Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023

Δίκη Μάτι: "Φοβάμαι να ζήσω τη ζωή μου σε αυτή τη χώρα γιατί ξέρω ότι δεν θα υπάρξει κανείς να με προστατεύει…"


Τρεις ακόμη άνθρωποι, που έχασαν τους αγαπημένους τους στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, συγκλόνισαν το δικαστήριο, με τις μαρτυρίες τους.

Πιό τραγική, η κατάθεση της μάρτυρα Αθηνάς Μουτάφη, που περιέγραψε λεπτό προς λεπτό το τέλος του 23χρονου γιού της Βίκτωρα Μίχα, που άφησε την τελευταία του πνοή στη θάλασσα, χωρίς η ίδια να μπορεί να τον βοηθήσει.

Η μάρτυρας, συγκινημένη μίλησε για τις δραματικές ώρες της 23ης Ιουλίου 2018, όταν βρέθηκε στην περιοχή με τα παιδιά της και μία φίλη της, την Αιμιλία.

Οπως είπε, γύρω στις πέντε το απόγευμα αντιλήφθηκαν καπνούς στην περιοχή. Όσο περνούσε η ώρα η μυρωδιά του καμένου άρχισε να γίνεται έντονη, κόπηκε το ρεύμα και το νερό στην περιοχή και αποφάσισαν να φύγουν.

Είπε:

"Φύγαμε άρον άρον. Το ένστικτο μας καθοδηγούσε. Μπήκαμε στο αμάξι, βγήκαμε στην Ποσειδώνος, είχε μπλοκάρει. Ήταν αδύνατο να προχωρήσει το αμάξι. Το ένα αυτοκίνητο πάνω στο άλλο. Λέει η Αιμιλία "θα αφήσουμε αμάξι και φεύγουμε". Στα 40 μέτρα η θάλασσα. Πήγαμε στη θάλασσα. Είχαμε μπροστά μας τη φωτιά. Ανοίξαμε μια πόρτα και βρεθήκαμε στην κόλαση. Ήταν τρομερό. Είχε μαυρίσει ο τόπος. Από τον πολύ αέρα δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Από τον αέρα έφευγαν κομμάτια πέτρες με σίδερα και ξύλα. Μπήκαμε ενστικτωδώς στη θάλασσα. Από πίσω γινόταν ένας χαμός φωνές, εκρήξεις, ουρλιαχτά, κόσμος μέσα στη θάλασσα. Ο γιος μου, ο Βίκτωρας, με κοίταζε στα μάτια σαν να μου έλεγε, πού πάμε ρε μάνα τώρα …".

H κ. Μουτάφη περιέγραψε στην κατάθεση της ότι, όσο περνούσε η ώρα η κατασταση δυσκόλευε. Ο γιος της άρχισε να δυσανασχετεί και η φίλη της δεν ένιωθε καθόλου καλά.

Είπε:

"Ο γιος μου μου έλεγε "δεν βλέπω τίποτα, έχω κράμπες, θα πεθάνω." Του λέω, "τι είναι αυτά που λες;" και μου απαντούσε "μαμά, δεν είμαι καλά, δεν θα αντέξω…" Προσπαθούσα να τον ηρεμήσω, τους έλεγα να μην κουράζονται, να έχουν οξυγόνο, να επιπλέουν… Μετά, τα κύματα ήταν τεράστια, μας κουκούλωναν. Το μέλημά μου ήταν να μην χαθούμε. Μου είπε η Αιμιλία στο αυτί "πες στα παιδιά μου ότι τα αγαπάω πολύ" και μετά με έδιωχνε να μην την ακουμπάω".

Η συνέχεια της κατάθεσης της ήταν ακόμη πιό συγκλονιστική, καθώς η μάρτυρας περιέγραψε τις τελευταίες στιγμές του παιδιού της.

