Η Δικαιοσύνη προσπαθεί να ξανανοίξει την υπόθεση της δήθεν σκευωρίας για τη Novartis και μάλιστα προεκλογικά!
Στο επίκεντρο εκ νέου, η πρώην Εισαγγελέας Διαφθοράς Ελένη Τουλουπάκη, καθώς και οι δύο πρώην επίκουροι Εισαγγελείς Διαφθοράς Χρήστος Ντζούρας και Στέλιος Μανώλης, οι οποίοι έχουν απαλλαγεί αμετάκλητα από τη Δικαιοσύνη, γιά σκοπιμότητα στους χειρισμούς τους, στην έρευνα για τη Νovartis.
Mαζί τους έχουν απαλλαγεί, όπως είναι γνωστό και όλοι όσοι είχαν κατηγορηθεί αρχικά, όπως ο πρώην αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, δημοσιογράφοι και εκδότες.
Ο Αντεισαγγελέας προτείνει να δικαστούν οι τρεις ανώτεροι συνάδελφοι του στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιά, κατηγορούμενοι για κατ΄εξακολούθηση ψευδή βεβαίωση, παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου και παραβίαση προσωπικών δεδομένων.
Η εισαγγελική πρόταση παραπομπής σε νέα δίκη, για την Ελένη Τουλουπάκη, έρχεται ένα βήμα πριν από την απολογία της στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, στο οποίο δικάζεται μαζί με τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, κατηγορούμενη ότι, καθυστέρησε να στείλει στη Βουλή δικογραφία κατά του πρώην υπουργού Υγείας (επί ΣΥΡΙΖΑ) Παναγιώτη Κουρουμπλή, που αφορούσε τιμολόγηση φαρμάκων.
Ο εισαγγελέας Πειραιά προτείνει επίσης να απορριφθούν οι αιτιάσεις περί ακυρότητας, που προβάλλει η κ. Τουλουπάκη, αλλά και οι συγκατηγορούμενοι της εισαγγελείς κ.κ Ντζούρας και Μανώλης, οι οποίοι στα αιτήματα και τις προσφυγές τους στη Δικαιοσύνη ΚΡΑΥΓΑΖΟΥΝ - μεταξύ άλλων - ότι, παραβιάζεται το άρθρο 4 παρ. 1 του Έβδομου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (7 ο ΠΠ ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με τον ν.
1705/87, το οποίο ορίζει ότι, κανένας δεν μπορεί να δικάζεται ή να τιμωρείται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα, για μία παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού.
Στο σκεπτικό του περί παραπομπής σε δίκη της πρώην Εισαγγελέα Διαφθοράς Ελένης Τουλουπάκη και των δύο πρώην επίκουρων εισαγγελέων Ντζούρα και Μανώλη, παρά το γεγονός ότι, έχουν απαλλαγεί για την υπόθεση της σκευωρίας για τη Νovartis ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων στην πρόταση του ότι:
"... ο 12ος τακτικός ανακριτής Αθηνών στις 8 - 4 0 2022 με το υπ΄αριθμόν 275/2022 έγγραφο του προς τον Αντεισαγγελέα ΑΠ Ευάγγελο Ζαχαρή, ο οποίος είχε αρχειοθετήσει τη δικογραφία ως προς τον αιτούντα κατηγορούμενο Μανώλη Στυλιανό και Χρήστο Ντζούρα, επικαλούμενος ως νέο στοιχείο την από 16 - 3 - 2022 ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Νικολάου Μανιαδάκη του Γεωργίου, ζήτησε την ανάσυρση της υπόθεσης ως προς τους ανωτέρω (Μανώλη Στυλιανό και Χρήστο Ντζούρα). Σε απάντηση του ως άνω εγγράφου ο Αντεισαγγελέας ΑΠ Ευάγγελος Ζαχαρής μετο υπ΄αριθμόν 2335/2022 έγγραφο του ανέσυρε τη δικογραφία από το αρχείο ως προς τους ανωτέρω, διότι όπως ο ίδιος αναφέρει από την εξέταση των νεοτέρων στοιχείων εκρίθη ότι, δικαιολογείται η επανεξέταση της υπόθεσης".
Μάλιστα, όπως αναφέρει ο αντεισαγγελέας Πρωτοδικών κ. Σακελλαρόπουλος "λόγω συναφείας παραπέμφθηκε και γιά την Ελένη Τουλουπάκη από τις αρμόδιες Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών στις αντίστοιχες του Πρωτοδικείου Πειραιώς".
Το σκεπτικό του περί παραπομπής σε νέα δίκη των πρώην Εισαγγελέων Διαφθοράς Τουλουπάκη - Ντζούρα - Μανώλη, για την ίδια υπόθεση, γιά την οποία έχουν αμετάκλητα απαλλαγεί, ο κ. Σακελλαρόπουλος το βασίζει, όπως αναφέρει στο ότι: "εφόσον εκρίθη από τον αρμόδιο Εισαγγελέα ότι, πρόκειται για νεότερα κρίσιμα στοιχεία, τα οποία δικαιολογούν την επανεξέταση της υπόθεσης, ορθώς και δικαιολογημένως εφαρμόστηκε η διάταξη του άρθρου 43 παράγραφος 6 εδ. α ΚΠΔ και η σχετική αιτίαση περί απολύτου ακυρότητας της προδικασίας είναι απορριπτέα ως αβάσιμη".
Ενω υποστηρίζει ότι δεν παραβιάστηκε το πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, καθόσον η αρχειοθέτηση της υπόθεσης απο τους Αντεισαγγελείς δεν παράγει δεδικασμένο και συνεπώς εάν ανακύψουν νέα στοιχεια, ο εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει νέα δίωξη.
Και καταλήγει ότι, δεν παραβιάστηκε το δεδικασμένο του Αρείου Πάγου, που αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία κατά των τριών εισαγγελέων, καθώς αφορά άλλες πράξεις διαφορετικές και συγκεκριμένα της κατάχρησης εξουσίας και της παράβασης καθήκοντος.
Στο υπόμνημα της προς την ανακρίτρια Πειραιά, η Εισαγγελέας Εφετών Ελένη Τουλουπάκη πρόσβαλλε ως άκυρη τη νέα ποινική δίωξη εναντίον της και την κλήση της σε απολογία, ισχυριζόμενη ότι, παραβιάζεται το Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, καθώς δεν μπορεί να δικαστεί εκ νέου, για την ίδια υπόθεση, για τη οποία έχει απαλλαγεί αμετάκλητα από τον Αρειο Πάγο (αρχή NE BIS IN IDEM), καθώς και λόγω παραβίασης της αρχής της αρχής της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) δια της παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητάς της.
Το εάν θα παραπεμφθούν εκ νέου σε δίκη η Εισαγγελέας Εφετών Ελένη Τουλουπάκη και οι πρώην επίκουροι Εισαγγελείς Διαφθοράς Χρήστος Ντζούρας και Στέλιος Μανώλης θα το κρίνει το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά.
Διαβάστε το υπόμνημα της Εισαγγελέα Εφετών Ελένης Τουλουπάκη:
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΑΝΑΚΡΙΤΡΙΑΣ ΤΟΥ Β’ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΟΥ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ
Υ Π Ο Μ Ν Η Μ Α
Της Ελένης Τουλουπάκη του Χαραλάμπους, Αντιεισαγγελέως Εφετών Αθηνών,
κατοίκου Αθηνών, επί της οδού Λεμπέση αρ. 5 – 7.
****************
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1.1. Δυνάμει κλήσης Σας κλήθηκα όπως απολογηθώ ενώπιόν Σας, πλην
όμως πριν υποβάλλω το απολογητικό υπόμνημά μου, καταθέτω το παρόν
υπόμνημα μου, στο οποίο και εκθέτω τους κάτωθι νόμιμους και βάσιμους λόγους
κήρυξης της ενώπιον Σας διαδικασίας απολύτως άκυρης κατ’ άρθρα 171 παρ. 1δ,
176 ΚΠΔ, στις οποίες ορίζεται ότι:
Άρθρο 171. - Απόλυτη ακυρότητα
1.] Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν: α) τη σύνθεση του δικαστηρίου,
σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης
δικαστικών λειτουργών και του παρόντος κώδικα για ακυρότητα εξαιτίας κακής σύνθεσής
του, β) την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική
συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο και σε πράξεις της προδικασίας που
ορίζονται στον νόμο, γ) την αναστολή της ποινικής δίωξης σε όσες περιπτώσεις την
επιβάλλει υποχρεωτικά ο νόμος, δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την
υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά
την προκαταρκτική εξέταση και την άσκηση των δικαιωμάτων που τους παρέχονται από
τον νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά
και Πολιτικά Δικαιώματα και τον Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ε.Ε, ενώ
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 176 ΚΠΔ - Κήρυξη της ακυρότητας. Επανάληψη
των άκυρων πράξεων. “ 1. Αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της
προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο
2
ακροατήριο, κύριας και προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την
εκδίκαση της κατηγορίας. Αν κατά του βουλεύματος ή της απόφασης ασκήθηκε ένδικο
μέσο, η αρμοδιότητα για την κήρυξη της ακυρότητας ανήκει στο συμβούλιο ή το
δικαστήριο που αποφασίζει για το ένδικο μέσο ∙
2.] Η ακυρότητα μιας πράξης καθιστά άκυρες και τις εξαρτημένες από αυτήν
μεταγενέστερες πράξεις της ποινικής διαδικασίας. Ο δικαστής μπορεί να κηρύξει άκυρες
και πράξεις σύγχρονες ή προγενέστερες, μόνο όταν είναι συναφείς με εκείνη που
ακυρώθηκε ∙
3.] Το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο κηρύσσοντας την ακυρότητα διατάσσει
την επανάληψη των άκυρων πράξεων, αν τούτο είναι αναγκαίο και εφικτό ∙ και
4.] Η απαγγελία της ακυρότητας έχει ως συνέπεια την επιστροφή της διαδικασίας
στο στάδιο ή στον βαθμό στον οποίο έλαβε χώρα η άκυρη πράξη, εκτός αν ρητά ορίζεται
διαφορετικά στον νόμο.
Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση των σχετικών ακυροτήτων που
αφορούν τις αποδείξεις», σε συνδυασμό με τις νομικές διατάξεις της ΕΣΔΑ που
παραθέτω:
ΙΙ. ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
1 ος ΛΟΓΟΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ: Παραβίαση άρθρου 4 παρ. 1 του 7 ου
Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (αρχή NE BIS IN IDEM)
1. Η νομική κατοχύρωση της αρχής ne bis in idem.
1.1.1. Η αρχή ne bis in idem κατοχυρώνεται σε διεθνή συμβατικά κείμενα
προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων. Κατ’ αρχάς θεμελιώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του
Έβδομου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (7 ο ΠΠ ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με τον ν.
1705/87, το οποίο υπό τον τίτλο «Δικαίωμα κάθε προσώπου να μη δικάζεται ή να
τιμωρείται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα», ορίζει ότι: «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή
καταδικαστεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους, για μία παράβαση για την
οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και
την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού. 2. Οι διατάξεις της προηγούμενης
παραγράφου δεν εμποδίζουν την επανάληψη της διαδικασίας, σύμφωνα με το νόμο και
την ποινική δικονομία του Κράτους για το οποίο πρόκειται, εάν υπάρχουν αποδείξεις
νέων ή μεταγενέστερων της απόφασης γεγονότων, ή υπήρξε θεμελιώδες σφάλμα της
προηγούμενης διαδικασίας, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της
3
υπόθεσης. 3. Καμία απόκλιση από αυτό το άρθρο δεν επιτρέπεται με βάση το άρθρο 15
της Σύμβασης» όπως και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα
(εφεξής ΔΣΑΠΔ), που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, το οποίο στο άρθρο 14 παρ. 7
ορίζει ότι: «Κανείς δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται για ένα αδίκημα για το οποίο έχει ήδη
απαλλαγεί ή καταδικαστεί με οριστική απόφαση που εκδόθηκε σύμφωνα με το δίκαιο και
την ποινική δικονομία της χώρας».
1.1.2. Περαιτέρω, η αρχή ne bis in idem αναγνωρίζεται ως γενική αρχή του δικαίου
της Ένωσης, ενώ πλέον έχει την τυπική ισχύ θεμελιώδους δικαιώματος της Ένωσης,
σύμφωνα με το άρθρο 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (εφεξής ΧΘΔ), όπου
προβλέπεται ότι: «Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο
έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού
δικαστηρίου. Το ΕΔΔΑ έχει καταστήσει σαφές ότι, πέραν της εν λόγω διάταξης, ουδεμία
άλλη διάταξη της ΕΣΔΑ εγγυάται, έστω έμμεσα, το σεβασμό της αρχής ne bis in idem.
(Βλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 14 ης Σεπτεμβρίου 1999, 36855/97, 41731/98, Ponsetti και
Chesnel κατά Γαλλίας, σκ. 6. Βλ. ΔΕΚ αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2002, C-238/99
P, C-244/99 P, C-245/99 P, C-247/99 P, C250/99 P έως C-252/99 P και C-254/99 P,
Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκ. 59, ΔΕΚ απόφαση της 29ης
Ιουνίου 2006, C-289/04 P, Showa Denko κατά Επιτροπής, σκ. 50, και προτάσεις της
γενικής εισαγγελέως Juliane Kokott της 15ης Δεκεμβρίου 2011 στην υπόθεση C-489/10,
Łukasz Marcin Bonda, σκ. 13. 7 σύμφωνα με το νόμο»). Τέλος, κατοχυρώνεται ρητώς και
στο άρθρο 54 της Σύμβασης Εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν (εφεξής ΣΕΣΣ) της
14ης Ιουνίου 1985, που κυρώθηκε με το ν. 2584/97, όπου ορίζεται ότι: «Όποιος
δικάστηκε τελεσίδικα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο
συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρο όμως ότι, σε
περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί
σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλόμενου μέρους που επέβαλε την καταδίκη». Η
έκταση της προστασίας, όπως και το πεδίο εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, σε κάθε
μία από τις ανωτέρω διατάξεις είναι διαφορετικό. Ειδικότερα, το 7 ο ΠΠ ΕΣΔΑ απαγορεύει
τη διπλή δίωξη σε εθνικό επίπεδο, δηλαδή εντός του ίδιου κράτους, κάτι που γίνεται
δεκτό και στο πλαίσιο του άρθρου 14 παρ. 7 του ΔΣΑΠΔ. Αντιθέτως, το άρθρο 50 του
ΧΘΔ όπως και το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ διευρύνουν την προστασία του διωκόμενου
προσώπου, απαγορεύοντας την διπλή δίωξή του από τις διωκτικές αρχές περισσότερων
4
κρατών. Στην ημεδαπή έννομη τάξη η αρχή ne bis in idem κατοχυρώνεται ρητώς στο
άρθρο 57 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
1.1.3. Το ΔΕΕ με την απόφαση της 20ης Μαρτίου 2018, C-537/16, Garlsson Real
Estate SA κτλ, σκ. 64 επ., αναγνώρισε το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 50 του ΧΘΔ,
αποφαινόμενο ότι η αρχή ne bis in idem, όπως κατοχυρώνεται στο εν λόγω άρθρο,
απονέμει στους ιδιώτες ένα απευθείας εφαρμοστέο δικαίωμα. Ειδικότερα στις σκ. 65-66
της ανωτέρω απόφασης διευκρίνισε ότι: «Κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις του
πρωτογενούς δικαίου οι οποίες επιβάλλουν σαφείς και ανεπιφύλακτες υποχρεώσεις, που
δεν απαιτούν, για την εφαρμογή τους, καμία μεταγενέστερη παρέμβαση των αρχών της
Ένωσης ή των εθνικών αρχών, γεννούν απευθείας δικαιώματα υπέρ των πολιτών. Εν
προκειμένω, το δικαίωμα που το εν λόγω άρθρο 50 απονέμει στους ιδιώτες δεν
συνοδεύεται, κατά το γράμμα του, από καμία προϋπόθεση και, επομένως, είναι
απευθείας εφαρμοστέο στο πλαίσιο διαφοράς όπως αυτή της κύριας δίκης» . Εξάλλου, ο
κανόνας του ne bis in idem δεν κατοχυρώνεται ρητώς στο ελληνικό Σύνταγμα, μπορεί
ωστόσο να συναχθεί από τις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου και της ασφάλειας
δικαίου είτε αυτοτελώς είτε σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1
και 25 παρ. 1 εδαφ. γ΄ του Συντάγματος. Εξάλλου, η συνταγματική κατοχύρωση της
αρχής ne bis in idem έχει αναγνωριστεί και νομολογιακώς, καθώς μέσω της πρόσφατης
νομολογίας του ΣτΕ έγινε δεκτό ότι η αρχή αυτή συνιστά εκδήλωση των θεμελιωδών
αρχών του κράτους δικαίου, της αναλογικότητας και ιδίως του δεδικασμένου, που
εξυπηρετεί την θεμελιώδους σημασίας και συνταγματικής περιωπής ανάγκη για ασφάλεια
δικαίου και σταθερότητα των εννόμων καταστάσεων.
1.1.4. Συναφώς, στην διάταξη του ά. 52 του Χάρτη και σύμφωνα με την παρ. 3,
στο βαθμό που Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα, τα οποία αντιστοιχούν σε δικαιώματα
της ΕΣΔΑ, όπως εν προκειμένω, «η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που
τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση». Τούτη η «επιταγή ομοιογένειας», όπως εύστοχα την
είχε χαρακτηρίσει η Γεν. Εισαγγελέας Kokott στην υπόθεση «Bonda» (C‐489/2010),
συμπληρώνεται από τη ρητή πρόβλεψη στην παρ. 7 του ά. 52 περί της υποχρέωσης
τόσο των δικαστηρίων της Ένωσης όσο και των κρατών μελών «να λαμβάνουν δεόντως
υπόψη τους τις επεξηγήσεις, οι οποίες έχουν εκπονηθεί με σκοπό την παροχή
κατευθύνσεων για την ερμηνεία του παρόντος Χάρτη». Έτσι επιτυγχάνεται η συνοχή του
δικαίου σ΄ ένα ελάχιστο κοινό επίπεδο προστασίας, καθόσον η ανωτέρω επιταγή «δεν
5
εμποδίζει το δίκαιο της Ένωσης να παρέχει ευρύτερη προστασία» (τελ. εδάφιο της παρ.
