Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

Βερβεσός στην Ολομέλεια του Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρώπης (CCBE): Τρίτη η Ελλάδα σε υπερπληθωρισμό δικηγόρων


Στοιχεία - σοκ για το δικηγορικό υπερπληθωρισμό, που οδηγεί σε σημαντική συμπίεση των δικηγορικών αμοιβών, συνθήκες έντονου
ανταγωνισμού, αλλά και οικονομικής αδυναμίας των δικηγόρων,
έδωσε ο Πρόεδρος του ΔΣΑ Δημήτρης Βερβεσός, σε εκδήλωση στο Μουσείο της Ακρόπολης, επ΄ευκαιρία της συνεδρίασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρώπης (CCBE) στην Αθήνα.

Ο κ. Βερβεσός παρουσίασε τα στοιχεία, για τον υπερπληθυσμό των δικηγόρων, που κατατάσσουν τη χώρα μας τρίτη στις χώρες της ΕΕ, σε αντιδιαστολή με τη φοροεπιδρομή, που επιχειρεί η Κυβέρνηση.

Η εκδήλωση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, με θέμα «Η δικηγορία στην Ευρώπη και στον κόσμο έγινε στην αίθουσα στο Αμφιθέατρο «Δημήτρης Παντερμαλής» του Μουσείου Ακρόπολης εν μέσω πολέμου με την Κυβέρνηση, για το φορολογικό νομοσχέδιο.



Σε ανακοίνωση του ΔΣΑ αναφέρεται:

Πραγματοποιήθηκε τη Παρασκευή 24-11, με μεγάλη επιτυχία , στο Αμφιθέατρο «Δημήτρης Παντερμαλής» του Μουσείου Ακρόπολης η εκδήλωση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος με θέμα «Η δικηγορία στην
Ευρώπη και στον κόσμο. Παρόν και Μέλλον».

Στην εκδήλωση, που έγινε επ’ ευκαιρία της συνεδρίασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρώπης (CCBE) στην Αθήνα, κεντρικός ομιλητής ήταν ο Δημήτρης Βερβεσός, Πρόεδρος της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος.

Εισηγητές στην εκδήλωση, που συντόνισε ο Παναγιώτης Περάκης, Πρόεδρος του CCBE, ήταν οι:

-Deborah Enix-Ross, τ. Πρόεδρος του Αμερικάνικου Δικηγορικού Συλλόγου – ABA (American Bar Association)

- Michel Benichou, πρώην Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Γκρενόμπλ και πρώην Πρόεδρος του CCBE (Συμβούλιο των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρώπης)

-Dr. Christian Lemke, Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αμβούργου

-Imbi Jürgen, Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Εσθονίας

Στο κανάλι του ΔΣΑ στο youtube όλη η εκδήλωση, στην διεύθυνση

Διαβάστε την ομιλία του Προέδρου του ΔΣΑ Δημήτρη Βερβεσού:


Εκδήλωση Ολομέλειας 24.11.2023
Ομιλία Προέδρου Δ. Βερβεσού

Είναι ξεχωριστή τιμή και χαρά να σας καλωσορίζω στη
σημερινή σημαίνουσα εκδήλωση της Ολομέλειας των
Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, που
πραγματοποιείται επ’ ευκαιρία της συνεδρίασης της
Ολομέλειας του Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων της
Ευρώπης (CCBE) στην Αθήνα, με θέμα το παρόν και το μέλλον
της δικηγορίας στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο.
Ευχαριστώ θερμά τους εκλεκτούς εισηγητές που μας τιμούν με
την παρουσία τους:

-την κ. Deborah Enix-Ross, τ. Πρόεδρο του Αμερικάνικου
Δικηγορικού Συλλόγου – ABA (American Bar Association),
- τον κ. Michel Benichou, πρώην Πρόεδρο του Δικηγορικού
Συλλόγου της Γκρενόμπλ και πρώην Πρόεδρο του CCBE,
- τον κ. Christian Lemke, Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου
Αμβούργου
-την κ. Imbi Jürgen, Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου
Εσθονίας, αλλά και τον
- τον κ. Παναγιώτη Περάκη, Πρόεδρο του CCBE, που θα
συντονίσει την εκδήλωση.

Ευχαριστώ τέλος, όλους εσάς, τους συνοδοιπόρους στην
Ολομέλεια, Προέδρους των Ελληνικών Δικηγορικών Συλλόγων,
για την παρουσία σας.

Έχουμε σήμερα μια σπάνια ευκαιρία ανοιχτού διαλόγου με
συναδέλφους από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη για να
αναστοχαστούμε σχετικά με το παρόν και το μέλλον της
δικηγορίας. Από την πλευρά μου θα αναφερθώ πρωτίστως
στην πραγματικότητα που βιώνει το ελληνικό δικηγορικό
σώμα, αξιολογώντας τις προκλήσεις και τις προοπτικές υπό το
φως της διεθνούς εμπειρίας.

Ζούμε αναμφίβολα σε μια δύσκολη εποχή. Μια εποχή
επαγγελματικής στασιμότητας και συλλογικής ανασφάλειας.
Πορευόμαστε, πλέον, εδώ και πάνω από μια δεκαετία σε
καθεστώς συνεχούς κρίσης (οι αγγλοσάξονες κάνουν πλέον
λόγο για «perma-crisis»), που επηρεάζεται όχι μόνο από τη
διεθνή συγκυρία, αλλά και από τις ελληνικές ιδιαιτερότητες:
μνημόνια, πανδημία, πληθωρισμός, ενεργειακή κρίση και
εσχάτως μια άνευ προηγουμένου φορολογική επιδρομή, μας
φέρνουν αντιμέτωπους με μια δυστοπική πραγματικότητα,
μέσα στην οποία καλούμαστε να δραστηριοποιηθούμε
επαγγελματικά, να ασκήσουμε το λειτούργημά μας με
αξιοπρέπεια και υπευθυνότητα και να συμβάλουμε στην
απονομή της δικαιοσύνης, ως ισότιμοι συλλειτουργοί της.

