Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

Ρύπανση του θαλασσίου περιβάλλοντος – Ποινικές ευθύνες!


Γράφει ο Ιωάννης Θ. Ηρειώτης, Δικηγόρος, Αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων 

Η ανάδειξη της σημασίας της προστασίας του περιβάλλοντος, διά των εγκυκλίων της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου
Στατιστικά στοιχεία Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Πειραιώς
Η εξέλιξη του ελληνικού και διεθνούς νομικού πλαισίου
Η έννοια της ρύπανσης του θαλασσίου περιβάλλοντος ειδικότερα
Η ισχύουσα ελληνική νομοθεσία υπό το πρίσμα των ποινικών ευθυνών ιδίως των πλοιοκτητών, των πλοιάρχων και του πληρώματος:
Ποινική Ευθύνη των Διοικούντων τα Νομικά Πρόσωπα για αξιόποινες πράξεις κατά του Περιβάλλοντος (άρθρο 28 παρ. 5 Ν.1650/1986, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.4042/2012)

Η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, το οποίο καλύπτει το 70% της επιφάνειας του γαλάζιου πλανήτη μας, είναι άκρως ζωτικής σημασίας, όχι μόνο για την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής και υγείας, αλλά και για την διατήρηση της βιοποικιλότητας των θαλάσσιων οικοσυστημάτων.

Δυστυχώς, τις τελευταίες δεκαετίες, μια σειρά από θαλάσσια ναυάγια προκάλεσαν εκτεταμένα περιστατικά θαλάσσιας ρύπανσης με τις επακόλουθες μακροχρόνιες και άκρως δαπανηρές διαδικασίες απορρύπανσης.

Ενδεικτικά, η υπόθεση του δεξαμενόπλοιου «Εxxon Valdez» το 1989 στην Αλάσκα αποτελεί την χειρότερη περίπτωση διαρροής πετρελαίου στην αμερικανική ιστορία, που προκάλεσε και ανυπολόγιστη ζημία στο φυσικό οικοσύστημα. Αξίζει να αναφέρουμε ότι η εταιρεία του Exxon Valdez κατέβαλε τουλάχιστον 1 δισεκατομμύριο δολάρια ως αποζημίωση, ενώ περισσότερα από 3,8 δισεκατομμύρια δολάρια δαπανήθηκαν για τον καθαρισμό της περιοχής. Επίσης, το 1993 το δεξαμενόπλοιο Braer, με σημαία Λιβερίας και ολική χωρητικότητα 44.989 τόνους, προσάραξε νότια των νησιών Shetland στη Μεγάλη Βρετανία και έσπασε, με αποτέλεσμα το φορτίο που μετέφερε και τα καύσιμά του να διαρρεύσουν στη θάλασσα. Λόγω κακοκαιρίας, οι δυνατοί άνεμοι σκόρπισαν το πετρέλαιο σε αγρούς και σε σπίτια κοντά στην ακτή, με συνέπεια η Κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας να απαγορεύσει το ψάρεμα, καθώς επίσης τη συγκομιδή και την πώληση ψαριών και οστρακοειδών σε μια ζώνη κατά μήκος της δυτικής ακτής των νήσων.

Τα σοβαρά γεγονότα θαλάσσιας ρύπανσης από τα ναυάγια του «Prestige» το Νοέμβριο του 2002 και του «Erika» το Δεκέμβριο του 1999, πυροδότησαν νομοθετικές εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο. Ειδικότερα, στις 13.11.2002 το «PRESTIGE», πετρελαιοφόρο μονού κύτους, ηλικίας 26 ετών, με σημαία των Νήσων Μπαχάμας και με φορτίο 77.000 τόνων βαρέως μαζούτ, έπαθε σοβαρές ζημιές ενώ έπλεε στα ανοικτά των ακτών της Γαλικίας στην Ισπανία. Συγκεκριμένα, διέρρευσαν 63.000 τόνοι πετρελαίου, μολύνοντας τις ακτές της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Πορτογαλίας.

Την 12.12.1999, το υπό σημαία Μάλτας δεξαμενόπλοιο Erika έσπασε στα δύο στον Βισκαϊκό κόλπο, περίπου 60 ναυτικά μίλια έξω από την ακτή της Βρετάνης στην Γαλλία. Όλα τα μέλη του πληρώματος διασώθηκαν από γαλλικές ομάδες θαλάσσιας διάσωσης. Το δεξαμενόπλοιο μετέφερε φορτίο 31.000 τόνων πετρελαίου εκ των οποίων οι 19.800 διέρρευσαν την ώρα του ατυχήματος. Η πλώρη του δεξαμενόπλοιου βυθίσθηκε σε βάθος περίπου 130 μέτρων, ενώ περίπου 6.400 τόνοι παρέμειναν στην πλώρη και ακόμα 4.700 τόνοι στην πρύμνη. Τραγική συνέπεια ήταν να υποστούν ρύπανση 400 χιλιόμετρα ακτής, κάτι που ασφαλώς έκανε ιδιαίτερα δυσχερείς τις εργασίες καθαρισμού, με αποτέλεσμα να είναι εντατικές και μακροχρόνιες.

Το ναυάγιο του πλοίου Erika επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την κοινή γνώμη, με συνέπεια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναγκασθεί να προχωρήσει στη λήψη μέτρων. Έτσι, ξεκίνησε το πακέτο μέτρων Erika Ι, το οποίο περιελάμβανε την καθιέρωση χρονοδιαγράμματος για την επίσπευση απόσυρσης δεξαμενόπλοιων μονού τοιχώματος, αλλά και αργότερα, στις 6 Δεκεμβρίου, 2000 παρουσιάστηκε μια δεύτερη δέσμη μέτρων που απέβλεπε στη βελτίωση, κατά αειφόρο τρόπο, της προστασίας των ευρωπαϊκών υδάτων έναντι των κινδύνων ατυχημάτων και της θαλάσσιας ρύπανσης.

Στα ελληνικά χωρικά ύδατα αξιοσημείωτες είναι οι περιπτώσεις σοβαρής θαλάσσιας ρύπανσης του ναυαγίου «Sea Diamond» και η πλέον πρόσφατη υπόθεση του δεξαμενόπλοιου «Αγία Ζώνη ΙΙ». Σε μικρότερη κλίμακα, περιστατικό ρύπανσης του θαλασσίου περιβάλλοντος σημειώθηκε από τη σύγκρουση, τον Μάρτιο του 2012, του ανεφοδιαστικού πλοίου «ΑΛΦΑ Ι» με υπάρχον παλαιότερο ναυάγιο στην περιοχή της Ελευσίνας. Επίσης, περιστατικό ρύπανσης αποτέλεσε και η υπερχείλιση από το εξαεριστικό της δεξαμενής καυσίμων, που σημειώθηκε τον Οκτώβριο του 2013 στον Πειραιά, κατά τη διαδικασία πετρέλευσης του υπό Ολλανδικής σημαίας “HUMBERBORG” από το δεξαμενόπλοιο “JET XIV”, με αποτέλεσμα τη διαρροή περίπου 300 λίτρων πετρελαίου στη θάλασσα.
Η ανάδειξη της σημασίας της προστασίας του περιβάλλοντος, διά των εγκυκλίων της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου

Η σημασία της προστασίας του περιβάλλοντος έχει επισημανθεί και από σχετικές εγκυκλίους της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου.

Συγκεκριμένα, στην υπ΄αριθμ. 5/2013 Εγκύκλιο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την ποινική προστασία του περιβάλλοντος, αναφέρεται: «Το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι: «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων…… Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος ανάγεται σε συνταγματική υποχρέωση του Κράτους, το οποίο οφείλει να λαμβάνει για την προστασία του τα απαραίτητα, προληπτικά ή κατασταλτικά, μέτρα, και ταυτόχρονα καθιερώνεται συνταγματικό δικαίωμα περιβάλλοντος ενός εκάστου φορέα. Με τον όρο «προστασία του περιβάλλοντος» νοείται το σύνολο των ενεργειών, μέτρων και έργων που έχουν στόχο την πρόληψη της υποβάθμισης του περιβάλλοντος ή την αποκατάσταση, διατήρηση ή βελτίωσή του.

Φορέας του δικαιώματος στο περιβάλλον είναι κάθε φυσικό πρόσωπο που βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια. Με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη θεσπίζεται η θεμελιώδης αρχή της προλήψεως της βλάβης του φυσικού περιβάλλοντος, χάριν της οικολογικής ισορροπίας και της διατηρήσεως αυτού και των φυσικών πόρων προς όφελος, όχι μόνον της παρούσας γενεάς, αλλά και των επομένων. Σε συμμόρφωση προς την ανωτέρω συνταγματική επιταγή, εκδόθηκαν και οι Νόμοι 1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος», 743/1977 «Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» και 4042 /2012 «Ποινική προστασία του περιβάλλοντος – Εναρμόνιση με την Οδηγία 2008/99/ΕΚ – Πλαίσιο παραγωγής και διαχείρισης αποβλήτων – Εναρμόνιση με την Οδηγία 2008/98/ΕΚ….. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1 περ. ιδ`, 2 παρ. 1 περ. α` και β` του Ν 743/1977, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν ως ειδικές, προκύπτει ότι, ως ρύπανση του θαλασσίου περιβάλλοντος νοείται η παρουσία στη θάλασσα κάθε ουσίας, η οποία αλλοιώνει τη φυσική κατάσταση του θαλασσίου ύδατος ή το καθιστά επιβλαβές στην υγεία του ανθρώπου ή την πανίδα και τη χλωρίδα του βυθού και γενικά ακατάλληλο για τις κατά περίπτωση χρήσεις του. Ο νόμος αυτός εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις ρύπανσης: α) των λιμένων, των ακτών της χώρας και των ελληνικών χωρικών υδάτων υπό εγκαταστάσεων ή πλοίων και δεξαμενοπλοίων υπό ελληνική ή ξένη σημαία και β) της ανοικτής θάλασσας υπό πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία. Το άρθρο 13 του ως άνω νόμου προβλέπει, εκτός των άλλων, τις ποινικές κυρώσεις σε βάρος των παραβατών αυτού, των ισχυουσών, σχετικών, Διεθνών Συμβάσεων και των σε εκτέλεση τούτων εκδιδομένων προεδρικών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων. Λόγω της σημασίας του εννόμου αγαθού του περιβάλλοντος στην κοινωνική ζωή, είναι εμφανές ότι αυτός που καταστρέφει το περιβάλλον αναιρεί τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις επιβίωσης του ανθρώπου. Ως εκ τούτου, η προσφυγή στο ποινικό δίκαιο έχει κριθεί αναγκαία και σκόπιμη στις περισσότερες σύγχρονες νομοθεσίες. Είναι, επίσης, διαπιστωμένο ότι οι ποινικές κυρώσεις για τα περιβαλλοντικά αδικήματα έχουν επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

Τη διαχρονική ανάγκη προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος επεσήμανε ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου κ. Παναγιωτόπουλος, με την υπ΄αριθμ. 14/2022 Εγκύκλιο της Εισαγγελίας του Α.Π. με τίτλο: «Η πλειστάκις παραγγελλόμενη και μηδέποτε επιτυγχανόμενη προστασία του περιβάλλοντος» κατέδειξε τον αναγκαίο ρόλο που οφείλουν να διαδραματίσουν οι εισαγγελείς και τα κρατικά όργανα εν γένει στην προστασία του περιβάλλοντος. Καταλήγει, μάλιστα, με την ευχή: «….Κύριοι συνάδελφοι ζω με το όνειρο (και προκειμένου να λάβουν και τα όνειρα εκδίκηση, όπως λέει ο ποιητής) που οι ενεργοί πολίτες και τα αρμόδια κρατικά όργανα θα δίνουν «μάχη» καθημερινά για σωστικές επεμβάσεις στο περιβάλλον, δηλαδή για την ίδια την ζωή, κάτω από το άγρυπνο μάτι και το αδιάλειπτο υπηρεσιακό ενδιαφέρον των Εισαγγελέων της Χώρας..».