3 του ά. 52 ΧΘΔΕΕ). 3. Εν προκειμένω, στο ά. 50 του Χάρτη κατοχυρώνεται η αρχή «ne
bis in idem» τόσο υπό την εσωτερική, δηλ. εντός της δικαιοδοσίας ενός και του αυτού
κράτους, όσο και υπό τη διεθνική της διάσταση, δηλ. μεταξύ των δικαιοδοσιών διαφόρων
κρατών μελών. Κατά την οικεία επεξήγηση, «όσον αφορά τις καταστάσεις που
αναφέρονται στο ά. 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δηλαδή την εφαρμογή της
ανωτέρω αρχής στο εσωτερικό του ιδίου κράτους μέλους, το διασφαλιζόμενο δικαίωμα
έχει την ίδια έννοια και την ίδια εμβέλεια με το αντίστοιχο δικαίωμα της ΕΣΔΑ». Συνεπώς,
με το ά. 52 θεσπίζεται ένας κανόνας που αναδεικνύει την ουσιαστική σχέση ΕΣΔΑ και
Χάρτη, όπου η ΕΣΔΑ εμφανίζεται να έχει μια κανονιστική υπεροχή, όχι υπό την έννοια
της ιεραρχίας των κανόνων, αλλά της ερμηνευτικής αντιστοίχισης εν προκειμένω του ά.
50 του Χάρτη με εκείνο του ά. 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
1.1.5. Η προϋπόθεση έκδοσης δικαστικής απόφασης επί της πρώτης διαδικασίας
για τη στοιχειοθέτηση του «bis»: Το ζήτημα αυτό απασχόλησε το ΕΔΔΑ για πρώτη φορά
μόλις πρόσφατα στην απόφαση μείζονος συνθέσεώς του επί της υπόθεσης Mihalache
κατά Ρουμανίας. (ΕΔΔΑ απόφαση της 8ης Ιουλίου 2019, 54012/10, Mihalache κατά
Ρουμανίας). Στην υπόθεση αυτή ασκήθηκε σε βάρος του προσφεύγοντος ποινική δίωξη,
διότι αυτός αρνήθηκε να υποβληθεί σε εξετάσεις για να προσδιοριστεί το επίπεδο αλκοόλ
στο αίμα του, κατά τη διάρκεια προληπτικού ελέγχου, στο πλαίσιο του οποίου η
αστυνομία σταμάτησε το αυτοκίνητο που αυτός οδηγούσε. Η εν λόγω ποινική διαδικασία,
ωστόσο, τερματίστηκε με εισαγγελική διάταξη, με το σκεπτικό ότι οι πράξεις που
διαπράχθηκαν δεν ήταν αρκετά σοβαρές για να αποτελέσουν ποινικό αδίκημα και
διατάχθηκε να καταβάλει ο προσφεύγων το ποσό των 250 ευρώ ως διοικητικό πρόστιμο.
Ένα χρόνο περίπου αργότερα, η εποπτεύουσα εισαγγελική αρχή ακύρωσε
αυτεπαγγέλτως την ως άνω εισαγγελική διάταξη, κατά της οποίας δεν είχε ασκηθεί
έφεση, και εκκίνησε εκ νέου την ποινική διαδικασία, κρίνοντας ότι, ενόψει των συνθηκών
της υπόθεσης, του βαθμού της γενικής και ειδικής επικινδυνότητας για την κοινωνία της
επίμαχης συμπεριφοράς του προσφεύγοντος και του είδους των κοινωνικών αξιών που
αυτή προσέβαλε, ο προσφεύγων δεν τιμωρήθηκε προσηκόντως με το προαναφερόμενο
διοικητικό πρόστιμο. Το ζήτημα που τέθηκε ενώπιον του ΕΔΔΑ συνίστατο στο αν η εκ
νέου κίνηση της ποινικής διαδικασίας σε βάρος του προσφεύγοντος παραβιάζει την αρχή
ne bis in idem. Μεταξύ, δε, των ισχυρισμών της Κυβέρνησης προβλήθηκε ότι μόνο οι
δικαστικές αποφάσεις (και όχι οι εισαγγελικές διατάξεις) συνιστούν προηγούμενη
6
αθώωση ή καταδίκη του θιγόμενου προσώπου ώστε να ενεργοποιείται η προστασία του
άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ ΕΣΔΑ. Επί του ζητήματος αυτού το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε
ότι, προκειμένου να αναγνωριστεί ότι υπάρχει αμετάκλητη αθώωση ή καταδίκη,
δεν απαιτείται να παρεμβληθεί η έκδοση δικαστικής απόφασης, καθώς κάτι τέτοιο
θα συνεπαγόταν περιορισμό της προστασίας της αρχής ne bis in idem. Αυτό που
έχει σημασία είναι η σχετική απόφαση (έστω και αν δεν έχει τη μορφή δικαστικής
απόφασης) να λαμβάνεται από αρχή που συμμετέχει στην απονομή της
δικαιοσύνης, κατά το εθνικό δίκαιο, και η αρχή αυτή να είναι αρμόδια, κατά το
νόμο, να θεμελιώσει και, ενδεχομένως, να τιμωρήσει την παράνομη συμπεριφορά
του κατηγορούμενου. Έτσι, στην εν προκειμένω κρινόμενη υπόθεση έγινε δεκτό
ότι η διάταξη του εισαγγελέα μπορεί να θεωρηθεί προηγούμενη αθωωτική ή
καταδικαστική απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ ΕΣΔΑ
(ΕΔΔΑ, Mihalache κατά Ρουμανίας, σκ. 94-95) .
1.2.1. Η έννοια της «αθώωσης» ή «καταδίκης»: Σύμφωνα με την πάγια νομολογία
του ΕΔΔΑ, το άρθρο 4 του 7ου ΠΠ ΕΣΔΑ εγγυάται το δικαίωμα του ατόμου να μην
διώκεται, να μην δικάζεται και να μην τιμωρείται δεύτερη φορά για την ίδια παράβαση.
Υπό την έννοια αυτή η απαγόρευση του άρθρου αυτού ενεργοποιείται όχι μόνο όταν το
άτομο έχει ήδη καταδικαστεί για την ίδια παράβαση, αλλά και σε περίπτωση αθώωσής
του, και τούτο διότι το άρθρο 4 «δεν αφορά μόνο την περίπτωση διπλής καταδίκης αλλά
επίσης αυτή της διπλής δίωξης» Συνεπώς, η αρχή ne bis in idem αποτελεί διαδικαστική
εγγύηση, η οποία εξασφαλίζει ότι σε περίπτωση έκδοσης αμετάκλητης απόφασης για
συγκεκριμένη παράβαση, είτε καταδικαστικής είτε αθωωτικής, δεν επιτρέπεται η
διεξαγωγή νέας δίωξης σε βάρος του ίδιου ατόμου. Το ερώτημα για το πότε συντρέχει η
αθώωση ή καταδίκη του ατόμου, απαντάται στην ανωτέρω αναφερθείσα απόφαση
Mihalache κατά Ρουμανίας. Στην απόφαση αυτή έγινε δεκτό ότι η στοιχειοθέτηση της
έννοιας της αθώωσης ή της καταδίκης προϋποθέτει εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, με
αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και εκτίμηση της συμμετοχής του
κατηγορούμενου στα περιστατικά που προκάλεσαν την επέμβαση της αρμόδιας αρχής,
ενόψει και των συνθηκών της κάθε υπόθεσης. Κρίση επί της ουσίας θα υπάρχει, κατ’
αρχήν, σε περίπτωση που στο πλαίσιο της ποινικής έρευνας συλλέχθησαν αποδεικτικά
στοιχεία, τα οποία αξιολογήθηκαν από την αρμόδια αρχή και με βάση αυτά εκδόθηκε
αιτιολογημένη απόφαση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι αν επιβλήθηκε κύρωση
στον κατηγορούμενο, συνεπεία της συμπεριφοράς του, είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι η
7
αρμόδια αρχή προέβη σε εξέταση των συνθηκών της υπόθεσης και εκτίμησε εάν η
συμπεριφορά του κατηγορούμενου ήταν παράνομη, ώστε αυτή να συνιστά καταδίκη του
κατηγορουμένου κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του 7 ου ΠΠ ΕΣΔΑ. Ιδιαιτέρως
διαφωτιστική, εξάλλου, ως προς το ζήτημα αυτό είναι και η πρόσφατη νομολογία του ΣτΕ
(Βλ. ΣτΕ 167-9/2017, 1102/2018), σύμφωνα με την οποία: «προκειμένου να
ενεργοποιηθεί η απαγόρευση (ne bis in idem), απαιτείται, μεταξύ άλλων, το
ενδιαφερόμενο πρόσωπο να έχει “αθωωθεί ή καταδικαστεί”, για την ίδια κατ’ ουσίαν
παραβατική συμπεριφορά, με αμετάκλητη απόφαση. Ειδικότερα, τέτοια “αθώωση”
υπονοεί και πρέπει να στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία
της υπόθεσης, δηλαδή την τέλεση ή μη της παράβασης ....
1.3.1. Η έννοια του αμετακλήτου: Το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Zolotukhin κατά Ρωσίας
ως προς την έννοια του αμετακλήτου παραπέμπει στην Επεξηγηματική Έκθεση του 7ου
Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, όπου προκύπτει ότι, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η αρχή ne
bis in idem, η δικαστική απόφαση πρέπει να έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου (res
judicata), κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, που συνίσταται στο να είναι η απόφαση
απρόσβλητη, δηλαδή να μην υπόκειται σε «συνήθη» (ordinary) ένδικα μέσα, ή τα
προβλεπόμενα ένδικα μέσα να έχουν εξαντληθεί ή να μην ασκήθηκαν εντός της
προβλεπόμενης προθεσμίας. Η αρχή ne bis in idem απαγορεύει τη δίωξη ή τη δίκη για το
«ίδιο αδίκημα». Στην υπόθεση Sergey Zolotukhin κατά Ρωσίας (ιδ. και ανωτέρω) το
ΕΔΔΑ αναγνώρισε ότι έχει υιοθετήσει διάφορες προσεγγίσεις στο παρελθόν, δίνοντας
έμφαση στην ταυτότητα των γεγονότων ανεξάρτητα από τον νομικό τους χαρακτηρισμό
(η «ίδια συμπεριφορά», idem factum, Gradinger v Αυστρία, § 55), αποδεχόμενο ότι τα
ίδια γεγονότα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετικά αδικήματα («concours ideal
d’infractions», βλ. Oliveira κατά Ελβετίας, §§ 25-29) ή αποδίδοντας βαρύτητα στην
ύπαρξη ή όχι «ουσιωδών στοιχείων» κοινών και στα δύο αδικήματα (Franz Fischer κατά
Αυστρίας). Το Δικαστήριο, αφού εξέτασε το εύρος του δικαιώματος να μην δικάζεσαι και
να μην τιμωρείσαι δύο φορές, όπως αυτό ορίζεται σε άλλα διεθνή κείμενα (Διεθνές
Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και Αμερικανική Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα) και
επισήμανε ότι η προσέγγιση που αποδέχεται ότι ο νομικός χαρακτηρισμός των δύο
αδικημάτων ήταν κριτήριο υπερβολικά περιοριστικό στα ατομικά δικαιώματα, έκρινε ότι το
άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7, εφαρμόζεται στο βαθμό που δύο διαδικασίες
προέκυψαν από πανομοιότυπα γεγονότα ή γεγονότα που ήταν «ουσιαστικά» τα ίδια με
8
εκείνα στα οποία βασίζεται το πρώτο αδίκημα (§§ 79-82· βλ. επίσης A και B κατά
Νορβηγίας [GC], § 108).
1.3.2. Το σημείο εκκίνησης για τον προσδιορισμό του αν τα πραγματικά
περιστατικά και στις δύο διαδικασίες ήταν πανομοιότυπα ή ουσιαστικά τα ίδια θα πρέπει
να είναι οι δηλώσεις γεγονότων που αφορούν τόσο στο αδίκημα για το οποίο το ίδιο
πρόσωπο έχει ήδη δικαστεί όσο και το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται (Sergey
Zolotukhin v. Russia [GC], § 83). Το ΕΔΔΑ επικεντρώθηκε στα γεγονότα που συνιστούν
ένα σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστάσεων που αφορούν τον ίδιο
κατηγορούμενο και είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους χρονικά και τοπικά, η ύπαρξη
των οποίων πρέπει να αποδεικνύεται για να εξασφαλιστεί η καταδίκη ή η άσκηση
ποινικής δίωξης (§§ 83-84).
Εξάλλου, στην προαναφερθείσα πρόσφατη και ιδιαίτερα σημαντική απόφαση Mihalache
κατά Ρουμανίας, το ΕΔΔΑ προέβη σε περαιτέρω εξειδίκευση της έννοιας του
συνήθους/τακτικού ενδίκου μέσου, δεχόμενο ότι η προϋπόθεση για το χαρακτηρισμό
ενός ενδίκου μέσου ως συνήθους/τακτικού είναι να προβλέπεται στο νόμο ορισμένη
προθεσμία για την άσκησή του. Με βάση την ερμηνεία αυτή έγινε εν προκειμένω
δεκτό (ΕΔΔΑ, Mihalache κατά Ρουμανίας, σκ. 115) ότι η διάταξη του εισαγγελέα
κατά της οποίας δεν ασκήθηκε έφεση (“τακτικό” ένδικο μέσο) εντός της
προβλεπόμενης 20ήμερης προθεσμίας, κατέστη αμετάκλητη, και συνεπώς δεν
επιτρεπόταν μεταγενεστέρως η ακύρωσή της με αυτεπάγγελτη ενέργεια της
εποπτεύουσας εισαγγελικής αρχής.
1.3.3. Συνοψίζοντας, το ΕΔΔΑ στην απόφαση (υπόθεση MIHALACHE v.
ROMANIA, 8.7.2019 αρ. προσφυγής 54012/2010) έκρινε ότι για να θεωρηθεί μια
απόφαση ως “αμετάκλητη κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του 7 ου Πρωτοκόλλου της
ΕΣΔΑ’’, θα πρέπει κατά την παραδοσιακή έκφραση να έχει αποκτήσει ισχύ
δεδικασμένου. Αυτό συμβαίνει όταν δεν υπάρχουν άλλα συνήθη ένδικα μέσα ή όταν τα
μέρη έχουν εξαντλήσει αυτά τα ένδικα μέσα ή έχουν επιτρέψει τη λήξη της προθεσμίας
χωρίς να ασκήσουν τέτοια (βλ. ΕΔΔΑ υπόθεση MIHALACHE v. ROMANIA, 08.07.2019
αριθμ. προσφυγής 54012/10) Επομένως, απόφαση που εμπίπτει στην ανωτέρω
Διάταξη μπορεί να είναι και μια Εισαγγελική Διάταξη, υπό την προϋπόθεση ότι το
εσωτερικό δίκαιο δεν επιτρέπει στο Γενικό Εισαγγελέα να επανεξετάσει την πράξη του
κατώτερου Εισαγγελέα (ΕΔΔΑ, αριθμ. προσφυγής 75602/01 Ulf SUNDQVIST V
9
Finland). Με άλλα λόγια, η παρέμβαση ενός δικαστή ή ενός Δικαστηρίου δεν είναι
απαραίτητη ώστε να υπάρχει απαλλακτική απόφαση κατά την έννοια της εδώ
ερμηνευόμενης διάταξης, αρκεί να έχει γίνει λεπτομερής έρευνα της υπόθεσης στην
ουσία της (βλ. ΕΔΔΑ υπόθεση MIHALACHE v. ROMANIA, βλ. και ΔΕΕ στην απόφαση
της 29ης Ιουνίου 2016, υπόθεση C‑486/14).
1.4. Εν συνεχεία των ανωτέρω, ακολουθεί παράθεση του δημοσιευμένου άρθρου
του Χρήστου Δ. Νάϊντου Δ.Ν. Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, Ειδικού Επιστήμονα Νομικής
Σχολής ΔΠΘ με τίτλο «Εισαγγελικό Δεδικασμένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση»:
«Β. Απαλλακτικές εισαγγελικές διατάξεις, λόγω ουσιαστικής αβασιμότητας της
κατηγορίας» Το ότι οι απαλλακτικές αποφάσεις εμπίπτουν στο δεδικασμένο προκύπτει
ήδη από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 50 του Χάρτη που κάνει λόγο όχι μόνο για
«καταδίκη», αλλά και για «αθώωση». Μάλιστα με την απόφαση του ΔΕΕ της 28.9.2006
στην υπόθεση C-150/05 "Van Straaten" , διατυπώθηκε το - αυτονόητο με βάση την αρχή
in dubbio pro reo - συμπέρασμα ότι στις απαλλακτικές αποφάσεις που παράγουν
δεδικασμένο εμπίπτουν και εκείνες λόγω έλλειψης στοιχείων (περιπτώσεις ανεπάρκειας
των ενδείξεων). Τα επιχειρήματα του ΔΕΕ ταξινομούνται ως εξής: α) επιχείρημα από τη
γραμματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 54 της Σύμβασης που δεν αναφέρεται στο
περιεχόμενο της απόφασης που κατέστη αμετάκλητη , β) η διακινδύνευση της επίτευξης
του σκοπού της διάταξης που είναι η ανεμπόδιστη από ποινικές διώξεις για το ίδια
πραγματικά περιστατικά άσκηση της ελεύθερης κυκλοφορίας στην EE αν δεν υιοθετηθεί η
άποψη αυτή, γ) η επίκληση των αρχών της ασφάλειας του δικαίου και της
δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και δ) η πλήρωση του κριτηρίου της ουσιαστικής
εκτίμησης της υπόθεσης . Το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν εμπίπτουν στην
έννοια της «αμετάκλητης αθώωσης» και οι επί της ουσίας της υπόθεσης αποφαινόμενες
εισαγγελικές διατάξεις (στο πρότυπο των διατάξεων κατ' άρθρο 47 ΚΠΔ ή των
αρχειοθετήσεων κατ' άρθρο 43 παρ. 2 ΚΠΔ, λόγω ουσιαστικής αβασιμότητας της
έγκλησης ή της μήνυσης).
Το ζήτημα αυτό απασχόλησε το ΔΕΕ στην υπόθεση C-486/14 "Kossowski"
(απόφαση της 15.12.2015). Οι γερμανικές αρχές άσκησαν ποινική δίωξη κατά
προσώπου για το οποίο είχε εκδοθεί πολωνική εισαγγελική διάταξη περί παύσης της
ποινικής του δίωξης, χωρίς την επιβολή κυρώσεων, χωρίς να διεξαχθεί λεπτομερής
ανάκριση και ειδικότερα χωρίς ακρόαση του παθόντος κι ενός πιθανού μάρτυρα. Τέθηκε
λοιπόν το ερώτημα ποια θα ήταν η τύχη της δίωξης των γερμανικών αρχών.
10
Ο Γενικός Εισαγγελέας Yves Bot στις προτάσεις του αναδεικνύει, εκτός από το
γεγονός ότι δεν εξετάστηκε για την έκδοση της εισαγγελικής διάταξης η ουσία της
υπόθεσης, την παράμετρο της ανάγκης προστασίας των δικαιωμάτων του θύματος
(ακρόασης, λήψης πληροφοριών και αποζημίωσης) μέσω του ποινικού δικαίου .
