Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2022

Δίκη Μάτι: "Με ένα αναπάντητο γιατί οι συγγενείς των θυμάτων"


Mε ένα μεγάλο αναπάντητο γιατί έχουν μείνει οι συγγενείς θυμάτων της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι, που συνεχίζουν να συγκλονίζουν με τις καταθέσεις τους στο δικαστήριο.

Με λόγια, που ήχησαν σαν σκαμπίλι μίλησε στο δικαστήριο η Μαρία Αβραμίδου, η οποία έχασε τη μητέρα της, την αδελφή της, τον γαμπρό και τον ανιψιό της.

Είπε:

"Δεν θέλω να κατηγορηθεί κάποιος αθώος, αλλά θα ήταν μια δικαίωση, κάποιος, που δεν έκανε καλά τη δουλειά του να του αποδοθούν οι κατηγορίες. Δεν είναι δυνατόν μέσα στην Αττική και να έχουν χαθεί τόσοι άνθρωποι. Κι εμείς οι εκατοντάδες συγγενείς αυτών των ανθρώπων είμαστε ζωντανοί νεκροί. Αυτός ο πόνος και η απώλεια δεν θα περάσει ποτέ. Δεν θα μπορώ να δεχτώ ότι έφυγαν μόνοι τους, αβοήθητοι, κι εγώ με την κόρη μου κατά τύχη ζούμε".

Η μάρτυρας περιέγραψε τη φρίκη, που έζησε το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018, όταν ετοιμαζόταν να φύγει από το Μάτι, για μια εκδήλωση στην Αθήνα, οι συγγενείς της την ειδοποίησαν ότι, υπάρχει φωτιά στην περιοχή τους.

"Φεύγοντας, στην πρώτη είσοδο του Βουτζά, είδα αρκετό καπνό. Είπα στην κόρη μου "πάρε τη γιαγιά τηλέφωνο, να της πεις να φύγουν". Στη Μαραθώνος δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Ήταν σαν να φεύγαμε μόνοι μας. Δεν άκουσα σειρήνες ούτε πυροσβεστικά", είπε και συμπλήρωσε ότι, όταν πήγε στο σπίτι της στον Περισσό, περίπου στις 18.15, μίλησε με τη μητέρα της, που ήταν σε απόλυτο πανικό, καθώς είχαν εγκλωβιστεί στο αυτοκίνητο τους στη Λεωφόρο Δημοκρατίας.

Είπε:

" Στο τελευταίο τηλεφώνημα μου λέει "βλέπω μπροστά μου φωτιές". Νόμιζα ότι ήταν υπερβολή. Δεν πίστευα ότι ήταν σε τόσο άμεσο κίνδυνο. Μου κλείνει το τηλέφωνο. Το τηλέφωνό της μετά ήταν νεκρό. Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με κανέναν".

H μάρτυρας υποστήριξε ότι, τηλεφωνούσε εναγωνίως στην Πυροσβεστική, σε συγγενείς και φίλους, μήπως κάποιος γνώριζε κάτι για την τύχη της οικογένειας της. Οπως είπε ακουγόταν ότι κάποιους τους πάνε σε νοσοκομεία, ή στο λιμάνι της Ραφήνας.

Είπε:

"Έρχονταν σε δύο αποβάθρες καΐκια με κόσμο. Έτρεχα από τη μια στην άλλη. Βλέπω έναν γνωστό μου και μου λέει "είναι πολλοί νεκροί πίσω". Τα γόνατά μου κόπηκαν. Παρακάλεσα κάποιον να μπω σε μια βάρκα για να τους βρω. Μου είπαν "όχι"".

Oπως είπε στη συνέχεια, τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου 2018 δήλωσε τους συγγενείς της ως αγνοούμενους και μαζί με τον άλλον γιο της αδελφής της πήγαν προς το σπίτι της οικογένειας. Όπως είπε ήταν ασύλληπτο αυτό που είδε, καθώς το σπίτι της ήταν ολοσχερώς καμένο.

Είπε:

"Πήγαμε με την αδελφή του γαμπρού μου να δώσουμε DNA. Ζούσαμε αυτή την αναμονή λεπτό προς λεπτό ώρα με την ώρα περιμένοντας να έχουμε κάποιο νέο τους. Κάποια στιγμή βρισκόμασταν στο σαλόνι και ο ανιψιός μου πήρε αναπτήρα και πήγε να κάψει το πόδι του. "Τι κάνεις;" του είπα, "τίποτα, ήθελα να δω τι θα νιώσω", μου απάντησε"!

Η μάρτυρας είπε ότι, στις 29 Ιουλίου ταυτοποιήθηκαν οι συγγενείς της και πως για τραγική σύμπτωση η κηδεία τους έγινε την ημέρα των γενεθλίων του ανιψιού της Δημήτρη, ο οποίος όταν ξέσπασε η φωτιά βρισκόταν στην Κρήτη.

