Tέσσερα ΟΧΙ εισέπραξε από το εντεκαμελές Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, όπως έχουν ήδη αποκαλύψει οι "Δικογραφίες", η Πρωτοδίκης, η οποία προήχθη σε Πρόεδρο Πρωτοδικών, ενώ εκκρεμεί σε βάρος της πειθαρχική ποινή, γιά σοβαρό παράπτωμα!
Πρόκειται για τη δικαστή, η οποία διεκδίκησε και την είσοδο της, στην Αθλητική Δικαιοσύνη, αλλά έλαβε μόλις ΜΙΑ ψήφο!
Γιά την υπόθεση της προαγωγής της, που προκάλεσε ακόμη και την αυτοεξαίρεση του μέλος του ΑΔΣ, Αρειοαπαγίτη Θεόδωρου Κανελλόπουλου, ο οποίος αναγκάστηκε να δηλώσει αποχή από τη συνεδρίαση, καθώς ο αδελφός του Θανάσης Κανελλόπουλος είχε υπερασπιστεί ως δικηγόρος την δικαστή στο πειθαρχικό της, αποκαλύπτουμε το λόγο, που τα τέσσερα μέλη του ΑΔΣ, της έδωσαν ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΨΗΦΟ.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το ποινικό σκέλος των κατηγοριών σε βάρος της Πρωτοδίκη, γιά το οποίο τιμωρήθηκε και πειθαρχικά, ήταν αυτό, που απέτρεψε τα τέσσερα μέλη του ΑΔΣ, να δώσουν θετική ψήφο στην προαγωγή της στον ανώτερο βαθμό της Προέδρου Πρωτοδικών.
Η δικαστής διώχθηκε ποινικά, γιά υπεξαγωγή εγγράφων της δικογραφίας, την οποία χειριζόταν, αλλά της αφαιρέθηκε, μετά από αίτηση κατηγορούμενου, με τον οποίο φέρεται ότι, είχε στενή προσωπική σχέση.
Στη δικογραφία, που ανατέθηκε σε άλλον δικαστικό λειτουργό, υπήρχε ανταλλαγή προσωπικών μηνυμάτων της με τον κατηγορούμενο, μέρος των οποίων αφαίρεσε η Πρωτοδίκης, σκίζοντας τις σελίδες, που την αφορούσαν..
Για την υπόθεση εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα από το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, το οποίο κατέστη αμετάκλητο, χωρίς ωστόσο να ελεγχθεί η ορθότητα του από την Εισαγγελία Αρείου Πάγου.
Να σημειωθεί ότι, η υπόθεση της κρίθηκε από το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, γιά λόγους δεοντολογίας, καθώς υπηρετεί σε άλλο Πρωτοδικείο.
Οι "Δικογραφίες" παραθέτουν ολόκληρο το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, το οποίο την απάλλαξε από την κατηγορία, παρά το ότι, έκρινε ότι, διέπραξε το αδίκημα της υπεξαγωγής εγγράφων.
Διαβάστε το:
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, .... , Πρόεδρο Εφετών,
.... Εισηγητή και .... , Εφέτες.
Συνήλθε στο γραφείο διασκέψεών του στις … 2020, παρουσία και της
Γραμματέα, ..., για να διασκεφθεί και να αποφασίσει για
την παρακάτω ποινική υπόθεση, επί της οποίας έχει υποβληθεί σ`αυτό η
υπ`αριθ. … έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Εφετών Πειραιώς,
...., η οποία έχει ως εξής:
Εισάγω στο Συμβούλιό Σας κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθ. 9α-
` ,30 παρ. 1, 2και 4, 43 παρ.2 και 1,111 παρ.6,1 37εδ. α’ και δ`,
138,139, 316 παρ.2, 317 παρ.ι περ.β`, 318, 319 παρ.ι του νέου Κ.Π.Δ.
