Γράφει ο εκπαιδευτικός Νίκος Κωνσταντινίδης
Πρώτα σου στέρησαν τη δουλειά, μετά σου έκλεψαν το όνειρο κι ύστερα έδιωξαν τα παιδιά που σπούδασες με αίμα στα ξένα.
Μετά σε τάισαν με νέο ψέμα, κι εσύ τους εμπιστεύθηκες ξανά. Τώρα κινδυνεύεις να χάσεις το σπίτι σου, που το έχτισες, όπως παλιά στη Δραπετσώνα, με πόνο κι αίμα. Και μετά, όταν θα ακούς το στίχο «με αίμα χτισμένο κάθε πίκρα και καημός, κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός», δεν θα έχεις σπίτι για να κλάψεις.
Αυτοί όμως θα σε πουν ξανά: «εμείς σε σώσαμε». Ζεις χάρη στην πολιτική που εφαρμόσαμε. Κι εσύ που ψευτοζείς, θα τους ξαναπιστέψεις γιατί στο σού φύτεψαν τον φόβο. Την καμήλα την καβαλικεύουν επειδή γονατίζει, λέει ο λαός μας. Όποιος γονατίζει για να τον καβαλάνε δεν μπορεί να λέει ότι φταίει ο άλλος. Στα τέσσερα σε βάλανε Γκρέκο φουκαρά και δεν το κατάλαβες. Σε ντοπάρανε με τηλεοπτικό φαρμάκι και σε έκαναν νέο Μιθριδάτη. Άθυρμα στα χέρια τους κατάντησες κι αναρωτιέσαι μετά, γιατί σου αξίζει η λέξη με τα τρία «α»!
«Όταν η συμφορά συμφέρει λογάριαζε την για πόρνη», σου θυμίζει ο ποιητής. Ούτε όμως και τότε αναζητείς τις ρίζες σου. Να δεις ποιος είσαι κι από που έρχεσαι. Τι έμεινε από ό,τι πίστεψες, από ό,τι λάτρεψες κι από ό,τι έθαψες μέσα σου.
« Να λυπάστε το έθνος που οι σοφοί του σώπασαν με τα χρόνια και οι δυνατοί του άντρες είναι ακόμα βρέφη» σου θυμίζει ο Λιβανέζος ποιητής. Να λυπάστε το έθνος – σου λέω εγώ - που έχει παρτάκηδες αντί για πατριώτες. Να λυπάστε το έθνος που ξέμαθε να αντιστέκεται κι έχει το σβέρκο του σκυμμένο.
Για πες μου, Έλληνα μου, εσύ που στις ισχνές σου πλάτες κουβαλάς αιώνων Ιστορία, πώς μπορείς να αρνηθείς την ψυχή σου; Τι απέγιναν οι παρακαταθήκες των ηρώων σου; Ξέχασες ότι μέσα στη λέξη «ελευθερία» υπάρχει ο έρωτας; Ξέχασες ότι η ερμηνεία της λέξης «έρωτας» παραπέμπει στο «ελεύθειν όπου ερά τις;»
Τις μεγαλύτερες αλήθειες, Γκρέκο φουκαρά, σου τις είπαν οι ποιητές μα δεν τους πίστεψες: Τούτες τις δύσκολες στιγμές για τη χώρα, κρατήσου από του ποιητή τα λόγια: «και μην έχοντας πιο κάτω άλλο σκαλί/ να κατρακυλήσεις πιο βαθιά στου χαμού τη σκάλα/ για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί/ θα αισθανθείς να σου φυτρώνουν ώ χαρά/ τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα». (Παλαμάς).