Είπε:

"Από τη μια στιγμή στην άλλη βρεθήκαμε χωρίς την οικογένειά μας. Έμεινε ένα παιδί ορφανό. "Εγώ τώρα τι θα γίνω;", μου είπε ο ανιψιός μου. "Θα μείνεις εδώ πάνω μαζί μου", του απάντησα. Βρεθήκαμε μπροστά σε τέσσερα φέρετρα, του Πάρη ήταν λευκό…".

Kαι συμπλήρωσε:

"Εκείνη την ημέρα μαζί με την αδελφή μου ήταν και μια άλλη κυρία, η οποία επέζησε. Μου είπε ότι κανείς δεν τους βοήθησε. Άλλοι έτρεχαν πανικόβλητοι, άλλοι έκαναν αναστροφή. Εκείνη σώθηκε γιατί κάποιος της είπε "τι περιμένεις; Θα καούμε ζωντανοί" και κατέβηκε ένα δρομάκι προς τη θάλασσα. Έκτοτε δεν τους ξαναείδε ποτέ".

Ο ανιψιός της μάρτυρα, Δημήτρης Κατσουλάκης, ο οποίος έχασε γονείς, αδελφό και γιαγιά είπε στο δικαστήριο πως από τύχη ζει, καθώς βρισκόταν στην Κρήτη, διαφορετικά θα ήταν μαζί με την οικογένειά του.

Είπε:

"Με πήρε ο αδελφός μου και μου λέει ότι είναι μια χαρά και όλα είναι υπό έλεγχο. Κατά τις 18.00 πήρα τους γονείς μου, καμία απάντηση. Γύρισα στο σπίτι μου στο Ρέθυμνο. Κατά τις 5 το πρωί με πήρε η θεία μου και μου λέει ότι η οικογένειά μου αγνοείται. Μπήκα στην πρώτη πτήση και γύρισα πίσω".

Και συνέχισε:

"Φτάνουμε στο Μάτι. Μπαίνω με τα πόδια με έναν θείο μου και έναν φίλο και ξεκινήσαμε να ψάχνουμε. Μετά από πολλή ώρα βρίσκω τα αυτοκίνητά τους που δεν είχαν καεί, ήταν άθικτα. Σκέφτηκα ότι ίσως υπήρχε μια ελπίδα να τους βρούμε. Χωριστήκαμε σε ομάδες φίλοι και συγγενείς και ψάχναμε στα νοσοκομεία. Μετά από δυο-τρεις μέρες μού είπε η θεία μου να δώσουμε DNA. Την Κυριακή μαθαίνω ότι ταυτοποιήθηκαν. Μου ήρθε ένα χαρτί σπίτι που έγραφε ότι η αιτία ήταν η απανθράκωση. Δεν ήξερα τίποτε άλλο. Κάναμε την κηδεία μετά από δυο μέρες και έπρεπε απλώς να αποδεχτώ το γεγονός… Ρωτούσα μετά ανθρώπους που ήταν εκεί τι έγινε. Δεν υπήρχε καμία βοήθεια από κανέναν, ήταν εντελώς μόνοι οι άνθρωποι…".

Στο δικαστήριο κατέθεσε κι αλλη συγγενής της ίδιας οικογένειας που ξεκληρίστηκε.

Η μάρτυρας Μαρία Βενέτη, περιέγραψε και αυτή τις δραματικές ώρες, που μαζί με τον ανιψιό της και άλλους συγγενείς έψαχναν τους δικούς τους.

Είπε:

"Κατά τις 18.30 πήρα τον αδελφό μου, μου είπε ότι έχουν φύγει από το σπίτι και ότι έχουν εγκλωβιστεί. Του είπα "φύγετε μακριά και να προσέχετε". Σε μισή ώρα τον ξαναπαίρνω, το τηλέφωνο νεκρό. Το ίδιο και της νύφης μου, της πεθεράς της και του ανεψιού μου. Μετά από 20 λεπτά παίρνω τηλέφωνο ένα φιλικό ζευγάρι και το τηλέφωνο καλούσε. Όταν μου απάντησε η γυναίκα μου μιλούσε με μισόλογα, προφανώς κάτι ήξερε. Τρόμαξα. Μαζί με την αδελφή της νύφης μου αρχίσαμε να ψάχνουμε στα νοσοκομεία. Έβλεπα φορεία με μαύρους ανθρώπους επάνω, καμένους. Κατά τις 12 το βράδυ ακούσαμε για τις βάρκες που έβγαζαν κόσμο στη Ραφήνα. Τους δηλώσαμε αγνοούμενους".

