Κυριακή 12 Ιουνίου 2022

ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ: Οι ψυχοκοινωνικές διαστάσεις του χρόνιου προβλήματος


Γράφει ο Καθηγητής Γιώργος Πιπερόπουλος*

   Ξεκινώ δηλώνοντας ότι προσωπικά ΔΕΝ μου άρεσαν καθόλου, επειδή εγκυμονούν

πολλούς κινδύνους και δεν συνιστούν στείρα ΑντιΚυβερνητική κριτική, οι χθεσινές ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΙΚΕΣ αναφορές στην «επίλυση» του Δημογραφικού μας προβλήματος με τηβοήθεια των μεταναστών!..

Συνεχίζω δηλώνοντας ότi  ΔΕΝ είμαι ο μόνος που ασχολήθηκε με το χρόνιο οξύ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ μας πρόβλημα στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Καθώς, όμως, αναδύεται και πάλι στην επικαιρότητα η δραματική μείωση του πληθυσμού της Πατρίδας μας φέρνω στην προσοχή σας το παρακάτω κείμενό μου που φιλοξενήθηκε στον Τύπο τέλη της δεκαετίας του 1980, και μετά στις αρχές του 2000 (τότε που ανθούσε το Χρηματιστήριο στη χώρα του «Σημιτικού Εκσυγχρονισμού»).

     Είναι κοινά αποδεκτό, με αντικειμενικά κριτήρια χωρίς πολιτικές εμπάθειες καi σκοπιμότητες, ότι εξαιτίας των τελευταίων 13 μηνών της καταστροφικής πανδημίας covid-1 θα πρέπει να διαχειριστούμε στο εγγύς μέλλον (και πάλι μετά το 2010 τότε που ο «Σύμμαχοι» μας γονάτισαν με τα «Μνημόνια»), πολύ δύσκολες οικονομικά, κοινωνικά καi υγειονομικά ημέρες φοβάμαι ότι για μια ακόμη φορά θα αποθέσουμε το ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚ στις περιβόητες συμβολικές «Ελληνικές καλένδες».

     Δείτε παρακάτω το σχετικό ηχητικό από την ομιλία μου για το ΟΞΥ δημογραφικό μας πρόβλημα, που έκανα στη Σχολή Γονέων Κατερίνης τον Νοέμβριο του 1992 και ευχαριστώ το αγαπημένο blog για την φιλοξενία! https://www.youtube.com/watch?v=DwlNfXDLgR4

       Δεν θα τολμήσω να κάνω μια βαθιά τομή στο καυτό ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ μας πρόβλημα

διότι δεν το επιτρέπει ο χώρος, αλλά θα σκιαγραφήσω, σύντομα, τις ψυχοκοινωνικές του

διαστάσεις επειδή σε αυτές πιστεύω ότι εστιάζονται και οι αιτίες και μαζί και οι πιο

αποδοτικές λύσεις του.

     Στις δεκαετίες που μας πέρασαν διάφορες Επιτροπές της Βουλής κατέληξαν στο

συμπέρασμα ότι οι βασικές αιτίες του δημογραφικού μας προβλήματος ήταν μεταξύ

άλλων:     

     Ο χώρος κατοικίας (32 % των Ελλήνων ζει εγκλωβισμένο σε μικρά διαμερίσματα ενώ

πολλά νέα ζευγάρια δεν έχουν δική τους στέγη)

     Το πολύ ψηλό κόστος ανατροφής των παιδιών και η παροχή παιδείας και (παραπαιδείας)

     Η ανεργία των νέων που μεταθέτει το γάμο και την απόκτηση παιδιών

     Ο υπέρμετρος ατομικός ευδαιμονισμός

     Προχωρώντας με αυτά τα δεδομένα και αυτούς τους ρυθμούς βλέπουμε ότι το έτος 2021 ο

πληθυσμός της Ελλάδος έφτασε να είναι μόλις 10,423,054, της Αλβανίας 2,877,797 (δεν

υπολογίζονται όσοι ζούνε σε γειτονικές χώρες όπως π.χ. στην Ελλάδα), της Β. Μακεδονίας 2,083,374, της Βουλγαρίας 6,948,445. και της Τουρκίας 84,339,067, (από τα

οποία τα 51 εκατ. στις ηλικίες ανάμεσα στα 15 και 64 χρόνια!)

https://www.worldometers.info/population/countries-in-europe-by-population/

     Εξετάζοντας συνοπτικά τα δημογραφικά μας στοιχεία διαπιστώνουμε ότι ανέκαθεν η

χώρα μας ήταν κοινωνία «προσφύγων και ξενιτεμένων».

