Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2022

Δίκη Μάτι: "Όταν έφτασα στο αμάξι βρήκα ένα κουφάρι, έναν απανθρακωμένο βράχο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν η γυναίκα μου αυτή"!


“Η φωτιά μας έκαψε στις 18.40 δηλαδή 2,5 ώρες μετά την έναρξη της. Αυτός ο χρόνος δεν ήταν αρκετός για να σωθεί η οικογένεια μου; Δεν βρέθηκε η φωτιά από την εστία της ξαφνικά στο Μάτι”!

Είναι λόγια ενός ακόμη, από τους επιζώντες στη φωτιά στο Μάτι, που έναν ακόμη μάρτυρα, συγκλόνισαν με όσα είπαν στις καταθέσεις τους, καθώς μίλησαν για ανεπάρκεια των υπηρεσιών.

Με δάκρυα στα μάτια ο μάρτυρας Παναγιώτης Ντάγκαλος περιέγραψε στο δικαστήριο πως έχασε τη σύζυγο του στη φωτιά, την ώρα που ο ίδιος και ο 3,5 ετών γιος του προσπαθούσαν να βρουν διέξοδο προς την παραλία για να σωθούν.

Είπε:

"Μου λέει η γυναίκα μου μυρίζω καπνό. Σκέφτηκα ότι θα είναι μακριά η φωτιά αλλά είπα να ετοιμαστούμε να φύγουμε. Δεν είχαμε ακούσει κάτι που να θυμίζει πυρκαγιά. Καμπάνα, σειρήνα, κάτι στην τηλεόραση. Αρχίσαμε να φορτώνουμε πράγματα στο αυτοκίνητο. Τότε η Πόπη μου μου λέει «φωτιά είναι πάρε και μια πετσέτα μαζί, μπορεί κάπου να χρειαστεί".

Oπως είπε κατευθύνθηκε σε φιλικό σπίτι, για να δώσει τα κλειδιά του εξοχικού, που έμενε με την οικογένεια του, όταν η φωτιά τους έφτασε.

Eίπε:

"Βλέπω στην Ποσειδώνος κολλημένα αμάξια. Κάνουμε ένα νόημα στους οδηγούς πιο πίσω ότι έχει μπλοκάρει. Δεν είχα αντιληφθεί ότι η φωτιά ήταν 300 μέτρα πιο πάνω. Στο μεταξύ ο δυνατός άνεμος έφερνε καύτρες προς το μέρος μας. Ένιωθα ένα κάψιμο από την δεξιά μου πλευρά. Η φωτιά είχα φτάσει σε εμάς. Είχε αρπάξει όλο τον κήπο του σπιτιού που είχαμε μείνει. Ήταν τεράστια, 10 μέτρα ύψος. Η δεξιά πλευρά του προσώπου μου είχε βράσει από το θερμικό φορτίο. Τα αυτιά μου, τα χείλη μου είχα φουσκώσει μόνο από τη θερμική ακτινοβολία. Το παιδί και η γυναίκα μου ήταν στα αριστερά μου. Ήμουν φράγμα μπροστά τους. Μου φωνάζει η γυναίκα μου «το παιδί!» Και το τυλίγω με την πετσέτα. Ανοίγω την πόρτα του οδηγού. Το διπλανό αυτοκίνητο είχε άνθρωπο μέσα. Έτρεχα με όλη μου τη δύναμη προς τη θάλασσα".

Ο μάρτυρας περιέγραψε ότι, δεν μπορούσε να φτάσει στη θάλασσα, καθώς έκλεινε ο δρόμος από τη φωτιά:

Eίπε:

"Βρήκα το δρόμο προς τη θάλασσα με τις φωτιές να πέφτουν πάνω μας. Τα εγκαύματα μου ήταν στα χέρια και τα πόδια. Έτρεξα προς τη θάλασσα. Φτάνω και με την πετσέτα που είχα τυλίξει το παιδί μου, που κάηκε σε πολλά σημεία, μπήκαμε στη θάλασσα και σκεπάστηκαμε με αυτή. Άλλοι που δεν είχαν πετσέτα καιγόντουσαν μέσα στη θάλασσα. Όταν τα πράγματα έγιναν καλύτερα άρχισα να ρωτάω για τη γυναίκα μου αν την είχαν δει. Είχε βραδιάσει και αποφασίσω να την ψάξω. Αφήνω το παιδί μου με τη μητέρα ενός συναδέλφου μου. Βρέθηκα στην λεωφόρο Ποσειδωνος. Πήγα προς το αυτοκίνητο μας. Όταν έφτασα στο αμάξι βρήκα ένα κουφάρι, έναν απανθρακωμένο βράχο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν η γυναίκα μου αυτή. Λέω κάποιος θα παράτησε και θα έπεσε κάτω. Δεν πίστευα ότι είναι το αυτοκίνητο μας".

Κλείνοντας την κατάθεση του, τον έπνιξαν οι λυγμοί, λέγοντας:

"Η φωτιά μας έκαψε στις 18.40 δηλαδή 2,5 ώρες μετά την έναρξη της. Αυτός ο χρόνος δεν ήταν αρκετός για να σωθεί η οικογένεια μου; Δεν βρεθηκε η φωτιά από την εστία της ξαφνικά στο Ματι. Αν εμείς καήκαμε 180 μέτρα από τη θάλασσα, αλλά πνίγηκαν μέσα στη θάλασσα! Το 2022; Που ζούμε; Ψάχνω δικαιολογία και δε μπορώ να βρω!".

Την τραγωδία, που έζησε και του στέρησε τη γυναίκα και το παιδί του περιέγραψε ένας Πολωνός, που βρισκόταν σε ξενοδοχείο της περιοχής για διακοπές.

Είπε:

"Ειδαμε ένα ελικόπτερο. Ρωτούσαμε αν όλα είναι καλά. Οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου μας καθησύχασαν ότι δεν είναι μεγάλη η φωτιά. Ανεβηκαμε στον πρώτο όροφο. Από μακρυά είδα φωτιά και μαύρους καπνούς κοντά στο ξενοδοχείο και διαμαρτυρήθηκα στη ρεσεψιόν. Τότε οι υπάλληλοι μας είπαν να φύγουμε. Είπα στη σύζυγο μου να πάρει το παιδί και να πάει στην πισίνα, εγώ πήγα στο δωμάτιο να πάρω διαβατήρια. Κατέβηκα και μου είπαν ότι τους έδιωξαν όλους προς Ραφήνα. Άρχισα να τρεχω και να ψάχνω τη γυναικα μου και το παιδί. Τους είδα σε μια βάρκα. Τους είπα πηγαίνετε εσείς και εγώ θα τα καταφέρω. Ήμουν σίγουρος πως θα σωθεί» είπε ο μαρτυρας, ενώ λίγο αργότερα κλήθηκε να αναγνωρίσει μέσα από μαύρους σάκους τα πτώματα της γυναίκας και του παιδιου του. Η βάρκα είχε αναποδογυρίσει και πνίγηκαν. Με φωνάξανε και με ρώτησαν αν φορούσε κάτι στο λαιμό του το παιδί. Κατάλαβα ότι τους είχαν βρει. Σε ένα μικρό κτίριο υπήρχαν 4 μαυροι σάκοι. Στον πρώτο ήταν ο γιος μου και στο τέταρτο η σύζυγος μου. Αυτή η τραγωδια δεν θα είχε συμβεί αν λειτουργουσαν οι υπηρεσίες".


H δίκη συνεχίζεται.