Στατιστικά στοιχεία Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Πειραιώς

Η επιστημονική ημερίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου, της Ελληνικής Ένωσης Ναυτικού Δικαίου και της Ελληνικής Ένωσης Ναυτιλιακών Δικηγόρων φιλοξενείται στον Πειραιά. Ας μου επιτραπεί, λοιπόν, να κάνω χρήση των στατιστικών στοιχείων που δημοσίευσε ο κ. Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος, Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς και Επίκουρος Εισαγγελέας Περιβάλλοντος & Προστασίας Ζώων Πειραιώς. Σύμφωνα με αυτά, κατά το διάστημα από το έτος 2010 έως τον Φεβρουάριο του 2023 εισήχθησαν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς 86 υποθέσεις θαλάσσιας ρύπανσης. Από αυτές αρχειοθετήθηκαν για διαφόρους λόγους 39, προσδιορίστηκαν για να δικαστούν 39, εκδικάσθηκαν σε α’ βαθμό 36 και εκδόθηκαν καταδικαστικές αποφάσεις σε 7 υποθέσεις, στις οποίες επεβλήθησαν ποινές σε συνολικά 10 κατηγορουμένους.
Η εξέλιξη του ελληνικού και διεθνούς νομικού πλαισίου

Είναι γεγονός ότι η ποινική προστασία του περιβάλλοντος φαίνεται να απασχολεί τον Έλληνα νομοθέτη μόλις τις πέντε τελευταίες δεκαετίες, κυρίως λόγω της υποχρέωσης της ελληνικής πολιτείας να κυρώσει μια σειρά από διεθνείς συνθήκες. Η νομοθέτηση, όμως, στο πεδίο αυτό, εμφανίζεται μέχρι και σήμερα εξόχως προβληματική, καθώς η πληθώρα των διατάξεων που εντοπίζεται διάσπαρτη σε διάφορα νομοθετήματα μόνο σύγχυση δύναται να προκαλέσει.

Αν επιχειρήσουμε μια συνοπτική παρουσίαση του θεσμικού πλαισίου για την ποινική προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος, η διάταξη του άρθρου 13 του Ν.743/1977 είναι η παλαιότερη ποινική διάταξη του ελληνικού δικαίου του περιβάλλοντος. Ο νόμος αυτός αποτελεί το βασικό νομοθέτημα για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος.

Ακολουθεί ο νεότερος νόμος 3199/2003, με τον οποίο το εθνικό μας δίκαιο εναρμονίστηκε προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000. Ο νόμος αυτός έχει παραμείνει ουσιαστικά ανεφάρμοστος, αφού η νομολογία φαίνεται να τον αγνοεί και εφαρμόζει αντ’ αυτού τις γενικές διατάξεις του Ν.1650/1986, ακόμα και σε περιπτώσεις, που προφανώς εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του.

Εν συνεχεία, με τον Ν. 4037/2012 θεσπίστηκε ένα ειδικό νομοθετικό καθεστώς, το οποίο διαφέρει σημαντικά από τους δύο προγενέστερους νόμους. Ο νόμος αυτός εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2005/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005 σχετικά με τη ρύπανση από τα πλοία και τη θέσπιση κυρώσεων, περιλαμβανομένων των ποινικών κυρώσεων, για αδικήματα ρύπανσης (L255). Η Οδηγία αυτή τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2009/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Οκτωβρίου 2009.

Ωστόσο, δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας ότι η πρώτη και η σπουδαιότερη, μέχρι και σήμερα ίσως, συνολική νομοθετική ρύθμιση της αστικής, διοικητικής και ποινικής ευθύνης για τις προσβολές του περιβάλλοντος εν γένει, θα λέγαμε ότι συντελέστηκε με τη ψήφιση του ισχύοντος Ν.1650/1986, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τον Ν. 4042/2012, ο οποίος τυγχάνει μέχρι και σήμερα ευρείας εφαρμογής από τα ελληνικά δικαστήρια.

Σε διεθνές επίπεδο, η υπογραφή της Σύμβασης του Λονδίνου του 1973 και του Πρωτοκόλλου του 1978 «περί προλήψεως της ρύπανσης της θαλάσσης από πλοία» (MARPOL 73/78) αποτέλεσε τη βάση του διεθνούς νομοθετικού πλαισίου για τη διατήρηση της θαλάσσιας βιοποικιλότητας και ασφάλειας. Στην ελληνική έννομη τάξη, η συγκεκριμένη Σύμβαση έχει κυρωθεί με τον Ν. 1269/1982.

Υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, η Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας στο Montego Bay κατέληξε το 1982 σε ένα ενιαίο και συνεκτικό νομικό πλαίσιο που θέτει κανόνες για όλες τις δραστηριότητες επί και εντός των θαλασσών και ωκεανών και για όλα τα θέματα που αφορούν στο περιβάλλον και στην ορθολογική διαχείρισή του. Το κείμενο αυτό είναι η Σύμβαση των Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας (United Nations Convention on the Law of the Sea – UNCLOS 1982), το οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με τον Ν.2252/1994.

Τέλος, το μεγάλο ναυτικό ατύχημα του «Εxxon Valdez» το 1989 οδήγησε τις Η.Π.Α. στην έκδοση του «Νόμου για τη Ρύπανση από Πετρέλαιο» (The Oil Pollution Act – 1990). Ο νόμος αυτός δημιούργησε ένα ολοκληρωμένο καθεστώς πρόληψης, αντίδρασης, ευθύνης και αποζημίωσης για την αντιμετώπιση της ρύπανσης από πετρέλαιο που προκαλείται από πλοία και εγκαταστάσεις στα ύδατα των ΗΠΑ.

Η έννοια της ρύπανσης του θαλασσίου περιβάλλοντος ειδικότερα

Ο Ν.743/1977 για τη θαλάσσια ρύπανση υπήρξε η πρώτη νομοθετική πρωτοβουλία για τη νομική προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος, με τις διατάξεις του ως άνω νόμου να είναι ειδικές σε σχέση με τα λοιπά νομοθετήματα για την προστασία εν γένει του περιβάλλοντος. Κατά δε τον νόμο αυτό, η προσβολή του θαλασσίου περιβάλλοντος αποτελεί πλημμέλημα, ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη βλάβη στα έννομα αγαθά της υγείας ή της ιδιοκτησίας των ανθρώπων, που αποτελεί επιβαρυντική απλώς περίσταση.

Θαλάσσια ρύπανση, σύμφωνα με το άρθρο 1 εδ. ιδ’ του Ν. 743/1977, είναι : «Η παρουσία εις την θάλασσαν πάσης ουσίας, η οποία αλλοιώνει την φυσικήν κατάστασιν του θαλασσίου ύδατος ή καθιστά τούτο επιβλαβές, εις την υγείαν του ανθρώπου ή την πανίδα και χλωρίδα των βυθών και εν γένει ακατάλληλον διά τας προβλεπομένας κατά περίπτωσιν χρήσεις αυτού», ενώ μορφή ρύπανσης είναι και η μόλυνση, καθώς σύμφωνα με τον ορισμό που δίνεται στο άρθρο 1 εδ. ιθ’ του ίδιου νόμου, πρόκειται για «μορφή ρύπανσης που χαρακτηρίζεται από την παρουσία παθογόνων μικροοργανισμών στο περιβάλλον ή δεικτών που υποδηλώνουν την πιθανότητα παρουσίας τέτοιων μικροοργανισμών.».

Επομένως, η βλάβη του περιβάλλοντος έγκειται, είτε στην αλλοίωση της φυσικής κατάστασης του θαλασσίου ύδατος, είτε στην ακαταλληλότητα για τις προβλεπόμενες κατά περίπτωση χρήσεις του.

Ως αλλοίωση της φυσικής κατάστασης του θαλασσίου ύδατος νοείται κάθε επί τα χείρω μεταβολή της προ της πράξεως ή παραλείψεως φυσικής, χημικής ή βιολογικής ποιότητας του θαλασσίου ύδατος. Αλλοίωση, λοιπόν, υφίσταται ακόμα και σε περίπτωση περαιτέρω χειροτέρευσης της κατάστασης και των ιδιοτήτων των ήδη φυσικώς αλλοιωμένων υδάτων.
Η ισχύουσα ελληνική νομοθεσία υπό το πρίσμα των ποινικών ευθυνών ιδίως των πλοιοκτητών, των πλοιάρχων και του πληρώματος:
Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων

Ο ν. 743/1977 αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα από τα σημαντικότερα νομοθετήματα στο πεδίο της ελληνικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας και το βασικό νομοθέτημα για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος. Περιέχει σειρά ορισμών (δεκαεπτά) για τους όρους που αξιοποιούνται στις διατάξεις του (άρθρο 1), απαγορευτικές διατάξεις, υποχρεώσεις και ειδικές ρυθμίσεις για πλοία και δεξαμενόπλοια (άρθρα 3-9), αλλά και ένα πλέγμα ποινικών, διοικητικών και πειθαρχικών κυρώσεων (άρθρο 13).

Το άρθρο 13 του Ν. 743/1977 – Εισαγωγικά

Στο άρθρο 13 του Ν. 743/1977 προβλέπονται, μεταξύ άλλων, και οι ποινικές κυρώσεις που επιβάλλονται σε αυτούς που κρίνονται υπαίτιοι πρόκλησης σοβαρής θαλάσσιας ρύπανσης.

Η διάταξη του άρθρου 13 του Ν. 743/1977 αποτελεί την παλαιότερη ποινική διάταξη του ελληνικού δικαίου του περιβάλλοντος. Ο ως άνω νόμος είναι ποινικός νόμος εν λευκώ και, επιπλέον, τυποποιεί ένα έγκλημα βλάβης του θαλασσίου περιβάλλοντος.

Στο άρθρο 13 παρ. 1α (i) προβλέπεται ως βασικό εκ δόλου πλημμέλημα η πρόκληση σοβαρής ρύπανσης με πλαίσιο ποινής φυλάκισης τριών μηνών έως πέντε ετών. Στο δεύτερο εδάφιο τυποποιείται ως διακεκριμένη παραλλαγή του η πρόκληση σοβαρής ρύπανσης με πράξη από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος ζημιάς ή βλάβης σε πρόσωπα ή πράγματα, με πλαίσιο ποινής, εν προκειμένω, ενός έως πέντε ετών. Τέλος, προβλέπεται εξ αμελείας προνομιούχος παραλλαγή με πλαίσιο ποινής δέκα μέρες έως πέντε έτη φυλάκιση.

Σύμφωνα με τη νομολογία, το προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης είναι το θαλάσσιο περιβάλλον, ενώ η διακεκριμένη παραλλαγή του δευτέρου εδαφίου («Αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος ζημιάς ή βλάβης σε πρόσωπα ή πράγματα, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.»), προστατεύει εκτός του περιβάλλοντος και τα ατομικά έννομα αγαθά της ζωής, της υγείας και της ιδιοκτησίας.
Το αδίκημα της σοβαρής ρύπανσης του θαλασσίου περιβάλλοντος

Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν.743/1977, τιμωρείται όποιος με πράξη ή παράλειψη προκαλεί αιτιωδώς σοβαρή θαλάσσια ρύπανση. Το έγκλημα ενεργείας είναι κοινό, δηλαδή μπορεί να τελεστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο, ενώ το έγκλημα παραλείψεως προϋποθέτει να συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη ιδιαίτερη νομική υποχρέωση. Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης απαιτείται δόλος οποιασδήποτε μορφής, αρκεί δηλαδή και ο ενδεχόμενος.