Θέλω να σταθώ στα φορολογικά μέτρα, όχι μόνο γιατί η
σημερινή εκδήλωση γίνεται δύο μέρες μετά τη μεγαλειώδη
πορεία και συγκέντρωση διαμαρτυρίας των δικηγόρων και
λοιπών ελευθέρων επαγγελματιών, και μία μέρα μετά την
κήρυξη γενικής αποχής από τα καθήκοντά μας, αλλά και γιατί
πιστεύω ότι τα προωθούμενα μέτρα αποτελούν διεθνή
παραφωνία, μια άστοχη, αλυσιτελή και αδόκιμη απόπειρα
αύξησης των φορολογικών εσόδων του κράτους σε βάρος των
ελευθέρων επαγγελματιών και επιστημόνων. Τη στιγμή που
σε όλον τον κόσμο οι φορολογικές αρχές επιδιώκουν να
συλλάβουν φορολογητέα ύλη με εξακριβώσεις στοιχείων και
τη βοήθεια της τεχνολογίας, η ελληνική κυβέρνηση επιλέγει το
καταφανώς άδικο και αντισυνταγματικό μέτρο των τεκμηρίων.
Χρησιμοποιεί έναν αυθαίρετο αλγόριθμο για να προσδιορίσει
το φορολογητέο εισόδημα του ελεύθερου επαγγελματία
χρησιμοποιώντας ως αφετηρία το εισόδημα των μισθωτών με
συνυπολογισμό των ασφαλιστικών κρατήσεων και με
προσαυξήσεις αναλόγως των ετών επαγγελματικής
δραστηριότητας και του μέσου όρου των εσόδων του κλάδου.
Προκύπτει με την μέθοδο αυτή ένα τεκμαρτό, δηλαδή
ανύπαρκτο, εισόδημα επί του οποίου υπολογίζεται ο
οφειλόμενος φόρος σε προφανή αναντιστοιχία με την
φοροδοτική ικανότητα του υπόχρεου.

Την ίδια στιγμή τα υψηλά εισοδήματα και οι εταιρείες μένουν στο απυρόβλητο και η στόχευση εστιάζεται μονομερώς στους πιο αδύναμους οικονομικά επαγγελματίες οι οποίοι καλούνται να επωμιστούν τις κυβερνητικές αβελτηρίες.

Ας σημειωθεί ότι, το νέο τεκμήριο
που εισάγεται προστίθεται σε άλλα δύο ισχύοντα τεκμήρια,
δηλαδή τα τεκμήρια διαβίωσης και το τέλος επιτηδεύματος
που επιβάλλεται οριζόντια σε όλους τους ελεύθερους
επαγγελματίες με αποτέλεσμα η φορολογική βάση να
καταλήγει να είναι εντελώς πλασματική και να εξωθεί βίαια
εκτός επαγγέλματος πλειάδα επιστημόνων ελευθέρων
επαγγελματιών που αδυνατούν αντικειμενικά να
ανταποκριθούν σε παρόμοιες παράλογες φορολογικές
απαιτήσεις.


Αρκεί να αναλογιστούμε τους 12.977 δικηγόρους
που έχουν μεταφέρει την επαγγελματική τους έδρα στο σπίτι
τους, καθώς αδυνατούν να καλύψουν τα έξοδα δικηγορικού
γραφείου το 33% του σώματος που έχει υπαχθεί σε ρύθμιση
οφειλών, καθώς αδυνατεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις
του (ενώ άγνωστος παραμένει ο αριθμός εκείνων που έχουν
απωλέσει τις ρυθμίσεις)· τις νέες μητέρες που εργάζονται
περιστασιακά, δίδοντας βάρος στην ανατροφή των τέκνων
τους· τους νέους συναδέλφους που κάνουν μεταπτυχιακές
σπουδές ή προετοιμάζονται για τις εξετάσεις εισαγωγής στο
δικαστικό σώμα και δεν εργάζονται· τους δικηγόρους που
έχουν άλλες πηγές εισοδημάτων (π.χ. από ακίνητη περιουσία),
χωρίς να εργάζονται και διατηρούν την ιδιότητα για να έχουν
ασφάλιση. Όλοι αυτοί θα κληθούν να φορολογηθούν, επί
ανύπαρκτων εισοδημάτων, σε εφαρμογή της ισοπεδωτικής
λογικής «καλύτερα λίγα από τους πολλούς, παρά πολλά απ’
τους λίγους».

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η κυβέρνηση εξακολουθεί να
μην νομοθετεί το μοναδικό μνημονιακό μέτρο, που δεν
εφαρμόστηκε, δηλαδή την επέκταση του ορίου απαλλαγής
από το ΦΠΑ από τις 10.000€ στις 25.000€. Πρόκειται για άλλη
μια ατυχή διεθνή εξαίρεση καθώς σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη
το όριο απαλλαγής από το ΦΠΑ έχει τεθεί σε πολύ υψηλότερα
επίπεδα.

Απέναντι στα μέτρα αυτά, το δικηγορικό σώμα συγκρότησε
μέτωπο αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών
και διατράνωσε την καθολική του αντίθεση. 