Το ΔΕΕ ακολούθησε το κριτήριο της εκτίμησης της υπόθεσης επί της ουσίας,
δεδομένου ότι ερμηνεύει τον αμετάκλητο χαρακτήρα της εκδίκασης με βάση την ανάγκη
πρόληψης και καταστολής της εγκληματικότητας .Έτσι το ΔΕΕ κατέληξε στο συμπέρασμα
ότι: «[η] αρχή ne bis in idem έχει την έννοια ότι διάταξη της εισαγγελικής αρχής περί
παύσεως της ποινικής διώξεως και περατώσεως, χωρίς την επιβολή κυρώσεων, της σε
βάρος ενός προσώπου ανακριτικής διαδικασίας, η οποία είναι απρόσβλητη με την
επιφύλαξη της εκ νέου κινήσεως της ανακριτικής διαδικασίας ή της ανακλήσεως της
διατάξεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αμετάκλητη απόφαση, κατά την έννοια των εν
λόγω άρθρων, όταν από την αιτιολογία της προκύπτει ότι η διαδικασία περατώθηκε χωρίς
να διεξαχθεί λεπτομερής ανάκριση, ένδειξη για τη μη διεξαγωγή της οποίας αποτελεί η μη
ακρόαση του παθόντος και ενός πιθανού μάρτυρα». Αντίθετη τοποθέτηση θα οδηγούσε
στο ανεπιθύμητο αποτέλεσμα να διακινδυνεύει να ματαιωθεί η κίνηση ποινικής δίωξης σε
άλλο κράτος μέλος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, ενώ η κατά τα ανωτέρω εκδοθείσα
εισαγγελική διάταξη δεν θα διαλάμβανε αιτιολογία για τα πραγματικά περιστατικά που
αποδίδονται στον κατηγορούμενο .
Από το παραπάνω συμπέρασμα του ΔΕΕ συνάγεται εξ αντιδιαστολής ότι μια διάταξη
της εισαγγελικής αρχής περί παύσης της ποινικής δίωξης και περάτωσης της ποινικής
διαδικασίας, χωρίς την επιβολή κυρώσεων, πολλώ δε μάλλον απόρριψης της έγκλησης ή
αρχειοθέτησης της μήνυσης πριν την κίνηση της ποινικής δίωξης, μπορεί να θεωρηθεί ως
«αμετάκλητη απόφαση», όταν από την αιτιολογία της προκύπτει ότι η διάταξη εκδόθηκε
μετά τη διεξαγωγή λεπτομερούς προκαταρκτικής έρευνας.
Σύμφωνα με το Γενικό Εισαγγελέα Colomer στην υπόθεση C-150/05 "Van Straaten",
στις περιπτώσεις επί της ουσίας εκτίμησης περιλαμβάνονται οι κρίσεις για τη μη συνδρομή
στοιχείων της αντικειμενικής ή της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, της
έλλειψης της ικανότητας για καταλογισμό (λ.χ. η ανηλικότητα), λόγων άρσης του αδίκου
(λ.χ. άμυνα, κατάσταση ανάγκης) και του καταλογισμού (λ.χ. ανυπέρβλητος φόβος), περί
συνδρομής των στοιχείων της παραγραφής και η απόφανση ότι ο κατηγορούμενος δεν
τέλεσε το αποδιδόμενο αδίκημα, ακόμη και λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων .
Το αξιοσημείωτο είναι ότι στην επί της ουσίας εκτίμηση ο ίδιος εντάσσει και την κρίση
περί μη στοιχειοθέτησης ποινικού αδικήματος με βάση τα πραγματικά περιστατικά και
11
επομένως, κατά τον παραπάνω Γενικό Εισαγγελέα, μία εισαγγελική διάταξη που κρίνει ότι
τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την εισαγγελική έρευνα δεν εμπίπτουν σε
κάποιο κυρωτικό κανόνα (νομική αβασιμότητα της κατηγορίας) φαίνεται να παράγει
δεδικασμένο ακόμη κι έναντι κρατών μελών με κυρωτικούς κανόνες που τιμωρούν την ίδια
συμπεριφορά».
1.5. Δέον δε όπως επισημανθεί ότι η απόφαση του ΕΔΔΑ (υπόθεση MIHALACHE
v. ROMANIA) στην παράγραφο V αρ. 43 κάνει ρητή αναφορά στην απόφαση του ΔΕΚ
(Piotr Kossowski v. Generalstaatsanwaltschaft απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016,
υπόθεση C-486/14), στις κρίσεις της οποίας αναφέρεται το προαναφερθέν αμέσως πιο
πάνω άρθρο του Χρήστου Νάιντου, πράγμα που σημαίνει ότι το ΕΔΔΑ υιοθετεί και
αποδέχεται για τη διαμόρφωση της νομολογίας του, το περιεχόμενο της ως άνω
απόφασης του ΔΕΚ {(C-486/14 "Kossowski" (απόφαση της 15.12.2015 παράγραφος 43)
Ομοίως ως προς τον διαπιστωμένο ‘διάλογο’ μεταξύ ΕΔΔΑ και ΔΕΕ με αφορμή τις δύο
πιο πάνω αποφάσεις, βλ. ομοίως και Βασίλειο Πετρόπουλο σε «ΕΣΔΑ κατ` άρθρο
Ερμηνεία Εκδόσεις Σάκκουλα 2021», σελ. 1182)}, δεχόμενο, έτσι, ότι μια διάταξη της
εισαγγελικής αρχής περί παύσης της ποινικής δίωξης και περάτωσης της ποινικής
διαδικασίας, χωρίς την επιβολή κυρώσεων, πολλώ δε μάλλον απόρριψης της έγκλησης ή
αρχειοθέτησης της μήνυσης πριν την κίνηση της ποινικής δίωξης, μπορεί να θεωρηθεί ως
«αμετάκλητη απόφαση», όταν από την αιτιολογία της προκύπτει ότι η διάταξη εκδόθηκε
μετά τη διεξαγωγή λεπτομερούς προκαταρκτικής έρευνας.
1.6. ΕΝΝΟΙΑ IDEM: Επειδή, εξάλλου, ο καθορισμός του κατά πόσον τα υπό
διερεύνηση αδικήματα είναι τα ίδια με αυτά που έχουν ήδη κριθεί (idem) πρέπει να
εξαρτάται από την εκτίμηση βάσει πραγματικών περιστατικών και όχι π.χ. από την
επίσημη εκτίμηση που αφορά τη σύγκριση των "ουσιωδών στοιχείων" των αδικημάτων. Η
απαγόρευση αφορά δίωξη ή δίκη για ένα δεύτερο "αδίκημα", στο βαθμό που το τελευταίο
προκύπτει από τα ίδια πραγματικά περιστατικά ή περιστατικά που είναι ουσιαστικά τα
ίδια (βλ. υπόθεση A και B κ. Noρβηγίας [GC], απόφαση ΕΔΔΑ 15.11.2016 § 108).
Ειδικότερα, η δεύτερη διαδικασία πρέπει να αφορά στο ίδιο ιστορικό γεγονός με την
πρώτη (βλ. ΣτΕ 951/2018 7μ., ΑΠ Ολομ. 1/2011), ήτοι στο αυτό σύνολο συγκεκριμένων
πραγματικών περιστατικών, τα οποία συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους, χρονικά και
τοπικά, και η συνδρομή των οποίων είναι απαραίτητη για την επιβολή της κύρωσης (βλ.
ΣτΕ 951/2018 7μ., ΕΔΔΑ 30.11.2021 στην υπόθεση GALOVIĆ v. CROATIA αριθμ.
12
προσφυγής 45512/11, ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 10.2.2009, 14939/03, Zolotukhin κατά Ρωσίας,
σκ.84 - πρβλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκ. 34-38). Επίσης, το ΕΔΔΑ
έχει κρίνει ότι το άρθρο 4 του 7 ου Πρωτοκόλλου δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις
που κάποιος τιμωρείται δύο φορές, αλλά επεκτείνεται και στις περιπτώσεις που κάποιος,
ο οποίος έχει απαλλαγεί, κρίνεται εκ νέου (ΕΔΔΑ, αριθμ. προσφυγής 75602/01 Ulf
SUNDQVIST V Finland). Η δυνατότητα να ανοίξει εκ νέου μια υπόθεση και να
επανεξεταστεί στην ουσία της χωρίς να υπάρχει χρονικό περιθώριο προς τούτο (βλ.
σχετικά άρθρο 43 παρ. 6 ΚΠΔ), έχει κριθεί ότι δεν αποτελεί τακτικό ένδικο μέσο, που
εμποδίζει το χαρακτηρισμό μια εισαγγελικής διάταξης ως αμετάκλητης υπό την έννοια της
εν θέματι διάταξης της ΕΣΔΑ (ιδ. ανωτέρω ΕΔΔΑ υπόθεση MIHALACHE v.
ROMANIA). Ομοίως, και από την άποψη της νομολογία του ΔΕΕ, υπό την έννοια της
διάκρισης μεταξύ «τακτικών» και «εκτάκτων ενδίκων μέσων», γίνεται δεκτό ότι η
δυνατότητα επανάληψης της διαδικασίας στο κράτος μέλος που εξέδωσε την απόφαση
«δεν αποκλείει» τον «αμετάκλητο» χαρακτήρα της. Έτσι, στην απόφαση Bourquain (ΔΕΚ
11.12.2008, C-297/07, EU:C:2008:708, σκ. 40), το ΔΕΚ δέχτηκε ότι εμπίπτουν στο πεδίο
εφαρμογής του άρθρου 54 ΣΕΣΣ «αποφάσεις που εκδίδονται ερήμην σύμφωνα με την
εθνική νομοθεσία». Στην δε απόφαση Μ (M., EU:C:2014:483,) επικαλέστηκε τη
νομολογία του ΕΔΔΑ επί του πρώτου εδαφίου της παρ.2 του άρθρου 4 του 7ου
Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, κατά την οποία τα «έκτακτα ένδικα μέσα» δεν λαμβάνονται
υπόψη για την εκτίμηση του επίμαχου χαρακτήρα μιας απόφασης. Καταληκτικά
αποφάνθηκε ότι «η δυνατότητα επαναλήψεως της ανακριτικής διαδικασίας λόγω νέων
αποδείξεων» κατά το οικείο εθνικό δίκαιο «δεν μπορεί να αναιρέσει τον αμετάκλητο
χαρακτήρα» διατάξεως περί παύσεως της ποινικής διώξεως. Η διάταξη αυτή αποκτά
διεθνική ισχύ και «εμποδίζει» την άσκηση νέας ποινικής διώξεως «σε άλλο
συμβαλλόμενο κράτος». Απολύτως όμοια έκρινε το ΕΔΔΑ και στην πλέον πρόσφατη
απόφαση του ΕΔΔΑ και η οποία περιήλθε σε γνώση μου μόλις την 16-3-2022.
1.6.1. Στην απόφαση αυτή, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της αρχής NE BIS IN
IDEM (αρ. 4 παρ. 1 Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ). Το Δικαστήριο, αφού
επανέλαβε τις αρχές που ορίζονται στη νομολογία του σχετικά με την επανάληψη των
ποινικών διαδικασιών (παρ. 88 με παραπομπή στην υπόθεση Mihalache κατά Ρουμανίας
παρ. 47-49) έκρινε ότι η Διάταξη του εισαγγελέα, με την οποία αρχειοθετήθηκε η
υπόθεση κατά του προσφεύγοντος με την αιτιολογία ότι η πράξη (οδήγηση οχήματος
χωρίς άδεια) δεν ήταν αρκετά σοβαρή ώστε να συνιστά ποινικό αδίκημα, συνεπαγόταν
13
«καταδίκη» με την ουσιαστική έννοια του όρου (παρ. 58, 90 ). Επίσης, έκρινε ότι η
επανέναρξη της διαδικασίας σε βάρος του προσφεύγοντος με βάση την ίδια δικογραφία,
την οποία αποφάσισε ο ανώτερος εισαγγελέας ακυρώνοντας τη Διάταξη αρχειοθέτησης,
με την αιτιολογία της διαφορετικής ερμηνείας της σχετικής νομοθεσίας, έλαβε χώρα χωρίς
να έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί νέα στοιχεία. Επομένως, η επανάληψη της
υπόθεσης δεν δικαιολογήθηκε από την ανάδειξη νέων ή πρόσφατα ανακαλυφθέντων
γεγονότων (παρ. 93, 94, με παραπομπή στην υπόθεση Mihalache κατά Ρουμανίας, παρ.
135-137.). Συνεπώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Δικαστήριο θα μπορούσε να
συμφωνήσει ότι η επανέναρξη της διαδικασίας κατά του προσφεύγοντος προκλήθηκε
από σφάλματα του εισαγγελέα κατά την αξιολόγηση των ιδιαίτερων περιστάσεων της
υπόθεσης του προσφεύγοντος υπό το φως του εφαρμοστέου δικαίου, επανέλαβε ότι τα
λάθη των αρχών θα πρέπει να λειτουργούν προς όφελος του κατηγορουμένου. Με άλλα
λόγια ο κίνδυνος οποιουδήποτε λάθους από την πλευρά της εισαγγελικής αρχής ή και
από το δικαστήριο, πρέπει να βαρύνει το κράτος και τα σφάλματα δεν πρέπει να
διορθώνονται σε βάρος του εμπλεκομένου προσώπου (παρ. 97). Η απλή θεώρηση ότι η
έρευνα στην υπόθεση του προσφεύγοντος οδήγησε σε εσφαλμένη διακοπή της
διαδικασίας, δεν μπορεί από μόνη της, ελλείψει σφαλμάτων δικαιοδοσίας ή σοβαρών
παραβιάσεων της δικαστικής διαδικασίας ή κατάχρησης εξουσίας, προδήλων σφαλμάτων
στην εφαρμογή του ουσιαστικού δικαίου ή οποιουδήποτε άλλου σοβαρού λόγου που
απορρέουν από το συμφέρον της δικαιοσύνης, να υποδηλώνουν την ύπαρξη
ελαττώματος στην προηγούμενη διαδικασία. Διαφορετικά, το βάρος των συνεπειών της
έλλειψης επιμέλειας των ανακριτικών αρχών κατά την προανάκριση θα μεταφερόταν εξ
ολοκλήρου τον κατηγορούμενο και , το πιο σημαντικό, ο απλός ισχυρισμός για ελλείψεις
ή αποτυχία της έρευνας, όσο ασήμαντη και να είναι, θα μπορούσε να δημιουργήσει μια
απεριόριστη δυνατότητα της δίωξης να καταχραστεί τη νομοθεσία, ζητώντας την
επανέναρξη μιας ολοκληρωμένης διαδικασίας (παρ. 98). Έχοντας υπόψη τα
προαναφερθέντα, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι λόγοι που προβλήθηκαν από τον
εισαγγελέα και τον ανακριτή για να δικαιολογήσουν την επανάληψη της διαδικασίας,
έρχονται σε αντίθεση με τις αυστηρές προϋποθέσεις που επιβάλλονται από το άρθρο 4
παρ. 2 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (σκ 100).
1.6.2. Κατόπιν και της ανωτέρω λίαν πρόσφατης νομολογίας του ΕΔΔΑ,
επιβεβαιώνεται η παγιωμένη πλέον θέση του Δικαστηρίου ότι οι Εισαγγελικές διατάξεις
14
αποτελούν απόφαση («καταδίκη») κατά την έννοια της νομολογίας του ΕΔΔΑ, επιπλέον
δε στην απόφαση αυτή γίνεται δεκτό ότι απόφαση αποτελεί και μια εισαγγελική διάταξη
με την οποία αρχειοθετείται η υπόθεση και παύει η ποινική δίωξη, λόγω της μη
σοβαρότητας του αδικήματος, δηλαδή, χωρίς καν να έχει προηγηθεί ανακριτική
διαδικασία (λήψη καταθέσεων, εγγράφων και κλήση εμπλεκομένου σε ακρόαση- σχετ.
βλ. υπόθεση Mihalache κατά Ρουμανίας). Επίσης, γίνεται δεκτό ότι τυχόν εκτίμηση ότι η
έρευνα του εισαγγελέα που οδηγεί σε αρχειοθέτηση της υπόθεσης έσφαλε ως προς την
ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, ή ακόμη περισσότερο ως προς την
αξιολόγηση από τον Εισαγγελέα των ιδιαιτέρων περιστάσεων της υπόθεσης, δεν μπορεί
να διορθώνεται σε βάρος του κατηγορουμένου ούτε ο απλός ισχυρισμός για ελλείψεις ή
αποτυχία της έρευνας, όσο ασήμαντη και να είναι, θα μπορούσε να δημιουργήσει μια
απεριόριστη δυνατότητα της δίωξης να καταχραστεί τη νομοθεσία, ζητώντας την
επανέναρξη μιας ολοκληρωμένης διαδικασίας.
1.6.3. Επιπλέον, αναφορικά με την έννοια “Idem”, το ΕΔΔΑ στην απόφαση C-
117/20 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 22ας Μαρτίου
2022 και δη στις παραγράφους 31-35, δέχθηκε ότι:
« 31 Όσον αφορά την προϋπόθεση «idem», από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 50
του Χάρτη προκύπτει ότι η διάταξη αυτή απαγορεύει την άσκηση ποινικής δίωξης ή την
επιβολή ποινικής κύρωσης εις βάρος του ίδιου προσώπου περισσότερες από μία φορές
για την ίδια παράβαση.
32 Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο στην αίτηση προδικαστικής
αποφάσεως, οι δύο επίμαχες στην κύρια δίκη διαδικασίες αφορούν το ίδιο νομικό
πρόσωπο, ήτοι την bpost.
33 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το κρίσιμο κριτήριο προκειμένου να
εκτιμηθεί η ύπαρξη μίας και της αυτής παραβάσεως είναι αυτό της ταυτότητας των
πραγματικών περιστατικών, υπό την έννοια της ύπαρξης ενός συνόλου συγκεκριμένων
περιστάσεων οι οποίες συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους και οι οποίες είχαν ως
αποτέλεσμα την απαλλαγή ή την αμετάκλητη καταδίκη του προσώπου το οποίο αφορούν.
Επομένως, το άρθρο 50 του Χάρτη απαγορεύει την επιβολή, βάσει των ίδιων
πραγματικών περιστατικών, πλειόνων κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα κατά το πέρας των
διαφόρων διαδικασιών οι οποίες κινούνται για τον σκοπό αυτόν (αποφάσεις της 20ής
Μαρτίου 2018, Menci, C‑524/15, EU:C:2018:197, σκέψη 35, και της 20ής Μαρτίου 2018,
15
Garlsson Real Estate κ.λπ., C‑537/16, EU:C:2018:193, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη
νομολογία).