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, μετά από λίγες ημέρες παρέλαβε τέσσερις φακέλους. "Έναν για τον καθέναν τους, καθολικά ή θερμικά εγκαύματα έλεγαν. Υπήρχε ένας καμένος σταυρός και ένα καμένο δαχτυλίδι…".

Η Ανδριανή Καλεγιαννάκου, η οποία έχασε τον γιο της, τους γονείς της και τον αδελφό της, είπε στην κατάθεση της:

"Πιστεύω ότι δεν ήταν θέμα ανικανότητας και κακού συντονισμού, πιστεύω ότι υπήρχε και δόλος. Το πιστεύω ακράδαντα".

Mε δάκρυα συνέχισε να καταθέτει η μάρτυρας, που είπε:

"Θεωρώ ότι, εκτός από ανικανότητα και κακό συντονισμό υπήρξε και ανυπαρξία των ανθρώπων αυτών που είναι επαγγελματίες επιφορτισμένοι για την προστασία των ανθρωπίνων ζωών και παρ' όλα αυτά φέρθηκαν με τόσο απάνθρωπο τρόπο και άφησαν συμπολίτες τους στο έλεος του Θεού. Στον βωμό των προσωπικών τους φιλοδοξιών έκαψαν το παιδί μου, τους γονείς μου και τον αδελφό μου. Ένα οκτάχρονο παιδί να είχαν βάλει να το διαχειριστεί θα το είχε κάνει πολύ καλύτερα, όχι όλοι αυτοί"...

Όπως είπε στο δικαστήριο, η φωτιά έπιασε στον ύπνο τους δικούς της και η ίδια δεν έμαθε ποτέ πώς έφυγαν από το σπίτι.

Eίπε:
"Ο γείτονας φώναξε στον αδερφό μου "φωτιά". Υπήρχαν άνθρωποι που έφυγαν με τα εσώρουχα... Έκτοτε δεν είχα καμία επικοινωνία. Δεν μπορούσα να βρω τον αδερφό μου. Μετά είχαν κλείσει τον δρόμο και δεν μπορούσα να περάσω. Με τα χίλια ζόρια με άφησαν να περάσω από τη διασταύρωση της Ραφήνας στις έντεκα και μισή τη νύχτα. Αρχίσαμε και τρέχαμε…Πηγαίναμε στα ξενοδοχεία, στο λιμάνι της Ραφήνας. Και την επόμενη μέρα ακούω ότι βρέθηκαν είκοσι έξι άτομα σε ένα οικόπεδο που δεν το είχα ξανακούσει. Ούτε μου πήγε το μυαλό μου ότι θα ήταν εκεί οι δικοί μου. Είχε έρθει ο Ερυθρός Σταυρός στη Ραφήνα έδωσα τα ονόματα. Ο πατέρας του παιδιού έδωσε για το παιδί και εγώ για τους γονείς μου δείγμα DNA".

Η μάρτυρας ξέσπασε για ακόμα μια φορά, κάνοντας λόγο για «κυνισμό» των κρατικών φορέων: «Στην Κινέτα εκκενώθηκαν τρία χωριά και δεν έγινε το ίδιο στο Μάτι. Θα είχε γίνει μια μεγάλη οικολογική καταστροφή, αλλά δεν θα είχαν χαθεί τόσοι άνθρωποι. Τους κατηύθυνε ο πανικός. Ακούσαμε από τη Δούρου ότι η στραβή έγινε στη βάρδιά της. Το ακούσαμε και αυτό! Κυνικοί μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Προκάλεσαν τέτοια καταστροφή, τουλάχιστον ας μη μιλάνε…".

Στην κατάθεση του ο πατέρας του παιδιού, που κάηκε, Αναστάσιος Αλεξόπουλος, μίλησε για συμφορά.

Είπε:

"Παντού τέφρες. Και μια μυρωδιά θανάτου παντού. Όλα λιωμένα. Τα μέταλλα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι συνέβαινε αυτό. Πέρασαν τρεις μέρες έψαχνα να βρω το πτώμα. Πήγαμε στο Σχιστό… Ήταν εκατόν πενήντα πτώματα σε κίτρινες σακούλες. Τραβάτε να δείτε αν είναι κάποιος δικός σας. Μετά άλλαξαν γνώμη και μας έστειλαν στο Γουδί. Μετά μας είπαν για να δώσουμε DNA και τελικά με ειδοποίησαν ότι αναγνωρίστηκε το παιδί και με ρώτησαν αν θέλω ψυχολογική στήριξη…".

Ο μάρτυρας ξέσπασε: «Όλοι αυτοί οι άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί σαν τα ποντίκια… Γιατί τους εγκλώβισαν και τους οδήγησαν μέσα στις φωτιές; Γιατί άφησαν τον κόσμο να καεί; Γιατί; Γιατί; Γιατί;"