Του Ιωάννη Θ. Ηρειώτη, Δικηγόρου
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον ενδεχόμενο δόλο και την ενσυνείδητη αμέλεια αποτελεί ένα διαχρονικό και συνάμα επίκαιρο ζήτημα στον χώρο της ποινικής δογματικής. Ο Welzel, κορυφαίος εκπρόσωπος της γερμανικής νομικής επιστήμης, είχε αποφανθεί ότι πρόκειται για «ένα από τα πιο αμφισβητούμενα ερωτήματα του ποινικού δικαίου» 1 . Στον ελληνικό χώρο ο Νικόλαος Χωραφάς 2
υπήρξε από τους πρώτους νομικούς που διέκρινε ότι μεταξύ του ενδεχόμενου δόλου και της ενσυνείδητης αμέλειας υπάρχουν «ωρισμένα κοινά ψυχικά γνωρίσματα» που
αφορούν στην πρόβλεψη του ενδεχόμενου αποτελέσματος και την παρά ταύτα,
τέλεση της πράξης ή της παράλειψης, αλλά και μια «θεμελιώδης και απότομος μεταξύ
των ψυχολογική διαφορά» ως προς το βουλητικό στοιχείο της αποδοχής.
Η ως άνω διάκριση δεν στερείται βέβαια πρακτικής σημασίας. Η συνδρομή του
στοιχείου του δόλου ή της αμέλειας επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ποινική ευθύνη
του φερόμενου ως δράστη του εγκλήματος, καθώς στο πεδίο του αξιοποίνου,
θεσπίζεται το ατιμώρητο για ορισμένες συμπεριφορές που δεν ενέχουν το στοιχείο
του δόλου, ενώ συγχρόνως, η ενδιάθετη κατάσταση του δράστη συνκαθορίζει την
ποινική απαξία της πράξης του, με αποτέλεσμα ο χαρακτηρισμός αυτής (ενν. της
πράξης) ως κακούργημα (μόνο εκ δόλου) ή πλημμέλημα (και εξ αμελείας) να
διαφοροποιεί την ποινική του μεταχείριση σε όλο το φάσμα της ποινικής διαδικασίας.
Η νομολογία για πολλά χρόνια δεν είχε ασχοληθεί με την ως άνω
προβληματική, μέχρις ότου εκλήθη να εισφέρει την άποψή της επί σοβαρών
υποθέσεων της επικαιρότητας, όπως ήταν οι σεισμοί των Αθηνών (1999), πολύνεκρα
ναυάγια πλοίων ή εξαιρετικά επικίνδυνες παραβάσεις του ΚΟΚ με πρόκληση
τροχαίων δυστυχημάτων κ.ά 3 . Η αρεοπαγητική νομολογία των τελευταίων ετών
1 Βλ. Αριστοτέλη Ι. Χαραλαμπάκη, Ποινικό Δίκαιο - Γενικό Μέρος, Τόμος Ι, ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ, 2021,
Αθήνα, ΠΝ ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, σελ. 343. 2 Νικόλαος, Αντ. Χωραφάς, Περί της Έννοιας του Δόλου εν τω Ποινικώ Δικαίω, Τεύχος Α΄, Ιστορική και Δογματική Έρευνα, εκδ. ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 1992, σελ. 225 επ.
3 Βλ. αναλυτικά σε Αριστοτέλη Ι. Χαραλαμπάκη, ό.π. σελ. 344, ορ. σχετικά και Π. Τσιρίδη, Ο … ιός τουενδεχόμενου δόλου, ΠοινΔικ 7/2002, 782 επ. και του ιδίου, Ο ενδεχόμενος δόλος – Θεωρία καιπρακτική, ΠοινΧρ 2002, 961 επ.
διαπνέεται, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Βαθιώτης 4 , από «μια καθόλου επιβοηθητικήποικιλοχρωμία», καθώς η δυσχερής ερμηνευτική προσέγγιση της διάκρισης του ενδεχόμενου δόλου από την ενσυνείδητη αμέλεια, σε συνδυασμό με τηνδυσαπόδεικτη ενδιάθετη κατάσταση του δράστη, συνέβαλαν στην χρήση ενδεικτών-αντενδεικτών ενδεχόμενου δόλου 5 .
Με την παρούσα μελέτη, επιχειρείται αφενός μεν μια ευσύνοπτη παράθεση τωνεπιμέρους τάσεων που επικρατούν στη θεωρία και τη νομολογία επί του ζητήματοςτης διάκρισης και οριοθέτησης των εννοιών του ενδεχόμενου δόλου και τηςενσυνείδητης αμέλειας, αφετέρου δε η παρουσίαση πρόσφατων νομολογιακώνπαραδειγμάτων, στα οποία αποτυπώνονται και αξιολογούνται οι κρίσιμοι ενδείκτες –αντενδείκτες ενδεχόμενου δόλου επί του αδικήματος της ανθρωποκτονίας.
II. Οι έννοιες του ενδεχόμενου δόλου και της ενσυνείδητης αμέλειας
O Χ. Μυλωνόπουλος 6 , επιχειρώντας μια σαφή διάκριση του ενδεχόμενου δόλουαπό την ενσυνείδητη αμέλεια, με βάση ταξινομικές έννοιες που δεν γνωρίζουνδιαβαθμίσεις, διαπιστώνει ότι με ενδεχόμενο δόλο πράττει όποιος προβλέπει τοαποτέλεσμα ως δυνατό και παρά ταύτα προτιμά να εμμείνει στην τέλεση της επικίνδυνης για το έννομο αγαθό πράξης παρά να αποστεί από αυτήν, με αποτέλεσμανα δίνεται η εντύπωση ότι ο δράστης, είτε επιδοκιμάζει το εγκληματικό αποτέλεσμα,είτε απλώς αποφάσισε να το ανεχθεί (= συμβιβάζεται με αυτό), προκειμένου να μηναποστεί από την πράξη που είχε προθέσει. Αντίθετα, στην περίπτωση τηςενσυνείδητης αμέλειας, ο δράστης είχε πίστη και όχι απλώς ελπίδα αποφυγής του αποτελέσματος 7 .
Οι δύο αυτές έννοιες τελούν σε σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού 8 , η οποία όμωςδεν βασίζεται στην εννοιολογική διαβάθμιση, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του 4 Κωνσταντίνος Βαθιώτης, Πρεμιέρα των αντενδεικτών του ενδεχόμενου δόλου στο ποικιλόχρωμοφόντο της αρεοπαγητικής νομολογίας, ΠοινΧρ 2019, 401. 5 Βλ. όλως ενδεικτικά ΑΠ 217/2018, η οποία κατά τον Χαραλαμπάκη, προβαίνει στην αναλυτικότερημέχρι σήμερα προσέγγιση της έννοιας της «αποδοχής» που υπάρχει στη νομολογία (Αριστοτέλης Ι Χαραλαμπάκης, Ποινικό Δίκαιο - Γενικό Μέρος, Τόμος Ι, ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ, 2021, Αθήνα, Π ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, σελ 356), ΣυμβΕφΘρακ 380/2014 (ΠοινΔικ 1/2016, σελ. 61-68), ΑΠ 552/2011 (ΤΝ ΝΟΜΟΣ).6 Βλ. Χρίστου Χ. Μυλωνόπουλου, Ποινικό Δίκαιο - Γενικό Μέρος, 2 η έκδ., 2020, σελ. 282 επ 7 Βλ. Χρίστο Χ. Μυλωνόπουλο ό.π. με περαιτέρω παραπομπή σε Ανδρουλάκης Ι, 288, ο ίδιος, ΠΧ ΜΑ 12, Κατσαντώνης, ΠΧ Κ/341, Παπαγεωργίου - Γονατάς, ΤιμΤ Ανδρουλάκη, 508, Χαραλαμπάκης Διάγραμμα 2003, 179, ΣυμβΕφ Αθ 2512/2002, ΠΧ ΝΓ/ 153, BGH NStZ 2003, 264, 2002, 315 2000 583= ΠΧ Ν/954 8 Βλ. Χρίστο Χ. Μυλωνόπουλο, ό.π. σελ. 283.
τετελεσμένου εγκλήματος και της απόπειρας ή αντίστοιχα στην περίπτωση του διακεκριμένου εγκλήματος και του βασικού. Δεν μπορεί, επομένως, να υποστηριχθεί ότι ο δόλος περιέχει την αμέλεια και ότι απλώς διαφοροποιείται από αυτήν με την προσθήκη του στοιχείου της αποδοχής του αποτελέσματος, ακριβώς επειδή ο δόλος είναι «κάτι άλλο», ένα aliud έναντι της αμέλειας 9 .