34 Περαιτέρω, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο νομικός
χαρακτηρισμός, στο εθνικό δίκαιο, των πραγματικών περιστατικών και το
προστατευόμενο έννομο συμφέρον είναι άνευ σημασίας για τη διαπίστωση περί
υπάρξεως μίας και της αυτής παραβάσεως, στον βαθμό που το περιεχόμενο της
προστασίας που παρέχει το άρθρο 50 του Χάρτη δεν μπορεί να ποικίλλει μεταξύ των
κρατών μελών (αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 2018, Menci, C‑524/15, EU:C:2018:197,
σκέψη 36, καθώς και της 20ής Μαρτίου 2018, Garlsson Real Estate κ.λπ., C‑537/16,
EU:C:2018:193, σκέψη 38).
35 Το ίδιο ισχύει και για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται
στο άρθρο 50 του Χάρτη στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, στο
μέτρο που, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 95 και 122 των προτάσεών
του, η έκταση της προστασίας που παρέχεται με τη διάταξη αυτή δεν θα πρέπει, εκτός
αντιθέτου διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, να διαφέρει ανάλογα με τον τομέα του
δικαίου της Ένωσης για τον οποίον πρόκειται».
1.7. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση με την ως άνω κλήση σας, κλήθηκα να
απολογηθώ για τις πράξεις που αναφέρονται σε αυτήν και δη: 1] της ψευδούς βεβαίωσης
από κοινού και κατ' εξακολούθηση ∙ 2] της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου ∙ και 3]
της παραβίασης προσωπικών δεδομένων με τη μορφή της επεμβάσεως σε σύστημα
προσωπικών δεδομένων, ανακοινώσεως και καταστάσεως αυτών γνωστών σε μη
δικαιούμενα πρόσωπα που έχουν ως αντικείμενο την πιθανή τέλεση ποινικών
αδικημάτων (α. 1, 2 § 1, 12, 13α και γ, 14, 16, 17, 18, 26 εδ. α’, 27 § 1, 51, 53, 57, 79,
94§1, 98§1, 242§1 (προϊσχύσαντος) ΠΚ, 252 § 1 εδ.α' (ισχύοντος) ΠΚ, και α. 5, 24 § 1
στοιχ, γ, 38§§ 1 στοιχ. α', 2, 3 Ν. 4624/2019 σε συνδ. με 22§4 Ν. 2472/1997). Ειδικότερα
τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν το κατηγορητήριό σας, έχουν ως εξής:
«Κατηγορείσαι ως υπαίτια του ότι στους παρακάτω αναφερόμενους
τόπους και χρόνους, με πρόθεση ενεργώντας και με περισσότερες πράξεις, τέλεσες
περισσότερα εγκλήματα, που προβλέπονται και τιμωρούνται από το Νόμο με ποινές
στερητικές της ελευθερίας και χρηματικές ποινές, ήτοι:
Α. Κατηγορείσαι ως υπαίτια του ότι, στους κατωτέρω αναφερόμενους τόπο και
χρόνους ενεργώντας με πρόθεση με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση
16
του ιδίου εγκλήματος, από κοινού, ήτοι με κοινό δόλο, συναπόφαση και συνεκτέλεση με
τους συγκατηγορουμένους σου, Χρήστο Ντζούρα του Θεμιστοκλή και Στυλιανό Μανώλη
του Αθανασίου, Εισαγγελείς Πρωτοδικών, έχοντες την ιδιότητα των Επίκουρων
Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς Αθηνών, ούσα εσύ η ίδια Εισαγγελέως Εγκλημάτων
Διαφθοράς στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, ήτοι με την ιδιότητα του υπαλλήλου, κατά
την έννοια του άρθρου 13 περ. α' ΠΚ, που στα καθήκοντά σου ανάγεται η σύνταξη
δημοσίων εγγράφων, κατά τους ορισμούς του α. 438 Κ.Πολ.Δ., ενεργώντας κατά την
εκτέλεση των καθηκόντων σου, βεβαίωσες, ομού με τους ανωτέρω συγκατηγορουμένους
σου, ψευδώς σε συνταχθέν και νομίμως υπογραφέν από εσένα δημόσιο έγγραφο,
περιστατικό που έχει έννομες συνέπειες. Συγκεκριμένα, υπό την προαναφερόμενη
ιδιότητα σου, στην Αθήνα και δη στην Εισαγγελία Διαφθοράς και σε άγνωστο στην
ανάκριση χρονικό διάστημα αλλά οπωσδήποτε από τον μήνα Ιανουάριο του 2018 και
εντεύθεν, στο πλαίσιο διαδοχικών ένορκων καταθέσεων του προστατευόμενου μάρτυρα
δημοσίου συμφέροντος, αναφορικά με σχηματισθείσα ποινική δικογραφία για την
υπόθεση NOVARTIS, Νικολάου Μανιαδάκη του Γεωργίου - υπό την κωδική ονομασία
«Ιωάννης Αναστασίου», ι] κατά τις καταθέσεις του την 26 και 29 Ιανουαρίου 2018 (υπό
την κωδική ονομασία του) και την 25.1.2018 (υπό την πραγματική ονομασία του),
γνωστοποιούσατε σ’ αυτόν, εκ των προτέρων ζητήματα, επί των οποίων θα τον
ρωτούσατε, με αποτέλεσμα ο ίδιος να συντάσσει στην οικία του ένα κείμενο επί των ως
άνω ζητημάτων, το οποίο (κείμενο) εισέφερε σε εσάς με usb, τοποθετούσατε το usb στον
υπολογιστή που είχατε και, αφού επισκοπούσατε το κείμενο που ο ίδιος (Νικόλαος
Μανιαδάκης) είχε συντάξει, το αντιγράφατε στην κατάθεσή του, φροντίζοντας να
καταχωρείτε και ερωτήσεις στην κατάθεσή του, επί των οποίων φαινόταν να απαντά με το
κείμενο που ο ίδιος είχε εισφέρει εκ των υστέρων σε εσάς, ενώ θέτατε τις υπογραφές σας
στις ως άνω καταθέσεις του προαναφερόμενου μάρτυρα, ιι] σε κάποιες ένορκες
καταθέσεις του ανωτέρω μάρτυρα αναγράφατε διαφορετική ημεροχρονολογία κατάθεσης
από την αληθή και ιιι] σε κάποιες ένορκες καταθέσεις του ανωτέρω μάρτυρα αναγράφατε
διάρκεια κατάθεσης μικρότερη της πραγματικής, καταχωρώντας επιλεκτικά πράγματα που
είχαν ειπωθεί κατά τη διάρκεια τους, με συνέπεια οι καταγραφές αυτές να μην απηχούν τα
αληθώς κατατεθέντα από αυτόν, σε συνδυασμό δε με την αναληθή ημερομηνία κατάθεσης
και την μη προφορικότητα της διαδικασίας, να πλήττεται η αποδεικτική δύναμη και
αξιοπιστία των ανωτέρω εγγράφων που θα μπορούσαν να έχουν επιρροή στην έκβαση
της ανωτέρω υπόθεσης.
17
Β. Υπό την προαναφερόμενη στη θέση Α. του παρόντος κατηγορητηρίου, ιδιότητά
σου, κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α' ΠΚ και κατά παράβαση των καθηκόντων σου,
γνωστοποίησες σε άλλον απόρρητα και συγκεκριμένα, σε άγνωστο στην ανάκριση τόπο
και χρόνο, αλλά τουλάχιστον από τον Ιανουάριο του 2018 και εντεύθεν, γνωστοποίησες
με άγνωστο τρόπο, στον Κώστα Βαξεβάνη, εκδότη της εφημερίδας «DOCUMENTO», ότι
ο εν λόγω μάρτυρας (Νικόλαος Μανιαδάκης), είχε τεθεί από τις 20.12.2017 υπό καθεστώς
προστατευόμενου μάρτυρα.
Γ. Σε άγνωστο στην ανάκριση τόπο και χρόνο, αλλά σε κάθε περίπτωση
προγενέστερα της 13.11.2018, επεξεργάστηκες, υπό την προαναφερόμενη στη θέση Α.
του παρόντος κατηγορητηρίου, ιδιότητά σου, όντας δημόσιος φορέας του άρθρου 5 του Ν.
4624/2019, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, για σκοπό διαφορετικό από αυτόν για τον
οποίο έχουν συλλεχθεί, ήτοι όχι για την εκπλήρωση καθήκοντος που σου ανατέθηκε προς
άσκηση ποινικής δίωξης, αλλά επεμβαίνοντας με οποιονδήποτε τρόπο σε σύστημα
αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ανακοίνωσες και κατέστησες
προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που αφορούν
ποινικά αδικήματα και ειδικότερα, έχοντας πρόσβαση στην ανωτέρω δικογραφία που
χειριζόσουν εκ της ιδιότητάς σου ως Επίκουρος Εισαγγελέας Διαφθοράς, και δη στα
στοιχεία τα οποία συνέλεξες και των οποίων έλαβες γνώση, και δη από τις φερόμενες υπό
ημεροχρονολογία 27.11.2018, 28.11.2018 και 12.12.2018 καταθέσεις του μάρτυρα με την
κωδική ονομασία «ΜΑΞΙΜΟΣ ΣΑΡΑΦΗΣ», με τις οποίες ο τελευταίος ενέπλεκε ως
μεσάζοντα σε δωροδοκία πολιτικών προσώπων τον προστατευόμενο μάρτυρα Νικόλαο
Μανιαδάκη, ανακοίνωσες εν συνεχεία στον Κώστα Βαξεβάνη, εκδότη της εφημερίδας
«DOCUMENTO» δεδομένα - βάσει των καταθέσεων αυτών - που αφορούν τον ανωτέρω
μάρτυρα, με συνέπεια να δημοσιευθεί ως προς τον τελευταίο (ενν. Νικόλαο Μανιαδάκη), ι]
δημοσίευμα της εφημερίδας "DOCUMENTO' στις 13.11.2018 με τίτλο «Novartis: η ώρα
της κρίσης για τον διπρόσωπο προστατευόμενο μάρτυρα» όπου αναφερόταν, αφενός
πως ο ίδιος (Νικόλαος Μανιαδάκης) είχε συνάντηση με τους Αμερικάνους που έλαβε
χώρα τον Αύγουστο του 2018 και αφετέρου πως είχε συνάντηση με πολιτικά πρόσωπα,
τα οποία διερευνούνταν για την υπόθεση και α] δημοσίευμα της ίδιας εφημερίδας την
5.1.2019, όπου ο αυτός μάρτυρας αναγράφεται ως "ΜΟΝΕΥDAKIS" (όπως δηλαδή τον
είχε αποκαλέσει στην άνω από 27.11.2018, κατάθεσή του ο μάρτυρας με την κωδική
ονομασία «ΜΑΞΙΜΟΣ ΣΑΡΑΦΗΣ»).
Ήτοι κατηγορείσαι για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1, 2§1, 12, 13 α,γ , 14,
16, 17, 18, 26 εδ. α', 27 παρ. 1, 51, 53, 57, 79, 94§1,98§1, 242§1 (προΐσχύσαντος) ΠΚ,
18
252§1 α (ισχύοντος) ΠΚ, α. 5, 24§1 στοιχ.γ, 38§§1 στοιχ.α', 2, 3, Ν. 4624/2019 σε συνδ. με
α.22§4 Ν. 2472/1997».
1.8. Ωστόσο, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται
στο άνω αόριστο και αβάσιμο κατηγορητήριο, έχει ήδη εκδοθεί η από
07.07.2020 ΔΙΑΤΑΞΗ ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗΣ
ΕΞΕΤΑΣΗΣ του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κ. Λάμπρου Σοφουλάκη 270 περίπου
σελίδων, με την οποία μετά από εξαντλητική ανάλυση και αξιολόγηση του συνόλου των
καταγγελιών, μηνύσεων, αναφορών κ.λπ. και των αποδεικτικών στοιχείων, δηλαδή
ταυτόσημου αποδεικτικού υλικού με αυτό που εμπεριέχεται στην ενώπιον Σας
δικογραφία, ο ως άνω Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, αρχειοθέτησε τη δικογραφία
της ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για
τον λόγο ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την τέλεση των
διευρενηθέντων αδικημάτων.
1.8.1. Όπως προκύπτει από την ως άνω Διάταξη Αρχειοθέτησης τα πραγματικά
περιστατικά που αξιολογήθηκαν και οδήγησαν στην αρχειοθέτηση της υπόθεσης ως
προς εμένα είναι τα κάτωθι:
Α] Στη σελ. 3 της αυτής Διάταξης Αρχειοθέτησης εκτίθενται οι αποδιδόμενες
κατηγορίες της κατάχρησης εξουσίας (κακουργηματικής και πλημμεληματικής),
παράβασης καθήκοντος, ψευδούς βεβαίωσης, παραβίασης υπηρεσιακού
απορρήτου και παραβίασης ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρ.
45, 94 παρ.1, 239 περ.α, β εδαφ. α’, 259, 242 παρ.1, 252παρ.1, 22παρ.4 ν.2472/1997,
ως ισχύει με άρθ.38 παρ.2 ν. 4624/2019), αλλά και για το αδίκημα της συμμορίας (άρ.
187 παρ.3ΠΚ) – σελ. 3 Διάταξης ∙
Β] Στις σελ. 38 - 48 εκτίθενται τα αποδεικτικά στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη ∙
Γ] Στις σελ. 118-155 εκτίθενται τα στοιχεία - πραγματικά περιστατικά που
επικαλέστηκαν οι μηνυτές-καταγγέλλοντες προς θεμελίωση των δήθεν κατηγοριών σε
βάρος μου, τα οποία (πραγματικά περιστατικά) ο κ. Εισαγγελέας αξιολόγησε στις σελ.
156-235, καταλήγοντας στην απολύτως αιτιολογημένη αρχειοθέτηση (μετά και την κλήση
μου σε ακρόαση δια των εγγράφων εξηγήσεων μου) της υπόθεσης με την αμετάκλητη
κρίση (βλ. σελ. 235 επ.) ότι «Από την κρισιολόγηση απάντων των προαναφερθέντων
αποδεικτικών στοιχείων και την ενδελεχή από ποινικής άποψης εξέταση των ενεργειών
των καταγγελλόμενων εισαγγελικών λειτουργών κατά την από μέρους αυτών
19
διερεύνηση της ως ανωτέρω ποινικής υπόθεσης ‘’ novartis’’, καταλήγουμε στο
συμπέρασμα, ότι αυτοί ενήργησαν συννόμως και εντός των πλαισίων των δικαστικών
τους καθηκόντων, χωρίς να διαπιστωθεί και δη σε επίπεδο επαρκών ενδείξεων κίνησης
ποινικής δίωξης που αξιώνει ο νόμος (άρθ. 43 παρ.1εδαφ.β’ ΚΠΔ), η τέλεση των
αποδιδομένων σ΄ αυτούς αξιοποίνων πράξεων…». Τονίζεται, ότι κατά της ανωτέρω
εισαγγελικής διάταξης δεν μπορούσε να ασκηθεί τακτικό ένδικο μέσο, επομένως αυτή
εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 4 του έβδομου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και συνιστά
«αμετάκλητη απόφαση», κατά την έννοια της ως άνω διάταξης και σύμφωνα με τις
προαναφερθείσες αποφάσεις του ΕΔΔΑ.
Β.] Το με υπ’ αριθμ. 25/2022 ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΟ Βούλευμα του Δικαστικού
Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86 § 4 του Συντάγματος, το οποίο
εκδόθηκε επί της υπ’ αριθμ. ΑΒΜ ΔΚ 20/37 ποινικής δικογραφίας, τμήμα της
οποίας συγκροτεί τη δική σας δικογραφία· στο Βούλευμα αυτό το Δικαστικό
Συμβούλιο, έχοντας προφανώς αξιολογήσει ως αληθή, νομικά και ουσιαστικά βάσιμα και
αποδεδειγμένα, όσα είχα ισχυριστεί και αποδείξει δέχθηκε τα κάτωθι πραγματικά
περιστατικά που αναφέρονται, συγκεκριμένα στις σελ. 250 έως 270 αυτού. Ειδικότερα,
το Δικαστικό Συμβούλιο δέχθηκε ότι:
«Στην προκειμένη περίπτωση, από την αξιολόγηση και εκτίμηση όλων των
αποδεικτικών μέσων, ήτοι των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν
τόσο κατά την προκαταρκτική εξέταση της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής και
ενώπιον των Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου Λάμπρου Σοφουλάκη και Ευάγγελου
Ζαχαρή όσο και στην διενεργηθείσα κυρία ανάκριση, όλων των εγγράφων που
απεστάλησαν από τη Βουλή, όσων επισυνάφθηκαν στην ανάκριση ή/και προσκομίσθηκαν
από τους κατηγορουμένους, εκτιμώμενων κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης (άρθ. 177
ΚΠΔ), προέκυψαν κατά την κρίση του Συμβουλίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Με πρόταση, άσκησης δίωξης, εκ μέρους τριάντα (30) Βουλευτών της Κοινοβουλευτικής
ομάδας της Νέας Δημοκρατίας την 18-10-2019 και την 19- 5-2020, η Ολομέλεια της
Βουλής αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, τη σύσταση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής,
προς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος, τα άρθρα
153 και επόμ. του Κανονισμού της Βουλής και το άρθρο 5 Ν. 3126/2003 «ποινική ευθύνη
Υπουργών», σε βάρος του πρώην Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης Δημητρίου
Παπαγγελόπουλου, αναφορικά με την διερεύνηση συγκεκριμένων αδικημάτων, τα οποία
αυτός είχε τυχόν τελέσει κατά την άσκηση των υπουργικών του καθηκόντων. Μετά τη
20
διενέργεια και την ολοκλήρωση της ως άνω προκαταρκτικής εξέτασης, η Ολομέλεια της
Βουλής αποφάσισε κατά πλειοψηφία, κατά τη συνεδρίαση της 22ας Ιουλίου 2020, την
άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος αυτού (Δημητρίου Παπαγγελόπουλου) και συμμέτοχων
και στη συνέχεια, με το υπ' αριθμό πρωτ. 2556/31-7-2020 έγγραφο του Προέδρου της
Βουλής προς την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, διαβιβάσθηκε το συνταχθέν Πόρισμα, με
όλη τη δικογραφία της υπόθεσης. Η υπόθεση με έγγραφο της τελευταίας περιήλθε στο
κατά το άρθρο 86 παρ.4 του Συντάγματος και Ν. 3126/2003 παρόν Δικαστικό Συμβούλιο
και ορίστηκε η κατά το άρθρο 10 του Ν. 3126/2003 Ανακρίτρια-Αρεοπαγίτης. Κατόπιν
αυτού διενεργήθηκε κύρια ανάκριση, κατά την οποία η Ανακρίτρια απήγγειλε τις
προαναφερόμενες κατηγορίες σε βάρος του κατηγορουμένου αυτού, καθώς επίσης και
κατηγορίες σε βάρος άλλων προσώπων συμμετόχων στις αξιόποινες πράξεις αυτού…….
