Γράφει ο ειδικός συνεργάτης
Εξ αφορμής της αναταραχής και του προβληματισμού, που έχει ενσκήψει μεταξύ των δικαστικών λειτουργών κατόπιν των τελευταίων αποφάσεων του Μαΐου 2023 του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου επί προαγωγών όλων των βαθμίδων των δικαστικών λειτουργών και της πρώτης εφαρμογής των ρυθμίσεων του ν.4938/2022 και δη της παρ. 8 του άρθρου 81 αυτού με την οποία τίθεται προϋπόθεση προσφυγής του παραλειφθέντος δικαστικού λειτουργού στην Ολομέλεια του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου η ύπαρξη τουλάχιστον δύο ή τριών θετικών ψήφων στα αντίστοιχα Συμβούλια, θα ήταν χρήσιμες κάποιες παρατηρήσεις.
Κατ’ αρχάς οι ίδιες οι Ενώσεις των Δικαστικών λειτουργών διαμαρτύρονται ότι, η εν λόγω ρύθμιση “διέλαθε” την προσοχή τους, διότι νομοθετήθηκε εν κρυπτώ.Συγκεκριμένα υποστηρίζουν ότι, η παρ. 8 του άρθρου 81, όταν τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση είχε το εξής περιεχόμενο “προσφυγή στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου που
αφορά προαγωγή, τοποθέτηση, μετάθεση και απόσπαση έχει δικαίωμα να ασκήσει ο δικαστικός λειτουργός τον οποίο αφορά η απόφαση αυτή, εφόσον όμως έλαβε ως προς τις λοιπές, πλην της προαγωγής, περιπτώσεις, τρεις τουλάχιστον ψήφους στο δεκαπενταμελές συμβούλιο και δύο στο ενδεκαμελές”.
Όταν, μετά το πέρας της δημόσιας διαβούλευσης εισήχθη στην Βουλή προς ψήφιση, απαλείφθηκε η φράση “πλην της προαγωγής”, χωρίς στην Αιτιολογική Έκθεση να δικαιολογείται αυτή η
απάλειψη και ενώ διατηρήθηκε στο ακέραιο η φράση “ως προς τις λοιπές περιπτώσεις”.
Τέλος η συγκεκριμένη διάταξη έλαβε το τελικό της περιεχόμενο κατά την ψήφισή της, με την απαλοιφή και της τελευταίας ως άνω φράσης.
Ενδιαφέρον επίσης έχει ότι, από το 1864 με την ψήφιση του Συντάγματος εγένετο προσπάθεια κατοχύρωσης της θεσμικής ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, ώστε η ΔΙΑΚΡΙΣΗ των εξουσιών να μην αποτελεί κενό γράμμα, αλλά να έχει ουσιαστικό περιεχόμενο.
Δυστυχώς, όμως, η κυνική προσέγγιση των πραγμάτων
από την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία δεν επέτρεψε ποτέ την ως άνω ουσιαστική θεσμοθέτηση και σε όλα τα Συντάγματα υπήρξαν ατελείς ρυθμίσεις και προβλέψεις, μη εξαιρουμένου και του ισχύοντος με τις αναθεωρήσεις του.