(κυρωτικός νόμος 4620/2019, ΦΕΚ 96 Α` από 11.06.2019, που ισχύει από
01.07.2019), την ποινική δικογραφία κατά της: ......... του ..... και
της ....., δικαστικής λειτουργού (πρωτόδικη) εν ενεργεία, για τις
πλημμελήματικές πράξεις: της υπεξαγωγής εγγράφου, …
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2, όπως συμπληρώθηκε με το
άρθρο το άρθρο 7 του Ν. 4637/2019 (Α` 18ο) του νέου Κ.Π.Δ. (κυρωτικός
νόμος 4620/2019, ΦΕΚ 96 Α` από 11.06.2019, που ισχύει από 01.07.2019)
,αν διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση
κατά το άρθρο 245 παρ. 2 ή ένορκη διοικητική εξέταση ή υπάρχει
πόρισμα ή έκθεση αρμόδιας κατά τον νόμο για έλεγχο αρχής για
πλημμέλημα των προσώπων του άρθρου 111 παρ. 6 (πρόσωπα ιδιαζούσης
δωσιδικίας), ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κινεί την ποινική δίωξη
διαβιβάζοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών με σχέδιο
κλητηρίου θεσπίσματος. Αν ο εισαγγελέας εφετών κρίνει ότι δεν
συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις για την εισαγωγή της υπόθεσης στο
ακροατήριο με απευθείας κλήση, υποβάλλει σχετική πρόταση στο
συμβούλιο εφετών, διατηρώντας το δικαίωμα να διατάξει προηγουμένως
προανάκριση για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού.
Αρμοδίως, κατά συνέπεια, εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου Σας η
παρούσα υπόθεση, μετά τη διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση, στα
πλαίσια της οποίας αρχικώς ελήφθησαν έγγραφες εξηγήσεις της νυν
κατηγορουμένης και στη συνέχεια της ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις
προαναφερόμενες πλημμελήματικές πράξεις, όπου κλήθηκε σε απολογία και
άσκησε έτσι πλήρως το δικαίωμα ακροάσεως που προβλέπεται από το άρθρο
20 του Συντάγματος αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της
ΕΣΔΑ με την οποία καθιερώνεται η αρχή της δίκαιης δίκης συστατικό της
οποίας είναι και το δικαίωμα ακροάσεως (AH 924/2009 ΤΝΠ Νόμος) και
δέον να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν.
Για την κατά το άρθρο του 222 του προϊσχύσαντος ΠΚ στοιχειοθέτηση του
εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, υπαλλακτικώς μικτού, με
προστατευόμενο έννομο αγαθό - αντικείμενο το έγγραφο, ως αποδεικτικό
μέσο, απαιτούνται α) έγγραφο, δημόσιο ή ιδιωτικό, κατά την έννοια του
άρθρου 13 εδ. γ’ ΠΚ, προορισμένο ή πρόσφορο έστω και ως δικαστικό
τεκμήριο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, β) απόκρυψη,
βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ) να μη είναι κύριος ή
αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να είναι μεν κύριος
αυτού, αλλά να έχει υποχρέωση κατά τις διατάξεις του ΑΚ προς παράδοση
ή επίδειξη σε άλλον και δ) να ενήργησε ο δράστης προς το σκοπό της
βλάβης του τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή συγκυρίου του εγγράφου ή αυτού
που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του, αδιαφόρως εάν
επιτεύχθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός, αφού το έγκλημα είναι
διακινδύνευσης, που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως
αποδεικτικού μέσου χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη βλάβης, η οποία
μπορεί να είναι είτε περιουσιακή είτε ηθική και να αφορά οποιοδήποτε
πρόσωπο. Υποκειμενικά απαιτείται άμεσος δόλος εγκείμενος στο σκοπό
του δράστη που γνωρίζει και θέλει την επέλευση της βλάβης τρίτου, ως
άμεσης και απευθείας συνέπειας της πράξης της υπεξαγωγής και όχι
άλλης ενέργειάς του, η δε βλάβη δεν απαιτείται να επήλθε, αρκεί και
μόνο να απειλήθηκε (ΑΠ 82/2019, 867/2017, ΑΠ 834/2016 ΤΝΠ Νόμος).