"Ο Βίκτωρας με ρωτούσε, πώς είναι η Αιμιλία, τι έχει. Ήμουν σε κατάσταση πανικού, περίμενα κάποιον να έρθει. Όση ώρα το παιδί παραπονιόταν του έλεγα, μην ανησυχείς κάποιος θα έρθει, μια βάρκα, αφού ξέρουν τι έχει γινει σε μια κατοικημένη περιοχή, θα έρθουν. Εκεί ο Βίκτωρας ηρεμούσε. Ξαφνικά ήρθαν δύο-τρία απανωτά κύματα, τον Βίκτωρα δεν τον είδα, του φώναζα πού είσαι. Τον βλέπω να επιπλέει, τον έπιασα τον γύρισα ανάσκελα και…Του φώναζα Βίκτωρα…. Δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Έκανε μαύρο εμετό. Αν σκέφτεστε τον εφιάλτη, εγώ τον έβλεπα μπροστά μου. Δεν πίστευα ότι θα εγκαταλείψει. Ή θα πήγαινα μαζί του και θα άφηνα την κόρη μου ή να τον αφήσω", είπε στους δικαστές με δάκρυα.

Και συμπλήρωσε:

"Αποφάσισα ότι πρέπει να τον αφήσω. Έλεγα στην κόρη μου, μην τον κοιτάς. Δεν τον αφήνω μου έλεγε. Δεν μπορώ να σας περιγράψω αυτές τις στιγμές. Τον άφησα. Κι έφυγα. Ήμουν σε κατάσταση αλλοφροσύνης. Ήθελα να τον ακολουθήσω. Συνεχίσαμε με την κόρη μου. Παρακαλούσαμε η μία την άλλη να μην εγκαταλείψουμε. Είχα βγάλει το εσώρουχο κι έδεσα τους καρπούς μας για να μην χαθούμε. Κάποια στιγμή είδε ο κύριος που ήταν μαζί μας ένα πτώμα, το απομάκρυνε για να μην φοβηθούμε. Πού να ήξερε ότι είχα αφήσει την ψυχή μου μέσα στη θάλασσα".

H μάρτυρας δεν μπορούσε να συγκρατήσει τους λυγμους της, ενώ ξέσπασε ζητώντας να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι.

"Το αισθανόμουν μόνο του μέσα στη θάλασσα …και έκανα κάθε μέρα μια κηδεία", είπε και κατέληξε:

"Αυτή είναι η ιστορία μου. Άκουγα, μετά τι είχε γίνει όσο ήμουν στη θάλασσα και έμαθα για την εκκένωση στην Κινέττα. Και μετά άρχισαν τα "γιατί" να γεμίζουν το μυαλό μου. Όλοι αυτοί οι υπεύθυνοι που έπρεπε να κάνουν το καθήκον τους δεν έκαναν τίποτα, ούτε καν προσπάθησαν. Όλα αυτά που άκουγα δεν μπορούσαν να με αφήσουν ανεπηρέαστη. Ακούστηκαν αφύσικα πράγματα από τους αρχηγούς αστυνομίας, πυροσβεστικής, λιμεναρχείου οι οποίοι εκείνη τη μέρα φάνηκαν κατώτεροι των περιστάσεων Θέλω να σας πω να μη φανείτε και εσείς κατώτεροι των περιστάσεων".

Συγκλονιστική ήταν και η κατάθεση της Βασιλικής Μίχα, αδελφής του 23χρονου, που επέζησε όπως και η μητέρα της, αφού έζησε τν εφιάλτη της απώλειας του αδελφού της.

Είπε η μάρτυρας:

"Δεν υπήρχε κάποιος να μας ειδοποιήσει … Να χτυπήσει μια καμπάνα….Ένας να είχε ειδοποιήσει κάποιον θα είχαμε φύγει και τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά…Δεν υπήρχε οξυγόνο. Τα κουκουνάρια που καίγονταν έπεφταν πάνω μας. Και για να μην καούμε τρέχοντας μπήκαμε στο νερό".

Η μάρτυρας μίλησε για τις τραγικές στιγμές, που έζησαν, όταν ο αδελφός της άρχισε να χάνει τις δυνάμεις του, όταν κατάλαβε ότι η φίλη της μητέρας του έχει πεθάνει.

"Μόλις αντιλήφθηκε ότι, η Αιμιλία δεν ήταν στη ζωή πανικοβλήθηκε. Μετά από δύο κύματα ο Βίκτωρας έφυγε. Ήταν γυρισμένος ανάποδα .Η μαμά μου δεν ξέρω πως άντεξε και το αντιμετώπισε. Τον γύρισε είδε το πρόσωπο του και ήταν μαύρος . Δεν το πίστευα ότι είχε φύγει. Μου έλεγε ο Βίκτωρας δεν είναι, πλέον, στη ζωή… Περίμενα κάποιον να έρθει .Τον κρατούσα. Μου είπε αν συνεχίσεις να τον κρατάς θα φύγεις και εσύ ,θα φύγω και εγώ…".