Η πράξη ή παράλειψη του υπαιτίου συνίσταται στην παράβαση των απαγορευτικών ή επιτακτικών κανόνων για την λειτουργία των πλοίων, των εγκαταστάσεων ξηράς κλπ., οι οποίοι περιέχονται στο Ν. 743/1977, στις διεθνείς συμβάσεις για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος και στις κανονιστικές διοικητικές πράξεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή τους. Ως «συμβάσεις» κατά την έννοια του Ν. 743/1977, νοούνται σύμφωνα με το άρθρο 1 εδ. ιε’ «οι Διεθνείς Συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα και ισχύουν, μαζί με τα Πρωτόκολλα, τα Παραρτήματα και τις προσθήκες τους και που αναφέρονται με κάθε τρόπο σε θέματα ρύπανσης της θάλασσας και γενικά προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος».

Παρατηρείται ότι οι συμπεριφορές που απαγορεύονται ρητώς από την διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 743/1977 καλύπτουν τις περισσότερες περιπτώσεις ρύπανσης, ώστε η ανωτέρω παραπομπή στις Συμβάσεις και στις κανονιστικές διοικητικές πράξεις να καθιστά την ερμηνευόμενη διάταξη του άρθρου 13 ουσιαστικά μόνο κατ’ όνομα λευκό ποινικό νόμο.

Όπως προκύπτει από την παρ. 2 του άρ. 3 Ν. 743/1977, ο νομοθέτης επαφίεται στην κρίση της Διοίκησης περί του κοινωνικά προσφόρου ορισμένων συμπεριφορών και δραστηριοτήτων. Επομένως, στις περιπτώσεις που παρέχεται άδεια της Διοικήσεως, αίρεται και η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται καν εγκληματική συμπεριφορά.

Σύμφωνα με τη νομολογία, ακόμη και στις περιπτώσεις που οι συνέπειες της ρύπανσης εκτείνονται σε μεγάλο χρονικό διάστημα, το έγκλημα είναι στιγμιαίο. Όπως εκθέτει η ΤριμΠλημ Ρόδου 1004/1981, αν ο δράστης διωχθεί ποινικά ή καταδικαστεί λ.χ. για απόρριψη αποβλήτων άνευ αδείας και εν συνεχεία, όσο διαρκούν οι συνέπειες της πρώτης ρύπανσης, προβεί σε εκ νέου απόρριψη, δεν δύναται να επικαλεστεί εκκρεμοδικία ή δεδικασμένο.

Το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 743/1977 καθιερώνει επιτακτικό κανόνα, η παράβαση του οποίου συνιστά διά παραλείψεως τέλεση του αδικήματος. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό: «Σε περίπτωση ρύπανσης ή πιθανού κινδύνου πρόκλησης αυτής, ο πλοίαρχος και ο εκπρόσωπος του πλοίου, ο προϊστάμενος ή διευθυντής της εγκατάστασης, καθώς και οι τυχόν εντεταλμένοι, υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως το περιστατικό στην αρμόδια Λιμενική Αρχή ή στο Υπουργείο και να λάβουν άμεσα κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, περιορισμό και αντιμετώπιση της ρύπανσης, ενεργώντας σύμφωνα με τα υφιστάμενα σχέδια αντιμετώπισης της ρύπανσης. Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο αυτός που προκάλεσε τη ρύπανση, οι συνυπεύθυνοι και οι τυχόν εντεταλμένοι αδυνατούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα στην έκταση που απαιτείται, υποχρεούνται να αναθέτουν αμέσως τις εργασίες αυτές σε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις αντιμετώπισης της ρύπανσης, ευθυνόμενοι επιπρόσθετα για τις συνέπειες κάθε καθυστέρησης.»

Προβλέπονται, επομένως, κατηγορίες προσώπων που υπέχουν καθήκον να αποτρέψουν την ρύπανση ή την περαιτέρω ρύπανση της θάλασσας. Η εξειδίκευση του περιεχομένου του καθήκοντός τους είναι σημαντική, διότι η εκπλήρωση των ανωτέρω καθηκόντων ενημέρωσης, ανάθεσης σε τρίτους κλπ. οδηγεί σε απαλλαγή από την ποινική ευθύνη για το διά παραλείψεως έγκλημα, έστω και αν τελικά η θαλάσσια ρύπανση δεν απετράπη παρά τις προσπάθειες αυτές.

Το αδίκημα της σοβαρής ρύπανσης του θαλασσίου περιβάλλοντος αποτελεί, κατά την απολύτως κρατούσα άποψη, ένα έγκλημα αποτελέσματος, δεδομένου ότι δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτησή του μόνο η ρυπαντική ενέργεια, αλλά απαιτείται και η επέλευση ρύπανσης της θάλασσας. Επιπλέον, το αδίκημα αυτό αποτελεί ένα έγκλημα βλάβης του θαλασσίου περιβάλλοντος. Το βλαπτικό αποτέλεσμα συνίσταται, είτε στην αλλοίωση της φυσικής κατάστασης του θαλασσίου ύδατος, είτε στην ακαταλληλότητα για τις προβλεπόμενες κατά περίπτωση χρήσεις του.

Για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 13 παρ. 1α του Ν. 743/1977 δεν αρκεί η πρόκληση οποιασδήποτε ρύπανσης, αλλά η ρύπανση πρέπει να είναι «σοβαρή». Η νομοθετική πρόβλεψη περί ποινικοποίησης της σοβαρής μόνο ρύπανσης καταλείπει, στην πράξη, την άσκηση ποινικής δίωξης στην ευχέρεια της εκάστοτε λιμενικής αρχής, η οποία διαβιβάζει στην αρμόδια εισαγγελία μόνο τις κατά την κρίση της περιπτώσεις σοβαρής ρύπανσης. Η σοβαρότητα είναι έννοια «αξιολογική», υποκείμενη, ως εκ τούτου, στον αναιρετικό έλεγχο, και κρίνεται κατά το είδος, την έκταση και τις λοιπές περιστάσεις. Οι βλαπτικές αλλοιώσεις του θαλασσίου περιβάλλοντος μέσων ή μικρότερων διαστάσεων είναι ποινικώς αδιάφορες και αντιμετωπίζονται μόνο με αστικές ή διοικητικές κυρώσεις.

Υποστηρίζεται ότι η σοβαρότητα κρίνεται in concreto, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, (επιτρεπόμενα ή μη ποσοστά ρύπων, είδος ρύπου, επικινδυνότητα ουσιών), σε συνδυασμό με τις ειδικότερες συνθήκες της δημιουργίας της, την χωρική έκταση, την διαπιστούμενη βλάβη του θαλασσίου περιβάλλοντος και τη δυνατότητα μείωσης ή εξάλειψής της. Κριτήριο, επίσης, του μέτρου της σοβαρότητας της ρύπανσης αποτελεί και η δυνατότητα της φύσης να αποκαταστήσει τη βλάβη με ίδιες δυνάμεις.

Η νομολογία απαιτεί να αλλοιώνεται «κατά πολύ» ή «ουσιωδώς» η φυσική κατάσταση του θαλασσίου ύδατος και να καθίσταται τούτο «πολύ επιβλαβές» στην πανίδα και την χλωρίδα του βυθού της θάλασσας (ΑΠ 1682/1998, ΤριμΕφΠλημΑιγ 89/1999). Κατά την ΑΠ 733/1984 το «πότε η ρύπανση είναι σοβαρή εξαρτάται από τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και οπωσδήποτε είναι σοβαρή όταν από αυτή μπορεί να προκύψει κίνδυνος ζημίας ή βλάβης σε πρόσωπα ή πράγματα». Η λύση στο ζήτημα αναφορικά με το ποιά ρύπανση είναι σοβαρή, μπορεί να είναι μόνο περιπτωσιολογική, ώστε ο νομοθέτης εναποθέτει στα χέρια της νομολογίας την τελική in concreto κρίση.
Η εξ αμελείας προνομιούχος παραλλαγή

Εν προκειμένω, προβλέπεται προνόμιο για την περίπτωση που το αδίκημα της πρόκλησης σοβαρής ρύπανσης τελέστηκε εξ αμελείας. Και εδώ απαιτείται να συντρέχουν όλοι οι όροι της αντικειμενικής υπόστασης του εκ δόλου πλημμελήματος. Η διάκριση, επομένως, του εκ δόλου από το εξ αμελείας αδίκημα γίνεται αποκλειστικά στο επίπεδο της υποκειμενικής υπόστασης.

Η αυξημένη προσοχή του δράστη, χάρη στην οποία αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει εγκαίρως το πρόβλημα, ενδεικνύει ότι δεν συντρέχει αμέλεια στο πρόσωπό του, όπως έκρινε και η ΤριμΕφΠλημΑιγ 89/1999. Με βάση την απόφαση αυτή, η στάση των κατηγορουμένων, οι οποίοι μόλις αντιλήφθηκαν το γεγονός της ρύπανσης διέκοψαν τελείως την δραστηριότητα που την προκαλούσε, αποκλείει την εκδοχή της αμέλειας. Οι κατηγορούμενοι, όχι μόνο δεν επέδειξαν έλλειψη προσοχής, αλλά, αντίθετα, χάρις στην αυξημένη προσοχή τους, αντιλήφθηκαν εγκαίρως το πρόβλημα και το αντιμετώπισαν κατά τον πλέον οριστικό τρόπο, πριν να λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις.
Η διακεκριμένη παραλλαγή

Με τη διάταξη αυτή απαξιολογείται η τυχόν επιπρόσθετη επικινδυνότητα της πράξης για ατομικά έννομα αγαθά. Εν προκειμένω, δεν απαιτείται η επέλευση ενός περαιτέρω αποτελέσματος κινδύνου ή βλάβης, αλλά απαξιολογείται μια ιδιότητα της αξιόποινης συμπεριφοράς, ήτοι η επικινδυνότητά της για τα ατομικά έννομα αγαθά (έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης).

Όπως εύλογα γίνεται αντιληπτό, η ποινική απαξία είναι μεγαλύτερη όταν η αξιόποινη συμπεριφορά του δράστη είναι πρόσφορη να προκαλέσει «κίνδυνο ζημιάς ή βλάβης σε πρόσωπα ή πράγματα» και, συνεπώς, πρέπει η ιδιότητα αυτή της αξιοποίνου συμπεριφοράς να καλύπτεται από τον δόλο του δράστη.

Ως βλάβη σε πρόσωπα νοείται η βλάβη ατομικών εννόμων αγαθών, ιδίως ζωής ή υγείας. Από την διατύπωση της διάταξης προκύπτει ότι κριτήριο για την διαπίστωση της προσφορότητας της συμπεριφοράς να προκαλέσει κίνδυνο βλάβης για πρόσωπα ή πράγματα είναι η φύση, η έκταση και η ένταση της ρύπανσης, και ιδίως η χωρική της τοποθέτηση.
Λόγοι άρσης του αδίκου

Η κατάσταση ανάγκης αποτελεί ένα λόγο άρσης του αδίκου (25 Π.Κ. «Δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος προς αποτροπή παρόντος και αναπότρεπτου με άλλα μέσα κινδύνου»), ο οποίος φαίνεται να βρίσκει, εν προκειμένω, πρόσφορο πεδίο εφαρμογής, αν αναλογιστούμε τους κινδύνους που συνεπάγεται η ναυσιπλοΐα. Ο πλοίαρχος λ.χ. που αδειάζει τις δεξαμενές του πετρελαιοφόρου και ρυπαίνει την θάλασσα για να σώσει το πλοίο και κυρίως τις ζωές των ναυτικών πράττει μη άδικα. Πρέπει να γίνει δεκτό, με βάση τη συνταγματική τάξη αξιών, ότι η απώλεια έστω και μίας ανθρώπινης ζωής υπερβαίνει σημαντικά κατ’ είδος και σπουδαιότητα την όποια συνηθισμένη βλάβη του περιβάλλοντος.

