της ΑΚΙΔΑ, για τους μελλοντικούς δημοσιογράφους, ήταν η πρώτη επαφή με ζητήματα όπως «η αυτονομία της υπογραφής», η «αξιοπιστία της πένας», η ανεξαρτησία, ο πλουραλισμός και η δεοντολογία στην ενημέρωση. Η πρώτη πορεία στην επέτειο του Πολυτεχνείου, Νοέμβρη του ’81, ως σύλλογος σπουδαστών, πρώτη μετά από εκείνη που σφραγίστηκε από τη δολοφονία του Ιάκωβου Κουμή και της Αγγελικής Κανελλοπούλου, έγινε με αυτόνομο δυναμικό μπλοκ της ΑΚΙΔΑ, αφού με συνοπτικές δημοκρατικές διαδικασίες αποκλείστηκαν κάποιοι ΠΑΣΠίτες που ετοιμάζονταν να… προβάρουν το σύνθημα «Ο αγώνας τώρα δικαιώνεται» (για την ΠΣΚ δεν… ετίθετο ζήτημα, αφού οι σύντροφοι δεν ασχολήθηκαν με το μπλοκ της Σχολής, αλλά με το πύκνωμα των «γενικών» μπλοκ της ΚΝΕ).
Ακαδημαϊκή πρωτοπορία

Στο δεύτερο έτος (1982-83), με την Αλλαγή θριαμβεύτρια, η Σχολή προσαρμόστηκε στο «γενικό κλίμα», τις εκλογές κέρδισε η ΠΑΣΠ και πρόεδρος αναδείχθηκε ο Σταύρος Θεοδωράκης (μάλλον από τότε του έμεινε...). Εκείνο το προεδρείο, σε συνεργασία με τις άλλες δύο παρατάξεις (ΑΚΙΔΑ και ΠΣΚ, δεδομένου ότι ακόμη τότε δεξιοί στις σχολές ήταν είδος… υπό εξαφάνιση) άνοιξε για πρώτη φορά στον δημόσιο διάλογο το θέμα της ίδρυσης δημόσιας πανεπιστημιακής σχολής δημοσιογραφίας, με το συνακόλουθο και… ολίγον ιδιοτελές αίτημα της αναγνώρισης των σπουδών μας.

Με πρωτοβουλία του συλλόγου σπουδαστών του Εργαστηριού, σε συντονισμό και με τους «συναδέλφους» από τα τμήματα του «Ομηρου» και του «Ξυνή», πραγματοποιήθηκε η πρώτη εκδήλωση στην Αθήνα, στην οποία αναλύθηκε και στοιχειοθετήθηκε η ανάγκη δημιουργίας ανώτατων σχολών δημοσιογραφίας στα Πανεπιστήμια, εκδήλωση που κατά τα ειωθότα κατέληξε σε μαζική συγκέντρωση-πορεία επί της Ακαδημίας. Το «χαρτί του Χάγιου» φυσικά ουδέποτε αναγνωρίστηκε, το περιεχόμενο σπουδών στο Εργαστήρι από πολλούς δοκιμάστηκε στη συνέχεια στην πράξη, πριν κλείσει πάντως η δεκαετία του ’80 στα μηχανογραφικά των πανελληνίων μπήκαν και οι Σχολές Δημοσιογραφίας.
Αυτοί που έφυγαν νωρίς

Θα ήταν παράλειψη η απουσία από αυτή την επετειακή και συνοπτική αναφορά των ονομάτων τριών συσπουδαστών, που βιάστηκαν πολύ να μας αποχαιρετήσουν. Ο Γιώργος Γεωργιάδης, από τότε βιαστικός, μας εγκατέλειψε από το πρώτο έτος για να ενταχθεί στο «ελεύθερο» της «Ελευθεροτυπίας», είχε προλάβει ωστόσο να μας αφήσει το στίγμα του, όπως άλλωστε ευδιάκριτο το άφησε και στη δημοσιογραφία, παρά τον αδόκητο χαμό του.

Το ίδιο γρήγορος, αλλά ποτέ βιαστικός στη δουλειά, αποδείχθηκε και ο Θωμάς Μιχαλάκος, το πιο ζωντανό χαμόγελο της ΑΚΙΔΑ και ύστερα της «Αυγής», της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, που έσβησε τραγικά πρόωρα. Οσο για τη συντρόφισσα της άλλης όχθης, τη Νούλα Ξανθοπλά, στέλεχος της ΠΣΚ της σχολής, μα και ηγετική μορφή σε διάφορες ζεστές και ετερόκλητες παρέες (κι ας φλέρταρε, όπως έλεγε, γι’ αυτό με καραμπινάτη… διαγραφή), εκείνη γρήγορα παλιννόστησε στη Θεσσαλονίκη, τίμησε με τη δουλειά της τον «Ριζοσπάστη» κι έσυρε πρώτη τον χορό του οριστικού αποχαιρετισμού".