Τέλος, με το Ν. 4619/11-06.2019, ΦΕΚ 95Α` 11.06.2019 κυρώθηκε ο νέος
Ποινικός Κώδικας (η ισχύς του οποίου άρχισε από 01.07.2019), η άνω
διάταξη του άρθρου 222 ΠΚ περί υπεξαγωγής εγγράφων, απλώς
αναδιατυπώθηκε από τον νεώτερο νομοθέτη στο σύνολό της, χωρίς καμία
απολύτως αλλαγή στην στοιχειοθέτησή της,
Όσο αφορά την πράξη της υπεξαγωγής εγγράφου, λεκτέα τα εξής: η
κατηγορουμένη την 25.06.2018 μετέβη στο γραφείο του συναδέλφου της
Πρωτόδικη ...... που ανέλαβε να διεκπεραιώσει την άνω δικογραφία,
μετά την εξαίρεση της ιδίας και αν και αιτήθηκε: «να αναλάβει από τον
αντίστοιχο υποφάκελο της εν λόγω δικογραφίας που περιείχε την αίτηση
εξαίρεσης και τα σχετικά συνοδεύοντα αυτή αποδεικτικά στοιχεία, όλα
τα εκτυπωθέντα μηνύματα που είχαν ανταλλαγεί μεταξύ της εν λόγω
ανακρίτριας και του αιτούντος την εξαίρεσή της κατηγορουμένου
.......» (βλ. την από 26.06.2018 αναφορά του Ανακριτή του Τμήματος,
συνημμένη), εν τούτοις ο εν λόγω συνάδελφός της αρνήθηκε να της
ικανοποιήσει το αίτημά της αυτό επικαλούμενος ότι: «τα έγγραφα αυτά
αποτελούσαν στοιχεία της ανακριτικής δικογραφίας, μόνο δε αντίγραφα
θα μπορούσε ενδεχομένως να λάβει με την προβλεπόμενη στο νόμο
διαδικασία». Τότε η κατηγορουμένη: «Κατά τη διάρκεια της συζήτησής
τους πάνω στο θέμα αυτό, ....πήρε στα χέρια της τα σχετικά έγγραφα
που ήταν αποτυπωμένα τα εν λόγω μηνύματα για να τα δει και τότε,
ενεργώντας καταφανώς υπό καθεστώς εκνευρισμού και αγανάκτησης, έσκισε
ένα εξ αυτών και το έβαλε στην τσάντα της, χωρίς να προλάβω να δω
ποιο ήταν». Από την ανωτέρω περιγραφή δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι
η κατηγορουμένη αντέδρασε υπό το κράτος συγχύσεως, εκνευρισμού και
αγανάκτησης, που της προκλήθηκε όχι από την άρνηση του συναδέλφου της
να ικανοποιήσει αμέσως και εκ του προχείρου το αίτημά της, αλλά εκ
του γεγονότος ότι βίωνε ενώπιον του τον απόλυτο εξευτελισμό της από
την μικροπρέπεια του καταγγέλλοντος αυτή ...... που έλαβε τεράστιες
διαστάσεις εντός του κύκλου των συναδέλφων της και ασφαλώς την έθιγε
μέχρι κεραίας, ως γυναίκα, ως επιστήμονα και κυρίως ως εν ενεργεία
δικαστικό λειτουργό, αποκλεισμένου σε κάθε περίπτωση του δόλου της,
να ενήργησε δηλαδή, προς το σκοπό βλάβης ή απειλής αυτής των
συμφερόντων του εν λόγω, δοθέντος ότι η εφαρμογή «viber» στην οποία
είχαν καταχωρηθεί τα εν λόγω ηλεκτρονικά μηνύματα λειτουργούσε μέσω
διαδικτύου με αποθήκευση των δεδομένων της στη μνήμη της συσκευής
είτε του κινητού τηλεφώνου (smartfhone) ή tablet ή laptop και δεν
επρόκειτο να εξαφανισθούν αυτά παρά μόνον με την πρωτοβουλία του
διαχειριστή της δηλαδή εν προκειμένω του εγκαλούντος και στα οποία
πρόσβαση άμεση και καθολική είχε μόνο αυτός ανά πάσα στιγμή. Έτσι η
σπασμωδική της αυτή κίνηση δεν απέβλεπε να προκαλέσει βλάβη ούτε και
απειλή αυτής στα συμφέροντα του εν λόγω εγκαλούντος, τα οποία ούτως ή
άλλως προστατεύτηκαν με την απομάκρυνσή της από την σε βάρος του
υπόθεση, αλλά να αμυνθεί και να διαμαρτυρηθεί για τον εξευτελισμό
της, ο οποίος ήταν άμεσος και ενεργός, ενώπιον του συναδέλφου της.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω δεν υφίστανται οι, εκ του άρθ. 313 δ. α`
ΚΠΔ, προβλεπόμενες επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν
δημόσια κατηγορία στο ακροατήριο εναντίον της κατηγορουμένης για τις
προαναφερόμενες πράξεις, και δέον όπως το Συμβούλιό Σας, κατ`εφαρμογή
των διατάξεων των άρθρων 310 παρ. Ια και 311 παρ. 1 ΚΠΔ, να αποφανθεί
να μη γίνει κατηγορία σε βάρος της για αυτές, ενώ θέμα δικαστικών
εξόδων δεν γεννάται, καθότι η ποινική δίωξη ασκήθηκε αυτεπαγγέλτως
(άρθ. 580 παρ. 1 νΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΠΡΟΤΕΙΝΩ:
Να μη γίνει κατηγορία, …
2020
Ο Εισαγγελέας
...