Τα δύο αυτά μεγέθη που προσδιορίζουν την ενοχή του δράστη συνιστούνμορφές εσωτερικής συμμετοχής που μεταβάλλονται βαθμιαία, ανάλογα με το βαθμό της συμμετοχής αυτής, τελώντας σε σχέση αναλογίας με την κοινωνικοηθικη αποδοκιμασία, καθώς η αποδοκιμασία της έννομης τάξης αυξάνει κατά το μέτρο της εσωτερικής συμμετοχής του δράστη στην πραγμάτωση της αντικειμενικήςυπόστασης. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι μεταξύ δόλου και αμέλειας υπάρχει μιααξιολογική σχέση διαβάθμισης. Όσο μεγαλύτερη είναι η εσωτερική συμμετοχή τουδράστη στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης, τόσο μεγαλύτερη είναιη κοινωνική απαξία της πράξης του και συνακόλουθα η αποδοκιμασία της έννομης τάξης και, επομένως τόσο περισσότερο υποστηρίξιμη η εκδοχή του δόλου 10 .
Επί του δυσχερούς ζητήματος της διάκρισης του ενδεχόμενου δόλου από την
ενσυνείδητη αμέλεια, ο Α. Χαραλαμπάκης έχει υποστηρίξει 11 ότι η ενσυνείδητη
αμέλεια, ως η βαρύτερη μορφή της αμέλειας, προσεγγίζει τον ενδεχόμενο δόλο, που
αποτελεί την ηπιότερη μορφή δόλου. Το κοινό γνώρισμα των δύο αυτών μορφών
υπαιτιότητας εντοπίζεται στην πιθανολόγηση επελεύσεως του αποτελέσματος, ενώ
το ουσιώδες στοιχείο διαφοροποίησης ανευρίσκεται στο βουλητικό πεδίο.
Συγκεκριμένα, ενώ στον ενδεχόμενο δόλο ο δράστης «αποδέχεται» την παραπάνω
πιθανότητα, στην ενσυνείδητη αμέλεια «πιστεύει» ότι το πιθανολογούμενο
αποτέλεσμα τελικά δεν θα επέλθει.
Το γεγονός ότι σε υποθέσεις που απασχόλησαν ιδιαίτερα την κοινή γνώμη,
ασκήθηκε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο, ενώ ουδέποτε στο
παρελθόν είχε συμβεί τούτο, έδωσε το έναυσμα σε μέρος της θεωρίας να υποστηρίξει
9 Βλ. Χρίστο Χ. Μυλωνόπουλο, ό.π. σελ. 283.
10 Βλ. Χρίστο Χ. Μυλωνόπουλο ό.π. σελ. 284 με περαιτέρω παραπομπή στην εργασία του ιδίου Das
Verhältnis zwischen Vorsatz und Fahrlässigkeit und der Grundsatz in dubio pro reo, ZStW 99 (1987),
716, συμφ.: Roxin AT I, 4. Aufl. § 24 αρ. 80 και σημ. 115, Baumann- Weber - Mitsch, 11. Aufl. § 10
αρ. 15 (= σελ. 172 σημ. 40), Duttge, MK § 15 αρ. 103, Jecheck- Weigend § 16 II 2 σημ. 12 (με εν μέρει
διαφορετική αιτιολογία), πρβλ. Papageorgiou- Gonatas, ZStW 118 (2006) 270, Kretschmer, Das
Fahrlässigkeitsdelikt, Jura 2000, 267, Streng, σε: Hassemer Festschr., 2010, σ. 47 επ.
11 Αριστοτέλης Ι. Χαραλαμπάκης, Ποινικό Δίκαιο - Γενικό Μέρος, Τόμος Ι, ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ, 2021,
Αθήνα, ΠΝ ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, σελ. 343 επ.
4
ότι, εν προκειμένω, τίθεται ζήτημα «εργαλειοποίησης» εκ μέρους της νομολογίας του
ενδεχόμενου δόλου προς το συμφέρον μιας αποδεκτής από το κοινό αντεγκληματικής
πολιτικής 12 . Ομοίως, και ο Ν. Ανδρουλάκης 13 είχε χαρακτηρίσει την εξέλιξη αυτή της
νομολογίας ως «ξεχείλωμα» του ενδεχόμενου δόλου.
Περαιτέρω, επί του ζητήματος της οριοθέτησης μεταξύ ενδεχόμενου δόλου και
ενσυνείδητης αμέλειας διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες 14 , όπως για παράδειγμα η
«θεωρία της δυνατότητας» («Möglichkeitstheorie») 15 , η οποία αρκείται για την
κατάφαση ενδεχόμενου δόλου στη διαπίστωση ότι ο δράστης προέβη στην πράξη
παρότι προείδε την συγκεκριμένη «δυνατότητα» επελεύσεως του αποτελέσματος, η
«θεωρία της πιθανότητας» («Wahrscheinlichkeitstheorie») 16 , κατά την οποία
ενδεχόμενος δόλος υπάρχει, όταν ο δράστης θεώρησε την επέλευση του
αποτελέσματος «πιθανή». Γνωσιολογική κατεύθυνση έχει και η «θεωρία της
διακινδύνευσης», που υποστηρίχθηκε από τον Frisch, η βασική σκέψη της οποίας
έγκειται στο ότι ο δόλος στην υποκειμενική στάση του δράστη δεν αναφέρεται στα
στοιχεία της νομοτυπικής υποστάσεως του εγκλήματος, αλλά μόνο στον
συγκεκριμένο από το δίκαιο αποδοκιμαζόμενο κίνδυνο, που ενυπάρχει στη
συμπεριφορά του δράστη, με συνέπεια η γνώση αυτού του κινδύνου να εξαρκεί για
την αποδοχή (ενδεχόμενου δόλου) 17 , ενώ κατά την «θεωρία της αδιαφορίας»
(«Gleichgültigkeitstheorie») 18 , ενδεχόμενος δόλος υπάρχει όταν ο δράστης,
αδιαφορώντας για την τύχη του εννόμου αγαθού, αποδέχεται την πιθανή προσβολή
του. Εξελιγμένη μορφή της ως άνω απόψεως αποτελεί η έννοια της «εντελώς
επίμεμπτης αδιαφορίας» 19 .
Στον ελληνικό χώρο οι γνώμες σχετικά με την επικρατούσα θεωρία διίστανται.
Από τη μια πλευρά, από τους θεωρητικούς του ποινικού δικαίου υποστηρίζεται ότι η
πιο ολοκληρωμένη λύση παρέχεται από τη «θεωρία της αποδοχής» 20 , κατά την οποία
12 Βλ. Αριστοτέλη Ι. Χαραλαμπάκη, ό.π., σελ. 345 με περαιτέρω παραπομπή σε ΠοινΧρ 2004, 690.
13 ΓενΜ Ι, σελ. 294.
14 Βλ. εκτενέστερη ανάλυσή τους από Χαραλαμπάκη, ΠοινΧρ 1995, 1189.
15 Πρωτοϋποστηρίχθηκε από τον Schröder (Festschr. f. Sauer, 1949, σελ. 207 επ.) και αναπτύχθηκε
περαιτέρω από τον Schmidhαuser (JuS 1980, σελ. 241, JuS 1987, σελ. 373), Αριστοτέλης Ι.
Χαραλαμπάκης, ό.π.
16 Υποστηρίχθηκε κυρίως από τον H. Mayer, AT 1966, σελ. 121, και από τους Schumann (JZ 1989,
σελ. 433), Joerden (Strukturen des strafrechtlichen Verantwortlichkeitsbegriffs, 1988, σελ. 151) και
Brammsen (JZ 1989, σελ. 80), Αριστοτέλης Ι. Χαραλαμπάκης, ό.π σελ. 346.
17 Βλ. Αριστοτέλη Ι. Χαραλαμπάκη, ό.π., σελ. 346 με περαιτέρω παραπομπή στη μονογραφία του
«Vorsatz und Risiko» (1983), ιδίως σελ. 480 επ.
18 Υποστηρίχθηκε κυρίως από τον Engisch, Untersuchungen,1930, σελ. 186 επ., Αριστοτέλης Ι.
Χαραλαμπάκης, ό.π. 346.
19 Βλ. Αριστοτέλη Ι. Χαραλαμπάκη, ό.π , σελ. 347 με περαιτέρω παραπομπή σε Μυλωνόπουλο, ΓενΜ,
2020, σελ. 270.
5
ο ενδεχόμενος δόλος εντοπίζεται εκεί όπου ο δράστης θεωρεί ως ενδεχόμενη την
επέλευση του αξιοποίνου αποτελέσματος και την αποδέχεται, ενώ η νομολογία, όπως
αναλύεται αμέσως κατωτέρω, φαίνεται να συμμερίζεται τις παραδοχές της «θεωρίας
της επιδοκιμασίας» («Billigungstheorie») 21 , σύμφωνα με την οποία συντρέχει
ενδεχόμενος δόλος όταν ο δράστης, θεωρώντας πιθανή την επέλευση του
αποτελέσματος, την επιδοκιμάζει 22 .