Την Τετάρτη πραγματοποιήθηκε, όπως σας είπα, μεγαλειώδης
συγκέντρωση και πορεία διαμαρτυρίας στο Υπουργείο
Οικονομικών και μόλις χτες, ως ύστατο μέσο διαμαρτυρίας
αποφασίσαμε καθολική αποχή, με σκληρό πλαίσιο, από τα
καθήκοντά μας. 

Σήμερα το πρωί στο πλαίσιο των δράσεων
μας μοιράσαμε σε όλες τις αντιπροσωπείες που συμμετείχαν
στις εργασίες του CCBE, σχετικό κείμενο διαμαρτυρίας κατά
των κυβερνητικών μέτρων, με το οποίο ζητούμε τη στήριξη και
αλληλεγγύη του ευρωπαϊκού δικηγορικού σώματος. Με
όλους τους συναδέλφους, εντός και εκτός της χώρας, με
συνδέει ακατάλυτος δεσμός, συνεκτικός αρμός του οποίου
είναι η υπεράσπιση της ανεξαρτησίας του δικηγορικού
λειτουργήματος και του αυθύπαρκτου ρόλου του δικηγόρου
ως διακριτού και ισότιμου συλλειτουργού της Δικαιοσύνης,
αναγκαίου για την εμπραγμάτωση του δικαιώματος δικαστικής
προστασίας των πολιτών. Κάθε επίθεση κατά δικηγόρων,
οπουδήποτε και αν γίνεται, συνιστά επίθεση στον κοινό
νομικό μας πολιτισμό, και γι’ αυτό πρέπει να αντιμετωπίζεται
με ενότητα, αποφασιστικότητα και ομοψυχία.

Αφιστάμενοι επ’ ολίγον από τα στοιχεία της επικαιρότητας,
που δικαιολογημένα μονοπωλούν το ενδιαφέρον παρ’ ημίν,
έχουμε καθήκον να αφουγκραζόμαστε τους τρόπους
μετεξέλιξης της δικηγορίας, να προβληματιζόμαστε για τα νέα
χαρακτηριστικά που προσλαμβάνει συν τω χρόνω, και να
προτείνουμε λύσεις και διεξόδους για το μέλλον. Βιώνουμε,
άλλωστε, μια εποχή συνεχών προκλήσεων, αντιθέσεων και
ανατροπών, μεταξύ οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής
κρίσης απ’ τη μια, και απρόβλεπτης τεχνολογικής
επανάστασης απ’ την άλλη. Η κατάσταση αυτή δεν είναι, και
δεν θα μπορούσε να είναι, άμοιρη συνεπειών για το
δικηγορικό σώμα, που αποτελεί άλλωστε ζωντανό κομμάτι της
κοινωνίας. Ο δικηγόρος αισθάνεται περικυκλωμένος από
πλειάδα ενδογενών εμποδίων, που αφορούν στην άσκηση του
λειτουργήματός του, όπως η γραφειοκρατία, οι καθυστερήσεις
στην απονομή της δικαιοσύνης (όπου η Ελλάδα, όπως είχα την
ευκαιρία να πω σήμερα και στο CCBE κατέχει θλιβερή
ευρωπαϊκή πρωτιά), η πολυνομία και η κακονομία, αλλά και
εξωγενών, όπως η συρρίκνωση των αμοιβών, ο δικηγορικός
πληθωρισμός, και η εχθρική συχνά στάση της Πολιτείας, αλλά
και μικρής μερίδας των δικαστικών λειτουργών. Η κατάσταση
αυτή αποτελεί θρυαλλίδα στα θεμέλια της ελληνικής
δικαιοσύνης, καθώς η ανεξάρτητη δικαιοσύνη και η ακώλυτη
και αποτελεσματική πρόσβαση του πολίτη σ’ αυτήν,
προϋποθέτει αφ’ ενός δικηγόρους που ασκούν το λειτούργημά
τους με όρους αξιοπρέπειας και ανεξαρτησίας και αφ’ ετέρου
ισχυρούς και ανεξάρτητους δικηγορικούς συλλόγους.
Ο πρώτος παράγοντας που μεταλλάσσει τη δικηγορία σήμερα
ραγδαία είναι ο αναμφισβήτητος υπερπληθωρισμός
δικηγόρων. Ξεκινώ με τους αριθμούς, που καλό είναι να τους
έχουμε πάντοτε υπ’ όψιν:

Το δικηγορικό σώμα στην Ελλάδα αυξάνεται διαρκώς,
φτάνοντας το 2023 τους 46.261 δικηγόρους (εκ των οποίων οι
24.388 στην Αθήνα).
Το 2023 καταγράφονται 1.322 νέες εγγραφές δικηγόρων, ενώ
από το σώμα εξήλθαν 815, δηλ. υπάρχει θετική μεταβολή
(καθαρή αύξηση) κατά 507 συναδέλφους. Τα προηγούμενα
χρόνια οι αντίστοιχοι αριθμοί ήταν, 1535 (το 2021) και 724 (το
2022).

Παράλληλα, το 2023 καταγράφονται 997 δικηγορικές εταιρείες
με 5.531 εταίρους, 704 εμμίσθους και 3.299 συνεργάτες.
Επίσης οι έμμισθοι συνάδελφοι (σε άλλους φορείς, πλην
δικηγορικών εταιριών) ανέρχονται σε 5.985. Όσον αφορά στο
φύλο, παρατηρούμε ότι οι γυναίκες δικηγόροι αποτελούν
πλέον την πλειοψηφία με ποσοστό 59,97% το 2023, έναντι
40,03% των ανδρών. Σε ό,τι αφορά την ηλικιακή κατανομή, το
μεγαλύτερο ποσοστό 26,72% των δικηγόρων είναι ηλικίας έως
35 ετών, ενώ ακολουθούν οι ηλικίες 36-45 με 26,28% και 46-55
με 24,64%. Οι άνω των 65 ετών αποτελούν το 6,43%.

Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους δικηγορικούς
πληθυσμούς, αναλογικά με τον γενικό πληθυσμό,
πανευρωπαϊκά, καθώς η Ελλάδα κατατάσσεται τρίτη ανάμεσα
στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με περίπου 400
δικηγόρους ανά 100.000 κατοίκους. Πρώτο σε αριθμό
δικηγόρων είναι το Λουξεμβούργο (500 δικηγόροι ανά
100.000) και 2η η Κύπρος με 470 ανά 100.000 άτομα. Τους
λιγότερους αναλογικά δικηγόρους έχει η Σουηδία, με λίγο
περισσότερους από 50 δικηγόρους ανά 100.000 κατοίκους.

Η εξήγηση του φαινομένου δεν είναι μονοσήμαντη. Μερικοί
παράγοντες που εξηγούν τα αριθμητικά δεδομένα θα
μπορούσαν να είναι: α) ότι το δικηγορικό επάγγελμα, παρά τις
επιθέσεις που δέχεται, παραμένει ελκυστικό μεταξύ των νέων,
οι οποίοι σταθερά κατατάσσουν τις νομικές σχολές μεταξύ των
πρώτων προτιμήσεών τους, β) ότι παρατηρείται αθρόα εισροή
δικηγόρων από νομικές σχολές της αλλοδαπής ιδίως της
Κύπρου αλλά και άλλων ευρωπαϊκών κρατών, υπό την
επίδραση της ενωσιακής και ημεδαπής νομολογίας για την
αθρόα ακαδημαϊκή και επαγγελματική αναγνώριση των τίτλων
σπουδών, γ) η διαχρονική ευκολία εισαγωγής στον κλάδο
μετά την κατάργηση του numerus clausus, και τον αυξανόμενο
βαθμό ευκολίας των εξετάσεων ασκουμένων, στοιχείο που
έχει αρχίσει να ανατρέπεται υπό το νέο καθεστώς διενέργειας
πανελληνίου διαγωνισμού υποψηφίων δικηγόρων από την
Ολομέλεια των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας.
Πολλοί κατατάσσουν στους σχετικούς παράγοντες και την
φίλερι διάθεση των Ελλήνων η οποία ευνοεί τον
πολλαπλασιασμό των αντιδικιών. Σημειώνω ότι δεν
συμμερίζομαι πλήρως την άποψη αυτή καθώς τα τελευταία
χρόνια η οικονομική κρίση, και η σταθερή αύξηση των
δικαστικών δαπανημάτων από την πολιτεία, έχει στερήσει τη
δυνατότητα δικαστικής προσφυγής από μεγάλη μερίδα
συμπολιτών μας, ιδίως τους πλέον οικονομικά αδύναμους.
Εξάλλου, δεν είναι σπάνιο πλέον το φαινόμενο σε ποινικές
δίκες όπου δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση συνηγόρου
(στα πλημμελήματα) μεγάλος αριθμός κατηγορουμένων να
δικάζεται χωρίς συνήγορο.

Μοιραία, ο δικηγορικός υπερπληθωρισμός οδηγεί σε
συμπίεση των δικηγορικών αμοιβών, συνθήκες έντονου
ανταγωνισμού, αλλά και οικονομικής αδυναμίας πολλών
συναδέλφων.

Τα αριθμητικά δεδομένα είναι και πάλι αποκαλυπτικά:

 9.696 (21,55%) δικηγόροι δεν εξέδωσαν κανένα
γραμμάτιο το 2023 (δηλ. δεν έκαναν καμία δικηγορική
πράξη),
 12.806 (28,46%) εξέδωσαν γραμμάτια με ποσό
αναφοράς έως 9.000€,
 4.110 (9,13%) εξέδωσαν γραμμάτια με ποσό αναφοράς
9.000€ - 15.000€ και
 18.390 (40,86%) εξέδωσαν γραμμάτια με ποσό αναφοράς
πάνω από 15.000€. Δηλ. 50% του σώματος είτε δεν είχε
καμία δικηγορική πράξη, είτε είχε δραστηριότητα με
ποσό αναφοράς κάτω από 9.000€.
Τα δεδομένα είναι παρόμοια και για τα προηγούμενα έτη.
Ενδεικτικά το 2022, όπου διαθέτουμε δεδομένα 12μήνου:
 8.840 (20,00%) δεν εξέδωσαν κανένα γραμμάτιο,
 12.731 (28,80%) εξέδωσαν γραμμάτια με ποσό
αναφοράς έως 9.000€,
 4.144 (9,38%) εξέδωσαν γραμμάτια με ποσό αναφοράς
9.000€ - 15.000€ και
11
 18.485 (41,82%) εξέδωσαν γραμμάτια με ποσό αναφοράς
πάνω από 15.000€.