2) η με ΑΒΜ ΑΑ20/462 ποινική δικογραφία σε βάρος της ιδίας ως άνω (Τουλουπάκη
Ελένης) κατόπιν της με αριθμό πρωτ. 4498/11-6-2020 μηνύσεως του Ανδρέα Λοβέρδου,
3) η με ΑΒΜ Γ20/437 ποινική δικογραφία σε βάρος των Φιλιππάκη Ιωάννη, Τάρκα
Αλεξάνδρου και Παπαδάκου Ιωάννας κατόπιν της με ABM Ε2020/1111 μηνύσεως του
Σάμπυ Μιωνή και
4) η με ΑΒΜ Ε 2020/6327 ποινική δικογραφία σε βάρος του Εμμανουήλ Μαργωμένου
κατόπιν της από 1-12-2020 μηνύσεως του Σάμπυ Μιωνή,.
Μετά τις Εθνικές εκλογές της 20ης-9-2015 και τη συγκρότηση της Κυβέρνησης που
προέκυψε, ο πρώτος κατηγορούμενος Δ. Παπαγγελόπουλος ανέλαβε καθήκοντα
Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης με αρμοδιότητα την καταπολέμηση της διαφθοράς
και την δίωξη του οικονομικού εγκλήματος, σύμφωνα με την 30/2015 Απόφαση του
Πρωθυπουργού (ΦΕΚ Β 2183/12-10- 2015), Από τη θέση του αυτή απέκτησε την ιδιότητα
του υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ.3 Ν. 3126/2003 σε συνδυασμό με το
άρθρο 13 περ. α ΠΚ.
Τον Δεκέμβριο 2016 διαβιβάστηκε, με την υπ' αριθμό 9706/15-12-2016 παραγγελία
της τότε Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, στη Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς,
παραγγελία του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, με
αφορμή δημοσιεύματα του Τύπου, τα οποία ανέφεραν ότι δύο πρώην υπάλληλοι της
εταιρείας ΝΟΒΑΡΤΙΣ ΕΛΛΑΣ ΑΒΕΕ, θυγατρικής της πολυεθνικής εταιρείας NOVARTIS με
έδρα την Ελβετία, εμφανίστηκαν ενώπιον της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ και
ενώπιον του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ και κατήγγειλαν αθέμιτα και παράνομα
μέσα, τα οποία μετερχόταν η εταιρεία κατά τα επτά έτη προ της προαναφερθείσας
παραγγελίας, προκειμένου να αυξήσει τις πωλήσεις της. Οι δύο αυτοί υπάλληλοι
21
φέρονταν, κατά τα δημοσιεύματα του ελληνικού Τύπου, ότι κατέθεσαν στην Αμερικανική
δικαιοσύνη εμπιστευτικά έγγραφα και στοιχεία που είχαν στην κατοχή τους. Επιπλέον, τα
ίδια δημοσιεύματα εμφάνιζαν τους μάρτυρες, να έχουν καταθέσει στις αμερικανικές Αρχές
περιστατικά για χρηματισμό δημόσιων λειτουργών και χρηματισμό ιατρών, οι οποίοι
προέβαιναν σε κατευθυνόμενη συνταγογράφηση, ενώ υπήρχε φερόμενη, κατά τα
δημοσιεύματα, εμπλοκή εκδοτικών και διαφημιστικών εταιρειών, με τη δημιουργία
«μαύρου» ταμείου μέσω των διαφημιστικών. και άλλων εταιρειών, προκειμένου να
επηρεαστούν οι αποφάσεις φαρμακευτικής πολιτικής κρατικών αξιωματούχων του
Υπουργείου Υγείας και τον τρόπο με τον οποίον προσεγγίζονταν ιατροί και επαγγελματίες
υγείας προκειμένου να συνταγογραφούν κατευθυνόμενα ή να υπερσυνταγογραφούν
φάρμακα της Novartis. Έτσι, με το αρχικό με αριθμ. πρωτ. 9706/15.12.2016 έγγραφο της
Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Διαφθοράς το υπ' αριθμ.
πρωτ. 4577/14.12.2016 έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης, στο οποίο συνημμένο ήταν
και δημοσίευμα (ημ/νια ανάρτησης 05.12.2016 στην ίστοσελίδα «www.ieflmerida.gr) με
τίτλο «Δύο μάρτυρες καίνε στις ΗΠΑ πολυεθνική φαρμακευτική εταιρεία για ξέπλυμα και
δωροδοκίες αξιωματούχων και χιλιάδων γιατρών στην Ελλάδα». Στο συγκεκριμένο
δημοσίευμα αναφέρεται μεταξύ άλλων η φράση «... οι καταγγελίες των πληροφοριοδοτών
αναφέρονται σε χρηματισμό δημόσιων λειτουργών που κατείχαν καίριες κυβερνητικές ή
διοικητικές θέσεις στη χώρα την τελευταία οκταετία, προκειμένου .να επηρεάσουν τις
αποφάσεις τους αναφορικά με τις εγκρίσεις φαρμάκων, είτε με την τιμολόγηση, είτε με την
αποζημίωσή τους από τα ασφαλιστικά ταμεία......
Εξάλλου με το υπ' αριθμ. πρωτ. 182/09.01.2017 έγγραφο της Εισαγγελέως του
Αρείου Πάγου διαβιβάστηκαν στην Εισαγγελία Διαφθοράς δημοσιεύματα του ημερήσιου
και ηλεκτρονικού τύπου σχετικά με την υπόθεση. Μεταξύ ".άλλων διαβιβάστηκαν: α]
δημοσίευμα ηλεκτρονικού τύπου (www.parapolitika.gr) της 09.01.2017, με τίτλο: «κρυφή
κάμερα καίει τέσσερις πρώην υπουργούς για το σκάνδαλο Novartis». Στο συγκεκριμένο
δημοσίευμα αναφέρεται μεταξύ άλλων: «... σοκ και δέος προκαλεί οπτικοακουστικό υλικό
που έχει καταγραφεί από το εσωτερικό κύκλωμα της εταιρείας στην Ελλάδα και στο οποίο
ακούγονται ονόματα πολιτικών οι οποίοι «ενδιαφέρονται» για την ικανοποίηση των
αιτημάτων της εταιρείας, να πληρωθούν από τον ΕΟΠΥΥ. Ακούγονται ανατριχιαστικές
διαβεβαιώσεις πρώην, στελέχους της Novartis για πιέσεις σε υπουργούς, οι οποίοι
συνεργάζονται μαζί τους, ενώ άλλο ανώτατο στέλεχος εμφανίζεται να ασχολείται
«προσωπικά» με την υπόθεση της φαρμακευτικής εταιρείας. Ειδικότερα, στο βίντεο, για το
οποίο είναι ενήμερες οι αμερικανικές διωκτικές αρχές και το FBI, εμφανίζεται πρώην GEO
22
της εταιρείας, που έχει μετακινηθεί σε εταιρεία άλλου κλάδου, να μιλάει σε συνάντηση
ανώτατων στελεχών και να επικαλείται συγκεκριμένα πρόσωπα πολιτικών, τεσσάρων
πρώην υπουργών μεγάλου βεληνεκούς, για τους οποίους εμφανίζεται να δίνει
διαβεβαιώσεις ότι θα παρέμβουν προκειμένου να μην προχωρήσει δικαστική έρευνα για
την εταιρεία».
Περαιτέρω σε άλλο δημοσίευμα ηλεκτρονικού τύπου (www.enlkos.gr) της 09.01.2017 με
τίτλο: «NOVARTIS: Δύο Έλληνες έδωσαν ονόματα για τις «χρυσές» μίζες», όπου
αναφερόταν μεταξύ άλλων: « .... Πάνω από 20 στελέχη της Novartis Hellas καθώς και της
μητρικής εταιρείας Novartis International, που εδρεύει στη Βασιλεία της Ελβετίας,
φέρονται να εμπλέκονται στο μεγάλο πάρτι με «χρυσές» μίζες και υπερκοστολογήσεις,
που στήθηκε στον χώρο της υγείας στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Οι διαστάσεις του
οικονομικού σκανδάλου της πολυεθνικής φαρμακευτικής εταιρείας στην Ελλάδα, που
άρχισε να διερευνάται από το 2014 στις ΗΠΑ, φαίνεται να είναι πολύ μεγάλες και να
αγγίζουν όχι μόνο χιλιάδες γιατρούς και στελέχη νοσοκομείων, αλλά και πολιτικά
πρόσωπα. Μίζες, εταιρείες-πλυντήρια, αχυράνθρωποι και μεθοδεύσεις που ανέβαζαν τις
τιμές πώλησης των προϊόντων της Novartis στα ύψη φαίνεται να συνθέτουν ένα σκάνδαλο
για το οποίο κάποιοι υποστηρίζουν ότι ξεπερνά και αυτό της Siemens... .». Είναι
προφανές ότι στα δημοσιεύματα αυτά που υπήρχαν από την πρώτη σχεδόν ημέρα στην
δικογραφία, οι μάρτυρες των Η.Π.Α. αναφέρονταν σε εμπλοκή και πολιτικών προσώπων
σε παράνομες δωροδοκίες. Με βάση την πιο πάνω σχηματισθείσα δικογραφία και με τα
στοιχεία αυτής, αρχικά η έρευνα ξεκίνησε από την τότε Εισαγγελέα Εγκλημάτων
Διαφθοράς Ελένη Ράϊκου, η οποία μετά τη λήψη της ως άνω παραγγελίας άρχισε την
έρευνα για το θέμα και προέβη στις απαιτούμενες ενέργειες (αίτημα δικαστικής συνδρομής
στις αρμόδιες αρχές των ΗΠΑ, κατασχέσεις στοιχείων στην έδρα της εταιρείας στην
Ελλάδα) και γενικά σε οτιδήποτε κρίθηκε απαραίτητο και χρήσιμο, εντός των δικονομικών
πλαισίων, στην διερεύνηση και διαλεύκανση της συγκεκριμένης υπόθεσης, εστιάζοντας
την έρευνα στην ενδεχόμενη διάπραξη των αδικημάτων της απιστίας, δωροληψίας
και δωροδοκίας από πρόσωπα, που εμπλέκονταν στη διαδικασία έγκρισης,
τιμολόγησης, αποζημίωσης και συνταγογράφησης φαρμακευτικών σκευασμάτων της εν
λόγω φαρμακευτικής εταιρείας….. Μετά την παραίτηση της (Ελένης Ράικου), επελέγη στη
θέση της η δεύτερη κατηγορουμένη (Ελένη Τουλουπάκη) με την υπ' αριθμ. 42/2017
απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, και ανέλαβε καθήκοντα την 10-4-2017,
ενώ επίκουροι αυτής ορίσθηκαν από τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών
Αθηνών οι αντεισαγγελείς πρωτοδικών Στυλιανός Μανώλης και Χρήστος Ντζούρας. Η
23
έρευνα συνεχίστηκε από τους εισαγγελείς αυτούς, εμπλουτίστηκε δε με μεγάλο αριθμό
εγγράφων και κυρίως ηλεκτρονικών αρχείων χιλιάδων σελίδων, μετά από κατασχέσεις
του συνόλου σχεδόν των ηλεκτρονικών αρχείων της εταιρείας μετά από νομότυπες
έρευνες. Σημειώνεται, ότι όλα τα ηλεκτρονικά αρχεία εστάλησαν στην Διεύθυνση
Εγκληματολογικών Ερευνών Τμήμα 7° Ηλεκτρονικών Πειστηρίων, προκειμένου να
συνταχθούν, όπως και πάντοτε γίνεται, οι σχετικές Εργαστηριακές Εκθέσεις Ανάλυσης.
Κατά τη διερεύνηση της ανωτέρω υπόθεσης και μετά από αξιολόγηση στοιχείων με βάση
και την ανταλλαγή εγγράφων στα πλαίσια δικαστικής συνδρομής με τις αρχές των Η.Π.Α,
προέκυψαν, κατά τις εκτιμήσεις των εισαγγελέων διαφθοράς (2ης , 3ου και 4ου των
κατηγορουμένων), τρεις ουσιώδεις μάρτυρες, οι οποίοι θα συνέβαλλαν με τα στοιχεία και
το υλικό που κατείχαν στην αποκάλυψη των ως άνω αξιοποίνων πράξεων. Τούτο διότι
κρίθηκε ότι γνώριζαν και από δική τους αντίληψη ουσιώδη πράγματα για τις
διερευνώμενες πράξεις και πρόσωπα, ως εκ της θέσης που κατείχαν σημαντικά στελέχη
της NOVARTIS HELLAS οι δύο και στέλεχος του Υπουργείου ο τρίτος κατά τον κρίσιμο
χρόνο. Ο ένας εξ αυτών, που έλαβε, όπως αναφέρεται παρακάτω, την κωδική ονομασία
«ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Ιωάννης» προσήλθε αυτοβούλως στην Εισαγγελία Διαφθοράς και ζήτησε
να καταθέσει. Τα στοιχεία των άλλων δύο οι εισαγγελείς πληροφορήθηκαν από έγγραφο
με αριθμό παρακολούθησης 1741152809/αριθ. φακέλου ΝΚ- 2057320 s.15/29.12.2016
του Υπουργείου Δικαιοσύνης Ηνωμένων Πολιτειών/ Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών /
Νομική Υπηρεσία / Πρεσβεία Ηνωμένων Πολιτειών / Αθήνα /Ελλάδα. Στο έγγραφο αυτό
υπάρχει αναφορά ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται σε αυτό προορίζονται μόνο για
πληροφοριακούς και καθοδηγητικούς σκοπούς και δεν δύνανται να χρησιμοποιηθούν από
την Κυβέρνηση της Ελλάδος σε οποιεσδήποτε ποινικές διαδικασίες ούτε να προωθηθούν
σε άλλη κυβέρνηση, πρόσωπο ή οντότητα ούτε να χρησιμοποιηθούν σε ανοιγείσες
ποινικές διαδικασίες, βασιζόμενες στις πληροφορίες του εγγράφου αυτού. Στη συνέχεια οι
εισαγγελείς, με βάση τα παραπάνω στοιχεία, επικοινώνησαν και με τους άλλους δύο
μάρτυρες, οι οποίοι δέχθηκαν να καταθέσουν. Και οι τρεις όμως μάρτυρες διατύπωσαν
φόβο για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των ιδίων και των οικογενειών τους, από
πιθανολογούμενες πράξεις εκφοβισμού ή αντεκδίκησης σε βάρος τους εκ μέρος των
εμπλεκομένων προσώπων, εκθέτοντας και επιχειρήματα προς τούτο. Για το λόγο αυτό,
αφού προηγήθηκε επικοινωνία με τον τότε Διευθυντή του Τμήματος Προστασίας
Μαρτύρων της ΕΛ.ΑΣ. Περικλή Μανωλίδη, τηρήθηκαν όλες οι νόμιμες διαδικασίες, που
ορίζει ο Ν.2928/2001, ως ίσχυε με το νόμο 4254/2014, προκειμένου να τεθούν σε
καθεστώς προστατευόμενου μάρτυρα, Ειδικότερα, πριν την υπαγωγή τους σε καθεστώς
24
προστασίας, οι μάρτυρες με έγγραφό τους ζήτησαν από το Τμήμα Προστασίας Μαρτύρων
της ΕΛ.ΑΣ, τη σχετική προστασία, αφού δε διαπιστώθηκε η συνδρομή των νομίμων
προϋποθέσεων για τη χορήγηση του καθεστώτος, το αρμόδιο τμήμα απευθύνθηκε στον
Εισαγγελέα Διαφθοράς με αίτημα την θέση των μαρτύρων σε καθεστώς προστατευόμενων
μαρτύρων. Επακολούθησε έκδοση των υπ' αριθ. 12/6-11- 2017, 13/20-12-2017 και 1/11-
1-2018 διατάξεων του τρίτου κατηγορουμένου Χρήστου Ντζούρα, με τις οποίες
καθορίσθηκαν τα μέτρα προστασίας των μαρτύρων, ο τρόπος κατάθεσης με χρήση
ηλεκτρονικών μέσων μόνο ηχητικής μετάδοσης και οι πλασματικές ονομασίες «Κελέση
Αικατερίνη», «Αναστασίου Ιωάννης» και «Σαράφης Μάξιμος», αντίστοιχα, που δόθηκαν
από το Τμήμα Προστασίας Μαρτύρων της ΕΑ.ΑΣ. Συνεπώς δεν επρόκειτο για αυθαίρετη
επιλογή μαρτύρων από τους Εισαγγελείς Διαφθοράς, αλλά για κλήτευση ουσιωδών
μαρτύρων σύμφωνα με τον ΚΠΔ, λόγω της θέσης τους στην εταιρεία οι δύο εξ αυτών και
στο Υπουργείο ο τρίτος και για νόμιμη υπαγωγή τους στο καθεστώς προστασίας του
Ν.2928/2001. Ωστόσο, επειδή κατά την πορεία της έρευνας προέκυψαν για τον δεύτερο
από τους προστατευόμενους μάρτυρες με την κωδική ονομασία «Αναστασίου Ιωάννης»,
βάσει των από 27-11-2018, 28-11-2018 και 12-12-2018 καταθέσεων του τρίτου μάρτυρα,
στοιχεία ενοχοποιητικά για την πράξη της παθητικής δωροδοκίας κατ' εξακολούθηση με
ζημία του Δημοσίου άνω των 150.000 ευρώ και με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας
(άρθρα 98, 236 ΠΚ, 1 τταρ.1 Ν.1608/50, άρθρο 16 παρ.2 ΝΔ 2756/1953), για την οποία
ασκήθηκε και ποινική δίωξη, με την υπ' αριθ. 6/31-12-2018 Διάταξη του αυτού επίκουρου
εισαγγελέα διαφθοράς, διατάχθηκε η άρση της ανωτέρω υπ' αριθ. 13/20-12- 2017
Διάταξής του και έπαυσε η λήψη μέτρων προστασίας τούτου ("ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Ιωάννη"), η
οποία εγκρίθηκε από τον τότε εποπτεύοντα Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη
Αγγελή με την υπ. αριθ. ΕΠ-Δ2/ 4-1- 2019 Πράξη του, ενώ παράλληλα, με την
υπ'αριθ.7/31-12-2018 Διάταξη του αυτού Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς
απαγορεύτηκε στο μάρτυρα για λόγους δημοσίου συμφέροντος η έξοδός του από τη
χώρα. Κατά τη διαδικασία λήψης των ενόρκων καταθέσεων των προστατευομένων
μαρτύρων, οι καταθέσεις αυτών δόθηκαν δια ζώσης με την παρουσία των ιδίων
καθ` όλη τη διάρκεια των καταθέσεων, χωρίς αυτοί να έχουν δώσει
προδιατυπωμένες καταθέσεις (όπως αντίθετα αναφέρεται σε μηνύσεις από
πολιτικά πρόσωπα, μεταξύ άλλων και κατά των εισαγγελέων, δηλ. περί διαβίβασης