Με βάση τις αρχές της ενότητας της εννόμου τάξεως και του απεριορίστου αριθμού των λόγων άρσης του αδίκου, οι οποίοι μπορούν να συνάγονται από οποιονδήποτε κλάδο του δικαίου, που αποτυπώνει το άρθρο 20 ΠΚ, το διεθνές συμβατικό δίκαιο περιλαμβάνει κανόνες που συνιστούν λόγους άρσης του αδίκου. Παράδειγμα αποτελούν οι περιπτώσεις, οι οποίες ορίζονται στους Κανονισμούς 6 και 11 της MARPOL 73/78, και κατά τις οποίες η απόρριψη πετρελαίου ή πετρελαιοειδών ή επιβλαβών υγρών ουσιών ή μιγμάτων περιεχόντων τέτοιες ουσίες από πλοία, δεν θεωρείται παράνομη (οι οποίες θα αναλυθούν από επόμενο εισηγητή).
Έμπρακτη μεταμέλεια

Ο Ν. 743/1977 προβλέπει στο άρθρο 13 παρ. 1 εδ. α’ (ιι) ένα λόγο δυνητικής δικαστικής άφεσης της ποινής. Οι δράστες της σοβαρής ρύπανσης από αμέλεια «μπορούν να απαλλάσσονται από κάθε ποινή, αν με δική τους πρωτοβουλία εξουδετερώσουν τη ρύπανση και αποτρέψουν κάθε βλάβη ή ζημιά που μπορεί να επέλθει ή αν με γρήγορη αναγγελία τους προς τις αρχές συντελέσουν στην εξουδετέρωση της ρύπανσης, καταβάλλοντας συγχρόνως και τις συναφείς δαπάνες». Η εφαρμογή της διάταξης προϋποθέτει εξουδετέρωση ή αποτροπή της ρύπανσης με τον επιστημονικώς ενδεδειγμένο τρόπο (π.χ. με χρήση κατάλληλων διασκορπιστικών ουσιών κλπ.).

Δ.2. Ν. 4037/2012 «Για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2005/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005 σχετικά με τη ρύπανση από τα πλοία και τη θέσπιση κυρώσεων, περιλαμβανομένων των ποινικών κυρώσεων, για αδικήματα ρύπανσης (L 255), η οποία τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2009/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Οκτωβρίου 2009 (L 280) και άλλες διατάξεις»
Το άρθρο 6 του Ν. 4037/2012 – Εισαγωγικά

Με τις διατάξεις του ως άνω νόμου θεσπίζονται αποτρεπτικές, αποτελεσματικές και αναλογικές ποινικές και διοικητικές κυρώσεις, όταν προκαλείται ή ενδέχεται να προκληθεί ρύπανση ή υποβάθμιση του θαλασσίου περιβάλλοντος, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική ποινική προστασία του. Με τον νόμο αυτό εισάγεται ένα ειδικό νομοθετικό καθεστώς, διακρινόμενο από εκείνο του Ν. 743/1977 και εκείνο του Ν. 1650/1986.

Πρόκειται για ένα νομοθέτημα με διευρυμένη ισχύ των ποινικών διατάξεών του, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου: «Ο παρών νόμος εφαρμόζεται, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, σε απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών: α) στα εσωτερικά ύδατα κράτους – μέλους, συμπεριλαμβανομένων των λιμένων, κατά τον βαθμό που εφαρμόζεται το καθεστώς Marpol, β) στα χωρικά ύδατα κράτους – μέλους, γ) στα στενά που χρησιμοποιούνται για τη διεθνή ναυσιπλοΐα και υπόκεινται στο καθεστώς του πλου διέλευσης, όπως ορίζεται από το Μέρος III τμήμα 2 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας, εφόσον τα στενά αυτά τελούν υπό τη δικαιοδοσία κράτους – μέλους, δ) στην αποκλειστική οικονομική ζώνη ή σε αντίστοιχη ζώνη κράτους – μέλους, που έχει καθορισθεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και ε) στην ανοικτή θάλασσα». Με άλλα λόγια, τα εγκλήματα αυτά αποκτούν χαρακτήρα διεθνών εγκλημάτων.

Το άρθρο 4 του Ν. 4037/2012 προβλέπει εξαιρέσεις από το ανωτέρω πεδίο εφαρμογής. Όταν αυτές συντρέχουν, δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων του άρ. 6. Σύμφωνα με τις εξαιρέσεις αυτές, δεν αποτελούν αξιόποινη συμπεριφορά οι ελεγχόμενες απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών που καλύπτουν συγκεκριμένους όρους και προδιαγραφές της Marpol ή γίνονται για την ασφάλεια του πλοίου ή τη διάσωση ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα ή με την άδεια της αρμόδιας αρχής για την καταπολέμηση συγκεκριμένου περιστατικού ρύπανσης. Ειδικά για τον πλοιοκτήτη, τον πλοίαρχο και το πλήρωμα που ενεργεί υπό την ευθύνη του πλοιάρχου, δεν αποτελούν αξιόποινη συμπεριφορά οι απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών, εφόσον προκαλούνται από βλάβη του πλοίου, λαμβάνονται μετά τη βλάβη όλες οι εύλογες προφυλάξεις και δεν οφείλονται σε δόλο ή ενσυνείδητη αμέλεια.

Στο άρθρο 6 παρ. 1 περ. β’ προβλέπεται το βασικό εκ δόλου πλημμέλημα («Η απόρριψη ρυπογόνων ουσιών από πλοίο σε οποιαδήποτε από τις περιοχές του άρθρου 3, από την οποία προκαλείται υποβάθμιση της ποιότητας του θαλασσίου ύδατος, τιμωρείται β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή από χίλια πεντακόσια (1.500) έως πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις»), ενώ στην περ. α’ προβλέπεται ένα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα σε βαθμό κακουργήματος («Η απόρριψη ρυπογόνων ουσιών από πλοίο σε οποιαδήποτε από τις περιοχές του άρθρου 3, από την οποία προκαλείται υποβάθμιση της ποιότητας του θαλασσίου ύδατος τιμωρείται: α) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή από τρεις χιλιάδες (3.000) έως τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ αν, εξαιτίας της σοβαρότητας της υποβάθμισης, δημιουργείται κίνδυνος θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ή ευρεία οικολογική διατάραξη ή καταστροφή»), όπου το περαιτέρω αποτέλεσμα, είτε πλήττει ατομικά έννομα αγαθά, ήτοι συνίσταται σε κίνδυνο ζωής ή βαριάς βλάβης της υγείας, είτε πλήττει το περιβάλλον, συνιστάμενο σε βλάβη αυτού, ήτοι ευρεία οικολογική διατάραξη ή καταστροφή.

Στο άρθρο 6 παρ. 2 προβλέπονται αντίστοιχα προς τα αδικήματα της παρ. 1 πλημμελήματα εξ αμελείας («Όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος: α) της πράξης της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή από χίλια (1.000) έως δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ,») και («Όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος β) της πράξης της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή από διακόσια (200) έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.»). Στο άρθρο 6 παρ. 3 τυποποιείται ένα sui generis αδίκημα, και συγκεκριμένα ένα εκ δόλου πλημμέλημα που ποινικοποιεί τις επαναλαμβανόμενες μικρής σημασίας απορρίψεις, που υποβαθμίζουν το θαλάσσιο ύδωρ. Στο άρθρο 6 παρ. 4 προβλέπεται και αντίστοιχη εξ αμελείας προνομιούχος παραλλαγή του ανωτέρω ιδιωνύμου. Τέλος, στο άρθρο 6 παρ. 6 προβλέπεται και διάταξη έμπρακτης μεταμέλειας αντίστοιχη με εκείνες των άρθρων 28 του Ν. 1650/1986 και 13 του Ν. 743/1977 («Αν ο δράστης των παραβάσεων των προηγούμενων παραγράφων περιορίσει ο ίδιος ουσιωδώς ή συντελέσει, με έγκαιρη αναγγελία προς την αρχή, στην ουσιώδη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων της ρύπανσης ή της υποβάθμισης της ποιότητας του θαλασσίου ύδατος, που προκάλεσε η ενέργεια ή η παράλειψή του, το δικαστήριο μπορεί να του επιβάλει ποινή μειωμένη, σύμφωνα με το άρθρο 83 του Ποινικού Κώδικα ή να τον απαλλάξει από κάθε ποινή.»).

Προστατευόμενο από την ερμηνευόμενη διάταξη έννομο αγαθό είναι το θαλάσσιο περιβάλλον, ενώ, συγχρόνως, το εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα του άρθρου 6 παρ. 1 περ. α’, προστατεύει εκτός του θαλασσίου περιβάλλοντος και τα ατομικά έννομα αγαθά της ζωής και της υγείας.
Η βασική υπόσταση της υποβάθμισης του θαλασσίου ύδατος με απόρριψη ρυπογόνων ουσιών από πλοία

Το έγκλημα είναι κοινό και, επομένως, μπορεί να τελεστεί από οποιονδήποτε. Στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4037/2012 περιγράφεται ένας ενδεικτικός κύκλος δραστών: «Ο κύκλος των δραστών των εγκληματικών πράξεων ρύπανσης εκτείνεται σε όλο το δυνατό φάσμα και περιλαμβάνει οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο, δηλαδή τον πλοιοκτήτη, τον πλοίαρχο, τα μέλη του πληρώματος του πλοίου, τους πλοηγούς, τους λιμενικούς υπαλλήλους κλπ.».

Οι προϋποθέσεις που θέτει το άρ. 6 παρ. 1 ως προς την αξιόποινη συμπεριφορά ισχύουν και είναι κοινές για τις αντικειμενικές υποστάσεις όλων των αδικημάτων που προβλέπει το άρθρο 6.

Ως «ρυπογόνες ουσίες» νοούνται οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4037/2012, δηλαδή «οι ουσίες που ορίζονται στα Παραρτήματα Ι (πετρέλαιο) και ΙΙ (επιβλαβείς υγρές ουσίες που μεταφέρονται χύδην) της Marpol 73/78», ενώ ως «απόρριψη» νοείται, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 2, «κάθε έκλυση από πλοίο, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 της Marpol 73/78». Ακόμη, ως «πλοίο», σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4, «νοείται το ποντοπόρο σκάφος, ανεξαρτήτως σημαίας, οποιουδήποτε τύπου, το οποίο λειτουργεί εντός του θαλασσίου περιβάλλοντος, περιλαμβανομένων των υδροπτερύγων, των αερόστρωμνων σκαφών, των καταδυτικών σκαφών και των πλωτών ναυπηγημάτων.» Εξαιρούνται, σύμφωνα με το β’ εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 2 «τα πολεμικά πλοία, τα βοηθητικά πλοία του πολεμικού ναυτικού, ή άλλα πλοία κρατικής ιδιοκτησίας ή κρατικής εκμετάλλευσης, τα οποία χρησιμοποιούνται, προσωρινώς, μόνο για κρατικούς και μη εμπορικούς σκοπούς.».