Κοιτώντας μέλλον και με δεδομένο ότι η τάση αυτή είναι
δύσκολο να ανατραπεί, η άμβλυνση του προβλήματος μπορεί
να αναζητηθεί στις μεταπτυχιακές σπουδές υψηλού επιπέδου
και στην επιστημονική και επαγγελματική εξειδίκευση, στην
οποία οι δικηγορικοί σύλλογοι μπορούν να διαδραματίσουν
προεξάρχοντα ρόλο με την υποστήριξη των μελών τους και την
διοργάνωση εκπαιδεύσεων και σεμιναρίων υψηλού επιπέδου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα σεμινάρια του ΔΣΑ (40 ωρών) για
την απόκτηση δεξιοτήτων Υπεύθυνων Προσωπικών Δεδομένων
σε συνεργασία με την Αρχή Προστασίας Προσωπικών
Δεδομένων είχαν τεράστια απήχηση όπως και τα σεμινάρια
ποινικού δικαίου και ποινικής δικονομίας για την εξοικείωση
των συναδέλφων με τους νέους κώδικες που εισήχθησαν το
2019. Μερική ανάσχεση του προβλήματος προσφέρουν
επίσης, τα συνεργατικά σχήματα, οι δικηγορικές εταιρίες,
αλλά και οι συνεργασίες με το εξωτερικό. Για την υποστήριξη
μάλιστα των νέων συναδέλφων στα πρώτα τους βήματα
φροντίσαμε την εξασφάλιση ευρωπαϊκών πόρων (ΕΣΠΑ 2021-
2027), τόσο για την ίδρυση δικηγορικών γραφείων όσο και για
τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους και την ενίσχυση
ψηφιακών δεξιοτήτων των συναδέλφων.

Ταυτόχρονα χρειαζόμαστε θεσμικές τομές που θα επιτρέψουν
την επιβίωση του κλάδου με όρους αξιοπρέπειας στο μέλλον.
Ο Κώδικας Δικηγόρων έχει κλείσει μια δεκαετία ζωής κατά τη
διάρκεια της οποίας υπήρξαν εμβαλωματικού τύπου
παρεμβάσεις, πλην όμως δεν έγινε συνολική αποτίμηση της
εφαρμογής του ούτε εκπονήθηκε ένα συνεκτικό σχέδιο
αναθεώρησης του. Σημαντικές διατάξεις χρήζουν
αναθεώρησης. Αναφέρομαι ενδεικτικά :
α) στο εύρος των ασυμβίβαστων που δικαιολογούνται στο
μέτρο που επιβάλλονται από την φύση της δικηγορίας ως
άμισθου δημόσιου λειτουργήματος αλλά δεν μπορούν να
εξικνούνται πέραν του αναγκαίου μέτρου,
β) στις διατάξεις σχετικά με τους έμμισθους συναδέλφους
όπου παρά τις βελτιωτικές παρεμβάσεις για τα θεσμικά
ζητήματα δεν έχουν αντιμετωπιστεί όπως έπρεπε τα
οικονομικά αιτήματα του κλάδου (αύξηση αποδοχών:
μισθολογική εξέλιξη, ωριμάνσεις, μεταπτυχιακά,
αποζημιώσεις),
γ) στις διατάξεις για την πειθαρχική δικαιοδοσία που πρέπει
να περιφρουρούν το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος
και να απομονώνουν αξιόμεπτες συμπεριφορές, αλλά και
δ) στα διατάξεις περί αμοιβών και στα ποσά των γραμματίων,
που χρήζουν επανεξέτασης.

Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να εξεταστούν τα ζητήματα που
αφορούν τη δικηγορική ύλη. Αναφέρομαι κατ’ αρχάς
καθιέρωση υποχρεωτικής παράστασης, άλλως την
καθιέρωση πιστοποιητικού ελέγχου συνδρομής νομικών
προϋποθέσεων (νομικού ελέγχου) στις εμπράγματες
δικαιοπραξίες, καθώς και σε ορισμένες κατηγορίες ενοχικών
συμβάσεων σημαντικού αντικειμένου. Ο νομικός έλεγχος
καθίσταται ακόμη περισσότερο αναγκαίος σε μια περίοδο
πληθωριστικής πίεσης και οικονομικής αβεβαιότητας, όπου η
Πολιτεία έχει χρέος να στηρίξει την οικονομία και να ενισχύσει
την εμπιστοσύνη στις συναλλαγές. Παράλληλα, θωρακίζοντας
τις συναλλαγές υψηλού οικονομικού αντικειμένου, αποτρέπει
τις μελλοντικές αντιδικίες, καταλήγοντας σε αποσυμφόρηση
των δικαστηρίων και επιτάχυνση της απονομής της
Δικαιοσύνης. Πρόκειται για θεσμική τομή με πολλαπλά οφέλη
για την κοινωνία και τους πολίτες, που έχει έρθει η ώρα να
λάβει σάρκα και οστά.
Έπειτα, σε συνάρτηση με το ζητούμενο της επιτάχυνσης στην
απονομή της δικαιοσύνης, τη χαίνουσα πληγή του ελληνικού
δικαστικού συστήματος, πρέπει να επιδιωχθεί η ελευθέρωση
δικαστών από υπάρχουσα ύλη και την αποφόρτιση των
δικαστηρίων από ομάδες υποθέσεων που δεν έχουν
δικαιοδοτική κρισιμότητα. Προς τούτο πρέπει να συζητηθεί η
μεταφορά ύλης στους δικηγόρους, ενδεικτικά σε περιπτώσεις
όπως η έκδοση διαταγών πληρωμής, διαταγών απόδοσης της
χρήσης μισθίου, η εγγραφή σωματείων, η έκδοση
κληρονομητηρίου, η αποδοχής κληρονομιάς, η εγγραφή και
ανάκληση συναινετικής προσημείωσης υποθήκης κλπ.