των καταθέσεων των προστατευομένων μαρτύρων μέσω usb ή μέσω e-mail, αφού
κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο δεν υφίσταται περί αυτού), όπως εξάλλου
τούτο επιβεβαιώνεται από την από 28-1-2021 ένορκη κατάθεση του μάρτυρα
25
Περικλή Μανωλίδη, Διευθυντή του Τμήματος Προστασίας Μαρτύρων, ενώπιον της
Ανακρίτριας, όπου, μεταξύ άλλων, στην ερώτηση εάν γνωρίζει να δόθηκε κάποια
από τις καταθέσεις προδιατυπωμένη και όχι δια ζώσης, ο μάρτυρας απάντησε ότι
δεν υπήρξε κάποια συνάντηση που να ήταν τόσο σύντομη ώστε να έχει δοθεί
προδιατυπωμένη κατάθεση. Σημειώνεται ότι οι προστατευόμενοι μάρτυρες με τις
κωδικές ονομασίες «ΜΑΞΙΜΟΣ ΣΑΡΑΦΗΣ» και «ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΕΛΕΣΗ» σε όλες τις
καταθέσεις τους έχουν επιβεβαιώσει ότι πάντοτε κατέθεταν οι ίδιοι με φυσική παρουσία
τους και χωρίς οποιαδήποτε πίεση, προτροπή, υποβολή από τους εισαγγελείς, ενώ
ουδείς εκ των μαρτύρων έχει καταθέσει ότι έδινε προδιατυπωμένες καταθέσεις. Η
διαφορετική γραμματοσειρά σε ορισμένες εκθέσεις καταθέσεων δεν είναι αρκετή
να ενισχύσει τον ισχυρισμό περί προδιατυπωμένων καταθέσεων και περί
διαβίβασης των καταθέσεων των προστατευομένων μαρτύρων μέσω usb ή μέσω
e-mail. Η διαφορετική μορφοποίηση οφείλεται, κατά την κρίση του Συμβουλίου, σε
προφανή αβλεψία των εισαγγελέων αυτών και στην ένταση που υπήρχε κατά τη λήψη
των καταθέσεων, εφόσον, όπως είναι φανερό, θα μπορούσαν αυτοί εύκολα να είχαν
προβεί μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστή σε ενιαία μορφοποίηση του κειμένου των
καταθέσεων ώστε να μην υπάρχει διαφορά, ενώ κρίνεται ότι αν οι καταθέσεις ήταν
προδιατυπωμένες (όπως αντίθετα αναφέρεται σε μηνύσεις από πολιτικά πρόσωπα), οι
εισαγγελείς θα φρόντιζαν να μην αποκαλυφθεί η προαναφερόμενη κατ' αυτών αιτίαση,
προβαίνοντας εύκολα σε ενιαία μορφοποίηση του κειμένου. Όλοι οι προστατευόμενοι
μάρτυρες στις πρώτες καταθέσεις τους, πριν αυτές διαβιβασθούν στην Βουλή των
Ελλήνων, έδωσαν μία και μόνη ενιαία ένορκη κατάθεση έκαστος, που δόθηκε τμηματικά
εντός περίπου τριών μηνών, διότι πρακτικά ήταν αδύνατο να ολοκληρωθεί η κατάθεσή
τους σε μια εξέταση, λόγω των ειδικών περιστατικών και συνθηκών υπό τις οποίες
ελήφθησαν, αλλά και λόγω της ιδιαιτερότητας των μαρτύρων ως προστατευόμενων, οι
οποίοι δίνουν κατά νόμο κάθε είδους πληροφορίες στις διωκτικές αρχές και όχι απλώς
μαρτυρικές καταθέσεις, και για τούτο απαιτήθηκαν περισσότερες εξετάσεις, που τελούσαν
σε απόλυτη αλληλουχία και νοηματική ενότητα μεταξύ τους κατά τρόπο που η μία
αποτελούσε τη φυσική συνέχεια της άλλης και όλες μαζί συναποτελούσαν μία ενιαία
κατάθεση. Το γεγονός ότι δόθηκε μία και μόνη ένορκη κατάθεση από κάθε
προστατευόμενο μάρτυρα, πριν τη διαβίβαση της δικογραφίας στην Βουλή, προκύπτει
από το ότι κάθε μάρτυρας στην πρώτη και σε κάθε επόμενη εξέταση - πλην της
τελευταίας- κατέληγε, βεβαίωνε και υπέγραφε ως εξής: «επιφυλάσσομαι να συνεχίσω
την κατάθεσή μου». Ο πραγματικός λόγος ήταν ότι οι καταθέσεις λαμβάνονταν σε
26
μεταμεσημβρινές, ακόμη δε και βραδινές ώρες στο γραφείο της Εισαγγελίας Διαφθοράς ή
στη ΓΑΔΑ, κατόπιν σχετικής σύστασης του Διευθυντή του Τμήματος Προστασίας
Μαρτύρων, προκειμένου να διαφυλαχθεί το απόρρητο και η αποφυγή αναγνώρισης της
πραγματικής ταυτότητας των μαρτύρων. Για τον ίδιο λόγο, αλλά και λόγω του
προχωρημένου της ώρας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι μάρτυρες κατέθεταν πολλά
γεγονότα για τα οποία ανέφεραν ότι κατείχαν σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία, οι επόμενες
εξετάσεις τους κανονίζονταν μετά από αρκετές ημέρες, με αποτέλεσμα, όσα είχαν να
καταθέσουν να μην είναι ευχερές να ολοκληρωθούν μέσα σε λίγες ημέρες. Η δε εξέταση
των μαρτύρων δεν αφορούσε τη διενέργεια μη νόμιμης για υπουργικά αδικήματα
προκαταρκτικής εξέτασης ή έρευνας σε βάρος των πολιτικών προσώπων πριν τη
διαβίβαση των καταθέσεων στη Βουλή, αλλά τη νόμιμη έρευνα σε βάρος των μη
πολιτικών προσώπων για τις πράξεις της ενεργητικής δωροδοκίας και της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, δηλαδή πράξεις από τις διερευνώμενες, που
δεν αφορούσαν τους πολιτικούς και που δεν αποτελούσαν υπουργικά αδικήματα. Όπως
συνάγεται από την επισκόπηση των καταθέσεων των προστατευομένων μαρτύρων που
υπάρχουν στη δικογραφία, αυτοί αρχικά καταθέτουν για τις αθέμιτες πρακτικές της
εταιρείας NOVARTIS, καθώς και για τους τρόπους δωροδοκίας δημοσίων προσώπων
στα κέντρα λήψης αποφάσεων στο χώρο της υγείας και διακίνησης φαρμάκων (διοικητές
νοσοκομείων - προέδρους Οργανισμών Υγείας), για δωροδοκίες ιατρών του Δημοσίου και
ιδιώτες ιατρούς, ενώ αναφέρονται και σε πολιτικά πρόσωπα, έχοντας γνώση όσων
καταθέτουν από όσα έχουν ακούσει από τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας
NOVARTIS Κ. Φρουζή. Οι δε ερωτήσεις από τους εισαγγελείς για πολιτικά πρόσωπα δεν
έγιναν για διερεύνηση τυχόν υπουργικών αδικημάτων, εφόσον αυτό θα συνιστούσε
ανεπίτρεπτη έρευνα ποινικών ευθυνών υπουργών, αντίθετα προς τις προβλέψεις του
άρθρου 86 1 και. του νόμου 3126/2003 περί ευθύνης υπουργών, αλλά για την αναγκαία
διερεύνηση από αυτούς ύπαρξης, κατά την κρίση τους, απλών υπονοιών εμπλοκής των
προσώπων αυτών σε ερευνώμενη αξιόποινη πράξη, που ήταν αναγκαία, προκειμένου,
όπως προαναφέρθηκε, να μην διαβιβάζονται «αμελλητί» στην Βουλή απαράδεκτες και
προφανώς αβάσιμες καταγγελίες σε βάρος πολιτικών προσώπων για υπουργικά
αδικήματα. Αντίθετα οι διευκρινιστικές ερωτήσεις αφορούσαν και αδικήματα μη υπουργικά,
όπως της ενεργητικής δωροδοκίας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική
δραστηριότητα. Σε κάθε περίπτωση, η αξιοπιστία των προστατευομένων μαρτύρων
αξιολογήθηκε, κατά την κρίση των εισαγγελέων, ως υπαρκτή, εκ του αναμφιβόλου
γεγονότος ότι αυτοί, ως εκ της θέσης που κατείχαν έκαστος, ήταν στον πυρήνα των
27
γεγονότων για τα οποία κατέθεταν, ήταν κοντά στα κέντρα λήψης των αποφάσεων και
είχαν γνώση και δική τους αντίληψη των γεγονότων που κατέθεταν. Κατά την εξέτασή
τους άπαντες οι προστατευόμενοι μάρτυρες κατέθεσαν αυτοβούλως όσα γνώριζαν
για την υπόθεση, κατονομάζοντας και την πηγή της πληροφόρησής τους και εγχειρίζοντας
στοιχεία που κατείχαν, τα οποία αποτελούν μέρος της δικογραφίας NOVARTIS, η οποία
ήδη διερευνάται από τον Οικονομικό Εισαγγελέα, ενώ ουδόλως πιέστηκαν ή
καθοδηγήθηκαν από τους εισαγγελείς να καταθέσουν στοχευμένα εις βάρος των
δέκα πολιτικών προσώπων {ίδ. από 12-2019 και 10-8-2021 ένορκες καταθέσεις της
«ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΚΕΛΕΣΗ» και από 4-12-2018 και 12-8-2021 ένορκες καταθέσεις του
«ΜΑΞΙΜΟΥ ΣΑΡΑΦΗ»). Πιο συγκεκριμένα, όπως ρητά έχουν εκθέσει οι μάρτυρες
«ΜΑΞΙΜΟΣ και «ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΕΛΕΣΗ», στις καταθέσεις τους ενώπιον των
Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου, κ.κ. Ζαχαρή και Σοφουλάκη, ενώπιον της
Προανακριτικής Επιτροπής της Βουλής και ενώπιον της Ανακρίτριας, ουδέποτε πιέστηκαν
προκειμένου να καταθέσουν, αλλά κατέθεσαν με δική τους πρωτοβουλία και μετά από
περίσκεψη, έχοντας πλήρη γνώση όσων καταθέτουν. Οι μάρτυρες δεν εξέφρασαν απλή
γνώμη, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, όπως αβασίμως αποδίδεται στους κατηγορουμένους
εισαγγελείς, εφόσον κατά τη διάρκεια της ενιαίας -κατά τα προαναφερθέντα- κατάθεσής
τους προσκόμισαν και αποδεικτικά στοιχεία, έγγραφα και ηλεκτρονικά αρχεία. Στη
συνέχεια, επειδή κατά τα ανωτέρω προέκυψαν έγγραφα και καταθέσεις των
προστατευομένων μαρτύρων, όπου, μεταξύ άλλων, γίνονταν αναφορές και σε εμπλοκή
πολιτικών προσώπων, διαβιβάσθηκαν στην Βουλή των Ελλήνων αντίγραφα της
σχηματισθείσας δικογραφίας, απολύτως νόμιμα, τόσο δικονομικά, όσο και αναφορικά με
την ύπαρξη των απαιτούμενων κατά νόμο στοιχείων που θα θεμελίωνε την διαβίβαση
αυτή. Πιο συγκεκριμένα, η διαβίβαση των δικογραφιών που έγινε αρμοδίως από την
Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, έλαβε χώρα νόμιμα με το από 5-2-2018 έγγραφό
της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 ν. 3128/2003 σε συνδ. με την υπ' αριθμ.
4/2003 εγκύκλιο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και σε συνδ. με τα άρθρα 83 και 153
του Κανονισμού της Βουλής, αφού πρώτα ελέγχθηκε η διαβίβαση αυτή από την τότε
Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και χωρίς να έχει λάβει χώρα οποιαδήποτε αξιολόγηση των
διαβιβασθέντων στοιχείων από την Εισαγγελέα Διαφθοράς και τους επίκουρους
εισαγγελείς, όπως ρητά αναφέρεται στο έγγραφο διαβίβασης της Ελένης Τουλουπάκη
προς την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που έχουν σχέση με ενδεχόμενη ποινική ευθύνη
υπουργών, καθόσον, όπως αναφέρεται στη νομική σκέψη, πριν τη διαβίβαση της
δικογραφίας στην Βουλή, ουδεμία αρμοδιότητα έχει ο διαβιβάζων εισαγγελέας να
28
ερευνήσει τα στοιχεία που πρόκειται να διαβιβασθούν ούτε με άμεσο ούτε με έμμεσο
τρόπο. Από το ίδιο το υποβλητικό έγγραφο της Ελένης Τουλουπάκη προς την Εισαγγελέα
του Αρείου Πάγου, συνάγεται, περαιτέρω, ότι οι δικογραφίες των (δέκα) πολιτικών
προσώπων που διαβιβάσθηκαν στη Βουλή αφορούσαν στις πράξεις που θεωρήθηκαν ως
υπουργικά αδικήματα δηλαδή: α) της απιστίας στην υπηρεσία και β) της παθητικής
δωροδοκίας, ενώ οι πράξεις της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα
παρέμειναν εξ αρχής στην αρμοδιότητα της Εισαγγελίας Διαφθοράς, ως μη υπουργικά
αδικήματα. Τα ως άνω υπουργικά αδικήματα της απιστίας και της παθητικής δωροδοκίας,
κατά την άποψη των εισαγγελέων, με βάση την κατά το χρόνο της διαβίβασης νομολογία,
είχαν υποπέσει στην αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 86 παρ. 3 του Σ. καθόσον για
τα εγκλήματα αυτά είχαν παρέλθει οι δύο πρώτες σύνοδοι της αμέσως επόμενης
βουλευτικής περιόδου από τις τελευταίες εκλογές, δεδομένου ότι οι φερόμενοι στις
δικογραφίες αυτές χρόνοι τέλεσης ήταν από το έτος 2006 έως το έτος 2015, οπότε η
Βουλή, σύμφωνα με τα τότε νομολογιακά δεδομένα, θα διαπίστωνε και μόνο την εξάλειψη
του αξιοποίνου των εγκλημάτων αυτών και δεν θα μπορούσε να αποφασίσει τη σύσταση
προανακριτικής επιτροπής. Πλην όμως, η Βουλή εκείνης της περιόδου με το από 264-
2018 πόρισμά της έκρινε εαυτήν αναρμόδια και διαβίβασε τις δικογραφίες στην Εισαγγελία
Διαφθοράς ως αρμόδια πλέον για τη διερεύνηση των πράξεων της δωροληψίας πολιτικών
αξιωματούχων, παθητικής δωροδοκίας και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες. Μετά την αποστολή της δικογραφίας στην Βουλή οι προστατευόμενοι
μάρτυρες με την 3/8-2-2016 πράξη της Εισαγγελέως Διαφθοράς χαρακτηρίσθηκαν ως
μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος κατά το τότε ισχύον άρθρο 45Β ΚΠΔ [ήδη 47 ΚΠΔ], η
οποία πράξη εγκρίθηκε αρμοδίως από τον εποπτεύοντα το έργο των εισαγγελέων
εγκλημάτων διαφθοράς Αντεισαγγελέα ΑΠ Δημήτριο Παπαγεωργίου, τον διάδοχο αυτού
Παναγιώτη Μπρακουμάτσο και μέχρι σήμερα δεν έχει ανακληθεί ως προς τους μάρτυρες
με τις κωδικές ονομασίες «ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΕΛΕΣΗ» και «ΜΑΞΙΜΟΣ ΣΑΡΑΦΗΣ». Η
αιτίαση ότι παρανόμως χαρακτηρίσθηκαν ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος διότι
προσδοκούν ίδιο όφελος από τις καταθέσεις τους στις δικαστικές αρχές των Η,Π.Α. είναι
απορριπτέα. Τούτο διότι η ύπαρξη τυχόν ιδίου οικονομικού οφέλους, κατά το νομικό
καθεστώς των Η.Π.Α., δεν απαγορεύει τον ως άνω χαρακτηρισμό τους από την
εισαγγελία διαφθοράς στην Ελλάδα, εφόσον το όφελος αυτών - χρηματικό ποσό, που
έλαβαν ή πρόκειται να λάβουν από τις αρχές των Η.Π.Α, δεν έχει ως προϋπόθεση την
κατάθεσή τους στη Ελλάδα, δηλαδή οι καταθέσεις στις Η.Π.Α. και στην Ελλάδα δεν
συνδέονται αιτιωδώς και συνακόλουθα η κατάθεσή τους στις Η.Π.Α. δεν τους καθιστά
29
ανεπιτήδειους μάρτυρες στη Ελλάδα. Σημειώνεται, επίσης, ότι ενδεχόμενη εξέταση των
προστατευομένων μαρτύρων και παράλληλα του Κ. Φρουζή (υπό οιαδήποτε ιδιότητα),
αναφορικά με την αξιοπιστία των καταθέσεων των μαρτύρων για το ζήτημα του εάν
πολιτικά πρόσωπα έχουν ζητήσει ή λάβει χρήματα ή ανταλλάγματα ως δώρα, θα
συνιστούσε έμμεση διερεύνηση ευθύνης πολιτικών προσώπων, η οποία πριν τη
διαβίβαση της υπόθεσης στην Βουλή θα ήταν παράνομη και αντισυνταγματική, δεδομένου
ότι συνιστά στοχευμένη κατά υπουργών και ως εκ τούτου απαγορευμένη προανακριτική
ενέργεια. Συνεπώς, η προβαλλόμενη αιτίαση ότι δεν προηγήθηκε εξέταση του Κ. Φρουζή
προς διερεύνηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, πριν τη διαβίβαση της δικογραφίας στην
Βουλή, πέραν του ότι η εξέταση αυτού εναπέκειτο στην κυριαρχική κρίση των εισαγγελέων
διαφθοράς, είναι αβάσιμη γιατί η εξέταση αυτή δεν θα ήταν νόμιμη. Ενώ η χωρίς όρκο
εξέταση του Φρουζή, ο οποίος φερόταν με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας ως ο
βασικός ύποπτος τέλεσης των διερευνώμενων πράξεων, μετά τη διαβίβαση της
δικογραφίας στην Βουλή, κρίθηκε από τους εισαγγελείς διαφθοράς ως πρόωρη, πριν δηλ.