Αντεισαγγελέας Εφετών
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
Με την προπαρατεθείσα εισαγγελική πρόταση αρμοδίως και παραδεκτά
σύμφωνα με τις διατάξεις των … εισάγεται ενώπιον αυτού του Συμβουλίου
η με ηλεκτρονικό αριθμό πρωτοκόλλου που σχηματίσθηκε μετά από
προκαταρκτική εξέταση, κατά της ..............., εν ενεργεία
δικαστικής λειτουργού και δη πρωτόδικη, σε βάρος της οποίας ασκήθηκε
ποινική δίωξη
Κατά τη διάταξη του άρθρου 222 του προϊοχύσαντος ΠΚ , "όποιος με σκοπό
να βλάψει άλλον αποκρύπτει, βλάπτει ή καταστρέφει έγγραφο του οποίου
δεν είναι κύριος ή δεν είναι αποκλειστικά κύριος ή που άλλος έχει
δικαίωμα, κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου, να ζητήσει την
παράδοση ή την επίδειξη του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
Για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου,
υπαλλακτικώς μικτού, με προστατευόμενο έννομο αγαθό -αντικείμενο το
έγγραφο, ως αποδεικτικό μέσο, απαιτούνται α) έγγραφο, δημόσιο ή
ιδιωτικό, κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ.γ` ΠΚ, προορισμένο ή
πρόσφορο έστω και ως δικαστικό τεκμήριο να αποδείξει γεγονός που έχει
έννομη σημασία, β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ) να
μην είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να
είναι μεν κύριος αυτού, αλλά να έχει υποχρέωση κατά τις διατάξεις του
ΑΚ προς παράδοση ή επίδειξη σε άλλον και δ)να ενήργησε ο δράστης προς
το σκοπό της βλάβης του τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή συγκυρίου του
εγγράφου ή αυτού που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του,
αδιαφόρως εάν επιτεύχθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός, αφού το έγκλημα είναι
διακινδύνευσης, που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως
αποδεικτικού μέσου χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη βλάβης, η οποία
μπορεί να είναι είτε περιουσιακή είτε ηθική και να αφορά οποιοδήποτε
πρόσωπο. Υποκειμενικά απαιτείται άμεσος δόλος που έγκειται στο σκοπό
του δράστη που γνωρίζει και θέλει την επέλευση της βλάβης τρίτου, ως
άμεσης και απευθείας συνέπειας της πράξης της υπεξαγωγής και όχι
άλλης ενέργειάς του, η δε βλάβη δεν απαιτείται να επήλθε, αρκεί και
μόνο να απειλήθηκε (ΑΠ 1138/2019, ΑΠ 443/2017, ΑΠ 834/2016, ΑΠ
158/2015 στην ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου και υπό την ισχύ του νέου ΠΚ
προβλέπεται στο άρθρο 222 αυτού, το έγκλημα της υπεξαγωγής εγγράφων
αναδιατυπωμένο ως εξής: «Όποιος με σκοπό να βλάψει άλλον αποκρύπτει,
βλάπτει ή καταστρέφει έγγραφο του οποίου δεν είναι κύριος ή δεν είναι
αποκλειστικά κύριος ή που άλλος έχει δικαίωμα, κατά τις διατάξεις του
αστικού δικαίου, να ζητήσει την παράδοση ή την επίδειξή του
τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.» Τα στοιχεία
της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος
παραμένουν τα ίδια, πλην όμως ως προς το σκέλος της ποινής
προβλέπεται διαζευκτικά αντί της ποινής φυλάκισης έως δύο έτη,
χρηματική ποινή, ήτοι είδος ποινής ευνοϊκότερο για τον δράστη, καθώς
η στερητική της ελευθερίας ποινή πλήττει το πρόσωπο του
καταδικασθέντος, ενώ η χρηματική ποινή πλήττει την ιδιοκτησία του
προσώπου, δηλαδή πράγματα ως αγαθά (Βλ. I. Μανωλεδάκη, Το έννομο
αγαθό ως βασική έννοια του Ποινικού Δικαίου, Ι99θ, σ. 331), οπότε
εφαρμοστέα τυγχάνει κατ’ άρθρο 2 παρ.ι του νέου ΠΚ η διάταξη του
άρθρου 222 κατά τον νέο Ποινικό Κώδικα. Τέλος, κατ’ άρθρο 381 του
προϊσχύσαντος ΠΚ , όπως η παράγραφος 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 24