Ανησυχητικές είναι επίσης οι προσπάθειες που καταβάλλονται
σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο να τρωθεί το δικηγορικό
απόρρητο, και για το λόγο αυτό, απαιτείται εγρήγορση του
σώματος, τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο. Υπό
το πρόσχημα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και του
ξεπλύματος χρήματος (με αφετηρία την 4η Οδηγία για το
ξέπλυμα βρώμικου χρήματος), αλλά και της εξυπηρέτησης των
εισπρακτικών αναγκών των φορολογικών μηχανισμών, τα
κράτη μέλη και η ΕΕ υποβαθμίζουν συχνά τη σημασία του
δικηγορικού απορρήτου, και δέχονται με ευκολία να το
θυσιάζουν μπροστά σε άλλες σκοπιμότητες.
Ευτυχώς, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει εκδώσει
σημαντικές αποφάσεις που προστατεύουν το απόρρητο.
Ιδιαιτέρως αξίζει να επισημανθεί η πρόσφατη απόφαση του
ΔΕΕ στην υπόθεση C - 694/20 της 8ης Δεκεμβρίου 2022, η
οποία εκδόθηκε επ’ αφορμή αιτήσεως ακυρώσεως της
Ενώσεως Φλαμανδικών Δικηγορικών Συλλόγων και λοιπών
Βέλγων Δικηγόρων στο Συνταγματικό Δικαστήριο του Βελγίου.
Το ΔΕΕ έκρινε ως ανίσχυρη τη διάταξη της Οδηγίας για τη
διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας που
προέβλεπε την υποχρέωση του δικηγόρου να γνωστοποιεί τις
πληροφορίες αυτές σε κάθε άλλον ενδιάμεσο ο οποίος δεν
είναι πελάτης του. Το ΔΕΕ προβαίνει, μάλιστα, σε μία διπλή
νομολογιακή διεύρυνση του δικαιώματος πρόσβασης στη
δικαιοσύνη. Εντάσσει σε αυτήν και τις δικηγορικές υπηρεσίες,
τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις, αλλά και την
συμβουλευτική δικηγορία κάθε μορφής (πέραν των
καθηκόντων του συνηγόρου υπεράσπισης). Κατά τη
χαρακτηριστική διατύπωση της απόφασης, ο δικηγόρος δεν θα
είναι σε θέση να διασφαλίσει την προσήκουσα εκπλήρωση της
αποστολής του για παροχή συμβουλών, υπεράσπισης και
εκπροσώπησης του εντολέα του, ο οποίος θα στερείτο των
δικαιωμάτων της δίκαιης δίκης «αν ο δικηγόρος όφειλε, είτε
κατά τον προ της ένδικης διαδικασίας χρόνο είτε κατά τη
διάρκεια αυτής, να συνεργάζεται με τις δημόσιες αρχές,
διαβιβάζοντας σε αυτές πληροφορίες που περιήλθαν σε γνώση
του κατά τις πραγματοποιηθείσες στο πλαίσιο μιας τέτοιας
διαδικασίας νομικές διαβουλεύσεις».

Περνώ τώρα σε έναν πρόσθετο παράγοντα που επηρεάζει το
δικηγορικό λειτούργημα και την ποιότητα της δικαιοσύνης: τη
χρήση των νέων τεχνολογικών μέσων.

Αποτελεί διαχρονική, εδραία πεποίθησή μου ότι η
ηλεκτρονική δικαιοσύνη είναι μονόδρομος για την πρόοδο της
ελληνικής δικαιοσύνης, αλλά και για την κάμψη των
γραφειοκρατικών αγκυλώσεων που θέτει το κεντρικό Κράτος
και η Δημόσια Διοίκηση.

Οι μέχρι σήμερα δράσεις μας αποτελούν νομίζω κεκτημένο για
όλους τους παράγοντες της Δικαιοσύνης. Αναφέρομαι ιδίως :
α) στη δωρεάν χορήγηση ψηφιακών υπογραφών
απομακρυσμένης πρόσβασης στους Δικηγόρους· β) στις
εφαρμογές διαλειτουργικότητας μεταξύ του πληροφοριακού
συστήματος της Ολομέλειας και των πληροφοριακών
συστημάτων του δημοσίου (διαδικτυακό σύστημα λήψης
ηλεκτρονικών δικαστικών αποφάσεων, προτάσεων και
πρακτικών για υποθέσεις πολιτικής δικαιοσύνης του
πρωτοδικείου αθηνών, ηλεκτρονική καταχώριση ενόρκων
βεβαιώσεων ενώπιον δικηγόρου, παρακολούθηση σε
πραγματικό χρόνο της ροής μήνυσης, ηλεκτρονική υποβολή
αιτήσεων που αφορούν στις ποινικοδικονομικές δίκες,
διασύνδεση με το πληροφοριακό σύστημα του Κτηματολογίου
για την ηλεκτρονική καταχώριση εγγραπτέων πράξεων και
αποφάσεων από δικηγόρους, την ηλεκτρονική υποβολή
αιτήσεων για τη χορήγηση πιστοποιητικών, διαγραμμάτων και
λοιπών στοιχείων και τη δυνατότητα απομακρυσμένου
ελέγχου τίτλων, και βεβαίως γ) στη σημαντικότερη
ηλεκτρονική εφαρμογή , την ηλεκτρονική κατάθεση
δικογράφων στα διοικητικά δικαστήρια και σε αυξανόμενο
αριθμό διαδικασιών στην πολιτική δικαιοσύνη.

