Γιά τις
12 Νοεμβρίου διακόπηκε εκ νέου, πριν από
λίγο, στο Πενταμελές Εφετείο της Αθήνας
η δίκη του πρώην εισαγγελέα Γιάννη
Διώτη, ο οποίος έχει καταδικαστεί
πρωτόδικα, για τους χειρισμούς του ως
γενικός γραμματέας του ΣΔΟΕ, σχετικά
με το περίφημο στικάκι, με τους
μεγαλοκαταθέτες στην τράπεζα HSBC της
Ελβετίας, το οποίο έγινε γνωστό ως «λίστα
Λαγκάρντ».
Η δίκη του πρώην
εισαγγελέα, δεν έχει ξεκινήσει ακόμη,
λόγω φόρτου υποθέσεων του δικαστηρίου,
αιτία, γιά την οποία είχε διακοπεί και
στις 25 Σεπτεμβρίου, για σήμερα.
Ο κ. Διώτης κατηγορείται
για απιστία στην υπηρεσία σε βαθμό
κακουργήματος, καθώς φέρεται ότι, ως
επικεφαλης του διωκτικού μηχανισμού
φοροδιαφυγής, δεν αξιοποίησε τη λίστα,
προκειμένου να αντλήσει στοιχεία και
να προχωρήσει σε φορολογικούς ελέγχους.
Η καταδίκη του πρώην
εισαγγελέα είχε χαρακτηριστεί από
δικαστικούς και νομικούς “άδικη”, ενώ
και η μετέπειτα πορεία των ερευνών, για
τη λίστα Λαγκάρντ δικαίωσε την άποψη
του ότι, τα στοιχεία δύσκολα θα εισέφεραν
επιπλέον πράγματα και πολύ περισσότερο
χρήματα στο δημόσιο ταμείο.
Ο πρώην εισαγγελέας
παρά την απαλλακτική πρόταση της
εισαγγελέα στο πρωτόδικο δικαστήριο,
που έκρινε ότι, δεν μπορούσε να αξιοποίησει
παρανόμως κτηθέν αποδεικτικό υλικό,
καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό σε δεκαετή
κάθειρξη.
Τον είχε καταδικάσει
δύο χρόνια πριν, τον Οκτώβριο 2017, το
Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων της
Αθήνας επειδή, έκρινε ότι, δεν αξιοποίησε
τα στοιχεία που περιελάμβανε η λίστα
των Ελλήνων καταθετών στην τράπεζα HSBC
της Γενεύης, αναγνωρίζοντας πως οι
ενέργειές του έγιναν για να ωφεληθούν,
δηλαδή για να μην ελεγχθούν, τα 2.059
πρόσωπα της λίστας.
Σημειώνεται πως η
εισαγγελέας Έδρας του Τριμελούς Εφετείου
Κακουργημάτων, ζήτησε την απαλλαγή του
πρώην επικεφαλής του ΣΔΟΕ, υποστηρίζοντας
πως η παράδοση του αρχείου με τα στοιχεία
της λίστας Λαγκάρντ στον τότε υπουργό
Οικονομικών Ευάγγελο Βενιζέλο, αναιρεί
οποιονδήποτε δόλο για τον κατηγορούμενο.
Η εισαγγελική λειτουργός, στην αγόρευση
της υποστήριξε, πως ο χειρισμός του
πρώην συναδέλφου της κ. Διώτη στην
υπόθεση της λίστας καταθετών στην
ελβετική HSBC, δεν προκάλεσε καμία ζημιά
στο Δημόσιο και έτσι δεν στοιχειοθετείται
η κατηγορία της απιστίας που του έχει
αποδοθεί.
Μετά την καταδικαστική
απόφαση του δικαστηρίου, ο κ. Διώτης
είχε απαντήσει, με μια σκληρή ανακοίνωση
μιλώντας για «μαύρη μέρα της Δικαιοσύνης».
«Σήμερα είναι μία
μαύρη μέρα. Όχι για εμένα, γιατί είμαι
αθώος και οπωσδήποτε αυτό θα αποδειχθεί
και θα δικαιωθώ. Για τη Δικαιοσύνη είναι
μαύρη η μέρα.
Αισθάνομαι ντροπή
και οργή για την εκδοθείσα απόφαση, που
μόνο προϊόν της αποδεικτικής διαδικασίας
δεν είναι. Δεν υπήρξε ούτε μία μαρτυρία,
ούτε ένα έγγραφο που να πιθανολογούσε
έστω την ύπαρξη ενδείξεων ενοχής. Και
όμως αυτό το δικαστήριο διαπίστωσε τη
βεβαιότητα τέλεσης του αδικήματος της
απιστίας, παρά την εισαγγελική αθωωτική
πρόταση, παρά την αποδεικτική διαδικασία,
κλείνοντας τα μάτια και τα αυτιά στην
αλήθεια και τη νόμιμη διαδικασία.
Η συγκεκριμένη
απόφαση αποτελεί απροκάλυπτη καταπάτηση
κάθε έννοιας νομιμότητας και κράτους
δικαίου.
Δεν μετανιώνω που
ανάλωσα τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου
και έδωσα την ψυχή μου, για την απονομή
της Δικαιοσύνης.
Ας τα βρουν με τη
συνείδησή τους, αυτοί που εξέδωσαν την
απόφαση αυτή.»