παρ.3ε’ του ν. 4055/20ΐ2, «1. Όποιος με πρόθεση καταστρέφει ή βλάπτει
ξένο (ολικά ή εν μέρει) πράγμα ή με άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη τη
χρήση του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. 2. Αν η φθορά έχει
αντικείμενο πράγμα ευτελούς αξίας ή η ζημία που προξενήθηκε από τη
φθορά είναι ελαφρά, ο υπαίτιος τιμωρείται με κράτηση έως έξι (6)
μήνες ή με πρόστιμο έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ». Για τη
στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού πιο πάνω εγκλήματος της φθοράς
ξένης ιδιοκτησίας απαιτείται αντικειμενική μεν αλλοτριότητα του
πράγματος, η οποία κρίνεται κατά τις περί κυριότητας διατάξεις του
ΑΚ, ήτοι απαιτείται καταστροφή ή βλάβη του ξένου πράγματος ή να
καταστεί ανέφικτη η χρήση αυτού, υποκειμενικώς δε γνώση ότι το πράγμα
ήταν ξένο και θέληση (ή αποδοχή) της ολικής ή μερικής καταστροφής ή
βλάβης κ.λ.π. του πράγματος αυτού, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος (ΑΠ
1301/2016 στην ΤΝΠ Νόμος). Κατ’ άρθρο δε 383 του παλαιού ΠΚ «στις
περιπτώσεις των άρθρων 381 και 382 παρ.2 στοιχ.β’ η ποινική δίωξη
ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του παθόντος». Ήδη με το άρθρο 378
του νέου ΠΚ, όπου πλέον προβλέπεται και τιμωρείται η εγκληματική
πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και ειδικότερα στην παράγραφο 1,
ορίζεται ότι «1. Όποιος καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν μέρει)
πράγμα ή με άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του τιμωρείται με
φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή και αν το πράγμα είναι
ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή τοποθετημένο σε δημόσιο χώρο με φυλάκιση
τουλάχιστον ενός έτους. Αν το πράγμα είναι μικρής αξίας ή η ζημία που
προκλήθηκε είναι ελαφρά, ο υπαίτιος τιμωρείται με χρηματική ποινή ή
παροχή κοινωφελούς εργασίας». Κατόπιν κατάργησης του πταίσματος ως
μορφής αξιόποινης πράξης (στο άρθρο 18 εδ.ι του νέου ΠΚ προβλέπεται
πλέον ότι «οι αξιόποινες πράξεις διακρίνονται σε κακουργήματα και
πλημμελήματα»), η φθορά ευτελούς αξίας τιμωρείται πλέον, στο νέο
Ποινικό Κώδικα, υπό την πανομοιότυπη μορφή της φθοράς πράγματος
μικρής αξίας ως πλημμέλημα. Ωστόσο, δεδομένου ότι η τιμώρηση της
πράξης ως πταίσμα συνιστά ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο
μεταχείριση σε σχέση με την τιμώρησή της ως πλημμέλημα, όταν
εισάγεται προς κρίση πράξη τελεσθείσα υπό την ισχύ του παλαιού ΠΚ που
φέρει τη μορφή φθοράς ξένης ιδιοκτησίας ευτελούς αξίας δεν τιμωρείται
ούτε ως πταίσμα, μετά την κατάργηση της συγκεκριμένης μορφής
εγκλήματος, αλλά θεωρείται ανέγκλητη. Τέλος, μεταβολή κατηγορίας, που
επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ β` ΚΠΔ, γιατί
παραβιάζονται οι διατάξεις οι οποίες καθορίζουν την κίνηση της
ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα, υπάρχει, όταν η πράξη για την
οποία γίνεται η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο είναι
ουσιωδώς διάφορη από εκείνη, που έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη κατά
τόπο χρόνο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις ή τελέστηκε κάτω από τις
ίδιες περιστάσεις, αλλά αποτελείται από γεγονότα άσχετα με εκείνα για
τα οποία απαγγέλθηκε η κατηγορία. Τέτοια όμως μεταβολή της κατηγορίας
δεν υπάρχει όταν με το παραπεμπτικό βούλευμα καθορίζεται σαφέστερα ο
τρόπος τέλεσης της πράξης και ορθότερα ο νομικός χαρακτηρισμός αυτής,