Η κατακόρυφη αύξηση των ηλεκτρονικών καταθέσεων δείχνει
πόσο αναγκαία είναι για τους δικηγόρους η μετάβαση στην εξ
ολοκλήρου ηλεκτρονική συναλλαγή με τις δικαστικές
γραμματείες. Σας διαβάζω ορισμένους αριθμούς που έχουμε
συγκεντρώσει μέσω του portal.olomeleia.gr οι οποίοι είναι
εύγλωττοι:

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΩΝ ΕΤΩΝ 2019
ΕΩΣ 2023


Παρά την πρόοδο που δείχνουν οι αριθμοί, επισημαίνω τρεις
βασικές ελλείψεις του συστήματος ηλεκτρονικής κατάθεσης,
που πρέπει να διορθωθούν άμεσα:

Πρώτον, δεν έχει προχωρήσει όπως θα έπρεπε το έργο του
ΟΣΔΔΥ ΠΠ – Β’ Φάση, με αποτέλεσμα να παραμένουν εκτός
συστήματος ηλεκτρονικής κατάθεσης α) τα δικαστήρια της
περιφέρειας (ήτοι όλα πλην Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πειραιά
και Χαλκίδας) και β) πολύ σημαντικές διαδικασίες της
πολιτικής δικαιοσύνης: η εκουσία, τα ασφαλιστικά μέτρα, οι
διαταγές πληρωμής, οι διαταγές απόδοσης μισθίου, οι
υποθέσεις οικογενειακού όπου υπάρχουν προκαταβλητέα
έξοδα, οι Προσθήκες, Προσεπικλήσεις, οι παρεμβάσεις, και ο
προσδιορισμός έφεσης και αναίρεσης.

Δεύτερον, στα Διοικητικά Δικαστήρια παραμένουν εκτός
ηλεκτρονικής κατάθεσης τα δικόγραφα πλην του
εισαγωγικού (Παρεμβάσεις, Υπομνήματα, Σχετικά, αλλά και
αιτήσεις και πιστοποιητικά).

Τρίτον, και στα πολιτικά και στα διοικητικά δικαστήρια, η
ηλεκτρονική διαδικασία είναι κόλουρη. Διότι και στις δύο
περιπτώσεις τα ηλεκτρονικώς κατατεθειμένα δικόγραφα
εκτυπώνονται στο δικαστήριο και διακινούνται χειρόγραφα,
ενώ ομοίως οι αποφάσεις τυπώνονται και υπογράφονται
χειρόγραφα, προτού σκαναριστούν εκ νέου. Η αδόκιμη αυτή
συνύπαρξη ηλεκτρονικής και έγχαρτης διαδικασίας
συνεπάγεται αυξημένο κόστος για τον δικηγόρο που καλείται
να καταβάλει εξ ιδίων το κόστος εκτύπωσης, αδικαιολόγητη
περιβαλλοντική επιβάρυνση αλλά και μεγάλες
καθυστερήσεις. Είναι προφανές ότι πρέπει πλέον να
περάσουμε σε ένα εξ ολοκλήρου ηλεκτρονικό σύστημα
διακίνησης των εγγράφων, όπου όλοι οι παράγοντες της δίκης
-δικηγόροι, γραμματείς και δικαστές- θα είναι εφοδιασμένοι
με ψηφιακές υπογραφές και θα μπορούν να υπογράφουν και
να διακινούν τα έγγραφα με ψηφιακά και όχι έγχαρτα μέσα.
Εν τέλει, ζητούμενο είναι να θεσμοθετηθεί η ψηφιακή θυρίδα
δίκης, όπου όλο το υλικό της δικογραφίας θα εισφέρεται και
θα τυγχάνει επεξεργασίας ψηφιακά, με πρόσβαση όλων των
παραγόντων της δίκης κατά τους δικονομικούς κανόνες.

