Στην αντεπίθεση πέρασε και η μειοψηφία της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, γιά τις επικρίσεις για την απόφαση για το Μάτι, μόνο που εν αντιθέσει με τη διοίκηση της ΕνΔΕ, η οποία επιτέθηκε στους συγγενείς των θυμάτων, τα μέλη της μειοψηφίας Σεβαστίδη έστρεψαν τα πυρά τους σε δύο υπουργούς της Κυβέρνησης, αλλά και εναντίον κυβερνητικών αξιωματούχων, που επέκριναν δημόσια την απόφαση και τις ποινές.
Οπως αναφέρουν σε ανακοίνωση τους, με την οποία στρέφονται κατά του Υπουργού Επικρατείας Μάκη Βορίδη και κατά του υφυπουργού Δικαιοσύνης Γιάννη Μπούγα, "πρέπει να υπενθυμίσουμε στην εκτελεστική εξουσία, αλλά και να ενημερώσουμε τους πολίτες ότι, όπως έχει προσφάτως κρίνει η ΟλΑΠ 2/2024 (σ.σ Ολομέλεια Αρείου Πάγου - Διοικητική), τo φαινόμενο να γίνεται δημόσια επίκριση ή επιτιμητικός σχολιασμός συγκεκριμένων δικαστικών αποφάσεων από κυβερνητικούς παράγοντες είναι ασυμβίβαστο προς την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, γιατί έτσι κλονίζεται η πεποίθηση των πολιτών στην ανεξαρτησία των δικαστών, αφού ο μέσος πολίτης δεν γνωρίζει πώς σκέφθηκε το δικαστήριο και εύλογα μπορεί να εκλάβει κάθε τέτοια εκδήλωση ως απόπειρα επηρεασμού και επέμβασης στην προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών".Διαβάστε την ανακοίνωση:
Μια δίκαιη απάντηση στην άδικη κριτική για την απόφαση της δίκης για το «Μάτι
Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης,
Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,
Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης
Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Χρήστος Φαρσαλιώτης, Πρωτοδίκης
Ακριβή Ερμίδου, Ειρηνοδίκης
Ζάχος Παλιούρας, Ειρηνοδίκης,
Αθήνα, 30-4-2024
Αποτελεί υποχρέωση μιας Δικαστικής Ένωσης να παρεμβαίνει ουσιαστικά, κάθε φορά που με αφορμή δικαστικές αποφάσεις μη αρεστές σε κυβερνήσεις, δημοσιογράφους και πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, καλείται προς εργαλειοποίηση σε βάρος των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών το λεγόμενο «κοινό περί δικαίου» αίσθημα. Γιατί, η ενδεχόμενη επικράτησή του απειλεί καίρια την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, καθώς την καλεί να συντονίζει τις ενέργειές της με την εικαζόμενη βούληση μίας θολής πλειοψηφίας (βλ. σχετικά Βασίλειος Σκουρής, Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης 30 χρόνια μετά, σε δικτυακό τόπο www.constituionalism.gr).
Στο πλαίσιο αυτό, μετά τις πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Επικρατείας κ. Βορίδη και του υφυπουργού Δικαιοσύνης κ. Μπούγα, αλλά και άλλων κυβερνητικών αξιωματούχων, που επέκριναν δημόσια την απόφαση και τις ποινές, προαναγγέλλοντας ταυτόχρονα την άσκηση εφέσεων, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στην εκτελεστική εξουσία, αλλά και να ενημερώσουμε τους πολίτες ότι όπως έχει προσφάτως κρίνει η ΟλΑΠ 2/2024 (Διοικητική), τo φαινόμενο να γίνεται δημόσια επίκριση ή επιτιμητικός σχολιασμός συγκεκριμένων δικαστικών αποφάσεων από κυβερνητικούς παράγοντες είναι ασυμβίβαστο προς την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, γιατί έτσι κλονίζεται η πεποίθηση των πολιτών στην ανεξαρτησία των δικαστών, αφού ο μέσος πολίτης δεν γνωρίζει πώς σκέφθηκε το δικαστήριο και εύλογα μπορεί να εκλάβει κάθε τέτοια εκδήλωση ως απόπειρα επηρεασμού και επέμβασης στην προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών.
Επιπλέον αναγκαίες είναι και κάποιες νομικές διευκρινήσεις που σκοπίμως δεν βρίσκουν βήμα στις καθημερινές τηλεδίκες του κοινωνικού αυτοματισμού. Σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 302 του Ποινικού Κώδικα, το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, είχε και έχει το χαρακτήρα πλημμελήματος, ήτοι εγκλήματος που απειλείται με ποινή φυλάκισης με ανώτατο όριο τα 5 έτη. Σύμφωνα με το άρθρο 94 ΠΚ, ως ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης των πράξεων που εκδικάσθηκαν, οι οποίες έλαβαν χώρα το έτος 2018, σε περιπτώσεις αληθινής κατ΄ ιδέαν συρροής εγκλημάτων ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ήτοι όταν με μία εγκληματική πράξη επέρχονται περισσότεροι θάνατοι, το δικαστήριο μπορούσε κατ΄ εξαίρεση να επαυξήσει τη βαρύτερη των ποινών φυλάκισης που επέβαλε, πέραν του ανώτατου ορίου του είδους της ποινής, έως τα δέκα (10) έτη. Ακολούθως, η πρόβλεψη αυτή, τροποποιήθηκε στον νέο Ποινικό Κώδικα του ν. 4619/2019 και έκτοτε στις περιπτώσεις αυτές, το δικαστήριο μπορούσε να επαυξήσει της βαρύτερη ποινή που επέβαλε, όχι όμως περισσότερο από το ανώτατο όριο του είδους της ποινής (έως 5 έτη). Εν συνεχεία, η διάταξη τροποποιήθηκε πάλι δυνάμει του άρθρου 8 ν.4855/2021 (ΦΕΚ Α` 215/12.11.2021) και έκτοτε, μέχρι σήμερα, στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, το δικαστήριο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δύναται να επιβάλει συνολική ποινή σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 94 ΠΚ, ήτοι να ανέλθει έως τα οκτώ (8) έτη. Τέλος, από 01.05.2024 (έναρξη ισχύος ν. 5090/2024), το ως άνω κατ΄ εξαίρεση όριο θα ανέρχεται για τις πράξεις που θα τελεστούν στο μέλλον, έως τα δέκα (10) έτη. Ενόψει, όμως του άρθρου 2 του ΠΚ, που απαγορεύει την εφαρμογή δυσμενέστερου νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της, οι νεότερες και δυσμενέστερες για τους κατηγορούμενους διατάξεις δεν μπορούν να εφαρμοστούν, ως εκ τούτου η ανώτερη εφαρμοστέα ποινή, με βάση όλα τα παραπάνω, είναι αυτή των 5 ετών φυλάκισης. Ως προς δε τη δυνατότητα μετατροπής της ποινής φυλάκισης σε χρηματική, αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος θεσμός αποτελεί παλαιότερη επιλογή του νομοθέτη, που περιγράφεται στο άρθρο 82 ΠΚ, ως ίσχυε μέχρι την 01.07.2019, ο οποίος ακολούθως καταργήθηκε με το νόμο 4619/2020, αλλά ήδη επανέρχεται σε ισχύ από 01.05.2024 δυνάμει του άρθρου 80Α του ν. 5090/2024. Σύμφωνα δε με τη ρύθμιση του παλαιότερου άρθρου 82 ΠΚ, που συνιστά ευμενέστερο για τους κατηγορούμενους δίκαιο, από εκείνο που ίσχυσε μετά την 01.07.2019 και θα τύγχανε εφαρμοστέο υπό την ισχύ οποιουδήποτε από τα ως άνω ισχύσαντα ως προς το ύψος της ποινής δίκαια, ποινή φυλάκισης που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν το δικαστήριο με απόφασή του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων.
Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ότι ως προς το ύψος της στερητικής της ελευθερίας ποινής, το Δικαστήριο επέβαλε τη βαρύτερη κατά νόμο, εφαρμοστέα ποινή. Τα παραπάνω κρίνονται αναγκαίο να διευκρινιστούν, προκειμένου να γνωρίζουν οι πολίτες, ότι οι Δικαστές και Εισαγγελείς, οφείλουν να εφαρμόζουν τους νόμους που ψηφίζουν οι ίδιοι άνθρωποι που εκ των υστέρων και χωρίς δικαίωμα κάνουν δημόσια επιτιμητικά σχόλια σε βάρος των δικαστικών αποφάσεων. Το οφείλουμε, πρωτίστως, στους συναδέλφους που εκτέλεσαν επί μήνες σε αντίξοες συνθήκες τα καθήκοντά τους, εξασφαλίζοντας με κόπο μια δίκαιη δίκη για όλους τους παράγοντές της. Το οφείλουμε όμως και στο Κράτος Δικαίου, την προστασία του οποίου οφείλουμε όλοι να υπερασπιζόμαστε, κάθε φορά που με τόσο πρόδηλο τρόπο προσβάλλεται".