Κατά την πλέον συζητημένη ΑΠ 217/2018 23 «…με ενδεχόμενο δε δόλο, η
ύπαρξη του οποίου και συγκεκριμένα, τόσο το στοιχείο της πρόβλεψης του
εγκληματικού αποτελέσματος, όσο και το στοιχείο της αποδοχής του, πρέπει να
αιτιολογείται ιδιαίτερα, πράττει εκείνος, ο οποίος προβλέπει ως δυνατό το εγκληματικό
αποτέλεσμα και το αποδέχεται. Κατά τον προσδιορισμό της μορφής αυτής υπαιτιότητας,
ο Ποινικός Κώδικας υιοθέτησε τη θεωρία της εγκληματικής επιδοκιμασίας,
σύμφωνα με την οποία, για την ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου, πρέπει να διακριβωθεί,
αφενός μεν ότι ο δράστης προέβλεψε ως δυνατό το εγκληματικό αποτέλεσμα,
εξαιτίας της ενέργειας ή παράλειψής του, αφετέρου δε ότι το αποδέχτηκε.» 24 Ο
20 Η θεωρία της αποδοχής πρωτοϋποστηρίχθηκε στα πλαίσια του ελληνικού ποινικού δικαίου με την
μνημειώδη μονογραφία του Χωραφά, Περί της εννοίας του δόλου εν τω ποινικώ δικαίω, 1922.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Χωραφάς αποδίδει το βουλητικό στοιχείο του δόλου με τον όρο
«οικειοποίηση» του εγκληματικού αποτελέσματος, ενώ αργότερα (ΠοινΔ, σελ. 255) τον αντικατέστησε
με τον όρο «εγκληματική αποδοκιμασία». Σήμερα η θεωρία της αποδοχής υποστηρίζεται από ένα
μεγάλο μέρος της επιστήμης· βλ. πχ. Honig, GA 1973, σελ. 257 (273), Roxin, JuS 1964, σελ. 53, SK-
Rudolphi, § 16, Rn. 38, Welzel, σελ. 68 επ., Wolter,Alternative und eindeutige Verurteilung, σελ. 178
επ., Frisch, Vorsatz und Risiko, 1983, σελ. 484, Ziegert, Vorsatz, Schuld und Vorverschulden, 1987,
σελ. 142, Arzt, Festschr. f. Jescheck, 1985, σελ. 391, Hillenkamp, Gedächtnisschr. f. Armin Kaufmann,
1989, σελ. 351, Küpper, ZStW 100 (1988), σελ. 766. Για τα ανωτέρω βλ. Αριστοτέλη Ι.
Χαραλαμπάκη, ό.π σελ. 348.
21 Υποστηρίζεται κυρίως από το Γερμανικό Ακυρωτικό (βλ. BGHSt 7, σελ. 363, BGH GA 1979, σελ.
106, BGH NStZ 1984, σελ. 19), αλλά και από ορισμένους σύγχρονους συγγραφείς (όπως π.χ. Müller
NJW 1980, σελ. 2392), Αριστοτέλης Ι. Χαραλαμπάκης, ό.π σελ. 347 και Π. Τσιρίδης, ό.π. σελ. 964.
22 Βλ. και τη χαρακτηριστική φράση του Χωραφά (ΠοινΔ, σελ. 255) ότι κοινό ψυχολογικό γνώρισμα
των περιπτώσεων του δόλου είναι ότι εδώ ο δράστης «επιδοκιμάζει εκείνο το οποίο η έννομος τάξις
αποδοκιμάζει» σε Αριστοτέλη Ι. Χαραλαμπάκη, ό.π. σελ. 347.
23 ΠοινΧρ 2019, 401.
24 Στην ίδια κατεύθυνση η ΑΠ 162/2022 (ΠοινΔικ 6/2022, σελ.887 επ.), ΜΟΕΑθ 660/2019, 296/2020
(αδημ.), ενώ, αντίθετα, κατά την ΣυμβΕφΘρακ 380/2014 (ΠοινΔικ 1/2016 σελ 61-68) «είναι σαφές ότι
ο Ελλην. ΠΚ (βλ. και Αιτιολ. Εκθ. Σχ. Ελλ. ΠΚ, 1929 σε Ζαχαρόπουλο, 1950, σελ. 10, σύμφωνα με την
οποία, ο πράττων με ενδεχόμενο δόλο, «καίπερ κατευθύνων την βούλησιν αυτού και την ενέργειαν προς
τι ωρισμένον αποτέλεσμα (αξιόποινον ή μη), γιγνώσκει ότι εκ της ενεργείας του ενδεχόμενον είναι να
επέλθει και έτερον (αξιόποινον), όπερ και αποδέχεται») ακολουθεί τη βουλητική θεωρία της αποδοχής
του εγκληματικού αποτελέσματος (Μυλωνόπουλος, Ποιν.Δ - Γεν. Μέρος, τ. Ι., 2007, σελ. 257, Βαθιώτης,
Δόλος, 2014, παρ. 92, σελ. 63, Παπαγεωργίου-Γονατάς, ΠοινΧρ ΞΒ, 271), συγκαταλέγοντας στον
ενδεχόμενο δόλο και τις περιπτώσεις, στις οποίες ο δράστης αποδέχθηκε (πρόθυμα ή απρόθυμα- βλ.
Roxin, σε Μυλωνόπουλο, ΠΛογ Γ, 451 επ. ιδίως 453, σημ. 14) το αποτέλεσμα, καίτοι του ήταν
ανεπιθύμητο, δυσάρεστο ή αντιπαθές, αφού η αποδοχή είναι έννοια σημαντικά ευρύτερη της
επιδοκιμασίας, καθώς είναι πιθανό να αποδέχεται κάποιος να επισυμβεί κάτι ως αναγκαίο κακό, έστω
και αν δεν επιδοκιμάζει την πραγμάτωσή του ή κατ΄άλλη έκφραση μπορεί να θέλει και κάτι που δεν
επιδοκιμάζει, επειδή λ.χ. το θεωρεί μικρότερο κακό ή σχετικά απόμακρο σε σχέση με εκείνο που άμεσα
6
Βαθιώτης 25 με έντονα επικριτικό ύφος σχολιάζει επί των ως άνω παραδοχών της
απόφασης ότι “αν θέλει ο Άρειος Πάγος να είναι λιγότερο απομακρυσμένος από το
τρέχον γλωσσικό νόημα του ρήματος “επιδοκιμάζω”, θα μπορούσε εφεξής να μιλά για
“επιδοκιμασία υπό νομική έννοια” [“Billigung im Rechtssinne”] μιμούμενο το
γερμανικό Ακυρωτικό στην περίφημη υπόθεση του “δερμάτινου ζωστήρος”
[“Lederriemenfall”]. Μόνο έτσι μπορεί να πάψει πλέον να αποτελεί αντίφαση η παγία
θέση ότι ο ενδεχόμενος δόλος δύναται να καταφαθεί ακόμη και όταν η επέλευση του
αποτελέσματος είναι ανεπιθύμητη. Επομένως, το να λέγεται, όπως στην ΑΠ 217/2018
ότι «ο Ποινικός Κώδικας υιοθέτησε τη θεωρία της εγκληματικής επιδοκιμασίας»
είναι ανακριβές, αφού μπορούμε κάλλιστα να αποδεχόμαστε ένα αποτέλεσμα που
δεν επιδοκιμάζουμε”.
Η έννοια, ωστόσο, της «αποδοχής» χρήζει, κατά τον Χαραλαμπάκη 26 ,
ερμηνείας. Κατά την ορθότερη άποψη, στον ενδεχόμενο δόλο πρέπει να
συγκαταλέγονται και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο δράστης αποδέχθηκε το
αποτέλεσμα, παρότι του ήταν δυσάρεστο 27 , καθώς και εκείνες που ο δράστης
αδιαφορεί για το αποτέλεσμα 28 . Με άλλα λόγια, η έννοια της «αποδοχής», που οδηγεί
στην κατάγνωση ενδεχομένου δόλου, αποκτά το εξής περιεχόμενο: «Αποδέχομαι»
σημαίνει σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά, με βάση τα δεδομένα στοιχεία, και
αποφασίζω να προβώ στην πράξη επειδή αυτό μου είναι σημαντικότερο από τον
φόβο μήπως επέλθει τελικά το αποτέλεσμα 29 · με άλλα λόγια, παρότι λαμβάνω
σοβαρά υπόψη την πιθανότητα η συμπεριφορά μου να προκαλέσει βλάβη σε έννομα
αγαθά, δίνω προτεραιότητα στην επίτευξη του σκοπού που επιδιώκω μέσω της
επιδιώκει (βλ. Βαθιώτη, ό.π., παρ. 93, 64 επ., Μυλωνόπουλο, ό.π, 251 και 257, Συμεωνίδου-
Καστανίδου, ΠοινΔικ 2002, 1123-1124, Χαραλαμπάκη, ΠοινΧρ ΜΕ, 1196)».