Περνώ τώρα στο δεύτερο μείζον για τη δικαιοσύνη σημείο
τομής με την τεχνολογία: την αλληλεπίδραση του δικαίου και
της τεχνητής νοημοσύνης. Είναι αλήθεια ότι η ανθρωπότητα
βρίσκεται σε έναν τεχνολογικό ίλιγγο, που έχει εσχάτως
επιταθεί υπό την καταλυτική επίδραση της τεχνητής
νοημοσύνης. Το ερώτημα που εγείρεται είναι προφανές:
αρμόζει και εάν ναι σε ποιο βαθμό η χρήση της τεχνητής
νοημοσύνης στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης;
Η Δικαιοσύνη ως θεσμός και δημόσια λειτουργία συνδεόμενη
με την απονομή του δικαίου σε μία συγκεκριμένη κοινωνία σε
συγκεκριμένο χρόνο δεν αποτελεί το αποτέλεσμα τεχνικών
πράξεων με μαθηματικά και υπολογιστικά χαρακτηριστικά
ούτε απλή εξαγωγή συμπερασμάτων βάσει δεδομένων, αλλά
μία περίπλοκη και σύνθετη νοητική διαδικασία. Στη
διαδικασία αυτή, αφενός, συγκρίνονται και εκτιμώνται η
βαρύτητα και η αξιοπιστία αντικρουόμενων αποδεικτικών
μέσων και, αφετέρου, ερμηνεύονται κανόνες δικαίου και
εφαρμόζονται αόριστες νομικές έννοιες, όπως της
αναλογικότητας, της επιείκειας, των χρηστών ηθών, της καλής
πίστης, των διδαγμάτων της κοινής πείρας, της κατάχρησης
δικαιώματος, του καλώς εννοούμενου συμφέροντος του
τέκνου, της στάθμισης των συμφερόντων κοκ.
Επιπλέον, η δικαστική απόφαση ως αποτέλεσμα της
δικαιοδοτικής διαδικασίας για να είναι πλήρης δεν αρκεί να
περιέχει μόνο το συμπέρασμα αυτής, δηλαδή το διατακτικό,
αλλά πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία
χωρίς αντιφάσεις με υποχρεωτική δημοσίευση της γνώμης της
μειοψηφίας, όπως το ίδιο το Σύνταγμα απαιτεί (93 παρ. 3). Και
αυτό για να μπορεί να ελέγχεται όλη η διαδικασία του
δικανικού συλλογισμού, δηλαδή ο τρόπος που παρήχθη το
αποτέλεσμα αυτό. Η απονομή της δικαιοσύνης είναι, λοιπόν,
βαθύτατα ανθρωποκεντρική διαδικασία, το δε Σύνταγμα
επιφυλάσσει λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία για τους
δικαστές για τη διασφάλιση της ελευθερίας της σκέψης και
των αποφάσεων τους.
Νομίζω ότι τα θεμελιώδη αυτά χαρακτηριστικά θέτουν και τα
όρια θεμιτής χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης στη
δικαιοσύνη. Σε οργανωτικό και διαδικαστικό επίπεδο τα
εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να είναι βοηθητικά.
Π.χ. ένα εργαλείο τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσε να
συνδράμει στον υπολογισμό του αριθμού των υποθέσεων
προς προσδριορισμό ανά πινάκιο. Ομοίως, σημαντική θα ήταν
η συμβολή της προς ενίσχυση των μηχανών αναζήτησης των
νομικών βάσεων δεδομένων, π.χ. με χρήση με φυσικής
γλώσσας και βελτιστοποίηση της νομολογιακής έρευνας. Από
την άλλη πλευρά, δικαιοκρατικοί λόγοι με εδραία
συνταγματική θεμελίωση αποκλείουν τη μετατροπή της
τεχνολογίας, έστω και «ευφυούς» σε αυτόνομο υποκείμενο
λήψης απόφασης. Η αξιολόγηση των αποδείξεων, η
κατάστρωση του δικανικού συλλογισμού και η υπαγωγή
σκέψη που αποτελεί τη διανοητική του κορύφωση, δεν
μπορούν και δεν πρέπει να μετατραπούν σε αλγοριθμική
κρίση. Ένας αλγόριθμος δεν μπορεί και κυρίως δεν πρέπει να
αξιολογεί τις αντικρουόμενες μαρτυρικές καταθέσεις, να
ερμηνεύει διατάξεις νόμου, να εφαρμόζει τις θεμελιώδεις
αρχές δικαίου και να εξειδικεύσει κατά περίπτωση τις αόριστες
νομικές έννοιες. Παράλληλα, η τεχνητή νοημοσύνη έχει ως
βασική λειτουργία την αναζήτηση μοτίβων και την
αναπαραγωγή τους. Στον αντίποδα, η νομολογία δεν μπορεί
είναι στατική. Οφείλει να εξελίσσεται και να ανταποκρίνεται
στο διαρκώς μεταβαλλόμενο νομικό και κοινωνικό
περιβάλλον με το οποίο βρίσκεται σε συνεχή διάλογο. Ως
δικηγορικό σώμα θεωρούμε ύψιστης σημασίας την προάσπιση
του ανθρωποκεντρικού δικαιοκρατικού συστήματος
απονομής της δικαιοσύνης από το φυσικό δικαστή.
Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να τεθεί στο δημόσιο
διάλογο, και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η ανάγκη υιοθέτησης
ομοιόμορφου νομικού πλαισίου από τα αρμόδια εθνικά,
ευρωπαϊκά και διεθνή όργανα που να διασφαλίζει ότι
οποιαδήποτε χρήση εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης στον
τομέα της δικαιοσύνης θα γίνεται με σεβασμό στις αρχές της
δημοκρατίας, της διαφάνειας, της δίκαιης δίκης, των
θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, του τεκμηρίου
αθωότητας και της απαγόρευσης διακρίσεων, καθώς και με
τρόπο τέτοιο που να εγγυάται πάντοτε την παρουσία του
φυσικού δικαστή και τον έλεγχο των αποφάσεων από αυτόν.
Η Δικαιοσύνη είναι δημόσιο αγαθό, εξυπηρετεί το δημόσιο
συμφέρον και απονέμεται, κατά το Σύνταγμα, στο όνομα των
Ελλήνων πολιτών και μόνον.

Οι σύλλογοι, χωρίς να είναι φοβικοί απέναντι στο νέο,
έχουν χρέος να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που
παρουσιάζονται, περιφρουρώντας συγχρόνως τις
παραδόσεις του σώματος και τις βασικές αρχές του
νομικού μας πολιτισμού.
Στη μακρά δικηγορική και συνδικαλιστική μου διαδρομή
έμαθα να αναμετριέμαι με τα προβλήματα και τις
προκλήσεις, να μάχομαι και να επιδιώκω, «με λογισμό και
μ’ όνειρο», το καλύτερο για τους συναδέλφους, τους
τωρινούς αλλά και εκείνους που θα έρθουν μετά από μας.
Είμαι πεπεισμένος ότι όλοι όσοι βρισκόμαστε σ’ αυτή την
αίθουσα θα εργαστούμε ακαταπόνητα για να συνεχίσουν
οι νέες γενιές νομικών να έχουν τη δυνατότητα, όταν
κάνουν κι εκείνοι τον απολογισμό τους, να μπορούν να
πουν ότι δικαιώθηκαν στην επιλογή τους να αφοσιωθούν
στη δικηγορία. Να μπορούν να ταυτιστούν με τον
Βολταίρο, που έλεγε ότι η δικηγορία «είναι το ωραιότερο
επάγγελμα τού κόσμου» και ότι η δικαιοσύνη είναι «η
ωραιότερη λειτουργία της ανθρωπότητας». Τους το
οφείλουμε.

Σας ευχαριστώ