     Το 1907 η Ελλάδα αριθμούσε 2,631,952 ψυχές και αργότερα μετά τους βαλκανικούς

πολέμους και τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο φτάσαμε το 1920 τον αριθμό 5,061,889. Τελικά

το 1923 μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών φτάσαμε να

είμαστε 6,010,000 άτομα.

     Στις δεκαετίες που ακολούθησαν ενσωματώθηκαν στον κορμό της Ελλάδας και νέα

κύματα προσφύγων, χάσαμε σχεδόν ένα εκατομμύριο στην δεκαετία του 1940 και στη

συνέχεια η αστυφιλία γέμισε τις πόλεις μας με άνεργο πληθυσμό ενώ ερημώθηκε η

περιφέρεια.

     Στη δεκαετία του 1960 κορυφώθηκε και η μεγάλη πληθυσμιακή διαρροή σχεδόν ενός

εκατομμυρίου συμπολιτών μας στις αγορές εργασίας της Ευρώπης και κυρίως της Δυτικής

Γερμανίας, αφού είχαν ήδη προηγηθεί τα επίσης μεγάλα μεταναστευτικά κύματα της

μεταπολεμικής δεκαετίας του 1950 προς τον Καναδά, την Αυστραλία και τις ΗΠΑ.

     Και μετά την υπαγωγή στα Μνημόνια, μεταξύ του 2010 – 2019 υπολογίζεται ότι

«χάσαμε» από 150- 400 χιλιάδες νέους από τους οποίους πάρα πολλοί πτυχιούχοι

Πανεπιστημίων και ΑΤΕΙ και πολλοί κάτοχοι Μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών που

προτίμησαν την ξενιτιά από την ανεργία και από απολαβές που θυμίζουν χαρτζιλίκι και όχι

μηνιαίους μισθούς... 

Αστυφιλία και νέο «στυλ ζωής»

     Οι ελληνικές οικογένειες της υπαίθρου λειτουργώντας μέσα στο κοινωνικό-οικονομικό

σύστημα μιας γεωργοκτηνοτροφικής Ελληνικής πραγματικότητας παρέμειναν “εκτεταμένες”

στη δομή τους (τρείς γενιές συμβίωναν στον ίδιο οικολογικό χώρο) και πολυμελείς ενώ,

αντίθετα, οι οικογένειες των αστικό-βιομηχανικών μας κέντρων προσαρμοζόμενες στις

απαιτήσεις και τις ιδιομορφίες του νέου τρόπου ζωής μεταλλάχθηκαν σε “πυρηνικές” όπου

το κάθε ζευγάρι προσαρμοζόμενο στις απαιτήσεις της ζωής αποκτούσε ένα ή το πολύ δύο

παιδιά. Αναμφίβολα η έλλειψη χώρου, η απασχόληση και των δύο γονέων και η έλλειψη

παππούδων και γιαγιάδων που θα μπορούσαν να αναλάβουν την φροντίδα των παιδιών

οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια τη σύγχρονη ελληνική οικογένεια στη σμίκρυνση…

     Για να διατηρηθεί μια σταθερή αυξητική τάση στην δημογραφική οντότητα και τα

χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας πρέπει οι γεννήσεις να υπερβαίνουν τους θανάτους αλλά ήδη

στην Ε.Ε. ο μέσος όρος είναι σχεδόν μηδενικός. Πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η

φυσική αύξηση του ελληνικού πληθυσμού (γεννήσεις μείον θάνατοι) ήταν της τάξης του 12

και 13 % για να φτάσει τώρα στο εντυπωσιακό επίπεδο πολύ κάτω του 1 % δηλαδή σε

ΑΡΝΗΤΙΚΑ μεγέθη καθώς εδώ και μερικά χρόνια στην Ελλάδα έχουμε σε ετήσια βάση

περισσότερους θανάτους από γέννες και μάλιστα στις γέννες υπολογίζονται και δεκάδες

χιλιάδες αλλοεθνών (νόμιμων προσφύγων μεταναστών αλλά και λαθρομεταναστών!)