Το εγκληματικό αποτέλεσμα είναι η υποβάθμιση της ποιότητας του θαλασσίου ύδατος, η οποία κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4037/2012 μπορεί να είναι σοβαρή ή μη. Επομένως, η σοβαρότητα της προσβολής του περιβάλλοντος λαμβάνεται υπόψη μόνο για τη διαβάθμιση του εγκλήματος και όχι για τη στοιχειοθέτησή του, όπως στο άρ. 13 Ν. 743/1977. Η έκταση (σοβαρότητα) της ρύπανσης λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της επιμέτρησης της ποινής. Τέλος, θα πρέπει να αποδεικνύεται η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στη συγκεκριμένη πράξη απόρριψης ρυπογόνων ουσιών από ορισμένο πλοίο και το επελθόν αποτέλεσμα της πρόκλησης υποβάθμισης της ποιότητας του θαλασσίου ύδατος.

Ο Ν. 4037/2012 δεν περιλαμβάνει ορισμό της υποβάθμισης. Ορθότερη φαίνεται να είναι η αναγωγή στον ορισμό του βασικού Ν. 1650/1986.

Εξ αντιθέτου, από την διάταξη της παρ. 3 του άρ. 6 (ιδιώνυμο για τις περιπτώσεις επαναλαμβανόμενης απόρριψης) συνάγεται ότι δεν τιμωρείται η ποιοτικά ασήμαντη υποβάθμιση. Επομένως, προκύπτει ήδη εκ του νόμου κλιμάκωση της ποινικής μεταχείρισης των εκ δόλου τελούμενων πράξεων απόρριψης. Η μεν πρόκληση ασήμαντης υποβάθμισης δεν τιμωρείται, (εξαιρούνται οι περιπτώσεις επαναλαμβανόμενης απόρριψης που καταλαμβάνει το ιδιώνυμο της παρ. 3), η πρόκληση ποιοτικής υποβάθμισης τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, ενώ αν προκληθεί και ευρεία οικολογική διατάραξη ή καταστροφή, σε βαθμό κακουργήματος.

Η υποκειμενική υπόσταση της ερμηνευόμενης διάταξης προϋποθέτει δόλο οποιασδήποτε μορφής, αρκεί δηλ. και ο ενδεχόμενος.
Το εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα

Στην περ. α’ της παρ. 1 του άρ. 6 τυποποιούνται περαιτέρω αποτελέσματα, η επέλευση των οποίων καθιστά την πράξη κακούργημα. Κατ’ εφαρμογή του άρ. 29 ΠΚ υποκειμενικώς απαιτείται η επέλευση των αποτελεσμάτων να καλύπτεται τουλάχιστον από αμέλεια. Όσον αφορά στην υπαλλαγή της επέλευσης κινδύνου για ατομικά έννομα αγαθά (ζωής ή υγείας), ο κίνδυνος αυτός είναι ένα περαιτέρω αποτέλεσμα σε σχέση με την βλάβη ή συγκεκριμένη διακινδύνευση του περιβάλλοντος, το οποίο επέρχεται συνεπεία αυτής. Όσον αφορά στην οικολογική διατάραξη ή καταστροφή, αυτές αποτελούν τις δύο μορφές περιβαλλοντικής βλάβης (μερική άρση της λειτουργικής χρησιμότητας αφενός και ολική άρση της λειτουργικής χρησιμότητας αφετέρου λόγω καταστροφής του περιβαλλοντικού στοιχείου).
Οι εξ αμελείας προνομιούχες παραλλαγές

Εν προκειμένω πρέπει να συντρέχουν όλοι οι όροι της αντικειμενικής υπόστασης του εκ δόλου εγκλήματος. Δεδομένου ότι η υπό κρίση υπόσταση δεν είναι λευκός ποινικός νόμος και δεν εξαρτάται από διοικητικές διατάξεις και κανονιστικές πράξεις, η παράβαση του αντικειμενικού καθήκοντος επιμελείας θεμελιώνεται σύμφωνα με τις γενικές αρχές του Ποινικού Δικαίου. Προϋποτίθεται η συνδρομή των γενικών όρων του άρθρου 15 Π.Κ., καθώς το εξ αμελείας έγκλημα τελείται με παράλειψη.

Όσον αφορά στην υποκειμενική υπόσταση, το άρθρο 6 παρ. 7 («Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση ελαφράς ασυνείδητης αμέλειας») περιορίζει ρητά αυτή μόνο στις περιπτώσεις ενσυνείδητης και βαριάς/μη ελαφράς ασυνείδητης αμέλειας, αποκλείοντας ρητά την τέλεση όλων των εξ αμελείας προβλεπόμενων αδικημάτων από ελαφρά ασυνείδητη αμέλεια, γεγονός που ήταν και πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη.

Στο άρ. 6 παρ. 2 περ. α’ προβλέπεται ένα διακεκριμένο πλημμέλημα εξ αμελείας. Ως πράξη, εν προκειμένω, νοείται η πράξη εκ της οποίας προήλθαν τα αποτελέσματα του άρθρου 6 παρ. 1 περ. α’. Συνεπώς, τιμωρείται με βαρύτερη ποινή η εξ αμελείας απόρριψη ρυπογόνων ουσιών από πλοίο, όταν το αποτέλεσμα συνίσταται σε βαριά περιβαλλοντική βλάβη ή στο να επέλθει κίνδυνος για ατομικά έννομα αγαθά (κίνδυνος βαριάς βλάβης της υγείας ή ζωής), ήτοι συγκεκριμένη διακινδύνευσή τους.
Το ιδιώνυμο έγκλημα των επαναλαμβανόμενων μικρής σημασίας απορρίψεων

Ο Ν. 743/1977 λαμβάνει πρόνοια, ώστε να ποινικοποιούνται μόνον οι σοβαρές προσβολές του θαλασσίου περιβάλλοντος και να μην δημιουργούνται υπέρμετρα εμπόδια στην ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας, διά της απαιτήσεως η ρύπανση της θάλασσας να είναι σοβαρή. Αντίστοιχα, ο Ν. 4037/2012 δεν τιμωρεί την μεμονωμένη ασήμαντη υποβάθμιση του θαλασσίου ύδατος. Ωστόσο, όταν ο δράστης προβαίνει σε περισσότερες απορρίψεις, οι οποίες μεμονωμένα μεν και αυτοτελώς ιδωμένες δεν προκαλούν υποβαθμιστικό αποτέλεσμα, αλλά σωρευτικά η προσβολή του θαλασσίου περιβάλλοντος εξικνείται μέχρι τον βαθμό αδίκου που απαιτεί ο νόμος στο βασικό εκ δόλου πλημμέλημα, κρίνεται αναγκαίος ο ποινικός κολασμός. Επειδή το άδικο παραλλάσσεται σε μεγάλο βαθμό σε σύγκριση με το βασικό αδίκημα, είναι ορθότερο να γίνεται λόγος, όχι για προνομιούχο παραλλαγή, αλλά για ιδιώνυμο (sui generis) αδίκημα.

Στόχος της ρύθμισης αυτής υπήρξε, όπως σημειώνεται στην Αιτιολογική Έκθεση του Σχεδίου Νομοθετικού Ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20.02.2009, «να αποτραπούν μερικοί υπεύθυνοι των θαλασσίων μεταφορών, οι οποίοι στην πράξη προτιμούν να πραγματοποιούν μια παράνομη δραστηριότητα ρύπανσης, επειδή τελικά αποδεικνύεται φθηνότερη η καταβολή της διοικητικής κύρωσης από τη συμμόρφωση προς τη σχετική νομοθεσία».

Το έγκλημα αυτό αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, καθώς οι κατ’ ιδίαν πράξεις δεν είναι αξιόποινες. Το ουσιώδες στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης έγκειται ακριβώς στην ανάδειξη του συνδέσμου των πράξεων, ο οποίος επιτρέπει την ομαδοποίησή τους σε ενιαίο σύνολο συμπεριφοράς και την θεώρησή τους υπό ενιαίο πρίσμα, όσον αφορά στην περιβαλλοντική προσβολή που συνολικά προκάλεσαν. Κατά την διάταξη ο σύνδεσμος αυτός είναι η «τοπική και χρονική ενότητά τους». Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση, θα πρέπει «να ευρίσκονται σε κάποια τοπική και χρονική ενότητα, η οποία επιτρέπει τη συνολική αξιολόγησή τους, και ο δράστης να έχει ενότητα δόλου».
Η εξ αμελείας προνομιούχος παραλλαγή του ιδιωνύμου

Δεδομένου ότι ο ιστορικός νομοθέτης αναγνώρισε στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4037/2012 ως βασικό συστατικό του ιδιωνύμου την ενότητα δόλου, υπό την έννοια ότι δι’ αυτής προκύπτει ο αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ των επιμέρους μη αξιόποινων απορρίψεων, είναι ακατανόητη η θέσπιση εξ αμελείας προνομιούχου παραλλαγής του ανωτέρω ιδιωνύμου.
Συμμετοχή

Στο άρθρο 6 παρ. 5 του Ν. 4037/2012 εισήχθη μια διάταξη ξένη προς το ποινικό μας σύστημα όσον αφορά στην διδασκαλία περί συμμετοχής, κατά την οποία, «Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο συμβάλλει, χωρίς να μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμμέτοχος, στην τέλεση των εγκλημάτων των παραγράφων 1 και 3, τιμωρείται με τις αντίστοιχες ποινές, μειωμένες κατά το άρθρο 83 του Ποινικού Κώδικα». Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του ως άνω νόμου, «Κρίθηκε όμως αναγκαίο, αν υπάρχει συμβολή κάποιου προσώπου (π.χ. προσωπικού νηογνώμονα) στην τέλεση των εγκλημάτων της δόλιας απόρριψης ρυπογόνων ουσιών των παραγράφων 1 και 3, η οποία (συμβολή) δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμμετοχή (άρθρα 45, 46, 47 ΠΚ), να στοιχειοθετείται αυτοτελές έγκλημα και ο υπαίτιος να τιμωρείται με τις αντίστοιχες για τα παραπάνω εγκλήματα ποινές, μειωμένες κατά το άρθρο 83 του ΠΚ». Ωστόσο, σύμφωνα με τη διδασκαλία περί συμμετοχής, δεν νοείται εκ δόλου συμβάλλων στην πράξη, ο οποίος δεν είναι συμμέτοχος. Επιπλέον, το εντελώς αόριστο της διατύπωσης «όποιος με οποιονδήποτε τρόπο συμβάλλει» δημιουργεί ζητήματα δικαιοκρατικής νομιμοποίησης της διάταξης, αφού ποινικοποιεί εντελώς αόριστες πράξεις. Η μόνη λογική εκδοχή είναι ότι πρόκειται για μια άτοπη προσπάθεια να ποινικοποιηθούν οι λεγόμενες αξιολογικά ουδέτερες πράξεις συμμετοχής.

Παρατηρείται δε ότι με την θέσπιση ως αυτοτελούς εγκλήματος της οιασδήποτε συμβολής σε αξιόποινες πράξεις, με μόνο περιορισμό την ύπαρξη δόλου, ανοίγει κυριολεκτικά ο ασκός του Αιόλου για την ποινικοποίηση πράξεων που βρίσκονται σε προηγούμενα, ακόμη και μακρινά, στάδια της αξιόποινης συμμετοχικής πράξης. Με άλλα λόγια, ποινική ευθύνη θα έχει, όχι μόνον αυτός που αποπειράται να προσφέρει βοήθεια στο έγκλημα της δόλιας απόρριψης ρυπογόνων ουσιών από πλοίο (απόπειρα συνέργειας), αλλά και αυτός που η συμβολή του βρίσκεται ακόμη στο στάδιο των προπαρασκευαστικών πράξεων της όποιας σύμπραξής του.
Έμπρακτη μεταμέλεια

Η διάταξη είναι όμοια με το άρθρο 28 παρ. 6 Ν. 1650/1986, εκτός από την πρόβλεψη του νόμου αυτού ότι μπορεί προς όφελος του δράστη να περιορίσει την υποβάθμιση ή να προβεί στην αναγγελία στην αρχή και τρίτος ενεργών υπό τις εντολές ή για λογαριασμό του.
Ποινική Ευθύνη των Διοικούντων τα Νομικά Πρόσωπα για αξιόποινες πράξεις κατά του Περιβάλλοντος (άρθρο 28 παρ. 5 Ν.1650/1986, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.4042/2012)
Εισαγωγικά

Το ζήτημα της απόδοσης ποινικής ευθύνης σε νομικά πρόσωπα, των οποίων η δραστηριότητα συνδέεται με αξιόποινες πράξεις κατά του περιβάλλοντος, απασχολεί ιδιαίτερα σοβαρά την ποινική δικαιοσύνη. Για λόγους πληρότητας, αναφέρεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 αρ. 4 του Ν. 4042/2012 ως «νομικό πρόσωπο» ορίζεται «κάθε νομική οντότητα (legal entity) που έχει το καθεστώς αυτό βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, πλην κρατών ή δημόσιων φορέων κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας, καθώς και διεθνών οργανισμών δημοσίου δικαίου.».

Έτσι, στα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος στα οποία εμπλέκονται νομικά πρόσωπα, οι φυσικοί αυτουργοί των αξιόποινων πράξεων δεν είναι οι μόνοι υπεύθυνοι. Ο αριθμός των πραγματικών υπευθύνων, δηλαδή, σε μία θαλάσσια ρύπανση επί παραδείγματι, δεν εξαντλείται στους ναυτικούς/φυσικούς αυτουργούς που απορρίπτουν τα λύματα στην θάλασσα, αλλά επεκτείνεται εκθετικά και σε άλλα πρόσωπα, που ασκούσαν εποπτεία/έλεγχο, όπως τον πλοιοκτήτη ή τον Διευθύνοντα Σύμβουλο ή ακόμη και σε ένα απλό μέλος εταιρείας που ασκούσε, όμως, ουσιαστική διοίκηση, ακόμη και αν δεν είχαν φυσική παρουσία κατά την τέλεση των συγκεκριμένων εγκληματικών πράξεων.

Εξαιρετικά δυσχερής, εξάλλου, καθίσταται και η απόδοση της ατομικής ποινικής ευθύνης στα επί μέρους άτομα που επανδρώνουν τα σύγχρονα νομικά πρόσωπα, και τούτο διότι στα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος δραστηριοποιούνται συνδυαστικά και διαδοχικά με πράξεις ή και παραλείψεις τους αρκετά διαφορετικά πρόσωπα, τα οποία συνήθως αγνοούν ή αδυνατούν να συνδέσουν την δική τους πράξη ή παράλειψη με την τελεσθείσα αξιόποινη πράξη.

Επομένως, είναι δύσκολη η θεμελίωση του δόλου ως προς τη συγκρότηση της προσβολής του περιβάλλοντος, αλλά και της αμέλειας, αφού δεν μπορεί να διαπιστωθεί έλλειψη προσοχής που όφειλαν και κυρίως μπορούσαν να επιδείξουν, καθώς οι απλοί εργαζόμενοι δεν είναι υποχρεωμένοι να ελέγχουν το –συνήθως περίπλοκο- περιεχόμενο των νόμων και των κανονιστικών διοικητικών πράξεων. Ωστόσο, κάποιες φορές, δεν αποκλείεται η υπαιτιότητα των εργαζομένων, όταν, λόγου χάρη, ο εργοδότης ή ο προϊστάμενος δίνουν εντολή να προβούν σε απόρριψη λυμάτων στη θάλασσα κρυφά τις νυχτερινές ώρες, ή να αφαιρούν τα φίλτρα καθαρισμού για λόγους οικονομίας και να τα ενεργοποιούν μόνον όταν εμφανίζονται ελεγκτές, όταν γνωρίζουν δηλαδή, έστω και ως ενδεχόμενο, ότι η πράξη τους είναι απαγορευμένη.

Στην περίπτωση αυτή, οι εργαζόμενοι μπορούν να απαλλαγούν από την ποινή, αν δεν καταλογίζεται η πράξη στην ενοχή τους, λόγω σύγκρουσης καθηκόντων, εφόσον υπάρχει αναλογία μεταξύ των συνεπειών της προσβολής του περιβάλλοντος και της απώλειας της εργασίας τους. Ωστόσο, αυτή η δυνατότητα απαλλαγής από την ποινή θα έπρεπε να προβλέπεται ρητά στον νόμο, με πολύ συγκεκριμένους όρους, ώστε να αποκλείεται η τιμώρηση των απλών εργαζομένων, που εκτελούν εντολές των προϊσταμένων τους.

Συνεπώς, με το δεδομένο ότι οι εργαζόμενοι σε ένα νομικό πρόσωπο, με πράξεις ή παραλείψεις τους προσβάλλουν το περιβάλλον στο πλαίσιο της λειτουργίας του, πράττουν δηλαδή τελειωτικώς άδικα, εφόσον αποδειχθεί ότι τα διευθυντικά στελέχη, τους δίνουν την εντολή για την τέλεση των συγκεκριμένων πράξεων γνωρίζοντας ότι αυτές αντίκεινται στο πλαίσιο λειτουργίας του νομικού προσώπου, εμφανίζονται ως ηθικοί αυτουργοί των προσβολών αυτών, ανεξάρτητα από την θεμελίωση ευθύνης του φυσικού αυτουργού-υφισταμένου. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και η νομολογία. Ενδεικτικά, η ΑΠ 742/2014 δέχτηκε ότι συνιστά ηθική αυτουργία η εντολή παράνομης εξόρυξης πετρωμάτων του αναιρεσείοντα στους διαχειριστές δύο εταιρειών, οι οποίοι προέβησαν στην παράνομη πράξη. Στις εν λόγω εταιρείες, που, όπως αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση ιδρύθηκαν, για το οικονομικό συμφέρον του κατηγορουμένου, ως ιδρυτές και διαχειριστές εμφανίζονταν συγγενικά πρόσωπα και υπάλληλοί του. Ωστόσο, την ουσιαστική διαχείριση την ασκούσε ο ίδιος, έχοντας πλήρη γνώση των εταιρικών υποθέσεων και επηρεάζοντας με αυτόν τον τρόπο τους φερόμενους διαχειριστές, ως προς τη λήψη εταιρικών αποφάσεων. Στο σκεπτικό της ανωτέρω απόφασης παρατίθεται απόσπασμα της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσείων «με πρόθεση,…, πειθώ, φορτικότητα, υποσχόμενος οικονομικά ανταλλάγματα και εκμεταλλευόμενος την υπαλληλική σχέση, αλλά και λόγω της συγγενικής του σχέσης, έπεισε τους ανωτέρω….ενεργώντας υπό τις εντολές του να προβαίνουν….με τα υλικά μέσα και το ανθρώπινο δυναμικό, που διέθεταν οι ως άνω εταιρείες, στην εκμετάλλευση και εξόρυξη αδρανών υλικών, χωρίς άδεια εκμετάλλευσης για λατομείο….Κατόπιν τούτων, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος ως ηθικός αυτουργός, κατά συρροή, των πράξεων της παράνομης εξόρυξης αδρανών υλικών και υποβάθμισης του περιβάλλοντος.».

Επιπλέον, η ΑΠ 1336/2010 αναίρεσε την προσβαλλόμενη απόφαση με την αιτιολογία ότι ένας από τους κατηγορουμένους είχε καταδικαστεί ως συναυτουργός, ενώ στην απόφαση είχε γίνει δεκτό ότι είχε δώσει μόνον εντολή για την τέλεση της αξιόποινης πράξης. Όπως προκύπτει και από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, «ο κατηγορούμενος έδωσε εντολή στους οδηγούς των αυτοκινήτων, οι οποίοι προέβησαν παρανόμως στην ανεξέλεγκτη απόρριψη μεγάλης ποσότητας στερεών και υγρών λυμάτων» .

Επισημαίνεται δε ότι σε πολλές υποθέσεις που έχουν απασχολήσει τα ελληνικά δικαστήρια, προκειμένου τα στελέχη του νομικού προσώπου να απαλλαγούν της ποινής, που θα επιβληθεί εις βάρος τους, σε περίπτωση που θεμελιωθεί η ευθύνη τους για την τέλεση περιβαλλοντικών εγκλημάτων, επικαλούνται πλάνη ως προς το ακριβές περιεχόμενο του νόμου και των κανονιστικών πράξεων της διοίκησης, σχετικών με την προστασία του περιβάλλοντος. Ωστόσο, δεν έχει γίνει δεκτός από τη νομολογία ο ισχυρισμός ότι αυτή η πλάνη είναι συγγνωστή, δηλαδή πλάνη, που ο δράστης δεν μπορούσε να αποφύγει, μολονότι κατέβαλε την οφειλόμενη από τις περιστάσεις και δυνατή για αυτόν επιμέλεια, όπως απαιτείται από το άρθρο 31 παρ 2 ΠΚ, προκειμένου να μην καταλογιστεί η πράξη στον δράστη. Ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αρ. 1108/2014 απόφαση, σε μία υπόθεση ρύπανσης και υποβάθμισης του περιβάλλοντος από τους νόμιμους εκπρόσωπους της εταιρείας που είχε αναλάβει την κατασκευή τμήματος της Εγνατίας Οδού, απέρριψε τον ισχυρισμό της συγγνωστής πλάνης με την αιτιολογία ότι οι δράστες «ως νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας, η οποία δραστηριοποιείται επί 35 έτη στον τομέα κατασκευής δημοσίων έργων και είχε μάλιστα αναλάβει τον μεγαλύτερο αριθμό έργων που αφορούσαν στην κατασκευή της Εγνατίας Οδού, είχαν απόλυτη γνώση της ανάγκης για νέα αυτοτελή περιβαλλοντική αδειοδότηση».
Ειδικώς, η παράγραφος 5 του άρθρου 28 του Ν.1650/1986, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.4042/2012

Ωστόσο, η ύπαρξη σχετικής εντολής προς τους υφισταμένους δεν προκύπτει πάντα άμεσα από τα αποδεικτικά στοιχεία. Γι’ αυτό, με το άρθρο 28 παρ. 5.1 και 5.2. Ν. 1650/1986, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 4 Ν.4042/2012, επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί η ποινική ευθύνη των διοικούντων τα νομικά πρόσωπα, δηλαδή των φυσικών προσώπων που κατέχουν τη διευθυντική εξουσία και κατευθύνουν τη λειτουργία του νομικού προσώπου, που επί της ουσίας καρπώνονται τα οφέλη της επιζήμιας για το περιβάλλον οικονομικής δραστηριότητας.

Συγκεκριμένα, η απόδοση ποινικής ευθύνης στα φυσικά πρόσωπα που οικειοθελώς αναλαμβάνουν θέσεις ευθύνης και προστατευτικά καθήκοντα, στηρίζεται στην ιδιαίτερη νομική υποχρέωσή τους να εποπτεύουν και να ελέγχουν την τήρηση των υποχρεώσεων που επιβάλλει η περιβαλλοντική νομοθεσία. Σύμφωνα λοιπόν, με το αρ.28 παρ.5.1. του Ν.1650/1986 «Τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν ιθύνουσα θέση σε οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο και ιδίως οι πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων, οι εντεταλμένοι ή διευθύνοντες σύμβουλοι ανώνυμων εταιριών, οι διαχειριστές εταιριών περιορισμένης ευθύνης, ο πρόεδρος του διοικητικού και του εποπτικού συμβουλίου συνεταιρισμών, έχουν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να εποπτεύουν και να ελέγχουν την τήρηση, από φυσικά πρόσωπα που τελούν υπό τις εντολές τους, των διατάξεων του παρόντος νόμου και των κατ` εξουσιοδότηση του εκδιδόμενων κανονιστικών πράξεων, που αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος.»

Κριτήριο για τη θεμελίωση αυτής της υποχρέωσης, αποτελεί η κατοχή από το φυσικό πρόσωπο ιθύνουσας θέσης στο νομικό πρόσωπο. Ως ιθύνουσα θέση ορίζεται δε στο άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 4042/2012, «η θέση που κατέχει φυσικό πρόσωπο σε οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο όταν έχει εξουσία, ενεργώντας ατομικά ή ως μέλος οργάνου, είτε να το εκπροσωπεί, είτε να λαμβάνει αποφάσεις για λογαριασμό του, είτε να ασκεί έλεγχο εντός αυτού». Επομένως, το στοιχείο της ιθύνουσας θέσης αποδεικνύεται από την πραγματική και ουσιαστική άσκηση εξουσίας, είτε εκπροσώπησης, είτε λήψης αποφάσεων εξ ονόματος και για λογαριασμό του νομικού προσώπου, είτε ελέγχου εντός του νομικού προσώπου (άρθρο 4 παρ. 1 σε συνδυασμό με άρθρο 6 παρ.2 Ν.4042/2012), και δεν αρκεί η τυπική απλώς ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου. Προκύπτει, δηλαδή, από την διατύπωση του Νόμου ότι ο κύκλος των προσώπων που επιβαρύνονται με τη συγκεκριμένη υποχρέωση είναι εξαιρετικά ευρύς και η απαρίθμηση στη διάταξη είναι ενδεικτική. Δεν περιορίζεται μόνο στους προέδρους των διοικητικών συμβουλίων ή τους διευθύνοντες συμβούλους, αλλά επεκτείνεται και σε άλλα πρόσωπα, όπως λ.χ. μεσαία στελέχη και μέλη διοικητικού συμβουλίου μιας επιχείρησης, εφόσον συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της ιθύνουσας θέσης.

Για την αποσαφήνιση της έννοιας αυτής, σημαντική είναι η απόφαση του ΑΠ 1521/2004, σύμφωνα με την οποία:

«Στην εταιρεία αυτή ο πρώτος κατηγορούμενος είναι διευθύνων σύμβουλος και πρόεδρος του ΔΣ και ο δεύτερος κατηγορούμενος μέλος του ΔΣ, ασκών όμως κι αυτός ουσιαστική διοίκηση. Ως εκ τούτου, είναι και οι δύο υπεύθυνοι για την τήρηση των διατάξεων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος…. Επομένως, οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, διότι από την λειτουργία του εργοστασίου, για την οποία αυτοί είναι υπεύθυνοι, προκλήθηκε κατά τον προαναφερόμενο χρόνο ατμοσφαιρική ρύπανση με την έκλυση δυσάρεστων οσμών και καπνών, γεγονός που υποβάθμιζε το φυσικό περιβάλλον της περιοχής του εργοστασίου των γειτονικών περιοχών …»

Με την ως άνω απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας, η οποία επικυρώθηκε από τον ΑΠ, εκρίθη υπεύθυνος για την τήρηση των διατάξεων που αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος, με βάση, μάλιστα, την προϊσχύσασα παρ. 5 του Νόμου 1650/1986, εκτός από τον Πρόεδρο και τον Διευθύνοντα Σύμβουλο, και το απλό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, που ασκούσε και αυτός ουσιαστική διοίκηση, χωρίς να είναι νόμιμος εκπρόσωπος. Επίσης, το υπ΄αρ. 125/2007 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου δέχεται ότι:«Στην εταιρεία αυτή η κατηγορούμενη ήταν νόμιμη εκπρόσωπος και ασκούσε ουσιαστική διοίκηση. Ως εκ τούτου, ήταν υπεύθυνη για την τήρηση των διατάξεων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος».

Επιπλέον, αναγκαίος όρος για τη θεμελίωση της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης, αποτελεί η ύπαρξη ιεραρχικής σχέσης μεταξύ του κατέχοντος την ιθύνουσα θέση και του αυτουργού της αξιόποινης πράξης κατά του περιβάλλοντος, να τελεί, δηλαδή, υπό «τις εντολές του». Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διαπιστώνεται ότι η εποπτεία και ο έλεγχος που ασκεί ο διοικητής μέσω της εκδόσεως κατάλληλων εντολών και οδηγιών έχουν και πραγματικό αντίκρισμα, δηλαδή θα απέτρεπαν την περιβαλλοντική προσβολή που προκάλεσε η πράξη του υφισταμένου τους.

Η θέσπιση ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης εποπτείας και ελέγχου των διευθυντικών στελεχών προς τους υφισταμένους τους, επιτρέπει την ευχερέστερη στοιχειοθέτηση εγκλημάτων μέσω του άρθρο 15 ΠΚ (μη γνήσιας παράλειψης) σε περίπτωση υποβάθμισης ή ρύπανσης του περιβάλλοντος. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, η μη αποτροπή ενός αποτελέσματος εξισώνεται με την πρόκλησή του, όταν το πρόσωπο που παραλείπει να πράξει είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο. Για παράδειγμα, αν ο κατέχων ιθύνουσα θέση, ο οποίος βαρύνεται με ιδιαίτερη νομική υποχρέωση εποπτείας και ελέγχου, αφήνει τον υφιστάμενό του να διοχετεύει παράνομα τα λύματα του εργοστασίου στο ποτάμι, θα ευθύνεται για την τέλεση του εγκλήματος διά παραλείψεως και μπορεί να του επιβληθεί η ποινή που προβλέπεται για το αντίστοιχο έγκλημα, εκ δόλου τελούμενο ή εξ αμελείας, εφόσον δεν αποδεχόταν την πράξη, αλλά δεν έδειξε την προσοχή, που όφειλε και μπορούσε να επιδείξει για να την αποτρέψει.

Ωστόσο, η φύση αρκετών περιβαλλοντικών εγκλημάτων δεν καθιστά επαρκή τη θεσμοθέτηση της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης των διευθυντικών στελεχών για την αντιμετώπιση του συνόλου των παραλείψεών τους, που οδηγούν σε προσβολές περιβάλλοντος.

Ως εκ τούτου, για να καλυφθεί κάθε κενό ποινικής ευθύνης των διευθυντικών στελεχών ενός Ν.Π., με τον Ν.4042/2012 καθιερώθηκε ρητά ένα νέο, αυτοτελές έγκλημα γνήσιας παράλειψης. Σύμφωνα, λοιπόν, με το αρ. 28 παρ. 5.2 του Ν.1650/1986, «Το φυσικό πρόσωπο, το οποίο κατέχει ιθύνουσα θέση, τιμωρείται ως αυτουργός για κάθε πράξη ή παράλειψη, που προβλέπεται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού και τελέσθηκε κατά ή εξ αφορμής της δραστηριότητας ή επιχείρησης του νομικού προσώπου, εφόσον αυτή δεν αποτράπηκε λόγω της παράλειψής του, από πρόθεση ή από αμέλεια, να ασκήσει την προβλεπόμενη στην περίπτωση 5.1 εποπτεία ή έλεγχο, ανεξάρτητα από την τυχόν ποινική ή αστική ή διοικητική ευθύνη άλλου φυσικού προσώπου ή του ίδιου νομικού προσώπου».

Ειδικότερα, απαραίτητες προϋποθέσεις για την στοιχειοθέτηση της ειδικής υπόστασης του αδικήματος είναι η εγκληματική πράξη ή παράλειψη του υφισταμένου με την οποία προσβάλλεται το περιβάλλον να τελέστηκε κατά ή εξ αφορμής της δραστηριότητας του Ν.Π. Πράξη «κατά την δραστηριότητα» του νομικού προσώπου είναι η πράξη του υφιστάμενου, που κατατείνει ευθέως στον επιδιωκόμενο οικονομικό-επιχειρηματικό σκοπό του νομικού προσώπου, ενώ «εξ αφορμής» είναι εκείνη που συνάπτεται με την ένταξη του δράστη στην επιχείρηση και δεν είναι εντελώς άσχετη με αυτή. Σε κάθε περίπτωση, αποκλείονται οι ευκαιριακές πράξεις, που δεν εντάσσονται στον κύκλο καθηκόντων του κατέχοντος ιθύνουσα θέση και δεν έχει τον έλεγχο να τις αποτρέψει.

Επίσης, πρέπει να διαπιστώνεται η παράλειψη του κατέχοντος ιθύνουσα θέση, να ασκήσει την προβλεπόμενη στην παρ. 5.1 του ίδιου άρθρου εποπτεία ή έλεγχο. Η παράλειψη, με βάση το Γενικό Ποινικό Δίκαιο, συνίσταται σε μη εκτέλεση μιας συγκεκριμένης ενέργειας, που είναι κοινωνικά αναμενόμενη, μπορεί πράγματι να εκτελεστεί και είναι πρόσφορη να ανακόψει την προσβολή του εννόμου αγαθού, δηλαδή την προσβολή του περιβάλλοντος.

Διευκρινίζεται δε ότι η εν λόγω διάταξη δεν οδηγεί στην αυτόματη ευθύνη του διευθύνοντος στελέχους από τις πράξεις των υφισταμένων του, αλλά θα πρέπει να αναζητείται κάθε φορά αν η συγκεκριμένη πράξη εποπτείας που παρέλειψε ο δράστης/διευθυντικό στέλεχος, θα είχε ως αποτέλεσμα να αποτραπεί η περιβαλλοντική προσβολή (αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράλειψης του κατέχοντος ιθύνουσα θέση και του επελθόντος αποτελέσματος).

Δεν αποκλείεται δε, η ευθύνη περισσότερων προσώπων, όταν όλα παρέλειψαν συγκεκριμένες πράξεις εποπτείας – ελέγχου. Για παράδειγμα, σε περίπτωση ρύπανσης της θάλασσας από πλοίο, μπορεί να αναζητηθεί ποινική ευθύνη από τον αξιωματικό του πλοίου για παράλειψη άσκησης της αναγκαίας εποπτείας στους ναυτικούς, που τελούσαν υπό τις εντολές του και προκάλεσαν τη ρύπανση. Για τον ίδιο λόγο, υπεύθυνοι μπορεί να θεωρηθούν ο κυβερνήτης του πλοίου, καθώς και ο διευθύνων σύμβουλος της ναυτιλιακής εταιρείας. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να διαπιστωθεί σε ποιά συγκεκριμένη πράξη εποπτείας ή ελέγχου όφειλε να προβεί ο καθένας, η οποία αν γινόταν, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποτροπή της ρύπανσης.

Σε επίπεδο υποκειμενικής υπόστασης, απαιτείται η εκ δόλου ή εξ αμελείας παράλειψη του στελέχους να ασκήσει την δέουσα εποπτεία, με αποτέλεσμα να μην αποτραπεί η εγκληματική πράξη ή παράλειψη. Οι μορφές υπαιτιότητας πρέπει να καλύπτουν ολόκληρη την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, στην οποία ανήκει, όχι μόνον η παράλειψη εποπτείας ή ελέγχου, αλλά και η προσβολή του περιβάλλοντος από τους υφισταμένους. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται ότι, αν ο προϊστάμενος αγνοεί ότι οι υφιστάμενοι παραβιάζουν τις διατάξεις για την προστασία του περιβάλλοντος, μολονότι γνωρίζει ότι ο ίδιος δεν ασκεί την δέουσα εποπτεία, ο δόλος αποκλείεται και θα τιμωρηθεί, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, για την εξ αμελείας μη αποτροπή της αξιόποινης πράξης.