ή ακόμη και η παραδοχή από το δικαστικό συμβούλιο το πρώτο
επιβαρυντικών περιστάσεων σε βάρος του κατηγορουμένου χωρίς όμως να
μεταβάλλεται η ταυτότητα της πράξης ( ΑΠ 1033/2010 νόμος, 33/2004
Ποιν.Λογ.2004 σελ. 51,ΑΠ 2264/03 Ποιν.Λογ. 2003 σελ. 2426, όπου
παραπέμπει το ΣυμβΕφΠειρ 23/2014 στην ΤΝΠ Νόμος). Έτσι, επιτρεπτά
μεταβάλλεται η κατηγορία για υπεξαγωγή εγγράφου κατ’ άρθρο 222 ΠΚ σε
φθορά ξένης ιδιοκτησίας κατ’ άρθρο 378 του νέου ΠΚ, πράξεις που
άλλωστε όταν συρρέουν, η συρροή τους είναι φαινομένη, αφού η
υπεξαγωγή θεωρείται μορφή φθοράς (Μπουρόπουλος, άρθρο 222 αρ.8,
Μιχαήλ Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, έκδοση 2003, σελ. 556 παρ.ιι).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα συλλεγέντα στοιχεία της
διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης και στη συνέχεια της
προανακρίσεως και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων
μαρτύρων, απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα του φακέλου, σε συνδυασμό με
τις έγγραφες εξηγήσεις και την απολογία της κατηγορούμενης, καθώς και
τα συνοδεύοντα αυτές υπομνήματά της αποδεικνύονται τα ακόλουθα
πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορούμενη διορίσθηκε δικαστική
λειτουργός το έτος 2006, ως δικαστική πάρεδρος και μετά από
δοκιμαστική περίοδο προήχθη σε πρωτόδικη, στο δε Πρωτοδικείο ...
υπηρετεί από τις 15·9·2008.
Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα εξής: Στις
25.6.2018, η κατηγορούμενη επισκέφθηκε το γραφείο του συναδέλφου της,
Πρωτοδίκη, στον οποίο είχε χρεωθεί η ως άνω ανακριτική δικογραφία,
αφού με το προαναφερόμενο βούλευμα έγινε δεκτή η αίτηση εξαίρεσης του
....... και διατάχθηκε η κατηγορούμενη να απέχει από τα καθήκοντά της
στην παραπάνω υπόθεση. Η τελευταία ζήτησε από τον παραπάνω ανακριτή
να αναλάβει από τον υποφάκελο της εν λόγω δικογραφίας, που περιείχε
την αίτηση εξαίρεσης και τα σχετικά συνοδεύοντα αυτή αποδεικτικά
στοιχεία, όλα τα εκτυπωθέντα μηνύματα που είχαν ανταλλαγεί μεταξύ
εκείνης και του αιτούντος την εξαίρεσή της, εκεί κατηγορούμενου .....
Ο ανακριτής αμέσως αρνήθηκε και της εξήγησε ότι το αίτημά της αυτό,
δηλαδή να αναλάβει, άτυπα, έγγραφα από το σχετικό φάκελο της
δικογραφίας δεν είναι νομικά βάσιμο και δεν μπορούσε να γίνει δεκτό,
καθόσον τα έγγραφα αυτά αποτελούσαν στοιχεία της ανακριτικής
δικογραφίας και ότι μόνο αντίγραφα θα μπορούσε ενδεχομένως να λάβει
με την προβλεπόμενη στο νόμο διαδικασία. Κατά τη διάρκεια της
συζήτησής τους πάνω στο θέμα αυτό, η κατηγορούμενη πήρε στα χέρια της
τα σχετικά έγγραφα, στα οποία ήταν αποτυπωμένα τα εν λόγω μηνύματα
για να τα δει και τότε, «ενεργώντας καταφανώς υπό καθεστώς
εκνευρισμού και αγανάκτησης», έσκισε ένα εξ αυτών και το έβαλε στην
τσάντα της, χωρίς να προλάβει ο ανακριτής να δει ποιο ήταν. Μετά την
αποχώρηση της κατηγορούμενης από το γραφείο, ο παραπάνω ανακριτής
έλεγξε τα σχετικά έγγραφα, για να εντοπίσει ποιο ήταν αυτό που
αφαιρέθηκε από το σώμα της δικογραφίας. Το έγγραφο αυτό κατάφερε
εντέλει να εντοπίσει, καθώς πρόκειται για μήνυμα που εμπεριέχεται
αυτολεξεί στην ως άνω αίτηση εξαίρεσης και, όπως διαπίστωσε, δεν
υπήρχε στα σχετικά έγγραφα του υποφακέλου. Πρόκειται για τα μηνύματα
που απέστειλε στον ..... η κατηγορούμενη στις 14.6.2017, όπου κατά τα
ανωτέρω του επισημαίνει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα που τελείωσε αυτό
που πήγε να γίνει μεταξύ τους, αλλά ότι δεν έπρεπε να σταματήσει την
επικοινωνία μαζί της. Τα παραπάνω διαλαμβάνονται στην υπ’ αριθμ.