25 Βλ. Βαθιώτη Κωνσταντίνου, Πρεμιέρα των αντενδεικτών του ενδεχόμενου δόλου στο ποικιλόχρωμο
φόντο της αρεοπαγιτικής νομολογίας, ΠοινΧρον 2019, 401.
26 Βλ. Αριστοτέλη Ι. Χαραλαμπάκη, ό.π., σελ 350 επ.
27 Παράδειγμα: Οι Α και Β σκοπεύουν να ληστέψουν τον Γ. Για να τον εξουδετερώσουν τον κτυπούν
με ρόπαλο στο κεφάλι, παρότι διαβλέπουν την σοβαρή πιθανότητα να τον τραυματίσουν θανάσιμα, την
οποία όμως, όχι μόνο δεν επιδιώκουν, αλλά και τους είναι δυσάρεστη (διότι φοβούνται την βαρύτερη
ποινή στην περίπτωση κατά την οποία θα αποκαλυφθούν). Πράγματι ο Γ τραυματίζεται θανάσιμα
από το κτύπημα. Για τα κριτήρια διακρίσεως που χρησιμοποιεί η ελληνική νομολογία βλ. ΑΠ
638/1978, ΠοινΧρ 1978, 700, ΑΠ 160/1979, ΠοινΧρ 1979, 444, ΑΠ 1390/1983, ΠοινΧρ 1984, 312.
Για τα ανωτέρω βλ. Αριστοτέλη Ι. Χαραλαμπάκη, ό.π. σελ. 350.
28 Η έννοια της «αδιαφορίας» ως ενδείκτης υπάρξεως ενδεχόμενου δόλου, (όπως τη γνωρίσαμε υπό τη
μορφή θεωρίας ήδη παραπάνω), χρησιμοποιείται συχνά και από την ελληνική νομολογία (βλ. ΑΠ
1657/2003, ΠοινΧρ 2004, σελ. 610, ΑΠ 1692/2004, ΠοινΧρ 2005, 646), όμως επικρίθηκε από τη
θεωρία. Βλ. σχετικά Jakobs, ΠοινΔικ 2004, 59, Μανωλεδάκη, ΠοινΔικ 2004, 188, και την ιδιαίτερα
εκτενή με αναλυτικές αναφορές και στο αγγλοσαξονικό δίκαιο μελέτη του Βαθιώτη, ΠοινΧρ 2006, 5.
Για τα ανωτέρω βλ. Αριστοτέλη Ι. Χαραλαμπάκη, ό.π. σελ. 350.
29 ΑΠ 192/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
7
επικίνδυνης συμπεριφοράς μου 30 . Με τη σειρά της και η νομολογία προσπάθησε να
οριοθετήσει το περιεχόμενο της έννοιας της αποδοχής με αρκετές αποφάσεις να
δέχονται 31 ότι «η συνδρομή του στοιχείου της αποδοχής, που αποτελεί το κυρίαρχο
στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου, είναι ζήτημα απόδειξης και δεν
προκαθορίζεται από τον βαθμό της πιθανότητας, με την οποία προβλέφθηκε το
εγκληματικό αποτέλεσμα, ούτε από τη διαπίστωση ότι ο δράστης, αν και προείδε τούτο
ως δυνατό, προχώρησε στην πράξη του ή αποδέχθηκε την παράλειψή του, δίχως να
λάβει υπόψη του μια τέτοια προειδοποίηση, δεδομένου ότι η έννοια του δόλου, είτε
άμεσου είτε ενδεχόμενου, συντίθεται από το γνωστικό και το βουλητικό στοιχείο
του εγκληματικού αποτελέσματος και τα δύο δε αυτά στοιχεία είναι ισότιμα μεταξύ
τους, οπότε δεν αρκεί μόνο η γνώση του υψηλού κινδύνου επέλευσης του εγκληματικού
αποτελέσματος από τυχόν ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, για να μεταβάλει σε
ενδεχόμενο δόλο μια βαριά ή ελαφρά παράβαση του οικείου καθήκοντος επιμέλειας,
αλλά προσαπαιτείται και η διαπίστωση ότι ο υπαίτιος, κατά τον κρίσιμο χρόνο τέλεσης
της πράξης, δεν απώθησε από τη συνείδησή του την παράσταση του δυναμένου να
επέλθει από την πράξη του εγκληματικού αποτελέσματος και εντεύθεν το επιδοκίμασε
(ΑΠ 192/2015, ΑΠ 768/2013).»
ΙΙΙ. Η «αποτύπωση» της δυσχερούς αυτής διάκρισης στην ελληνική
νομολογία
(α) Εισαγωγικά: O καταλυτικός ρόλος των «ενδείξεων» στην κατάφαση του
ενδεχόμενου (ανθρωποκτόνου) δόλου.
Προκειμένου, λοιπόν, να διαπιστωθεί η αποδοχή ή μη του εγκληματικού
αποτελέσματος από μέρους του δράστη, και κατ’ επέκταση να προσδιοριστεί με
ασφάλεια η ποινική του ευθύνη, είναι απαραίτητη η αναγωγή σε εξωτερικά
παρατηρήσιμα εμπειρικά δεδομένα, σε ενδείξεις δηλαδή και αντενδείξεις 32 . Και
30 Oρ. Αριστοτέλη Ι. Χαραλαμπάκη, ό.π. σελ. 350, ο οποίος αναφέρει ότι σύμφωνα με τον
Μυλωνόπουλο (ΓενΜ, 2020, σελ. 272), αναπόδραστη συνέπεια της θεωρίας της αποδοχής είναι ότι η
συνείδηση του αδίκου καθίσταται κριτήριο της διάκρισης του δόλου από την αμέλεια, με αποτέλεσμα
ο δόλος να καθίσταται πλέον dolus malus.
31 ΑΠ 162/2022 (ΠοινΔικ 6/2022, σελ.887 επ.), ορ. σχετικά και ΑΠ 133/2019, ΠοινΧρ 2020, 274,
ΜΟΕΑθ 660/2019, 296/2020 (αδημ.), ΑΠ 238/2012 (www.areiospagos.gr), ΑΠ 552/2011 ό.π., ΑΠ
378/2008 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
8
τούτο, διότι μόνο μέσω της προσφυγής σε αντικειμενικά – πραγματικά δεδομένα, τα
οποία μπορούν να γίνουν αντιληπτά με τις αισθήσεις, καθίσταται δυνατή η
προσέγγιση (και όχι βέβαια η πλήρης αποτύπωση) της εσωτερικής ψυχικής
κατάστασης του δράστη.
Παρά το γεγονός ότι η επιστημονική θεωρία είχε επισημάνει ήδη από νωρίς την
ανάγκη χρήσης ενδείξεων αποδοχής του εγκληματικού αποτελέσματος για την
κατάφαση του ενδεχόμενου δόλου 33 , η νομολογία φαίνεται πως άργησε να προβεί
στην συστηματοποίηση αυτών, ιδίως σε επίπεδο Ακυρωτικού. Έτσι, ως σημείο
καμπής για την συστηματική χρήση εμπειρικών κριτηρίων διάγνωσης του
ενδεχόμενου δόλου μπορεί να θεωρηθεί η ΑΠ 552/2011 34 , όπου επιχειρήθηκε για
πρώτη φορά μια συνολική ενδεικτική καταγραφή των εν λόγω ενδείξεων. Το
παραπάνω βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι χρήση επιμέρους ενδεικτών γινόταν ήδη
από το τέλος της δεκαετίας του ενενήντα τόσο από τα δικαστήρια ουσίας, όσο και
από τον Α.Π. 35
Σύμφωνα, λοιπόν, με την ΑΠ 552/2011 ως βασικοί ενδείκτες κατάφασης
ενδεχόμενου δόλου μπορούν να θεωρηθούν, μεταξύ άλλων: α) το υψηλό
αντικειμενικό ποσοστό επικινδυνότητας της πράξης, β) η τυχόν ιδιοτέλεια του
σκοπού που επεδίωκε ο δράστης με τη συμπεριφορά του, γ) οι δηλώσεις του
δράστη πριν από, κατά ή μετά την πράξη, δ) οι προηγούμενες σχέσεις μεταξύ
δράστη και θύματος, ε) η λήψη μέτρων αυτοπροστασίας εκ μέρους του δράστη
και στ) η μετέπειτα συμπεριφορά του.