Εδώ θα πρέπει να θυμηθούμε και να εξάρουμε την εξαιρετική, προ
εικοσαετίας και πλέον, διατύπωση της θέσης του καθηγητή Γεωργίου Κουμάντου στο εξαιρετικό άρθρο του στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ την 13/3/2002, με τίτλο “Δικαιοσύνη: ο μύθος και η πραγματικότητα”, όπου με διεισδυτικό τρόπο διατυπώνει
ότι “το μεγάλο όμως θυσιαστήριο της δικαστικής ανεξαρτησίας είναι ακριβώς ο θεσμός που προοριζόταν να είναι υπέρτατη κατοχύρωση της. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Εδώ συμβαίνει κάτι που μόνο σαν τέχνασμα μπορεί να χαρακτηριστεί: πρώτον: ο Πρόεδρος, οι Αντιπρόεδροι και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου εκλέγονται από το υπουργικό συμβούλιο, κατά τις προτιμήσεις του και συνάμα μετέχουν από το νόμο στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
Αυτό σημαίνει: πρώτον, ότι το προεδρείο οφείλει το αξίωμά του στην κυβέρνηση και μπορεί να αισθάνεται κάποια δεσμευτική ευγνωμοσύνη προς αυτήν. δεύτερον: ότι οι Αρεοπαγίτες, που
φιλοδοξούν να φτάσουν στο προεδρείο, και όλοι έχουν αυτή την εύλογη φιλοδοξία, δεν πρέπει να γίνουν δυσάρεστοι στην κυβέρνηση. Τρίτον: ότι κατώτεροι δικαστές δεν πρέπει και αυτοί να γίνονται δυσάρεστοι στην κυβέρνηση, γιατί αυτό μπορεί να επηρεάσει την κρίση τους από το ΑΔΣ, δηλαδή από όσους τρέφουν ευγνωμοσύνη ή φιλοδοξία για το Προεδρείο, Τι μένει έτσι από την δικαστική ανεξαρτησία; Η ισοβιότητα βέβαια. Αλλά και αυτή τι σημαίνει; Χωρίς προαγωγές, χωρίς ευνοϊκές μεταθέσεις (γιατί αυτά γίνονται ή δεν γίνονται απ΄το ΑΔΣ) η ισοβιότητα εξασφαλίζει στον δικαστή ότι, θα περάσει την ζωή του σαν πρωτοδίκης στα Γρεβενά..”.
Σημειωτέον ότι, τότε κάθε παραλειφθείς δικαστής είχε την δυνατότητα να προσφύγει στην Ολομέλεια κατά της απόφασης παράλειψής του από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο χωρίς καμία προϋπόθεση.
Το 2002 εγένετο και πάλι απόπειρα, όπως τελικώς επετεύχθη με τον ν. 4938/2022, ν’ απαλειφθεί το σχετικό δικαίωμα, συνάντησε όμως την σφοδρή αντίδραση των τότε Ενώσεων των δικαστικών λειτουργών και αν ενθυμούμαστε καλώς, Πρόεδρος της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων τότε ήταν η διατελέσασα μετέπειτα και Πρόεδρος του Αρείου Πάγου και Υπηρεσιακή Πρωθυπουργός κα
Βασιλική Θάνου.
Επίσης χαρακτηριστικό ήταν και ένα άρθρο του καθηγητού Νικολάου Κλαμαρή, που δημοσιεύτηκε στον Εισαγγελικό Λόγο, με αναφορές και σε δηλώσεις του μόλις τότε αποχωρήσαντα Υπουργού Δικαιοσύνης και καθηγητού Μ. Σταθόπουλου, αλλά και του επίσης καθηγητού Β. Μαγκάκη, αλλά και του τότε Προέδρου του Αρείου Πάγου Σ. Ματθία.
Το συγκεκριμένο άρθρο αν και γράφηκε το 2002, είναι τόσο επίκαιρο σαν να γράφηκε μόλις χθες (βλ.
εξουσία.
Είναι πασιφανές ότι η εν λόγω διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 81 του ν. 4938/2022, που αποστερεί στοιχειώδες δικαίωμα στον λειτουργό της δικαιοσύνης, είναι ευθέως αντισυνταγματική, παραβιάζουσα σειρά διατάξεων και δη αυτών των άρθρων 4 παρ. 1, 20, 26 παρ. 3, 73, 87, 88, 90, 93 παρ. 4 και 120 παρ. 2 του
ισχύοντος Συντάγματος, αλλά και ανενεργός ως παραβιάζουσα διατάξεις υπερεθνικής ισχύος, όπως το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 47 του Χάρτη της ΕΕ, αλλά και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του ανθρώπου και ιδίως το άρθρο 6 παρ.
1 αυτής, που κατ’ άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος έχουν αυξημένη ισχύ.
Ενόψει των ως άνω παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον ότι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου περί προαγωγών δικαστικών λειτουργών διαφόρων βαθμίδων ελήφθησαν στην συντριπτική τους πλειοψηφία με μειοψηφία μίας θετικής ψήφου, αποστερώντας θεωρητικώς το δικαίωμα προσφυγής των παραλειφθέντων στην Ολομέλεια του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου ώστε να τύχουν τουλάχιστον νέας κρίσεως, αναφαίρετο δικαίωμα οιουδήποτε πολίτη, του οποίου όμως αποστερείται ο απονέμων την δικαιοσύνη.
Τούτο θα μπορούσε να σημαίνει είτε ότι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο είχε την απόλυτα τεκμηριωμένη θέση και άποψη ότι οι παραλειφθέντες στερούνταν πράγματι των απαιτουμένων κατά τα άρθρα 59 του ίδιου νόμου προσόντων, είτε ότι βασιζόμενο στην, κατά την εν λόγω διάταξη, τυπική αδυναμία προσφυγής στην
Ολομέλεια επεχείρησε την διασφάλιση του ανελέγκτου της κρίσεώς του.
Σε αμφότερες τις ως άνω εκδοχές, όμως, αποτυγχάνει να υπηρετήσει τον θεσμικό του ρόλο και αυτοακυρώνεται. Διότι μπορεί τυπικώς μεν να μην είναι δικαιοδοτικό όργανο, αλλά διοικητικό, συντίθεται όμως οργανικά από Ανώτατους δικαστές, που θεωρητικά και την επιστημονική - νομική επάρκεια έχουν και την αντίληψη της θεσμικής τους λειτουργίας.
Συνεπώς, θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη η επίγνωση ότι η όποια κρίση τους, έχει άμεση και σημαντικότατη επίπτωση στους παραλειφθέντες δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι είναι βέβαιο ότι βίωσαν ή και βιώνουν ακριβώς εξαιτίας της παράλειψής τους εξαιρετικά βίαιη προσβολή της επαγγελματικής και προσωπικής
τιμής και υπόληψής τους.
Κατά μείζονα λόγο όταν η κρίση του ΑΔΣ εξαντλείται στην αξιολόγηση δεκάδων δικαστών εντός ολίγων ωρών, χωρίς τις περισσότερες φορές να έχει καν γνώση των επιμέρους στοιχείων του φακέλου καθενός εκ των αξιολογουμένων.
Ως εκ τούτου αντιλαμβανόμενο αυτόν ακριβώς τον θεσμικό του ρόλο και έχοντας επίγνωση της καταφανώς αντισυνταγματικής ως άνω ρύθμισης θα έπρεπε να αφήνει το περιθώριο προσφυγής στην Ολομέλεια, άλλως η όποια απόφασή του θα έπρεπε να είναι εξόχως αιτιολογημένη και απόρροια εμπεριστατωμένης αξιολόγησης.
Ιδίως στις περιπτώσεις παραλειφθέντων δικαστικών λειτουργών, που οι εκθέσεις αξιολόγησής τους από τους Επιθεωρητές είναι εξαίρετη και παρά ταύτα παραλείπονται χωρίς αποχρώντα λόγο, δημιουργείται και μείζον εσωτερικό θέμα, διότι οι Επιθεωρητές, που κατά τεκμήριο έχουν πιο ολοκληρωμένη εικόνα του δικαστικού λειτουργού (αποφάσεις, ήθος κλπ) και στην οποία βασίζουν την
αξιολόγησή τους, διαπιστώνουν την ακύρωσή τους από το ΑΔΣ.
Επισημαίνουμε ακόμη, ότι ειδικώς για τη δικαστική εξουσία, το Σύνταγμα αναγνωρίζει λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία στους δικαστές και δεν βλέπουμε, πως η εν λόγω ρύθμιση προάγει αυτή την ανεξαρτησία.
Επί παραδείγματι το δικαστήριο του άρθρου 99 του Συντάγματος, θα μπορούσε, όπως επιλαμβάνεται και των μισθολογικών ζητημάτων των δικαστικών λειτουργών, να επιλαμβάνεται και των ζητημάτων των προαγωγών, μεταθέσεων κλπ., ως δικαιοδοτικού οργάνου, διότι προφανέστατα η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών δεν θωρακίζεται μόνο με την μισθολογική αυτοτελή μεταχείριση, αλλά προεχόντως με την κατοχύρωση της υπηρεσιακή τους εξέλιξης με την ύπαρξη εχεγγύων αμερόληπτης κρίσης και δυνατότητας προσφυγής και σε δικαιοδοτικό όργανο, απαράβατη προϋπόθεση του άρθρου 20 του Συντάγματος.
Άλλωστε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει ότι, οι διαδικασίες προαγωγής των δικαστών έχουν αντίκτυπο στην ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος και, ως εκ τούτου, έχει αναγνωρίσει σιωπηρά ότι η αρχή της
ανεξαρτησίας των δικαστών εφαρμόζεται στις εν λόγω διαδικασίες [βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, Tsanova-Gecheva κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:2015:0915JUD004380012, § 104)]. Βλ., επίσης, σύσταση CM/Rec(2010)12 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης της 17ης Νοεμβρίου 2010 και αιτιολογική έκθεση με τίτλο «Δικαστές: ανεξαρτησία,
αποτελεσματικότητα και αρμοδιότητες» (το έγγραφο είναι διαθέσιμο στη διαδικτυακή διεύθυνση: https://rm.coe.int/cmreC‑2010-12-on-independence-efficiency-
responsibilites-of-judges/16809f007d), σημείο 49: «η ανεξαρτησία των δικαστών θα πρέπει να διαφυλάσσεται όχι μόνον κατά τον διορισμό τους, αλλά καθ’ όλη την πορεία της σταδιοδρομίας τους. Ο όρος “σταδιοδρομία” περιλαμβάνει την προαγωγή […]».
Όπως επίσης απεφάνθη το ίδιο Δικαστήριο η ανάθεση υπερβολικής εξουσίας σε λίγα πρόσωπα ή όργανα σημαίνει λιγότερη λογοδοσία και περισσότερες δυνατότητες, για αυθαιρεσία στη λήψη αποφάσεων, μεροληψία, νεποτισμό και καταχρηστική άσκηση της εν λόγω εξουσίας (το Συμβουλευτικό Συμβούλιο των
Ευρωπαίων Δικαστών (CCJE) στη γνώμη αριθ. 17(2014) σχετικά με την αξιολόγηση του έργου των δικαστών, την ποιότητα της δικαιοσύνης και τον σεβασμό της δικαστικής ανεξαρτησίας επισήμανε ότι «όταν μια ατομική αξιολόγηση έχει συνέπειες, για την προαγωγή, τις αποδοχές και τη σύνταξη ενός δικαστή ή μπορεί ακόμη και να οδηγήσει στην απομάκρυνσή του από τη θέση του, τότε υφίσταται κίνδυνος ο υπό αξιολόγηση δικαστής να μην αποφαίνεται σύμφωνα με τη δική του αντικειμενική ερμηνεία των πραγματικών περιστατικών και του νόμου, αλλά με τρόπο που μπορεί να θεωρηθεί ότι ικανοποιεί εκείνους που τον αξιολογούν […] ο κίνδυνος για την ανεξαρτησία των δικαστών δεν αποφεύγεται πλήρως, ακόμη και αν την αξιολόγηση αναλάβουν άλλοι δικαστές» (βλ. σημείο 6 της γνώμης, ηλεκτρονική έκδοση διαθέσιμη
στη διαδικτυακή διεύθυνση: https://www.csm.it/documents/46647/0/Opinion+No.+17+%282014 %29.pdf/f596c4a 8 -7019-47e1-9b35-14551977b471).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός ότι, ενώ τόσο η μειοψηφία όσο και η πλειοψηφία του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων διατύπωσαν γενικές αντιρρήσεις, στην πράξη εις ουδεμία ενέργεια προέβησαν, αν και συμπτωματικώς το διάστημα 1-3 Ιουνίου εγένετο η Σύνοδος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών στην Αθήνα και θα μπορούσε άριστα το θέμα να συζητηθεί και να
ασκηθεί από κοινού παράσταση ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ώστε να παραπεμφθεί η Ελλάδα στο ΔΕΕ, όπως συνέβη με τις περιπτώσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας.
Αυτοτελώς επίσης θα μπορούσε η Ολομέλεια των Ανωτάτων Δικαστηρίων να θέσουν σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, ώστε ν’ αποφανθεί περί της συμβατότητας της επίμαχης ρύθμισης προς το Ενωσιακό Δίκαιο.
Διότι καλές οι ρηματικές διακοινώσεις περί ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, αλλά όταν οι ίδιοι οι απονέμοντες την Δικαιοσύνη στερούνται του δικαιώματος προσφυγής και δικαίας κρίσης, στοιχείο ουσιώδες της λειτουργικής ανεξαρτησίας τους, πόσο λειτουργικό είναι το κράτος δικαίου στην χώρα μας?