συγκεντρωθούν οι απαιτούμενες σε βάρος του ενδείξεις κατά το τότε ισχύον άρθρο 31
παλαιού ΚΠΔ και ήδη ισχύον 244 ΚΠΔ. Επίσης ο χαρακτηρισμός του προστατευόμενου
μάρτυρα με την κωδική ονομασία «ΜΑΞΙΜΟΣ ΣΑΡΑΦΗΣ» ως μάρτυρα δημοσίου
συμφέροντος, αν και η επίσης προστατευόμενη μάρτυρας με την κωδική ονομασία
«ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΕΛΕΙΗ» τον είχε καταγγείλει αρχικά ως εμπλεκόμενο στην υπόθεση
NOVARTIS, δεν αναιρεί την νομιμότητα του χαρακτηρισμού, επειδή στο συγκεκριμένο
χρονικό σημείο της έρευνας η εν λόγω κατάθεση δεν κρίθηκε αξιόπιστη ως προς το
σημείο αυτό, εφόσον οι εισαγγελείς διαφθοράς μπορούσαν να αξιολογήσουν κατά τούτο
και μόνο την κατάθεση αυτή. Διαβιβάστηκαν δε στη Βουλή μόνο τα έγγραφα δικαστικής
συνδρομής από τις ΗΠΑ, στα οποία δεν υπήρχε η ρήτρα απαγόρευσης χρήσης από τις
Ελληνικές δικαστικές αρχές, σύμφωνα με τις αρχές των Η.Π.Α. Οι εισαγγελείς εξήτασαν,
κατά την εκτίμηση τους τούς ουσιώδεις κατ' αυτούς μάρτυρες και προέβησαν στο άνοιγμα
των τραπεζικών λογαριασμών που κρίθηκε από αυτούς αναγκαίο, ενώ διαβίβασαν και όλα
τα έγγραφα που αφορούσαν τα πολιτικά πρόσωπα. Μετά την επιστροφή της δικογραφίας
από τη Βουλή στους εισαγγελείς, επειδή με το από 26-4-2018 πόρισμά της κρίθηκε ως
αναρμόδια για τις πράξεις της δωροληψίας πολιτικών αξιωματούχων και παθητικής
δωροδοκίας, αρμοδίως οι εισαγγελείς ερεύνησαν τις παραπάνω πράξεις ως προς τα
πολιτικά πρόσωπα, επανεξέτασαν τους προστατευόμενους μάρτυρες και αρχειοθέτησαν
εν τέλει τις δικογραφίες ως προς επτά (7) πολιτικά πρόσωπα. Το γεγονός αυτό ενισχύει
την κρίση του παρόντος Δικαστικού Συμβουλίου ότι κατά την έρευνά τους πριν την
30
αποστολή της δικογραφίας στη Βουλή δεν τέλεσαν κατάχρηση εξουσίας με τις
αποδιδόμενες στο κατηγορητήριο μορφές ………
Σε σχέση δε με την κατηγορία της πλημμεληματικής κατάχρησης εξουσίας παρατηρούνται
τα ακόλουθα:
Β. Αναφορικά με τον Ν. Μανιαδάκη, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας,
προκύπτει ότι όλα όσα καταθέτει περί πιέσεών του, όταν είχε την ιδιότητα του
προστατευόμενου μάρτυρα με την κωδική ονομασία «ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ», να
καταθέσει περιστατικά σε βάρος υπουργών και μάλιστα συγκεκριμένων, με απειλές
και εκβιασμούς σε βάρος του από τους εισαγγελείς, είναι αναπόδεικτα. Ο Ν.
Μανιαδάκης ανέφερε όλα τα ανωτέρω οψίμως και έχοντας την ιδιότητα του
κατηγορουμένου στην υπόθεση της Novartis για τις πράξεις της παθητικής δωροδοκίας
και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα επί της σχηματισθείσης
σε βάρος του δικογραφίας με ΑΒΜ ΕΔ 2018/54, γνωρίζοντας ότι δεν δεσμεύεται από
καθήκον αληθείας,προφανώς για να αποσείσει τις κατηγορίες σε βάρος του. Σημειώνεται,
ότι ο ίδιος στην πιο πρόσφατη από 11-5-2022 ένορκη κατάθεση του στην Ανακρίτρια του
Αρείου Πάγου, ερωτηθείς ποια η πορεία των εις βάρος του εκκρεμών υποθέσεων,
κατέθεσε ότι το έτος 2019 του είχε ασκηθεί δίωξη για συμμετοχή σε δωροδοκία πολιτικού
προσώπου, υπόθεση για την οποία έχει ήδη απολογηθεί και δεν του έχει επιβληθεί
περιοριστικός όρος. Συνεπώς, εφόσον αληθεύει η ως άνω κατάθεση, ο Μανιαδάκης
εξακολουθεί να έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου. Εξάλλου, με τη με αρ. πρωτ.
3648/30-9-2019 υπηρεσιακή αναφορά των εισαγγελέων προς τον Διευθύνοντα την
Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και τη με αρ. πρωτ. 3642/30-9-2019 όμοια αναφορά
προς τους Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου περί τον Οκτώβριο ή Νοέμβριο του 2018 ο
Ν. Μανιαδάκης κατά την διάρκεια των καταθέσεών του ως προστατευόμενος μάρτυρας
στην υπόθεση NOVARTIS εμφανίσθηκε στον 8ο όροφο του κτιρίου της ΓΑΔΑ, όπου
βρίσκεται το Τμήμα Προστασίας Μαρτύρων και όπου λαμβάνονταν οι μαρτυρικές
καταθέσεις, ενώπιον των εισαγγελέων και τους γνωστοποίησε ότι τον κάλεσε στο γραφείο
του στην Τράπεζα της Ελλάδος κάποιο μεσημέρι ο κ. Στουρνάρας για φαγητό και εκεί του
είπε ότι γνωρίζει ότι αυτός (ο Μανιαδάκης) ήταν ένας από τους προστατευόμενους
μάρτυρες και ότι όταν αλλάξει η κυβέρνηση, ο ίδιος (Στουρνάρας) μαζί με δύο ακόμη
πολιτικά πρόσωπα από τα ερευνώμενα για την υπόθεση είχαν αποφασίσει να
«τσακίσουν» τόσο τους εισαγγελείς όσο και τους μάρτυρες. Επίσης, τους είπε ότι ο κ.
Στουρνάρας του έστελνε απειλητικά μηνύματα. Εκείνοι τον προέτρεψαν να κάνει σχετική
καταγγελία, πλην όμως, στην περίπτωση αυτή θα αποκαλυπτόταν η ταυτότητά του. Η
31
υπόθεση αυτή περατώθηκε με την υπ` αρ. 1170/2020 πράξη αρχειοθέτησης της
Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιά, με την οποία η Εισαγγελέας χαρακτήρισε την
πράξη του εγκαλουμένου ως απειλή (333 παρ. 1α ΠΚ) σε βάρος των εισαγγελέων
(προσκομισθείσα εντός της δικογραφίας). Περαιτέρω, ο Μανιαδάκης είχε επιπλέον
λόγους να κινηθεί εκδικητικά, δεδομένου ότι επί της με ΑΒΜ ΕΔ 2018/54 ποινικής
δίωξης σε βάρος του (για την οποία και απαλλάχθηκε με βούλευμα του Συμβουλίου
Εφετών) προσέφυγε δύο φορές στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, επικαλούμενος
ακυρότητες της προδικασίας σε σχέση με τις δικονομικές ενέργειες επί της με ΑΒΜ
ΕΔ 2018/54 ποινικής δίωξης σε βάρος του, αλλά και σε σχέση με το αίτημά του περί
άρσης της απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα, η οποία διατάχθηκε στα πλαίσια
της ίδιας δικογραφίας. Απαντες όμως οι ισχυρισμοί του απορρίφθηκαν. Ο Ν.
Μανιαδάκης φαίνεται ότι ενήργησε ως άνω εκδικητικά και για τον λόγο ότι
απώλεσε την ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, η οποία, ως ελέχθη,
ανακλήθηκε με πράξη της τότε Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς και με τη σύμφωνη
γνώμη και έγκριση του τότε Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εποπτεύοντος το έργο των
Εισαγγελέων Διαφθοράς, Ιωάννη Αγγελή, ο οποίος και είχε πλήρη γνώση της σχετικής
δικογραφίας, καθόσον, όπως προέκυψε από έγγραφα των αρμοδίων υπηρεσιών,
ενημερώθηκε η Εισαγγελία Διαφθοράς περί της σύλληψης του εγκαλουμένου στο
αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος κατά την προσπάθειά του να μετοικήσει μόνιμα στην Μαδρίτη
και ασκήθηκε σε βάρος του η προαναφερθείσα ποινική δίωξη με ΑΒΜ ΕΔ 2018/54…».
Με βάση όλα τα παραπάνω δεν προέκυψαν κατά την ομόφωνη κρίση του
Δικαστικού Συμβουλίου σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων
Εισαγγελέων στο ακροατήριο για την πράξη της πλημμεληματικής κατάχρησης εξουσίας.
Όσον αφορά την επικουρικού χαρακτήρα αξιόποινη πράξη της παράβασης
καθήκοντος (259 ΠΚ), που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με την
κατάχρηση εξουσίας, δεν πρέπει να γίνει κατηγορία. Επίσης ειδικά για τους
επίκουρους Εισαγγελείς πρέπει να λεχθεί ότι κατά την ανάκριση, δεν προέκυψαν νέα
στοιχεία σε βάρος τους, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να ισχύει για αυτούς το οιονεί
προσωρινό δεδικασμένο, που απορρέει από τις απαλλακτικές διατάξεις από 7-7-2020 και
8-7-2020 των Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου Λάμπρου Σοφουλάκη και Ευάγγελου
Ζαχαρή».
1.8.2. Τα αδιαμφησβήτητα συμπεράσματα που προκύπτουν από το άνω
αμετάκλητο Βούλευμα σε σχέση με την κατηγορία της δήθεν ψευδούς βεβαίωσης
32
που όλως ψευδώς και αναπόδεικτα σας κατέθεσε ο ψευδομάρτυρας κ
Μανιαδάκης, είναι τα κάτωθι:
1.] Το κατηγορητήριο της τέως Ανακρίτριας κα Αλεβιζοπούλου επί του οποίου
έκρινε το πιο πάνω ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΟ Βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου του Ειδικού
Δικαστηρίου ότι αυτό δεν θεμελιώνεται σε βάρος μου και με απάλλαξε αμετάκλητα ως
προς όλες τις κατηγορίες που μου αποδόθηκαν ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΙ ΕΜΠΕΡΙΕΧΕΙ τις
ίδιες κατηγορίες που μου αποδίδετε και εσείς.
2.] Το ως άνω ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΟ Βούλευμα έκρινε ότι ούτε κατά την ανάκριση από την
κα Αλεβιζοπούλου, είχαν προκύψει νέα στοιχεία σε βάρος μου (ενν. σε σχέση με όσα
είχαν προκύψει από την προκαταρκτική εξέταση από τους Αντεισαγγελείς του Αρείου
Πάγου), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να ισχύει για εμένα το δεδικασμένο, που
απορρέει από την από 07.07.2020 απαλλακτική διάταξη του Αντεισαγγελέως του Αρείου
Πάγου, Λάμπρου Σοφουλάκη. Δηλαδή, σύμφωνα με το Βούλευμα, κλήθηκα σε απολογία
από την τότε Ανακρίτρια ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ (χωρίς δηλαδή να
έχουν προκύψει νεώτερα στοιχεία) από την αρχειοθέτηση του κ. Σοφουλάκη.
3.] Άπαντες οι προστατευόμενοι μάρτυρες (συμπεριλαμβανομένου των ενώπιον
σας καταθέσαντος κατ’ εξακολούθηση ψευδομάρτυρα, Νικολάου Μανιαδάκη) έδωσαν σε
εμάς τις καταθέσεις τους δια ζώσης με την παρουσία των ιδίων καθ` όλη τη διάρκεια των
καταθέσεων, χωρίς αυτοί να έχουν δώσει προδιατυπωμένες καταθέσεις (όπως αντίθετα
αναφέρεται σε μηνύσεις από πολιτικά πρόσωπα, μεταξύ άλλων και κατά των
εισαγγελέων, δηλ. περί διαβίβασης των καταθέσεων των προστατευομένων μαρτύρων
μέσω usb ή μέσω e-mail, αφού κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο δεν υφίσταται
περί αυτού), όπως εξάλλου τούτο επιβεβαιώνεται από την από 28-1-2021 ένορκη
κατάθεση του μάρτυρα Περικλή Μανωλίδη, Διευθυντή του Τμήματος Προστασίας
Μαρτύρων, ενώπιον της Ανακρίτριας, όπου, μεταξύ άλλων, στην ερώτηση εάν γνωρίζει
να δόθηκε κάποια από τις καταθέσεις προδιατυπωμένη και όχι δια ζώσης, ο μάρτυρας
απάντησε ότι δεν υπήρξε κάποια συνάντηση που να ήταν τόσο σύντομη ώστε να έχει
δοθεί προδιατυπωμένη κατάθεση. Σύμφωνα πάντα με το ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΟ αυτό
Βούλευμα, η διαφορετική γραμματοσειρά σε ορισμένες εκθέσεις καταθέσεων δεν
είναι αρκετή να ενισχύσει τον ισχυρισμό περί προδιατυπωμένων καταθέσεων και
περί διαβίβασης των καταθέσεων των προστατευομένων μαρτύρων μέσω usb ή
μέσω e-mail.
4.] Κατά την εξέτασή τους άπαντες οι προστατευόμενοι μάρτυρες κατέθεσαν
αυτοβούλως όσα γνώριζαν για την υπόθεση, ενώ ουδόλως πιέστηκαν ή
33
καθοδηγήθηκαν από τους εισαγγελείς να καταθέσουν στοχευμένα εις βάρος των
δέκα πολιτικών προσώπων.
5.] Αναφορικά με τον ψευδομάρτυρα, Ν. Μανιαδάκη, με βάση τα στοιχεία της
δικογραφίας, προκύπτει ότι όλα όσα καταθέτει περί πιέσεών του, όταν είχε την ιδιότητα
του προστατευόμενου μάρτυρα με την κωδική ονομασία «ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ», να
καταθέσει περιστατικά σε βάρος υπουργών και μάλιστα συγκεκριμένων, με απειλές και
εκβιασμούς σε βάρος του από τους εισαγγελείς, είναι αναπόδεικτα. Ο Ν. Μανιαδάκης
ανέφερε όλα τα ανωτέρω οψίμως και έχοντας την ιδιότητα του κατηγορουμένου στην
υπόθεση της Novartis για τις πράξεις της παθητικής δωροδοκίας και της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα επί της σχηματισθείσης σε βάρος του
δικογραφίας με ΑΒΜ ΕΔ 2018/54, γνωρίζοντας ότι δεν δεσμεύεται από καθήκον
αληθείας, προφανώς για να αποσείσει τις κατηγορίες σε βάρος του. Ο Ν. Μανιαδάκης
φαίνεται ότι ενήργησε ως άνω εκδικητικά και για τον λόγο ότι απώλεσε την ιδιότητα του
μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, η οποία, ως ελέχθη, ανακλήθηκε με πράξη της τότε
Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς.
1.8.3. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, είναι πέραν του προδήλου σαφές και με την
κλήση μου σε απολογία από Υμάς και με την απαγγελία των σχετικών κατηγοριών από
Υμάς, παραβιάσθηκε η δεσμευτική θεμελιώδης αρχής NE BIS IN IDEM, η οποία ορίζεται
στο άρθρο 4 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ, και η οποία παρήχθη, κατά τα ανωτέρω:
α) από την προαναφερθείσα Διάταξη Αρχειοθέτησης του Αντεισαγγελέως του
Αρείου Πάγου, κ. Λάμπρου Σοφουλάκη· και
β) από το υπ’ αριθμ. 25/2022 Βούλευμα του Συμβουλίου του Ειδικού Δικαστηρίου
του άρθρου 86 Σ., με τα οποία κρίθηκε (με ισχύ αμετάκλητης απόφασης κατά την
προπαρατεθείσα νομολογία του ΕΔΔΑ) ότι δεν προκύπτουν επαρκείς και σοβαρές
ενδείξεις τέλεσης των εκεί αποδιδομένων πράξεων σε βάρος μου (επαναλαμβάνω ότι οι
οποίες αποδοθείσες σε εμένα πράξεις περιελάμβαναν τα ίδια ακριβώς πραγματικά
περιστατικά που μου αποδίδονται και με το δικό σας κατηγορητήριο, όντας
μάλιστα πολύ ευρύτερες), δεν είναι νόμιμη, προσκρούει στην αρχή NE BIS IN IDEM, η
οποία παρήχθη από την ως άνω προγενέστερη και αυτοτελή Αρχειοθέτηση και με το
Βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, όπου έχει κριθεί αμετάκλητα ότι
εγώ ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΕΛΕΣΕΙ ΤΙΣ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΜΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΊΕΣ και θεμελιώνει
αναμφίβολα λόγο απόλυτης ακυρότητας της ενώπιον Σας διαδικασίας, σύμφωνα
με τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 1 εδ. β,δ και 176 ΚΠΔ, καθώς και των
34
διατάξεων των άρθρων 4 παρ 1 έβδομου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, του
άρθρου 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.
(Σημειώνεται δε ότι σε κάθε περίπτωση, τυχόν ερμηνεία περί του μπορεί να απαγγείλει
κατηγορία σε εμένα, παρά την ύπαρξη της ανωτέρω Εισαγγελικής Αρχειοθετήσεως και
του άνω Βουλεύματος, συνιστά αναμφίβολα ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου,
αντικείμενη προς την ΕΣΔΑ (για το θέμα της σύμφωνης προς την ΕΣΔΑ ερμηνεία του
εσωτερικού δικαίου βλ. ΣτΕ Ολομ. 359/2020, Ολομ. 2208/2020 ΤΝΠ nomos, καθώς και
στοιχείο 1) της παρούσας), δεδομένου ότι έτσι έχω ήδη στερηθεί το δικαίωμα της
προηγούμενης ακρόασης, όπως αυτό απορρέει από το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη αλλά και
έχει παραβιαστεί η διάταξη της παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 του 7ου Πρόσθετου
Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, όπως αναλυτικά έχει προεκτεθεί).
2 ος ΛΟΓΟΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ: Παραβίαση της αρχής της αρχής της
δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) δια της παραβίασης του τεκμηρίου της
αθωότητάς μου, κατ` αρ. 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ.
3.1. Η πρόσφατη απόφαση της πλήρους Ολομέλειας (Πολιτικής) του Αρείου Πάγου
4/2020 έκρινε ότι: «Με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ν. 53/1974 ορίζεται ότι "1. Παν πρόσωπον έχει
δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας
υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα
αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του
αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής
φύσεως......... 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι, τεκμαίρεται αθώον μέχρι
της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του", το οποίο σε ενωσιακό επίπεδο ισχύει βάσει του
άρθρου 6 παρ. 2 Σ.Ε.Ε., σύμφωνα με το οποίο "Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη
δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών". Ταυτόσημη διατύπωση
με την παρ. 2 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του
Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν.