πρωτ. ..../2018 αναφορά που συνέταξε ο ως άνω ανακριτής και απηύθυνε
στον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου
.... σχετικά με το παραπάνω συμβάν. Το περιεχόμενο της εν λόγω
αναφοράς κρίνεται πειστικό, σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει η
κατηγορούμενη στο από 19.7.2019 απολογητικό της υπόμνημα ενώπιον του
Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά ότι, επισκέφθηκε κατά τον παραπάνω χρόνο
τον παραπάνω ανακριτή ναρκωτικών για να συζητήσουν την άδικη τροπή
που πήρε η όλη υπόθεση για την ίδια και για να του λύσει απορίες και
ότι πήρε στα χέρια της κάποια έγγραφα από το φάκελο της αίτησης
εξαίρεσης για να τα ξαναδιαβάσει και ότι έφταιγε ο ανακριτής που
τράβηξε από τα χέρια της απότομα τα έγγραφα, με αποτέλεσμα να σκισθεί
ένα εξ αυτών. Σημειώνεται ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο
εν λόγω ανακριτής είχε κάποια διαφορά με την κατηγορούμενη στο
παρελθόν, ώστε να έχει λόγο να παραποιήσει τα γεγονότα που έλαβαν
χώρα ενώπιον του, στο γραφείο του στις 25.6.2018, με αποτέλεσμα να
της αποδοθεί κατηγορία για υπεξαγωγή εγγράφου. Αντίθετα, προκύπτει
ότι η κατηγορούμενη όντας ενοχλημένη με την τροπή που πήρε η υπόθεση,
με την έκδοση του υπ’ αριθμ. βουλεύματος που τη διέτασσε να απέχει
από τα ανακριτικά της καθήκοντα και όντας δυσαρεστημένη που
περιέχονταν στον υποφάκελο της αίτησης εξαίρεσης της ανακριτικής
δικογραφίας των ναρκωτικών τα μηνύματα που είχε ανταλλάξει με τον
....., θέλησε να καταστρέψει το έγγραφο που αφορούσε τα περισσότερο
προσωπικά μηνύματα για τη μη ευόδωση της μεταξύ τους σχέσης. Ωστόσο,
η υπεξαγωγή εγγράφου αποτελεί πράξη υπερχειλούς υποκειμενικής
υπόστασης και για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του άρθρου 222 ΠΚ
απαιτείται ο δράστης με την καταστροφή, βλάβη ή απόκρυψη του εγγράφου
του οποίου δεν είναι κύριος ή του οποίου άλλος έχει δικαίωμα να
ζητήσει την παράδοση ή επίδειξη, να επιδιώκει να βλάψει άλλον. Εν
προκειμένω, η αίτηση εξαιρέσεως που υπέβαλε ο εγκαλών … στο πρόσωπο
της κατηγορούμενης ανακρίτριας ως προς τον χειρισμό της … δικογραφίας
είχε κριθεί και είχε γίνει δεκτή από τις 22.6.2018 με την έκδοση του
υπ’ αριθμ. … βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο δε
υποφάκελος που σχηματίσθηκε αναφορικά με την αίτηση εξαίρεσης και
αποτέλεσε μέρος της κύριας ανακριτικής δικογραφίας που αφαιρέθηκε από
την κατηγορούμενη και ανατέθηκε στον ανακριτή του … Πρωτοδικείου
... είχε μόνη αποστολή να φανεί η διαδικαστική διαδρομή της
υπόθεσης μέχρι την ανάθεσή της στον τελευταίο ανακριτή, χωρίς να
επηρεάζει την περαιτέρω ποινική μεταχείριση του νυν εγκαλούντος και
τότε κατηγορούμενου ....... Ομοίως τα μηνύματα προσωπικού
περιεχομένου που είχε ανταλλάξει η ανακρίτρια με τον .......... δεν
αποτελούσαν μέρος του αποδεικτικού υλικού για τη σε βάρος του
κατηγορία από την … δικογραφία. Επομένως, στις 25.6.2018 σκίζοντας η
νυν κατηγορούμενη το παραπάνω έγγραφο με τα μηνύματα που είχε
αποστείλει αυτή στον ως άνω εγκαλούντα μέσω της εφαρμογής viber στις
14.6.2017, δεν είχε σκοπό να του προκαλέσει κάποια βλάβη, ούτε υπήρχε
η δυνατότητα να επανακριθεί η αίτηση εξαίρεσής της με την άσκηση εκ
μέρους της κάποιου ενδίκου μέσου, ώστε η απώλεια του παραπάνω
εγγράφου να μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετική κρίση από αυτή του
υπ’ αριθμ. … βουλεύματος, αφού κατ’ άρθρο 22 εδ. 1 του προϊσχύσαντος
ΚΠοινΔ «η απόφαση που δέχεται την εξαίρεση δεν προσβάλλεται με ένδικα
μέσα», οπότε και το παραπάνω βούλευμα είχε καταστεί αμετάκλητο.