Με βάση το ίδιο σκεπτικό, για να στοιχειοθετηθεί απόπειρα του εγκλήματος, δεν αρκεί η παράλειψη της εποπτείας, αλλά πρέπει να έχει αρχίσει πράγματι να πραγματώνεται η προσβολή του περιβάλλοντος από τους υφιστάμενους, χωρίς το έγκλημα να έχει ολοκληρωθεί.

Τέλος, σε σχέση με την ποινική μεταχείριση του κατέχοντος ιθύνουσα θέση, η παρ. 5.2 ορίζει ότι αυτός τιμωρείται ως αυτουργός. Δηλαδή, ως προς το πλαίσιο ποινής, εξισώνει τον προϊστάμενο με τον υφιστάμενο- φυσικό αυτουργό του περιβαλλοντικού εγκλήματος. Θα πρέπει, πάντως, να διευκρινίζεται ποιό από τα τυποποιούμενα στο άρθρο 28 παρ. 2 και 3 του Ν. 1650/1986 εγκλήματα πραγμάτωσε με τη συμπεριφορά του ο υφιστάμενος.

Όπως αναλύθηκε ανωτέρω, αν και εκ πρώτης όψεως τα νομοθετήματα για την προστασία του περιβάλλοντος τελούν σε σχέση ειδικότητας, η ύπαρξη πολλαπλών αλληλεπικαλυπτόμενων διατάξεων γεννά πολλά ζητήματα. Υφίσταται λοιπόν, διχογνωμία στην ελληνική επιστημονική θεωρία αν οι διατάξεις του αρ.28 του Ν.1650/1986, ως γενικότερου, για τους διευθύνοντες τα νομικά πρόσωπα μπορούν να εφαρμοστούν συμπληρωματικά στους υπόλοιπους περιβαλλοντικούς νόμους, για να θεμελιώσουν την ευθύνη των διοικούντων τα Ν.Π. Προς αποφυγή δημιουργίας ερμηνευτικών προβλημάτων σχετικά με την έκταση ισχύος των διατάξεων του Ν. 1650/1986 που προβλέπουν την θεμελίωση της ποινικής ευθύνης των διευθυνόντων τα νομικά πρόσωπα, είναι απαραίτητο να ληφθούν άμεσα νομοθετικές πρωτοβουλίες, έτσι ώστε να προβλεφθεί ρητά ότι οι εν λόγω διατάξεις ισχύουν για όλες τις προσβολές του περιβάλλοντος, ανεξαρτήτως του νόμου που τις περιγράφει.
Η Ευθύνη των Νομικών Προσώπων για αξιόποινες πράξεις κατά του Περιβάλλοντος

Η ευθύνη των διευθυντών του Ν.Π. δεν αναιρεί την ευθύνη του ίδιου του Ν.Π.. Κατά το ελληνικό δίκαιο, τα νομικά πρόσωπα δεν έχουν ποινική, αλλά μόνο αστική και διοικητική ευθύνη, σύμφωνα με την αρχή «societas delinquere non potest». Η αρχή αυτή βασίζεται στην κρατούσα άποψη, σύμφωνα με την οποία τα νομικά πρόσωπα μόνο κατά πλάσμα δικαίου θεωρούνται υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, καθώς η βούλησή τους εκφράζεται μέσα από τις πράξεις και τις παραλείψεις των οργάνων τους. Επιπλέον, σύμφωνα με την θεμελιώδη για το ποινικό δίκαιο αρχή της ενοχής, προϋπόθεση απόδοσης ποινικής ευθύνης αποτελεί η ικανότητα καταλογισμού της πράξης στον δράστη της.

Η πάγια αυτή θέση αμφισβητήθηκε από τους συντάκτες του Ν. 4042/2012, καθώς στην Αιτιολογική Έκθεση γίνεται αναφορά ευθέως για καθιέρωση ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων. Ωστόσο, το άρθρο 28 του Ν. 1650/1986 προβλέπει αποκλειστικά διοικητικές κυρώσεις για τα νομικά πρόσωπα.

Στον Ν. 1650/1986 προβλέπονται σημαντικές διοικητικές κυρώσεις για τα νομικά πρόσωπα, που ρυπαίνουν το περιβάλλον, ακόμα και αν δεν βεβαιώνεται η τέλεση οποιασδήποτε αξιόποινης πράξης από την πλευρά των εργαζομένων ή των διευθυντικών στελεχών. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 30 του νόμου αυτού, σε «…νομικά πρόσωπα που προκαλούν οποιαδήποτε ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος ή παραβαίνουν τις διατάξεις του παρόντος ή των κατ’ εξουσιοδότησή του εκδιδόμενων διαταγμάτων ή υπουργικών αποφάσεων ή αποφάσεων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή της Περιφέρειας, ανεξάρτητα από την αστική ή ποινική ευθύνη, επιβάλλεται ως διοικητική κύρωση πρόστιμο από πεντακόσια (500) μέχρι δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ. Τα εν λόγω πρόστιμα επιβάλλονται ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, τη συχνότητα, την υποτροπή, το ύψος υπέρβασης των θεσμοθετημένων ορίων εκπομπών και την παραβίαση των περιβαλλοντικών όρων και προτύπων περιβαλλοντικών δεσμεύσεων». Μπορεί επίσης, σωρευτικά ή διαζευκτικά, όπως προβλέπει η παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου, να επιβληθεί «… προσωρινή απαγόρευση της λειτουργίας του μέχρις ότου ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να αποτρέπεται η ρύπανση ή η υποβάθμιση» καθώς και «…να επιβληθεί η οριστική διακοπή της λειτουργίας της, αν η επιχείρηση ή η δραστηριότητα παραλείπει να συμμορφωθεί προς τα υποδεικνυόμενα μέτρα ή αν η λήψη αποτελεσματικών μέτρων είναι ανέφικτη».

Παράλληλα, το άρθρο 28 παρ. 5.3 του Ν. 1650/1986, όπως τροποποιήθηκε με τον Νόμο 4042/2012, προβλέπει ένα παραπλήσιο σύστημα επιβολής διοικητικών κυρώσεων σε βάρος του νομικού προσώπου, η ευθύνη του οποίου, σε αυτή την περίπτωση συναρτάται με την αξιόποινη συμπεριφορά των εργαζομένων του. Σύμφωνα με αυτό, «αν η πράξη ή παράλειψη, που προβλέπεται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού ή οποιαδήποτε μορφή συμμετοχής σε αυτές, τελέσθηκαν προς όφελος νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο το οποίο κατέχει ιθύνουσα θέση, πέραν της ποινικής ευθύνης του φυσικού προσώπου, επιβάλλεται και στο νομικό πρόσωπο, ανάλογα με το είδος και τη σοβαρότητα των επιπτώσεων στο περιβάλλον: (α) διοικητικό πρόστιμο μέχρι του τριπλάσιου της αξίας του οφέλους που επιτεύχθηκε ή επιδιώχθηκε ή (β) προσωρινή ή σε περίπτωση υποτροπής οριστική απαγόρευση άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας ή (γ) πρόσκαιρος ή οριστικός αποκλεισμός από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις ή (δ) η δημοσίευση, με δαπάνες του, της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης σε δύο ημερήσιες εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας ή συνδυασμός των ανωτέρω κυρώσεων».

Για την θεμελίωση της ευθύνης του νομικού προσώπου απαιτείται δηλαδή, να τελείται έγκλημα κατά του περιβάλλοντος. Επίσης, φυσικός αυτουργός του εγκλήματος ή συμμέτοχος στην τέλεσή του πρέπει να είναι ο κατέχων ιθύνουσα θέση στο νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από το αν η ευθύνη του θεμελιώνεται σε δική του ενέργεια ή σε παράλειψη εποπτείας ή ελέγχου, η οποία προκάλεσε αιτιωδώς την ρύπανση του περιβάλλοντος από τους υφισταμένους του. Τέλος, απαραίτητη προϋπόθεση για την στοιχειοθέτηση ευθύνης του νομικού προσώπου είναι το έγκλημα κατά του περιβάλλοντος να τελείται προς όφελος του νομικού προσώπου, ανεξάρτητα από το αν επιτεύχθηκε ή όχι. Περιορίζεται, δηλαδή, η ευθύνη του σε περιπτώσεις που η αξιόποινη πράξη τελέστηκε προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων του και με στόχο να αποκομίσει τα οφέλη της επιζήμιας για το περιβάλλον συμπεριφοράς. Η διάταξη δεν αποσαφηνίζει σε τί θα πρέπει να συνίσταται το όφελος του νομικού προσώπου. Κατά κανόνα, θα είναι οικονομικό, χωρίς να αποκλείεται άλλου είδους ωφέλεια, όπως λόγου χάρη η προστασία της καλής φήμης του νομικού προσώπου. Συνεπώς, εφόσον πληρούνται οι άνω προϋποθέσεις, πέρα από την ποινική ευθύνη του φυσικού προσώπου, επιβάλλονται σε βάρος του νομικού προσώπου, είτε διαζευκτικά, είτε σωρευτικά, με βάση την αρχή της αναλογικότητας, οι περιγραφείσες στον νόμο κυρώσεις.

Δεδομένου όμως του επαχθούς χαρακτήρα ορισμένων εκ των κυρώσεων και ιδίως του προστίμου, το οποίο μπορεί να ανέλθει στο τριπλάσιο του επιτευχθέντος ή επιδιωχθέντος οφέλους, που μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και στη διάλυση του νομικού προσώπου, τίθεται το ζήτημα αν αυτές έχουν επί της ουσίας ποινικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να αξιώνουν εφαρμογή οι εγγυήσεις του αρ.6 ΕΣΔΑ κατά την επιβολή τους.

Ελλείψει νομοθετικής διάταξης που να καθορίζει πότε επιβάλλονται οι κυρώσεις των εν λόγω άρθρων, καθίσταται αναγκαία η ενοποίηση των διατάξεων σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις σε βάρος των νομικών προσώπων, καθώς δημιουργείται αναμφίβολα σύγχυση στον εφαρμοστή του δικαίου, λόγω της ομοιότητας του περιεχομένου τους. Σε κάθε περίπτωση, ως κατευθυντήρια γραμμή τίθεται ο κανόνας ότι για την ίδια προσβολή του περιβάλλοντος απαγορεύεται η επιβολή των κυρώσεων δύο φορές από διαφορετικά διοικητικά όργανα και σε διαφορετικούς χρόνους (παραβίαση της αρχής ne bis in idem).
Επίλογος

Κλείνω με την ευχή τα περιστατικά θαλάσσιας ρύπανσης να βαίνουν διαρκώς μειούμενα και η ανάγκη χρήσης και εφαρμογής των ποινικών διατάξεων να ελαχιστοποιηθεί.

Η πλειονότης των εργαζομένων στην ελληνική ναυτιλία και οι Έλληνες εφοπλιστές, άλλωστε, διαρκώς αποδεικνύουν ότι κύριο μέλημά τους είναι η αειφόρος ανάπτυξη της ναυτιλίας και για αυτό, το μεν δεν φείδονται κόπων και κεφαλαίων για την υιοθέτηση νέων και καινοτόμων τεχνολογιών, το δε επιδεικνύουν προσήλωση στην εφαρμογή των εθνικών και διεθνών κανόνων ασφαλείας, πάντοτε με γνώμονα την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος.