Γράφει ο Γιάννης Μαντζουράνης
Σήμερα, 5 Ιουνίου, Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος, θα ακούσουμε και θα δούμε πολλά για την κλιματική κρίση. Θα «βομβαρδιστούμε» από κοινότυπες
προτάσεις εν είδει ευχών, αδιάφορες μεγαλοστομίες, δράσεις τύπου lifestyle.
Δράσεις και δηλώσεις τύπου greenwashing – «πράσινου ξεπλύματος», από πολιτικούς και εταιρείες -που συνδέονται άμεσα με το πρόβλημα- που αντιλαμβάνονται την κλιματική κρίση όχι ως πρόβλημα αλλά σαν event μιας μόδας, η οποία απαιτεί απλώς την εμφάνισή τους στην «πράσινη» πασαρέλα της ημέρας.
Μόνο που η κατάρρευση του κλίματος του πλανήτη είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, για να αντιμετωπίζεται στον αφρό της ημέρας. Οι επιπτώσεις της είναι ιδιότυπα τόσο ορατές όσο και αόρατες. Και η ανάγνωσή της οφείλουμε να είναι πολιτικά και κοινωνικά συνολική, αφού μόνο πολιτικά και κοινωνικά ολιστική μπορεί να
είναι και η αντιμετώπισή της.
Στον αφρό της σημερινής ημέρας -αλλά και των ημερών- αυτό που συστηματικά από πολλούς υποτιμάται και από άλλους υποκρύπτεται είναι ότι η Κλιματική Κρίση οδηγεί σε κρίση Δημοκρατίας, κρίση Δημοκρατικής Διακυβέρνησης, κρίση Δικαιοσύνης. Όπως συστηματικά υποτιμάται ή υποκρύπτεται ότι η κλιματική
κατάρρευση είναι συνώνυμη με την κατάρρευση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων με ένα τρόπο απόλυτα καθολικό και ακραία βίαιο. Θέτει υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα στην υγεία, στη στέγη, στην τροφή, στο καθαρό νερό, στον καθαρό αέρα.
Η Δημοκρατία σε κρίση
Σε πρώτη ανάγνωση μπορεί να θεωρηθεί ότι η σύνδεση της κλιματικής κρίσης με την κρίση στη δημοκρατική διακυβέρνηση είναι από υπερβολική έως εκτός τόπου και χρόνου. Η άρνηση είναι κατανοητή, γιατί αποτελεί προϊόν του σοκ στο οποίο
οδηγεί η σκέψη ότι το διακύβευμα ξεπερνάει τη φολκλορική αντίληψη, που εδώ και δεκαετίες τεχνηέντως συνοδεύει και σκιάζει το μεγαλύτερο πρόβλημα του πλανήτη.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι μια. Οι ακραίες καταστροφές, που συνεπάγεται η κλιματική κατάρρευση, όπως είναι η λειψυδρία, η απώλεια εδαφών, η καταστροφή δασών, η ρύπανση του πόσιμου νερού, των ωκεανών, του αέρα, η υποχρεωτική μετανάστευση, η απώλεια της ισορροπίας με την εξαφάνιση των ειδών της πανίδας
και της χλωρίδας, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, η επισιτιστική κρίση αποτελούν τα κομμάτια του παζλ, τα οποία συνθέτουν τη μεγαλύτερη και πιο περίπλοκη πρόκληση, που αντιμετωπίζουν οι δημοκρατίες, αφού δοκιμάζεται η αντοχή τους στην αντιμετώπιση ακραίων και πολύπλοκων καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.
Εν προκειμένω υπογραμμίζονται τα εξής:
α) Το 85% του πληθυσμού της Γης ήδη έχει επηρεαστεί από τις μεταβολές κλίματος, αφού εβίωσε καταστροφικές καιρικές συνθήκες εξαιτίας των συνεπειών των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο περιβάλλον.
β) Στο 80% της χερσαίας έκτασης του πλανήτη έχει επιδράσει αρνητικά η κλιματική αλλαγή.
γ) Σύμφωνα με Έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης OXFAM για το 2020, το 1% των πλουσιότερων ανθρώπων του παγκόσμιου πληθυσμού προκαλεί άνω του 15% των εκπομπών των αερίων θερμοκηπίου, ενώ το 50% των φτωχότερων ανθρώπων του πληθυσμού της Γης ευθύνεται μόνον για το 5% των αερίων θερμοκηπίου. Με άλλες λέξεις, η ελίτ των ρυπαντών είναι οι
βασικοί υπεύθυνοι για την κλιματική μεταβολή, γιατί διαμένουν σε
μεγαλύτερες κατοικίες, οδηγούν αυτοκίνητα μεγαλύτερου κυβισμού με περισσότερους ρύπους, ταξιδεύουν συχνότερα με αεροπλάνα και όχι σπάνια με ιδιωτικά αεροσκάφη, γιωτ κλπ. Έτσι, μεγαλώνει ο κίνδυνος δημιουργίας κοινωνιών, όπου αυξάνονται και πληθύνονται τα προνόμια των υπερ-πλουσίων με καταναλώσεις, οι οποίες συνήθως εξαιτίας πολυτελών δραστηριοτήτων παράγουν υψηλό ανθρακικό αποτύπωμα, αντί να μειώνονται δραστικά ώστε να συγκρατηθεί η υπερθέρμανση του πλανήτη.
Η σύνδεση της κλιματικής κρίσης με την κρίση της δημοκρατικής διακυβέρνησης είναι πολυεπίπεδη και άμεσα συνδεδεμένη με το εάν και πώς οι δημοκρατίες θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις δραματικές επιπτώσεις και συγκεκριμένα:
Από το εάν μπορούν να συνεργασθούν για να αντιμετωπίσουν συλλογικά προβλήματα, που αφορούν ολόκληρη την ανθρωπότητα και απαιτούν συλλογικές – διακρατικές αποφάσεις και δράσεις.
Από το εάν μπορούν να μειώσουν δραστικά το αποτύπωμα του άνθρακα τα επόμενα χρόνια, όπως έχουν δεσμευθεί. Από το εάν, δηλαδή, μπορούν να συγκρουσθούν με ισχυρά συμφέροντα και μεγάλους ρυπαντές και να μηδενίσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, που ευθύνονται για την κλιματική κρίση.
Από το εάν μπορούν να απεξαρτηθούν από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, με εναλλακτικό σχέδιο, που δεν διαλύει τον οικονομικό και κοινωνικό ιστό, οπότε και οι πιο αδύναμοι και ευάλωτοι πληρώνουν σχεδόν εξ ολοκλήρου το κόστος.
Από το εάν μπορούν να προλάβουν προβλήματα, που κυριολεκτικά συνιστούν υπαρξιακή απειλή, δοκιμάζουν τις αντοχές της δημοκρατίας και μπορούν να οδηγήσουν σε σκληρές κοινωνικές συγκρούσεις και θεσμική αποδιάρθρωση.
Από το εάν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις, που ταλανίζουν την κοινωνική συνοχή και την πολιτική σταθερότητα σε πολλές κοινωνίες, αφού οξύνουν τις ανισότητες με ακραίο τρόπο.
Από το εάν μπορούν να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη, ώστε να ωθήσουν σε αλλαγή νοοτροπίας και σε ενδυνάμωση της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Η προάσπιση των δημοκρατιών σε αυτές τις πρωτόγνωρες συνθήκες με ενίσχυση των συμμετοχικών θεσμών είναι το κλειδί στην πορεία αντιμετώπισης της κλιματικής κατάρρευσης, που μπορεί να οδηγήσει σε αποσάθρωση της δημοκρατίας μέσα από την ανάπτυξη υβριδικών πολιτικών κινημάτων και καθεστώτων, τα οποία αναδύονται μέσα από την έκρηξη ακραίων μορφών εισοδηματικής και κοινωνικής ανισότητας.
Ελληνικός κλιματικός νόμος: Κατώτερος των περιστάσεων
Τα απορρέοντα από την κλιματική κρίση προβλήματα δημοκρατίας αφορούν και την Ελλάδα. Και αυτό δεν είναι θεωρητική προσέγγιση αλλά αμείλικτη πραγματικότητα. Μάλιστα κάθε πολιτική με στόχους και μέτρα για την αντιμετώπιση των τραγικών επιπτώσεων της κλιματικής κατάρρευσης στη πατρίδα μας πρέπει να διέπεται από διαφάνεια, δικαιοσύνη και λογοδοσία μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Μόνο που στην Ελλάδα η κυβερνητική προσέγγιση είναι επιδερμική και αντιφατική, αφού περιορίζεται στην επικοινωνιακή διαχείριση της μεγαλύτερης υπαρξιακής απειλής, που αντιμετωπίζει συλλογικά ο πλανήτης και η κάθε χώρα ξεχωριστά.
Ταυτόχρονα με τις μεγαλοστομίες για τον κλιματικό νόμο της κυβέρνηση Μητσοτάκη, τόσο αυτός ο νόμος όσο και παρεμφερή νομοθετήματα υπονομεύουν την όποια προσπάθεια για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης στην πατρίδα μας.
Με εκπτώσεις στην αποτελεσματική προστασία των δασών και των περιοχών Natura 2000 στο όνομα μιας μικρόνοης «αναπτυξιακής» πολιτικής.
Με έλλειμα διαφάνειας και λογοδοσίας.
Με απουσία μέτρων για τη δίκαιη μετάβαση όσων περιοχών και κατοίκων θίγονται από τα μέτρα για μετριασμό και προσαρμογή στην κλιματική κρίση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στον ίδιο τον κλιματικό νόμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η Φύση και η Ανάγκη για την Προστασία της δεν αναδεικνύονται ως προτεραιότητα. Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας για αυτό το μέγα κεφάλαιο όχι τυχαία επέλεξε ασαφείς κατευθύνσεις.
Σημειωτέον ότι οκτώ από τις μεγαλύτερες ελληνικές περιβαλλοντικές οργανώσεις (Greenpeace, WWF Ελλάς, Νόμος και Φύση, Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης, Καλλιστώ, Οικολογική Εταιρεία Ανακύκλωσης, MEDASSET) σε συνεργασία με την ΓΣΕΕ,
τους Γιατρούς του Κόσμου και την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη, με αφορμή τον κλιματικό νόμο της κυβέρνησης
Μητσοτάκη έθεσαν επί τάπητος τα εξής 3 βασικά ζητήματα:
κλιματική δημοκρατία,
τη δίκαιη μετάβαση και
την ενεργειακή δημοκρατία, δηλαδή θέματα, που αποτελούν μεγάλη πρόκληση για όλα τα δημοκρατικά κράτη της Υφηλίου και πρέπει να συγκαταλέγονται στις άμεσες προτεραιότητες κάθε δημοκρατικής κυβέρνησης, πλην όμως απουσιάζουν από τις κύριες πολιτικές επιλογές της Κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η κλιματική δημοκρατία συνδέεται άμεσα με τις επιταγές της διαβούλευσης, της συμμετοχής και της λογοδοσίας. Η δίκαιη μετάβαση δεν τυγχάνει της δέουσας προσοχής στον επιδερμικό νόμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, μολονότι αφορά περιοχές, τομείς και φορείς, που αναπόφευκτα θα θιγούν από τις στρατηγικές
μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική κρίση. Μάλιστα συνάπτεται άρρηκτα με το κρίσιμο κεφάλαιο της συμμετοχής στη διαμόρφωση των πολιτικών και της δίκαιης εργασιακής μετάβασης σε όλους τους τομείς, που επηρεάζονται από τη διαδικασία μετασχηματισμού της οικονομίας και κοινωνίας. Επίσης η
ενεργειακή δημοκρατία είναι συνώνυμη με μέτρα, που είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της πρόσβασης των ενεργειακά φτωχών και ευάλωτων καταναλωτών στην ηλιακή ενέργεια.
Περισσότερη δημοκρατία
Η σύνδεση της κλιματικής κρίσης με την κρίση της δημοκρατίας βρίσκεται στο επίκεντρο του διεθνούς επιστημονικού ενδιαφέροντος παρά τη διαφαινόμενη τάση απαξίωσης της μέσα από συνεχή αμφισβήτηση των μοναδικών μέτρων, που συμβάλλουν στην ανάσχεση της κατάρρευσης και του κλίματος και της
δημοκρατίας.
Η πρώτη απόπειρα ήταν η αμφισβήτηση της ίδιας της κλιματικής αλλαγής και του συνόλου των επιστημόνων, που εδώ και δεκαετίες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Αυτή η απόπειρα απέτυχε.
Η δεύτερη απόπειρα είναι υπόγεια, περίπλοκη και σε εξέλιξη. Ο Αμερικανός κλιματολόγος και γεωφυσικός, Μάικλ Μαν, στο βιβλίο «Ο νέος κλιματικός πόλεμος» την προσδιορίζει ως την επιχείρηση καθυστέρησης και εκτροχιασμός των απαραίτητων νομοθετημάτων μέσα από την ανάδειξη της ατομικής ευθύνης ως πανάκειας για την ανάσχεση της κλιματικής κρίσης. Εδώ αναδύονται ομοιότητες με επιλογές και δικαιολογίες της Κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη
σχετικά με τη διαχείριση της Πανδημίας Covid-19 στην Ελλάδα: όλα ανάγονται στην ατομική ευθύνη.
Πρόκειται για μια χειρουργική τακτική, που επιδιώκει να παραμείνει η συζήτηση γύρω από την ατομική ευθύνη, προκειμένου να μην ανοίξει η δύσκολη συζήτηση της εταιρικής υπαιτιότητας και η επιτακτική ανάγκη για συστημικές αλλαγές.
Όπως επισημαίνεται από το Μάικλ Μαν, προκρίνεται μια τακτική, που ύπουλα στοχεύει στο να κατηγορηθούν οι πολίτες για την κλιματική κρίση και παράλληλα να υπονομευθούν οι διαχειριστικές ικανότητες των δημοκρατιών.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, ήδη συνειδητοποιείται ότι ο αγώνας για την ανάσχεση της κλιματικής κατάρρευσης είναι θέμα δημοκρατίας και ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου.
Σήμερα Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος, κλείνουμε τα αυτιά μας στις ιλουστρασιόν δεσμεύσεις και ….. υποσχέσεις και κρατάμε ένα και μόνο: Η κλιματική κρίση δοκιμάζει την αντοχή της δημοκρατίας και η καλύτερη απάντηση και στις δυο αυτές προκλήσεις είναι περισσότερη και ισχυρότερη δημοκρατία.