Αντίστοιχη λειτουργία με τους ενδείκτες του ενδεχόμενου δόλου επιτελούν και
οι λεγόμενοι «αντενδείκτες» αυτού, υπό την αντίστροφη βέβαια κατεύθυνση, άγοντας
δηλαδή προς την (ενσυνείδητη) αμέλεια. Έτσι, στο πλαίσιο αναζήτησης εξωτερικών
32 Ορ. σχετικά Μυλωνόπουλος Χ., Διαθετικές έννοιες και ποινικό δίκαιο, Υπερ. 1993, σελ. 243 επ.
καθώς και Καϊάφα – Γκμάπντι, Παρατηρήσεις σε ΑΠ 387/1998, Υπερ. 1998, σελ. 798 επ.
33 Βλ. ενδεικτικά Κατσαντώνης Α., Η διάκρισης ενδεχόμενου δόλου και εν συνειδήσει αμέλειας εν
όψει της «αποδοχής προϊόντων εγκλήματος» (άρθρο 394 ΠΚ) και η δικονομική απόδειξις της
υπαιτιότητας του δράστου ταύτης, Β’ μέρος, ΠοινΧρ 1970, σελ. 415 επ. και ιδίως σελ. 424 συνδέοντας
την χρήση των ενδείξεων από μέρους του δικαστή με την αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των
αποδείξεων, αλλά και Μυλωνόπουλος Χ., ό.π., σελ. 243 επ., ο οποίος βέβαια εκφράζει τις επιφυλάξεις
του για την δυνατότητα πλήρους οριοθέτησης των δύο εννοιών ακόμα και μέσω της χρήσης των
επίμαχων ενδεικτών.
34 ΠοινΔικ 2012, 206, με παρατηρ. Σ. Παπαγεωργίου- Γονατά.
35 Βλ. χαρακτηριστικά την ΣυμβΕφΑθ 1416/2002 ΠραξΛογΠΔ 2002, σελ. 364 επ., όπου καθοριστικό
ρόλο για την διάγνωση ενδεχόμενου δόλου ανθρωποκτονίας είχε το κριτήριο της ιδιαίτερης
επικινδυνότητας της συμπεριφοράς του δράστη, καθώς και την ΑΠ 2125/2002 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η
οποία φαίνεται να συνδέει τον ενδεχόμενο ανθρωποκτόνο δόλο των κατηγορούμενων με την ιδιοτέλεια
του σκοπού των παραλείψεών τους.
9
εμπειρικών δεδομένων διάγνωσης της ψυχικής κατάστασης του δράστη,
συμπληρωματικά προς την ανωτέρω απόφαση λειτουργεί, η προαναφερθείσα ΑΠ
217/2018, η οποία προέβη στην συστηματοποίηση των κριτηρίων που απομακρύνουν
από την κατάφαση του ενδεχόμενου δόλου 36 . Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση “ως
«αντενδείκτες - αντίρροποι παράγοντες» ύπαρξης ενδεχόμενου δόλου και υποβάθμισής
του, κατ΄ ακολουθίαν, σε αμέλεια κάποιας μορφής, εφόσον ασφαλώς συντρέχουν και οι
λοιποί συναφείς όροι του νόμου, λειτουργούν, μεταξύ άλλων, (i) το επιχείρημα περί
της «μη νοητής αυτοδιακινδύνευσης» του δράστη, (ii) η έλλειψη λογικού κινήτρου,
(iii) η εξοικείωση του δράστη με τον κίνδυνο, (iv) η λήψη αποτρεπτικών μέτρων,
(v) η συμπεριφορά του δράστη μετά την πράξη κ.λπ.”
Στο σημείο αυτό, βέβαια, πρέπει να επισημανθεί ότι οι παραπάνω ενδείκτες
και αντενδείκτες δεν συνιστούν αμάχητα τεκμήρια κατάφασης ή μη ενδεχόμενου
δόλου στο πρόσωπο του δράστη. Εναπόκειται στον δικαστή, αφού τους εντοπίσει σε
εμπειρικό – εξωτερικό επίπεδο, να προβεί στην στάθμιση και στην ιεράρχησή τους,
στο πλαίσιο της διαμόρφωσης του δικανικού του συλλογισμού. Έτσι, όσες
περισσότερες αντικειμενικές ενδείξεις εκ των ανωτέρω συντρέχουν, τόσο
περισσότερο νομιμοποιείται η κρίση περί καταλογισμού δόλου στον δράστη και
το αντίστροφο. Όταν δε υφίστανται, τόσο ενδείξεις, όσο και αντενδείξεις, ο
δικαστής καλείται να τις σταθμίσει με ιδιαίτερη προσοχή, οπότε όσο ισχυρότερη
είναι λ.χ. μια αντένδειξη δόλου, τόσο ασθενέστερες θα είναι οι ενδείξεις για την
κατάφασή του 37 .
Όπως έχει γίνει ήδη αντιληπτό, η αποδοχή ή μη του εγκληματικού
αποτελέσματος από τον δράστη αποκτά ιδιαίτερη σημασία επί του αδικήματος της
ανθρωποκτονίας, δεδομένου ότι η ανθρωποκτόνος πρόθεση δεν είναι πάντοτε
εμφανής και κατά το πλείστον συνάγεται από την καταγραφή και εκτίμηση
αντικειμενικών στοιχείων 38 . Έτσι, ιδίως στο πλαίσιο της κατάφασης ανθρωποκτόνου
(ενδεχόμενου) δόλου η νομολογία φαίνεται να έχει διαμορφώσει επιμέρους ενδείκτες
και αντενδείκτες για την διάγνωση της ψυχικής υπόστασης του δράση. Τέτοια
κριτήρια αποτελούν: η προσωπικότητα του δράστη, οι ειδικές περιστάσεις του
συμβάντος, όπως λ.χ. η τέλεση της πράξης ενώπιον πολλών αυτοπτών μαρτύρων,
36 Διευκρινίζεται βέβαια ότι η έλλειψη αντενδεικτών δεν μπορεί να αξιολογηθεί αρνητικά από το
Δικαστήριο, δηλαδή ως ένδειξη κατάφασης ενδεχόμενου δόλου. Η μη συνδρομή αυτών είναι δηλαδή
αξιολογικά ουδέτερη. Έτσι, Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2 η Έκδοση, 2020, σελ.
277.
37 Έτσι ρητά η ΣυμβΕφΘρακ 380/2014, ό.π.
38 ΑΠ 238/2012 (www.areiospagos.gr).
10
στοιχείο που συνηγορεί στην διαπίστωση ότι ο δράστης πρέπει να υπολόγισε το
ενδεχόμενο απόδειξης της ενοχής του και, συνεπώς, πιθανώς ενέταξε στην συνείδηση
και στην βούλησή του την διακινδύνευση μόνο του θύματος και όχι την θανάτωσή
του, η συμπεριφορά του δράστη πριν και μετά την πράξη, η ψυχική του κατάσταση,
οι προηγούμενες σχέσεις του δράστη και του θύματος, όπου π.χ. η έχθρα μεταξύ τους
συνιστά ένδειξη δόλου, ενώ η συναισθηματική εγγύτητα αντένδειξη, τα κίνητρα του
δράστη, υπό την έννοια ότι η ύπαρξη λογικού κινήτρου συνιστά ένδειξη ενώ η
απουσία αυτού αντένδειξη, ο τρόπος της επίθεσης, ήτοι το είδος, ο βαθμός
επικινδυνότητας του μέσου τέλεσης, η κατεύθυνση των πληγμάτων, η βάσιμη
πρόγνωση ότι το πλήγμα θα επέφερε τον θάνατο αν δεν μεσολαβούσε κάτι, η
σφοδρότητα, η ένταση και η πολλαπλότητα των πληγμάτων, ο αριθμός των
προσπαθειών της θανάτωσης, ο σχεδιασμός της πράξης κλπ. 39 .
Απολύτως συναφές ζήτημα με την χρήση των ως άνω ενδεικτών και
αντενδεικτών για την διάγνωση του ενδεχόμενου δόλου του δράστη, είναι η
αιτιολόγηση της κρίσης του δικαστή σε περίπτωση κατάφασής αυτού.
Ως γνωστόν, κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, η ύπαρξη του δόλου δεν
είναι καταρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι, «ο δόλος ενυπάρχει στη
θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του
εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται
δε περί αυτού αιτιολογία και στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, και προκύπτει από τα
περιστατικά που αναφέρονται σε αυτή 40 ». Η ως άνω αιτιολόγηση του δόλου είναι,
λοιπόν, ενδεχόμενη και σε κάθε περίπτωση συμπερασματικά συναγόμενη από αυτά
που αναφέρει το δικαστήριο για την κατάφαση της αντικειμενικής υποστάσεως του
εγκλήματος.
Ωστόσο, εξαίρεση στην παραπάνω πάγια προβληματική θέση της
ελληνικής νομολογίας αποτελούν οι περιπτώσεις όπου ο νόμος απαιτεί πρόσθετα
περιστατικά για την ύπαρξη του δόλου ή αυτός είναι ενδεχόμενος 41 . Ιδίως δε στην
περίπτωση του ενδεχόμενου δόλου, οι εγγενείς δυσκολίες κατάφασης και
διαπίστωσης εμπειρικών δεδομένων από τα οποία να συνάγεται με σαφήνεια η
συνδρομή του καθιστούν επιβεβλημένη την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία
39 Βλ. σχετικά τις ως άνω αναφερθείσες ενδεικτικές αποφάσεις και δη την ΣυμβΕφΘρακ 380/2014, ό.π.
όπου γίνεται ιδιαίτερα εκτενής ανάλυση των κριτηρίων διάγνωσης του ενδεχομένου δόλου.
40 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 725/2019, ΑΠ 1103/2019 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ΑΠ 1192/2010 ΠοινΧρ ΞΑ’ (2011),
355, ΑΠ 3/2017, ΠοινΔικ 2017, 1251, ΑΠ 923/2008, ΠοινΧρ ΝΘ’ (2009), 615.
41 Ορ. μεταξύ άλλων τις ΑΠ 1821/2016 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ΑΠ 1325/2015 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ΑΠ
761/2006 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ΑΠ 1471/2006 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ΑΠ 1343/2003, ΠΛογ 2003 σ. 1514
11
των σχετικών ποινικών αποφάσεων, υπό το πρίσμα της δίκαιης δίκης. Τα λογικά
συμπεράσματα δεν δύνανται από μόνα τους να αποτελέσουν ειδική και
εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σύμφωνα με τις αξιώσεις του Συντάγματος και του
ΚΠΔ 42 . Ούτε βέβαια συνιστά ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η αναφορά μόνο
του συμπεράσματος που συνάγει ο δικαστής 43 .
Οι αυξημένες λοιπόν απαιτήσεις αιτιολογίας του ενδεχόμενου δόλου, ιδίως επί
του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, δύναται να ικανοποιηθούν μόνο μέσω της
αναγωγής στα ως άνω εξωτερικά παρατηρήσιμα εμπειρικά δεδομένα, στους γνωστούς
δηλαδή σε εμάς ενδείκτες και αντενδείκτες, από τα οποία θα συνάγεται στον
απαιτούμενο βαθμό δικανικής πεποίθησης η αποδοχή ή μη από τον δράστη του
εγκληματικού αποτελέσματος κατά περίπτωση 44 .
Ιδιαίτερα σημαντική εν προκειμένω είναι η ΑΠ 218/2019 45 , η οποία αναίρεσε
καταδικαστική απόφαση για ανθρωποκτονία με πρόθεση τονίζοντας την ανάγκη για
ειδική αιτιολόγηση του ενδεχόμενου δόλου του δράστη. Συγκεκριμένα, το Ακυρωτικό
δέχτηκε ότι το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση
ελλιπείς αιτιολογίες αναφορικά με τη συνδρομή του ενδεχόμενου δόλου,
επισημαίνοντας ότι η κατάφαση αυτού θα πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, τόσο ως
προς το γνωστικό, όσο και ως προς το βουλητικό στοιχείο. Ιδίως δε ως προς το
βουλητικό στοιχείο η αιτιολόγηση αυτού, όπως ρητά αναγνώρισε ο ΑΠ θα πρέπει να
γίνεται «με τη βοήθεια των διαθέσιμων αντικειμενικών κριτηρίων συναγωγής
του και την αναζήτηση, τόσο αυτών που άγουν στην κατάφασή του, όσο και
42 Έτσι Κ. Χατζηιωάννου σε Λάμπρο Μαργαρίτη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’
άρθρο, Τόμος II, Νομική Βιβλιοθήκη 2020, 1635.
43 ΑΠ 207/2001, ΠοινΧρ 2001, 920.
44 Βλ. μεταξύ άλλων ΑΠ 217/2018, ό.π., ΑΠ 238/2012 ό.π., ΑΠ 552/2011 ό.π., ΜΟΔΑθ 134/2018
(ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ΣυμβΕφΘρακ 380/2014, ό.π., και ΣυμβΠλημΘεσ 322/2011 (ΠοινΔικ 1/2013, με
παρατ. Γ. Δανιήλ, σελ. 7). Βλ. και Κωνσταντινίδη Α., Η απόδειξη και η αιτιολόγηση του ενδεχόμενου
δόλου, ΠοινΧρον 2007, σελ. 974 επ. καθώς και Καϊάφα – Γκμπάντι Μ., Παρατηρήσεις σε ΑΠ
387/1998, Υπερ. 1998, 798. Ορ. σχετικά και Π. Τσιρίδη ό.π. σελ. 963, όπου αναφέρει τα εξής: «Η
κατάφαση του ενδεχόμενου δόλου ανθρωποκτονίας είναι θεμελιωμένη, μόνον όταν ο δικαστής της
ουσίας συνεκτίμησε όλες εκείνες τις περιστάσεις, που θα μπορούσαν να θέσουν εν αμφιβόλω την ύπαρξή
του. Από το σκεπτικό της απόφασης, θα πρέπει να προκύπτει ότι ένας τέτοιος έλεγχος, έλαβε χώρα. Κατά
τη νομική αξιολόγηση, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι καθοριστικές περιστάσεις, ιδίως ο
σκοπός και το κίνητρο του δράστη για την τέλεση της αξιόποινης πράξης, η από την πράξη αυτή
απορρέουσα επικινδυνότητα, οι γνώσεις του δράστη αλλά και η ψυχική του κατάσταση. Πρέπει επιπλέον
(στο πλαίσιο της οριοθέτησης του ενδεχόμενου δόλου από την ενσυνείδητη αμέλεια), να συνεκτιμάται και
το γεγονός, ότι ο δράστης ενδέχεται να προέβλεψε ότι ήταν δυνατό να επέλθει το αποτέλεσμα του
θανάτου, αλλά να πίστεψε σοβαρά και όχι αόριστα, ότι αυτό τελικώς δεν θα επέλθει. Σε αυτή την
περίπτωση, θα έπραττε μόνον αμελώς ως προς το αποτέλεσμα του θανάτου. Αντιθέτως, θα αποδεχόταν το
αποτέλεσμα επιδοκιμάζοντάς το και, συνεπώς, θα έπραττε με ενδεχόμενο δόλο ανθρωποκτονίας εάν η
επέλευση του αποτελέσματος καθ΄εαυτή του ήταν μεν ανεπιθύμητη, εν τούτοις θα συμβιβαζόταν μ΄αυτήν
προκειμένου να επιτύχει κάποιον άλλο σκοπό του».
45 ΠοινΔικ 2020, 1032.
12
αυτών που αποσταθεροποιούν τα πρώτα και δημιουργούν εύλογες αμφιβολίες
εάν συντρέχει ενδεχόμενος δόλος στη συγκεκριμένη περίπτωση» 46 .
Η παραπάνω αξίωση της νομολογίας έχει βέβαια βαρύνουσα σημασία, αφού
αφενός καθιστά ρητά τους «ενδείκτες» του ενδεχόμενου δόλου αναγκαίο συστατικό
της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης και
αφετέρου επικυρώνει την ορθή θέση ότι το βουλητικό στοιχείο δεν αποτελεί
παράγωγο του γνωστικού, δεδομένου ότι η αποδοχή ενός αποτελέσματος δεν
προκαθορίζεται από τον βαθμό πιθανολόγησης της επέλευσής του.
(β) Η αξιολόγηση των αιτημάτων μεταβολής της κατηγορίας στο αδίκημα
της ανθρωποκτονίας υπό το πρίσμα της κατάφασης ή μη των ενδεικτών του
ενδεχόμενου δόλου
Επιπλέον, η χρήση των ως άνω «ενδεικτών-αντενδεικτών» έχει συμβάλλει
καθοριστικά στην προσπάθεια των Δικαστηρίων της ουσίας να εξετάσουν τη
βασιμότητα αιτημάτων μεταβολής της κατηγορίας που προβάλλονται από τους
συνηγόρους υπερασπίσεως. Πλείστες είναι βέβαια οι περιπτώσεις εκείνες κατά τις
οποίες η εγκληματική συμπεριφορά του δράστη που επιφέρει τον θάνατο του
θύματος, κατόπιν αξιολογήσεως των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, άλλοτε
χαρακτηρίζεται ως ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και άλλοτε ως θανατηφόρα
σωματική βλάβη ή ανθρωποκτονία εξ αμελείας, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της
κατηγορίας.
Εν προκειμένω, λοιπόν, κρίνεται απαραίτητη μια σύντομη παράθεση της
νεότερης σχετικής νομολογίας, όπου αξιοποιήθηκαν τα παραπάνω αντικειμενικά –
εμπειρικά κριτήρια, προκειμένου να διαγνωστεί με ασφάλεια η ψυχική υπόσταση του
δράστη και, κατ’ επέκταση, να του αποδοθεί η δέουσα ποινική ευθύνη.
Κατ’ αρχάς, αναφέρεται η υπ’ αριθ. 32/2021 ΜΟΕφΛαμ 47 όπου έγινε δεκτή
κατά πλειοψηφία η μεταβολή της κατηγορίας από απόπειρα ανθρωποκτονίας και
ανθρωποκτονία με πρόθεση σε επικίνδυνη σωματική βλάβη και ανθρωποκτονία εξ
αμελείας, καθώς «ο κατηγορούμενος που πυροβόλησε συνολικά δύο φορές με το
κυνηγετικό του όπλο, δεν είχε ανθρωποκτόνο δόλο ως προς τον πρώτο παθόντα, τον
οποίο έπληξε μία φορά με το κυνηγετικό όπλο στο κατώτερο τμήμα της γαστροκνημικής
περιοχής, παρά ήθελε μόνο να τον εκφοβίσει», ενώ ως προς τη δεύτερη παθούσα, η
46 Στην ίδια κατεύθυνση και οι ΑΠ 775/2009 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ΑΠ 1269/2006 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)
47 Πηγή: www.sakkoulas - online.gr
13
πλειοψηφία δέχτηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν επεδίωκε, ούτε αποδεχόταν τον
θάνατό της. Παρόμοιο σκεπτικό διέλαβε και η υπ΄αριθ.163-164/2020
ΜΟΕΘεσσαλονίκης 48 . Στην εν λόγω υπόθεση, ο πρώτος εκ των κατηγορούμενων
είχε πυροβολήσει το θύμα έξι (6) φορές με αποτέλεσμα τον θανατηφόρο τραυματισμό
στα κάτω άκρα του, και δη της μηριαίας αρτηρίας, κρίθηκε δε ένοχος θανατηφόρας
σωματικής βλάβης και όχι ανθρωποκτονίας. Συγκεκριμένα, έγινε ρητά δεκτό από το
Εφετείο ότι: «από όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι
πράγματι ο πρώτος κατηγορούμενος,…δεν ήθελε να σκοτώσει τον…αλλά να του
προκαλέσει βαριά σωματική βλάβη και τούτο προκύπτει από τον τρόπο που τον χτύπησε
και το είδος των τραυμάτων που του προξένησε. Εάν ο κατηγορούμενος ήθελε να τον
σκοτώσει, στην απόσταση του ενός μέτρου που βρισκόταν από τον ίδιο, θα τον
πυροβολούσε με το πιστόλι στο κεφάλι ή στο θώρακα ή στην κοιλιακή χώρα όπου
υπάρχουν ζωτικά όργανα (καρδιά, πνεύμονες, ήπαρ κλπ.) και όχι στα πόδια του.»
Χαρακτηριστική είναι και η υπ’ αριθ. 94-95/2019 ΜΟΕΘεσσαλονίκης 49 , η
οποία δέχτηκε ότι, παρά το γεγονός ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είχε χτυπήσει τον
παθόντα με ξύλο στο κεφάλι, ώστε να εξουδετερώσει κατά το δυνατόν την αντίστασή
του, ο δε δεύτερος, τον είχε πλήξει με μαχαίρι σε όργανα του (στο κοιλιακό και
θωρακικό τοίχωμα και προκλήθηκε ρήξη αορτής και ρήξεις λεπτού εντέρου και
αιμοθώρακος), οι κατηγορούμενοι δεν είχαν ανθρωποκτόνο δόλο αλλά
αποκλειστικά δόλο, πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, αφού «εάν ήθελαν να
φονεύσουν τον ….., θα συνέχιζαν ο μεν πρώτος να τον κτυπά με το ξύλο, ο δε δεύτερος
να τον πλήττει με το μαχαίρι και σε άλλα σημεία του σώματός του, πράγμα το οποίο δεν
έπραξαν αλλά αμέσως μετά τα ως άνω χτυπήματα απομακρύνθηκαν από την παραλία
και στη συνέχεια αναχώρησαν οικογενειακώς...». 50
Στον αντίποδα των ως άνω αποφάσεων, εντοπίζουμε την υπ’ αριθ. 552/2020
ΑΠ 51 , με βάση την οποία το Ακυρωτικό απέρριψε ως αβάσιμους τους λόγους
αναίρεσης περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης
ερμηνείας και εφαρμογής των αντίστοιχων ποινικών διατάξεων και έκρινε ότι ορθώς
απερρίφθη ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων περί μεταβολής της κατηγορίας από
48 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
49 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ
50 Βλ. ενδεικτικά με όμοιες παραδοχές: ΜΟΕΘεσ 333-334/2019 (αδημ.), ΑΠ 350/2019 (ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ), ΜΟΔ Χαλκιδικής 45-48/2017 (Αρμενόπουλος 2019, 584), ΜΟΔ Θεσσαλονίκης 405/2017
(ΠοινΔικ 8-9/2019, 962), 743/2016 ΜΟΔ Αθηνών (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), 67/2014 ΜΟΔ Ναυπλίου (ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ), ΑΠ 472/2011 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
51 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
14
ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως σε θανατηφόρα σωματική βλάβη. Το Δευτεροβάθμιο
δικαστήριο είχε δεχτεί, μεταξύ άλλων, τα εξής: «ο τρόπος που ενήργησαν (οι
κατηγορούμενοι) για να κάμψουν την αντίσταση του θύματος (περισσότερα άτομα
εναντίον ενός), το μέσον που χρησιμοποίησαν εναντίον του (ακινητοποίηση χεριών και
ποδιών, ασφυκτική τραχηλική, στοματική και ρινική περίσφιξη), το είδος των
κτυπημάτων στο ευαίσθητο σημείο της κεφαλής του θύματος, αποδεικνύουν τον
ανθρωποκτόνο δόλο των κατηγορουμένων...Ο ανθρωποκτόνος δόλος των
κατηγορουμένων αποδεικνύεται και από την μετά την πράξη συμπεριφορά τους,
καθόσον εγκατέλειψαν τον....λιπόθυμο, όπως ισχυρίζονται, επιμελώς ακινητοποιημένο
και δεσμευμένο, ανήμπορο να φροντίσει τον εαυτό του, αδιαφορώντας παντελώς για
την τύχη του. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα ο ισχυρισμός των
κατηγορουμένων ότι δεν είχαν ανθρωποκτόνο πρόθεση κρίνεται αβάσιμος κατ`
ουσία και απορριπτέος. Επομένως και ο ισχυρισμός των πρώτου και τρίτου των
κατηγορουμένων περί μεταβολής της κατηγορίας της ανθρωποκτονίας από
πρόθεση σε θανατηφόρο σωματική βλάβη είναι αβάσιμος και απορριπτέος, αφού,
όπως αποδείχθηκε, οι κατηγορούμενοι δεν είχαν πρόθεση να προξενήσουν στον ....
σωματική βλάβη, η οποία είχε ως επακόλουθο τον θάνατο του, αλλά είχαν
ανθρωποκτόνο δόλο, δηλαδή επεδίωξαν τον θάνατο του θύματος με τις
προαναφερθείσες ενέργειες τους (κοινή επίθεση περισσοτέρων ατόμων εναντίον ενός,
πολλαπλά κτυπήματα στο κεφάλι του θύματος, ακινητοποίηση με δέσμευση των χεριών
και ποδιών του, ασφυκτική τραχηλική, στοματική και ρινική περίσφιξη), τον οποίο και
επέφεραν.»
Αντίστοιχο σκεπτικό ακολούθησε και η υπ’ αριθ. 608/2020 ΑΠ 52 , η οποία
δέχτηκε ότι αιτιολογημένα απορρίφθηκε ο ισχυρισμός περί μετατροπής της
κατηγορίας από ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε θανατηφόρα σωματική βλάβη «με
την παραδοχή ότι ο θάνατος του θύματος ως αποτέλεσμα αποδείχτηκε ότι δεν
οφειλόταν σε αμέλεια του κατηγορουμένου αλλά ήταν στην πρόθεσή του, χωρίς το
Δικαστήριο να υπέχει τέτοια υποχρέωση, αφού η υπό του κατηγορουμένου άρνηση του
νομικού χαρακτηρισμού της πράξεως που του αποδίδεται δεν συνιστά αυτοτελή
ισχυρισμό αλλά άρνηση κατηγορίας…σε κάθε δε περίπτωση το Δικαστήριο έχει
απαντήσει σχετικά με την απόφασή του περί ενοχής». Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο
είχε κρίνει, άλλωστε, ότι «…Πιο συγκεκριμένα ο ανθρωποκτόνος δόλος του
52 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
15
κατηγορουμένου προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας από την ίδια την ανωτέρω
διαδρομή των γεγονότων, και τις συνοδές περιστάσεις, και ιδίως από το μέσο που
χρησιμοποιήθηκε, το πληγέν σημείο του σώματος του θύματος, την ένταση του
πλήγματος, του τρόπου επέλευσης του πλήγματος και τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης
της πράξης, λαμβανομένης ιδιαίτερα υπόψη και της όλης συμπεριφοράς του δράστη και
του θύματος από την αναχώρησή τους από το internet- cafe μέχρι τη διάπραξη του
εγκλήματος στο παραπάνω ερημικό σημείο…».