Με γοερά κλάματα η μάρτυρας είπε ότι, αναζητούσαν τη σορό του αδελφού της επί οκτώ ημέρες και συμπλήρωσε:

"Το σώμα του ήταν μέσα στη θάλασσα. Αυτό που ζήσαμε να περιμένουμε πάνω από ένα τηλέφωνο να μας πουν που βρίσκεται, δεν ξέρω… Σε ποιον άνθρωπο αξίζει κάτι τέτοιο, μαρτύριο…Προσευχόμαστε να βρεθεί το σώμα του. Την επόμενη Δευτέρα μας είπαν ότι είχε βρεθεί και έγινε και ταυτοποίηση. Δεν μπορέσαμε να τον δούμε να τον αποχαιρετήσουμε για τελευταία φορά. Τον αποχαιρετήσαμε μέσα σε ένα κλειστό φέρετρο. Στα πρώτα γενέθλια του αδερφού μου τη μητέρα μου την έπιασε κρίση πανικού γιατί δεν μπορούσε να το αντέξει".

Συγκλονιστικό ήταν το ξέσπασμα της μάρτυρα, που φώναζε σττο δικαστήριο:

"Είμαστε μισή ώρα μακριά από τη Βουλή, είμαστε μια ευρωπαϊκή χώρα εμείς ; Που είναι το κράτος; Δεν ντρεπόμαστε λίγο; Ντροπή μας αυτά που γίνονται. Κάθε καλοκαίρι εγώ φοβάμαι πλέον για τη ζωή μου. Φοβάμαι να ζήσω τη ζωή μου σε αυτή τη χώρα γιατί ξέρω ότι δεν θα υπάρξει κανείς να με προστατεύει… Που ήταν οι αρμόδιοι ; Που βρίσκονταν; Αν συνέβαινε ένας πόλεμος ,σε όλους εσάς μιλάω, τι θα γινόταν…Το κράτος μας έχει πέσει σαν τραπουλόχαρτο ένα προς ένα. Αυτά που συνέβησαν είναι εγκληματικά. Έχετε ακούσει όλες τις μαρτυρίες των ανθρώπων που πνίγηκαν ,κάηκαν ζωντανοί ουρλιάζοντας και όλα αυτά γιατί κανείς δεν έκανε τη δουλειά του. Ένας να είχε κάνει τη δουλειά του θα είχαν σωθεί οι περισσότεροι".

Ενας ακόμη μάρτυρας, ο Α.Αθανασόπουλος, οποίος έχασε την ηλικιωμένη μητέρα του και την αναγνώρισε από το δαχτυλίδι της κατέθεσε στη συνέχεια, λέγοντας:

"Στον έκτο και όγδοο όροφο του Ευαγγελισμού βρήκα σχεδόν όλη την πολυκατοικία που ζούσε η μάνα μου. Βρήκα μια φίλη της μάνας μου η οποία μου είπε ότι προσπαθούσε να φύγει και κάπου τη χάσαμε. Θεώρησα ότι ήταν χρέος μου να γυρίσω σπίτι να ψάξω να τη βρω. Εκείνο το βράδυ αναζητώντας τη έχασα επτά κιλά υγρά, κάηκαν τα παπούτσια μου και ήμουν με τις κάλτσες. Έφτασα ξανά στο σπίτι .Οι αστυνομικοί μου είπαν ότι είναι πολλοί οι καμένοι… Ψάχνοντας τους σάκους είδα ένα δαχτυλίδι στο χέρι .Εκείνη τη στιγμή πήρα φωτογραφία του νεκρού που κείτονταν μπροστά μου. Πήρα τηλέφωνο τη γυναίκα μου και της έστειλα μια φωτογραφία ,που ήταν σκληρή, και μόλις είδε το δαχτυλίδι είδε ότι ήταν οι βέρες του παππού μου και του πατέρα μου που τα είχε ενώσει και της το είχε κάνει δώρο. Την είχε βρει στο δρομάκι που ακολουθούσε στη θάλασσα…".

H δίκη συνεχίζεται.