Εξάλλου, από το διαλαμβανόμενο στην αναφορά του ανακριτή ..... ότι
«το έγγραφο με το επίμαχο μήνυμα ανακτήθηκε από άλλον φάκελο που
υπήρχε στην Εισαγγελία από τον οποίο ελήφθη φωτοαντίγραφο και το
επισύναψα στη δικογραφία» προκύπτει ότι το σχετικό έγγραφο με το
επίμαχο μήνυμα υπήρχε στο φάκελο της εγκλήσεως που είχε υποβάλει ο
εγκαλών ..................... για την αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης εκ
μέρους της νυν κατηγορούμενης στην Εισαγγελία Πρωτοδικών...
οπότε με το σκίσιμο του αντιγράφου που υπήρχε στον υποφάκελο της
αίτησης εξαιρέσεως στο γραφείο του Ανακριτή, που χειριζόταν την
υπόθεση της διακίνησης των ναρκωτικών στα πλαίσια εγκληματικής
οργάνωσης δεν μπορούσε να προκληθεί βλάβη στην απόδειξη της
κατηγορίας σε βάρος της παραπάνω ανακρίτριας. Επομένως, για τη
διωκόμενη πράξη της υπεξαγωγής εγγράφου δεν μπορεί να γίνει
κατηγορία. Επίσης δεν μπορεί να γίνει επιτρεπτή μεταβολή της
κατηγορίας από υπεξαγωγή εγγράφου σε φθορά ξένης ιδιοκτησίας ευτελούς
αξίας κατ’ άρθρο 381 παρ.2 του προϊσχύσαντος ΠΚ , το οποίο τιμωρούσε
την εν λόγω πράξη ως πταίσμα, ηπιότερα σε σύγκριση με το άρθρο 378
παρι εδ.2 του νέου ΠΚ που τιμωρεί τη φθορά ξένης ιδιοκτησίας όταν το
πράγμα είναι μικρής αξίας ως πλημμέλημα, οπότε ως δυσμενέστερη
διάταξη δεν εφαρμόζεται στην υπό κρίση περίπτωση κατ’ άρθρο 2 παρ.ι
του νέου ΠΚ, καθώς το πταίσμα δεν προβλέπεται πλέον ως μορφή
εγκλήματος στο νέο Ποινικό Κώδικα, οπότε τυχόν πράξεις που έχουν
τελεσθεί στο παρελθόν υπό τη μορφή πταίσματος θεωρούνται πλέον
ανέγκλητες. Ενόψει των ανωτέρω, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα
εισαγγελική πρόταση δεν υφίστανται οι από το άρθρο 313 εδ.α’ νέου
ΚΠοινΔ προβλεπόμενες επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν
δημόσια κατηγορία στο ακροατήριο κατά της κατηγορούμενης για τις
διωκόμενες πράξεις και πρέπει κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων
310 παρ.ια και 311 παρ.ι νέου ΚΠοινΔ, να μη γίνει κατηγορία σε βάρος
της γι’ αυτές και χωρίς να τίθεται ζήτημα επιβολής δικαστικών εξόδων,
αφού η ποινική δίωξη ασκήθηκε αυτεπαγγέλτως (άρθρο 580 παρ.ι ν.
ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία κατά της κατηγορούμενης