2462/1997, κατά το οποίο "κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα
τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο", αλλά
και του άρθρου 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., που ορίζει ότι "Κάθε
κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα
με το νόμο". Το τεκμήριο αθωότητας ορίζεται πλέον στο άρθρο 71 Κ.Π.Δ., σύμφωνα με το
35
οποίο "οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή
τους σύμφωνα με το νόμο" και είναι συνέπεια της ενσωματώσεως της Οδηγίας 2016/343
του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9.3.2016 "για την ενίσχυση
ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παραστάσεως του
κατηγορουμένου στην δίκη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας" με το νόμο 4596/2019.
Και τούτο ανεξαρτήτως της πλημμέλειας της εν λόγω ενσωματώσεως, συνισταμένης στο
ότι, καίτοι: α) στη σκέψη 16 του Προοιμίου της ως άνω Οδηγίας ορίζεται ότι "Το τεκμήριο
αθωότητας παραβιάζεται σε περίπτωση που δημόσιες δηλώσεις δημόσιων αρχών ή
δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, αναφέρονται στον
κατηγορούμενο ως να είναι ένοχος..." και β) στο άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας αυτής
προβλέπεται ότι "Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να
διασφαλίσουν ότι, όσο δεν έχει αποδειχτεί η ενοχή υπόπτου ή κατηγορουμένου σύμφωνα
με το νόμο, στις δημόσιες δηλώσεις δημοσίων αρχών, καθώς και στις δικαστικές
αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, το εν λόγω πρόσωπο δεν
αναφέρεται ως ένοχο", στη ρύθμιση του άρθρου 7 του ως άνω νόμου [τίτλος άρθρου:
Δημόσιες αναφορές στην ενοχή προσώπου (άρθρα 4 και 10 παρ. 1 της Οδηγίας
2016/343/ΕΕ)] που ορίζει το δικαίωμα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου να ασκήσει
αγωγή αποζημιώσεως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, προς
αποκατάσταση της βλάβης, την οποία υπέστη εξ αιτίας της προσβολής του τεκμηρίου
αθωότητας από δηλώσεις δημοσίων αρχών που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο
της διαδικασίας, πριν από την έκδοση της αποφάσεως σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι
οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε
παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του, είτε προβαίνουν σε εκτίμηση
πραγματικών περιστατικών, με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση επί της
υποθέσεως, περιλαμβάνονται ρυθμίσεις μόνον για την περίπτωση παραβιάσεως του
τεκμηρίου αθωότητας από τις δηλώσεις δημόσιων αρχών, ενώ έχει εκλείψει η αναφορά
της οδηγίας και στις δικαστικές αποφάσεις. Έτσι, πριν από το νόμο 4596/2019 η
κατοχύρωση του τεκμηρίου αθωότητας στα προαναφερθέντα συμβατικά κείμενα (6 παρ.
2 Ε.Σ.Δ.Α., 14 παρ. 2 Δ.Σ.Α.Π.Δ. και 48 παρ. 1 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε.) επέκτεινε τη ρυθμιστική
εμβέλεια του τεκμηρίου εντός της ημεδαπής έννομης τάξεως δυνάμει του άρθρου 28 παρ.
1 του Συντάγματος, ενώ πλέον η προστασία αυτού (τεκμηρίου), ως περιεχομένου της
ανωτέρω οδηγίας, αποτελεί κανόνα δικαίου της Ενώσεως. Με τις ως άνω αυξημένης
τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του
κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί, κατ' αρχήν, τη δικονομική έκφανση του σεβασμού
36
της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1
Συντ. και 14 Π.Κ.). Συνιστά ταυτόχρονα έκφραση της συνταγματικής αρχής του κράτους
δικαίου, με την έννοια ότι καθιερώνει υποχρέωση της Πολιτείας και αντίστοιχο δικαίωμα
του κάθε εμπλεκομένου στην ποινική διαδικασία προσώπου να αξιώνει την ποιότητα της
μεταχειρίσεως που θα επιφυλασσόταν σε έναν αθώο, μέχρις ότου να κηρυχθεί η ενοχή
του. Η προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. προκρίνει
την κατοχύρωση της γενικής αρχής της δίκαιης δίκης, η οποία αξιώνει να τύχει
εφαρμογής τόσο στην ποινική, όσο και στην αστική δίκη. Η τυποποίηση του τεκμηρίου
αθωότητας ακολουθεί αμέσως μετά στην παράγραφο 2 αυτού, ενώ έπονται οι λοιπές
διαδικαστικές εγγυήσεις υπέρ του κατηγορουμένου. Η τοιαύτη νομική θεμελίωση του
τεκμηρίου συνεπιφέρει τη δικαιοδοσία του Ε.Δ.Δ.Α. επί της αυθεντικής ερμηνείας του
άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. με σειρά δε αποφάσεών του (το Ε.Δ.Δ.Α.) παγιώνει τη
νομολογία του προς την κατεύθυνση μιας διασταλτικής ερμηνείας της προαναφερθείσας
διατάξεως και, συνεπώς, μιας διευρυμένης λειτουργίας του τεκμηρίου αθωότητας. Έτσι,
το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν αποτελεί μόνον ένα θεμελιώδες δικαίωμα του
κατηγορουμένου να τεκμαίρεται αθώος μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, αλλά
είναι ταυτόχρονα μία ανεξάρτητη υποχρέωση της πολιτείας, αφού διαθέτει αυτόνομη
εγγυητική λειτουργία, με την έννοια ότι, σε περίπτωση προσβολής του, αναιρείται ο
δίκαιος χαρακτήρας της δίκης, ακόμη και αν έχουν γίνει σεβαστές όλες οι
υπόλοιπες, προβλεπόμενες από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α.,
αρχές και εγγυήσεις, δηλαδή η δημοσιότητα της δίκης, η εκδίκαση της υποθέσεως
σε εύλογο χρόνο, η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, δεν
περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του
κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και
ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα
είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή
πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική
αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα
που εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την
προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου. Το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή, πέραν της
παραδοσιακής διαδικαστικής - δικονομικής εγγυήσεως που παρέχει, κατοχυρώνει
παράλληλα το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου,
επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και εκτός του στενού πλαισίου
της ποινικής δίκης, θεωρώντας ότι η μη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης ή πολύ
37
περισσότερο η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της
προσωπικότητάς του, που τον συνοδεύει εσαεί και πρέπει να γίνεται σεβαστό από τις
κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης, δηλαδή και σε κάθε άλλο
δικαστήριο, είτε ποινικό, είτε πολιτικό. Η εφαρμογή, επομένως, του τεκμηρίου αθωότητας
συνεχίζεται και μετά το πέρας της ποινικής δίκης και την έκδοση της αθωωτικής ποινικής
αποφάσεως, εκτεινόμενη και εκτός των ποινικών διαδικασιών, ώστε να διασφαλιστεί για
πάντα στο μέλλον το δικαίωμα του αθωωθέντος να εμφανίζεται στην έννομη τάξη, αλλά
και στην κοινωνία ότι δεν είναι ένοχος του συγκεκριμένου αδικήματος που του
αποδόθηκε και ότι η αθωότητά του θα είναι σεβαστή. Τέτοια δε αθωωτική ποινική
απόφαση είναι κάθε απόφαση που εκδίδεται επί ποινικής υποθέσεως και δεν επιβάλλει
στον κατηγορούμενο ποινή, όπως εκείνη που διαπιστώνει πανηγυρικά τη μη τέλεση
του εγκλήματος, π.χ. λόγω ελλείψεως στοιχείων της αντικειμενικής ή
υποκειμενικής υποστάσεως ή απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο "λόγω
αμφιβολιών" ή απόφαση που αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή που παύει την ποινική
δίωξη με οποιοδήποτε τρόπο και εξ αιτίας θανάτου ή ανακαλεί την εις βάρος του έγκληση
ή ακόμα και αντίστοιχου περιεχομένου βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, δηλαδή
κάθε περίπτωση "μη διαπιστωμένης ενοχής ….».
3.2. Με βάση την ως άνω απόφαση, είναι προφανές ότι η εκ μέρους σας απαγγελία
σε εμένα κατηγοριών, αλλά και προηγουμένως η επέκταση της ποινικής δίωξης σε βάρος
μου, παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητάς μου και την αρχή της δίκαιης δίκης (αρ. 6
παρ. 1 και 2 της ΕΣΔΑ).
4 ος ΛΟΓΟΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ: Εξέταση του Ν. Μανιαδάκη ως
μάρτυρα, ενώ θα έπρεπε να του έχει απαγγελθεί κατηγορία – ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ
ΑΒΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΤΟΥ.
4.1. Από όλα όσα έχω προεκθέσει και ιδίως από το περιεχόμενο των δικογραφιών
που χειρίσθηκαν οι Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου και το Συμβούλιο του Ειδικού
Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας προκύπτει ότι όλα
όσα έχει καταθέσει και ισχυρισθεί ο Ν. Μανιαδάκης, πέραν όλων των ανωτέρω, είναι και
απολύτως ψευδή. Κρίνω περιττό να επαναλάβω την αναλήθεια των καταθέσεών του,
μετά από όσα έχω προεκθέσει. Σημειώνω, απλά, ότι το ψευδές της ενώπιον του 12 ου
Ανακριτή Αθηνών από 16.03.2022 κατάθεσης του Μανιαδάκη (η δήθεν δικαιολογούσα
νεώτερα στοιχεία) διαψεύδεται ήδη από την επίσης ενώπιον του από 16.03.2022 ένορκη
κατάθεση του Περικλή Μανωλίδη, την οποία πολλάκις έχω επικαλεστεί στην ανακριτική
38
διαδικασία στον Άρειο Πάγο και τη βασιμότητα της οποίας έχει αποδεχθεί και το
ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΟ με ΙΣΧΥ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ κατά την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ,
Βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου υπ` αρ. 25/2002, ως
προεξέθεσα. Εάν πράγματι ήταν αληθής η κατάθεση του Ν. Μανιαδάκη, για ποιον λόγο
μέχρι σήμερα δεν έχει προσκομίσει το περιβόητο USB ή τα δήθεν αρχεία που περιέχουν
τις καταθέσεις του. Και περαιτέρω: Για ποιον λόγο κανείς μέχρι σήμερα (ούτε ο κ.
Ζαχαρής, ούτε ο 12 ος Τακτικός Ανακριτής Αθηνών, ούτε η κα Αλεβιζοπούλου, ούτε η
Επιτροπή της Βουλής ούτε εσείς) δεν τον ρωτήσατε γιατί δεν τα έχει προσκομίσει,
αντιθέτως δε καλούμαι εγώ σε απολογία με βάση μια απολύτως αόριστη και ψευδή
κατάθεση και τίποτε άλλο;
4.2. ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ωστόσο είναι ότι από το ίδιο το περιεχόμενο της
κατάθεσης του Ν. Μανιαδάκη στον 12 ο Ανακριτή Αθηνών, σαφώς προκύπτει ότι αυτός
κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι εμείς του ζητούσαμε να μας φέρνει έτοιμες καταθέσεις, με
βάση περιεχόμενο που του ζητούσαμε να κατασκευάσει σε αρχείο στο σπίτι του, ότι μας
έφερνε έτοιμο το περιεχόμενο των καταθέσεών του σε usb, το οποίο (ο κ. Ντζούρας)
έβαζε στον υπολογιστή του και ακολούθως το αντιγράφαμε σε κατάθεση και ότι
περεταίρω εμείς βεβαιώναμε ψευδώς ότι δήθεν αυτές λήφθηκαν νόμιμα και δια ζώσης
ενώπιον μας. ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, ΕΑΝ για τον κύριο 12 ο Ανακριτή Αθηνών, για τον κ.
Ζαχαρή, για τους δικαστικούς λειτουργούς που χειρίσθηκαν την υπόθεση αυτή και για
εσάς που την χειρίζεσθε ήδη, το περιεχόμενο αυτής της κατάθεσης είναι αληθές και
βάσιμο, αυτό σημαίνει ότι ο κ. Μανιαδάκης τυγχάνει συμμέτοχος στην δική μας πράξη
(της ψευδούς βεβαίωσης) η οποία μου αποδίδεται, και πιο συγκεκριμένα συνεργός σε
αυτήν, κατά τη διάταξη του άρθρου 47 ΠΚ, δεδομένου ότι πριν και κατά την τέλεση από
εμάς της ψευδούς βεβαίωσης, εκείνος συμφώνησε και αποδέχθηκε να μας συνδράμει
σπουδαίως στην τέλεση αυτής, παραδίδοντάς μας τις προδιατυπωμένες καταθέσεις σε
usb, τις οποίες εμείς, κατά το κατηγορητήριο σας, βεβαιώσαμε ψευδώς, επίσης με τη
συμμετοχή του αφού τις υπέγραψε και ο ίδιος, ότι δήθεν λήφθηκαν δια ζώσης ενώπιον
μας. ΣΥΝΕΠΩΣ, με βάση τα ανωτέρω, μη νόμιμα λήφθηκε ένορκη κατάθεση του Ν.
Μανιαδάκη. ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ δε, ΣΗΜΕΙΩΝΩ ότι οι ως άνω υπηρεσιακές ενέργειες όσων
χειρίσθηκαν την παρούσα δικογραφία και η παράλειψη άσκηση ποινικής δίωξης σε
βάρος του Ν. Μανιαδάκη για όσα φέρεται κατά την κατάθεσή του να έπραξε ως
συμμέτοχος στις δικές μου πράξεις, αντ` αυτής δε η λήψη ενόρκου κατάθεσης αυτού, με
εξέθεσαν άδικα και παρά το νόμο σε δίωξη, με βάση μια κατάθεση αυταπόδεικτα
39
ψευδή στο σύνολό της, η οποία, αντιθέτως, θα έπρεπε να οδηγήσει (και) στην
ποινική δίωξη σε βάρος του μάρτυρα, πράγμα που μέχρι σήμερα ουδόλως έχει
γίνει.
4.3. Τέλος, όπως προκύπτει από τα αντίγραφα της δικογραφίας σας, τα οποία
έλαβα, ο Ν. Μανιαδάκης την 16.03.2022 απέστειλε μέσω COSMOTE CLOUD προς τον
12 ο Ανακριτή Αθηνών, μεταξύ άλλων, αντίγραφο της από 25-1-2018 κατάθεσης του
ενώπιον της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς. Για την αποστολή αυτής στον
Ανακριτή, είχε επιφυλαχθεί και στην κατάθεση που έδωσε ενώπιον του. ΔΙΕΡΩΤΩΜΑΙ, με
ποια ιδιότητα ο μάρτυρας κατέχει και διακινεί αντίγραφο δικαστικού εγγράφου (της
ένορκης κατάθεσης που έχει δώσει ο ίδιος) και πως αυτό γίνεται αποδεκτό;
ΙΙΙ. Επειδή η διεξαχθείσα ενώπιόν Σας διαδικασία είναι απολύτως άκυρη, ως
πρέπει να κριθεί αρμοδίως από Υμάς ή από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών
Αθηνών, το οποίο τυχόν θα επιληφθεί των παρόντων λόγων ακυρότητας κατά τις
προβλέψεις του νόμου, οπότε και μετά την κρίση επί των παρόντων λόγων
ακυρότητας θα απολογηθώ, αν βέβαια υφίσταται χρεία.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και με ρητή επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος μου
ΑΙΤΟΥΜΑΙ
1 ον ] Να αναγνωρίσετε την επέλευση απόλυτης ακυρότητας και κηρύξετε άκυρη την
ενώπιον σας ποινική διαδικασία και δη: α) την κλήση μου σε απολογία και β) την
απαγγελία των σε βάρος μου κατηγοριών, (παράβαση αρ. 43 παρ. 6 ΚΠΔ) σύμφωνα με
τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 1δ, 176 παρ. 2 και 178 παρ. 2,3 ΚΠΔ.
2 ον ] Να αναγνωρίσετε την επέλευση απόλυτης ακυρότητας και κηρύξετε άκυρη την
ενώπιον σας ποινική διαδικασία, λόγω παραβίασης του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου
Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (αρχή NE BIS IN IDEM), καθώς και λόγω
παραβίασης της αρχής της αρχής της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) δια της
παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητάς μου κατ` αρ. 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, όπως
αναλυτικά εκθέτω στις σχετικές θέσεις.
40
3 ον ] Να ζητήσετε το σύνολο της δικογραφίας που εκκρεμούσε ενώπιον του Αρείου
Πάγου (ΑΒΜ ΔΚ 20/37) και από την οποία σχηματίσθηκε η δική σας, δεδομένου ότι έτσι
θα διαπιστωθεί ότι στη δική σας δικογραφία δεν υπάρχουν νέα, μεταγενέστερα άγνωστα
ή διαφορετικά στοιχεία από εκείνα που είχε η κα Αλεβιζοπούλου (όπως, εξάλλου,
σύμφωνα με το υπ` αρ. 25/2022 Βούλευμα του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου ούτε η
τότε Ανακρίτρια είχε περισσότερα και νεώτερα στοιχεία από εκείνα που είχε ο κ.
Σοφουλάκης, ο οποίος αρχειοθέτησε τις σε βάρος μου κατηγορίες) και συνεπώς ουδόλως
δικαιολογείται η επανάκριση των ίδιων πραγματικών περιστατικών σε βάρος μου.
Επίσης, θα διαπιστωθεί η μη νομιμότητα της διαδικασίας ανάσυρσης της υπόθεσης, κατά
παράβαση του αρ. 43 παρ. 6 ΚΠΔ.
4 ον ] Να ανακαλέσετε την κλήση μου σε απολογία και την απαγγελία κατηγοριών και
εκδώσετε τυπική κλήση ως προς εμένα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠΔ.
5 ον ] Σε περίπτωση μη αποδοχής των αιτημάτων μου, να εισάγετε διαφωνία προς το
αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο.
6 ον ] Να διαβιβάσετε αντίγραφο του παρόντος αρμοδίως προς διερεύνηση τυχόν
τέλεσης αξιόποινων και πειθαρχικών παραπτωμάτων, με βάση όλα όσα εξέθεσα,
σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 39 και 250 παρ. 2 ΚΠΔ και του άρθρου 117 παρ. 8
του Ν. 4938/2022.
7 ον ] Να λάβω επίσημο αντίγραφο του παρόντος με την πράξη κατάθεσης αυτού.
Μετά τιμής
Πειραιάς, 06.12.2022
Η Υποβάλλουσα το Παρόν
Ελένη Χ. Τουλουπάκη
…………………………………………