Αντίστοιχα, και η υπ’ αριθ. 1190/2017 ΑΠ 53 αν και παλαιότερη, με το ίδιο
σκεπτικό, έκρινε ως αιτιολογημένη την κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου περί
απόρριψης του αυτοτελούς ισχυρισμού για μεταβολή της κατηγορίας από
ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε θανατηφόρα σωματική βλάβη. Το Ακυρωτικό, στην
περίπτωση αυτή, απεφάνθη ότι «επίσης περιέχεται στο σκεπτικό της απόφασης σειρά
ουσιαστικών παραδοχών και σκέψεων που αιτιολογούν πλήρως α)τον ανθρωποκτόνο
δόλο του κατηγορουμένου και αποκλείουν την εκδοχή τέλεσης των ηπιοτέρων
εγκληματικών πράξεων που επικαλέστηκε ο κατηγορούμενος με τον ισχυρισμό του
για μεταβολή της κατηγορίας [...]». Σύμφωνα δε με τα πραγματικά περιστατικά που
έγιναν δεκτά από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, «Στο χρονικό αυτό σημείο ο …
ενεργώντας με πρόθεση και ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, που του
επέτρεπε την ψύχραιμη σκέψη, τόσο κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης, λίγο πριν
από την επιχείρηση υλοποίησής της, όσο και κατά τον χρόνο της επίθεσής του κατά των
ως άνω παθόντων, αποδεχόμενος τον βάσιμο κίνδυνο θανατηφόρου αποτελέσματος
των ενεργειών του χρησιμοποιώντας το προαναφερόμενο μαχαίρι τύπου στιλέτο, που
έφερε μαζί του για τον σκοπό αυτό, έπληξε πρώτα τον …δύο φορές κατά το πρόσθιο -
πλάγιο αριστερό ημιθωράκιο προξενώντας του μεγάλο αιμοπνευμονοθώρακα αριστερού
ημιθωρακίου …, ο θάνατος του οποίου τελικώς δεν επήλθε όχι λόγω της θέλησης των
κατηγορουμένων, αλλά από εξωτερικά εμπόδια, καθόσον ο ... παθών διακομίστηκε
άμεσα στο νοσοκομείο όπου υποβλήθηκε σε επείγουσα θωρακοτομή και διέφυγε τον
κίνδυνο. Ακολούθως κτύπησε με το παραπάνω μαχαίρι τον .... στο θώρακα,
προκαλώντας του τραύμα ... εξαιτίας του οποίου επήλθε τραύμα του περικαρδίου ... και
τραύμα του δεξιού χείλους της καρδίας... και στη συνέχεια, ως μόνης ενεργού αιτίας,
(επήλθε) ο θάνατός του [...]» 54 .
53 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
54 Βλ. ενδεικτικά για την απόρριψη του αιτήματος μεταβολής της κατηγορίας: ΑΠ 160/2019, ΑΠ
136/2014, ΑΠ 407/2014, ΑΠ 992/2013, ΑΠ 573/2011, ΑΠ 1294/2010 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
16
Εκ της ανωτέρω όλως ενδεικτικής καταγραφής, συνάγεται ότι, τόσο τα
δικαστήρια της ουσίας, όσο και ο Άρειος Πάγος βασίζονται πλέον σταθερά στην
χρήση ενδεικτών για να αξιολογήσουν αιτήματα μεταβολής κατηγορίας και εν γένει
για να προβούν στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, ιδίως, επί υποθέσεων,
όπου το αποτέλεσμα της εγκληματικής συμπεριφοράς συνίσταται στον θάνατο του
παθόντος. Αντιστοίχως, παρέχεται μια σχετικά στέρεη βάση στα διάδικα μέρη,
προκειμένου να θεμελιώσουν τους σχετικούς ισχυρισμούς περί μεταβολής της
κατηγορίας επί τη βάση ελλείψεως της αποδιδόμενης μορφής υπαιτιότητας (ως επί τω
πλείστον ενδεχόμενου δόλου).
Σημειώνεται δε ότι η αναγωγή αυτή σε εμπειρικά δεδομένα/κριτήρια από
μέρους κυρίως των δικαστηρίων της ουσίας για την διαμόρφωση της κρίσης τους δεν
γίνεται απαραίτητα με πανηγυρικό τρόπο μέσω του χαρακτηρισμού αυτών ως
«ενδεικτών», αλλά, εμμέσως, διά, της αξιολόγησης και της παράθεσης των επίμαχων
πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία.
ΙV. Συμπεράσματα
Επιχειρώντας, λοιπόν, μια συνολική αποτίμηση της ανάλυσης που προηγήθηκε,
καθώς και των νομολογιακών παραδειγμάτων που παρατέθηκαν, κατέστη σαφές ότι
το δυσχερές ζήτημα της διάκρισης μεταξύ ενδεχόμενου δόλου και ενσυνείδητης
αμέλειας, πέραν του ότι ξεφεύγει από μια απλή «αντιπαράθεση» μεταξύ
επιστημονικών σχολών και θεωριών 55 , αναδεικνύεται σε διαχρονικό
«προβληματισμό» στον χώρο της ποινικής δογματικής.
Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική νομολογία φαίνεται να έχει εξελιχθεί σημαντικά
(κατόπιν πιέσεων της θεωρίας) υιοθετώντας και πλέον συστηματοποιώντας εμπειρικά
– αντικειμενικά κριτήρια που έχουν την δυνατότητα να προσεγγίσουν την βουλητική
επικάλυψη του εγκληματικού αποτελέσματος από μέρους του δράστη. Η τάση αυτή
της νομολογίας επηρεάζει βέβαια και την αξίωση ειδικής αιτιολόγησης του
υποκειμενικού στοιχείου, ιδίως στα αδικήματα κατά της ζωής. Όσον αφορά δε στην
ανυπαρξία ανθρωποκτόνου δόλου και, συνεπακόλουθα, στην επιτρεπτή βελτίωση της
κατηγορίας, φαίνεται να υφίσταται ένας διαχρονικός «βασικός πυρήνας»
αξιολόγησης των κρίσιμων εμπειρικών δεδομένων και διατύπωσης δικανικών
συλλογισμών που συνθέτουν έναν νομολογιακό πλουραλισμό.
55 Έτσι, Στυλιανός Παπαγεωργίου- Γονατάς, Η δυσκολία διάκρισης του ενδεχόμενου δόλου, ΠοινΧρον
2007, 776 επ.
17
Απαραίτητη, ωστόσο, κρίνεται η διαρκής παρακολούθηση των τάσεων της
νομολογίας κατά την ιεράρχηση και την στάθμιση των επίμαχων εμπειρικών
κριτηρίων τα οποία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν είναι ικανά να οδηγήσουν σε
καθολικές παραδοχές και αμάχητα «τεκμήρια» αποδοχής ή μη ενδεχόμενου δόλου
του δράστη. Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι οι απαιτήσεις αιτιολογίας των ποινικών
αποφάσεων που τίθενται με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου είναι πλέον αυξημένες, ιδίως υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων
που αποτελούν τον πυρήνα του κράτους δικαίου, τα δικαστήρια οφείλουν να
αξιολογούν ad hoc την ενδιάθετη κατάσταση του δράστη απέναντι στην εγκληματική
πράξη που έχει τελέσει με την βοήθεια των παραπάνω ενδεικτών και αντενδεικτών
και να μην παρασύρονται από τις σειρήνες του λαϊκισμού που ζητούν την κεφαλή επί
πινάκι 56 των κατά την κρίση τους υπαιτίων, εξυπηρετώντας πρωτίστως πολιτικές και
κοινωνικές σκοπιμότητες 57 .
56 Βλ. Στυλιανό Παπαγεωργίου - Γονατά, ό.π.
57 Βλ. σχετικά Π. Τσιρίδη, Ο ενδεχόμενος δόλος – Θεωρία και πρακτική, ό.π.