Αξίζει να σημειωθεί ότι:

1) Οι οικογένειες που ΔΕΝ έχουν παιδιά ήταν 785,452 το 2001 και έφτασαν τις 913,279 το

2011.

2) Οι οικογένειες με ΕΝΑ παιδί ήταν 642,450 το 2001 και αυξήθηκαν στις 715,342 το 2011

 3) Οι οικογένειες με ΔΥΟ παιδιά ήταν  693,830 το 2001 και έπεσαν στις 680,955 το 2011

4) Οι οικογένειες με ΤΡΙΑ παιδιά ήταν 150,171 το 2001 και έπεσαν στις 140,639 το 2011

5) Οι οικογένειες με ΤΕΣΣΕΡΑ παιδιά ήταν 32,083 το 2001 και έπεσαν στις 27,051 το 2011

6) Οι οικογένειες με περισσότερα από 4 παιδιά από 8,374 το 2001 έπεσαν στις 6,435 το 2011

     Με άλλα λόγια αυτά καθ’ αυτά τα δημογραφικά μας μεγέθη ΕΙΝΑΙ ανησυχητικά και

γίνονται περισσότερο δραματικά εξαιτίας συγκεκριμένων κοινωνικών και οικονομικών

συγκυριών και Εθνικών λόγων.

      Ήδη αυτό φαίνεται στην διαπίστωση της ανατροπής της πληθυσμιακής πυραμίδας που

έχει επιδεινώσει τα προβλήματα είσπραξης πόρων από οικονομικώς ενεργά άτομα και

απόδοσης συντάξεων σε απόμαχους της οικονομικής δραστηριότητας  αλλά και στις

επεκτατικές βλέψεις των Τούρκων.

      Εάν η Ελλάδα γειτόνευε με Αυστριακούς, Ελβετούς, Βέλγους ή Γερμανούς τότε το

δημογραφικό μας πρόβλημα δεν θα είχε την ιδιόμορφη οξύτητα που σήμερα έχει.

      Αυτό φυσικά είναι μιά ουτοπία…

     Σίγουρα δεν μπορούμε να αλλάξουμε τους γεωπολιτικούς μας γείτονες και τους δικούς

τους ρυθμούς δημογραφικών εξελίξεων. Μπορούμε, όμως, και επιβάλλεται να αλλάξουμε

τις  νέες αξίες μας που μεγέθυναν την αίσθηση του στείρου ατομικισμού και της

καταναλωτικής μανίας, εξουδετέρωσαν την ιδέα ότι μέσα από τα παιδιά μας προεκτείνεται,

με την ευλογία του Θεού, η υπαρξιακή μας οντότητα στο μέλλον και η συνέχιση της εθνικής

μας υπόστασης.

    Οι ψυχοκοινωνικές διαστάσεις του προβλήματος μπορούν να αλλάξουν εάν θυμηθούμε

την πατροπαράδοτη αγάπη μας για την οικογένεια και τα παιδιά. Τόσες και τόσες γενιές

κατατρεγμένων προσφύγων Ελλήνων Ποντίων, Μικρασιατών και άλλων (όπως ο υπογράφων

γιός Πόντιου εκ Ρωσίας πατέρα και Σμυρνιάς - Μικρασιάτισσας μητέρας) επιβιώσαμε σε

ασύγκριτα χειρότερες συνθήκες αλλά τότε τα παιδιά ήταν ευλογία ενώ τώρα…Βάρος!

     Αναμφισβήτητα για πολλές δεκαετίες το Ελληνικό Πολιτικό Σύστημα αδράνησε με

αποτέλεσμα από σοβαρό να μετουσιωθεί σε ΟΞΥ το χρόνιο ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ

πρόβλημα!...

----------------------------------------------------------------

*O Γιώργος Πιπερόπουλος, Δρ Κοινωνιολογίας - Ψυχολογίας, είναι Επίτιμος Καθηγητής

Μάνατζμεντ και Μάρκετινγκ στο Βρετανικό Πανεπιστήμιο Durham, συνταξιούχος

καθηγητής Μάνατζμεντ, Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων και πρώην Πρόεδρος του

Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας